Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 4ον)



ΠΕΡΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΥ

Οἱ λέξεις «εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία, εἰδωλολατρικός» κοκ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ σὲ κανένα κείμενον τῆς ἀρχαίας γραμματείας μας, διότι δὲν ὑπάρχει λογικὸ ἔρεισμα πίσω ἀπὸ αὐτές. Οἱ λέξεις αὐτὲς εἰσήχθησαν πολὺ ἀργότερα. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις εἶναι πὼς ἡ λέξις «εἰδωλολάτραι» ἐδημιουργήθη καὶ πρωτεχρησιμοποιήθη στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὁ Σαοῦλ (Παῦλος), στὴν «Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους», (Α’, 5) τὴν χρησιμοποιεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει ὅσους βρίσκονται ἐντὸς τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀποφεύγουν νὰ συναναστρέφονται μὲ ὅσους εἶναι πόρνοι, πλεονέκτες, εἰδωλάτρες, μέθυσοι, ἅρπαγες, ὥστε νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους ( «μὴ συναναμίγνυσθαι, ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος, ἢ πλεονέκτης, ἢ εἰδωλολάτρης, ἢ λοίδορος, ἢ μέθυσος, ἢ ἅρπαξ· τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν. τί γάρ μοι τοὺς ἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τοὺς δὲ ἔξω ὁ Θεὸς κρινεῖ. καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» ).

Ἀναγιγνώσκοντας κανεὶς τὸ ἀπόσπασμα παρατηρεῖ πὼς ἡ λέξις «εἰδωλολάτρης» εὑρίσκεται ἀνάμεσα σὲ λέξεις περιγράφουσες ἄνθρωπον ποὺ διάγει ἔκλυτον βίον, ἄνευ ἠθικῆς καὶ ὁρίων. Ἔτσι λοιπὸν γεννᾶται εὐλόγως ἡ ἀπορία «τί ἀκριβῶς σημαίνει εἰδωλολάτρης, ὁπότε καὶ τοῦ ἁρμόζει τὸ λιγότερον ἡ περιφρόνησις; »

Ἡ λέξις εἰδωλολάτρης εἶναι σύνθετη. Τὸ πρῶτον συνθετικὸν εἶναι ἡ λέξις «εἴδωλον» καὶ τὸ δεύτερον ἡ λέξις «λατρεία». Ἡ λατρεία εἶναι συνώνυμον τῆς ἀφοσιώσεως, τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς μεγάλης ἀγάπης πρὸς τὸ θεῖον μὲ πράξεις καὶ λόγους (λεξικὸν Liddell- Scott). Ξεκίνησε ἔχοντας τὴν σημασία τῆς ἐργασίας, τῆς ὑπηρεσίας καὶ τῆς διαρκοῦς ἐνασχολήσεως, ἀφοσιώσεως σὲ κάτι καὶ ἀργότερα ἀπέκτησε καὶ θρησκευτικὸν χαρακτῆρα.

Ἡ λέξις «εἴδωλον» σύμφωνα μὲ τὸ ἴδιο λεξικὸν εἶναι «εἰκὼν ἐν τῇ διανοίᾳ». Γιὰ νὰ γίνει κάτι τέτοιο ἀντιληπτὸν ὅμως ὀφείλει κανεὶς νὰ γνωρίζει καὶ τί ἐστὶ «εἰκών»;

Ἡ λέξις «εἰκὼν» προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἔοικα», τὸ ὁποῖον εἶναι ἐκπεσὼν ἐνεστὼς τοῦ «εἴκω» ( =φαίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, διότι ὅποιος ἔχει ὑποχωρήσει -σὲ χρόνον παρακείμενον-, τείνει νὰ ὁμοιάσει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ νὴ εἴκων, ὁ μὴ ἐπι-εἰκής, μπορεῖ νὰ προκαλέσει τὸ νεῖκος, ἀλλὰ φέρει καὶ τὴν νίκην. Ὁ ὑποχωρῶν εἶναι ἀεικέλιος =δειλός, καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης στὸν «Μελέαγρον», «οἱ δειλοὶ οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν»). Ἡ εἰκόνα ποὺ λέμε σήμερα εἶναι ἀκριβὴς ἀποτύπωσις/ὁμοιότης τοῦ πρωτοτύπου, τὸ ἀπ-εικονίζει ἄριστα καὶ γι’αὐτὸ καὶ οἱ διάφοροι ζωγράφοι ὑπηρετοῦν αὐτὸ ποὺ λέγεται «εἰκαστικὲς τέχνες», ἐφ’ὅσον παριστάνουν τὸ ὁμοίωμα τοῦ πρωτοτύπου ( «Εἰκὼν ἐστὶ ὁμοίωμα καὶ ἐκτύπωμά τινος, ΔΕΙΚΝΥΟΝ τὸ εἰκονιζόμενον», «Ἐναντίον Εἰκονομάχων», Δαμασκηνός).
Ἐξ οὗ καὶ οἱ παραστάσεις/ἀπεικονίσεις τῶν διαφόρων προσώπων, ὅπως οἱ ἀνδριάντες, οἱ προτομὲς ἐλέγοντο ἀλλοιῶς καὶ ΕΙΚΟΝΕΣ ( «ταῖς δὲ νικώσαις ἐλαίας τε διδόασι στεφάνους καὶ βοὸς μοῖραν τεθυμένης τῇ Ἥρᾳ, καὶ δὴ ἀναθεῖναί σφισιν ἔστι γραψαμέναις ΕΙΚΟΝΑΣ», Παυσανίας, Ἡλειακά, Β’, 16).

Ἔχοντας δεῖ κάποιος τὸ πρωτότυπον τὸ ἀναπαριστᾶ στὸ μάρμαρον, πηλό, χαρτί κοκ. Γι’αὐτὸ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι χρησιμοποίησαν τὴν λέξιν «iconicae», ἀναφερόμενοι στοὺς ἀνδριάντες ἱστορικῶν προσώπων ποὺ παρίσταναν τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν.

Ἡ λέξις «εἴδωλον» ὅμως χρησιμοποιεῖται γιὰ κάτι ποὺ ὁ πλάσας αὐτὸ δὲν τὸ ἔχει δεῖ, ἀλλὰ τὸ ἀναπαριστᾶ σύμφωνα μὲ τὴν διάνοιά του, μὲ τὸ μυαλό του. Γι’αὐτὸ καὶ λέγεται καὶ εἴδωλον, διότι δὲν τὸ ἔχει ἀντικρύσει μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ τὴν δική του ἰδέα ( προς. ἀντων. γ’ἑν. ἕ + ἰδέα). Καὶ ἡ ἰδέα πράγματι ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὁρῶ, ἀλλὰ εἶναι ἡ ὄψις, ἡ μορφὴ ποὺ δίδει καθεὶς στὸ ἐν διανοίᾳ ἀντικείμενόν του. Τὸ εἴδωλον εἶναι «ἡ ἀπεικόνισις εἴδους μὴ ὁρωμένου, διὰ τῆς φαντασίας», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. «Διὰ τὴς ἰδέας φράζομεν ὅ,τι τὰ μάλιστα ἀφηρημένον καὶ ἀσύλληπτον. Ὁ θεὸς εἶναι ἀνεικόνιστος», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλ. βιβλιοθ., Ἄ. Τζιροπούλου.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ Σωκράτης, ἀλλὰ καὶ ὅποιο ἄλλον πρόσωπον…μπορεῖ νὰ ἀναπαρασταθεῖ μὲ εἰκόνα/ἀνδριάντα, ἀλλὰ ἡ Ἀθηνᾶ, ὁ Ζεὺς…μποροῦν νὰ ἀναπαρασταθοῦν μόνον διὰ τῆς ἰδέας, ἄρα μόνον διὰ εἰδώλων. 

Αὐτὸ τὸ παραδέχεται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φειδίας (Γεωγραφικά, Η’, 3,30, Στράβων), ὁ ὁποῖος ἐρωτηθεὶς ἀπὸ τὸν βοηθόν του, Πάναινον σὲ ποιόν θὰ ὁμοιάζει τὸ ἄγαλμα τοῦ Διός στὴν Ὀλυμπία ( «πρὸς τί παράδειγμα μέλλοι ποιήσειν τὴν εἰκόνα τοῦ Διός;» ), ἀπήντησε :

«πρὸς τὴν Ὁμήρου δι᾽ ἐπῶν ἐκτεθεῖσαν τούτων»

Ἐνεπνεύσθη δηλαδὴ τὸ εἴδωλον/ὁμοίωμα τοῦ Διὸς, σύμφωνα μὲ τὸ πῶς τὸν φανταζόταν καὶ τὸν περιέγραψε ὁ Ὅμηρος. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τοὺς στίχους τῆς Ἰλιάδος (Α, 528) :

««ἦ καὶ κυανέηισιν ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων· ἀμβρόσιαι δ᾽ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ᾽ ἀθανάτοιο, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον».

Οἱ «εἰδωλολάτραι», ὅταν ὡρίμασαν οἱ συνθῆκες κυνηγήθηκαν καὶ ἐδιώχθησαν ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Γιατί; Διότι εἶχαν διαπράξει τὸ ἔγκλημα τοῦ ἐμμένειν στὰ πατρῶα ἤθη κι ἔθιμα, στὰ τοῦ ἔθνους τους ( ἐξ οὗ καὶ «Ἐθνικοί»). Τὸ ὄνομα «Ἕλληνες» εἶχε ἀπαγορευθεῖ τελείως ἐπὶ ποινῇ θανάτου. Ὅσοι δὲν ἐδέχθησαν νὰ μεταλλαχθοῦν σὲ ὅσα ἡ ἰουδαϊκὴ πίστις πρέσβευε κυνηγήθηκαν, δολοφονήθηκαν, τιμωρήθηκαν παντὶ τρόπῳ. Οἱ ναοί, τὰ γλυπτά, τὰ μνημεῖα, τὰ συγγράμματα, οἱ θεσμοὶ καὶ γενικῶς ὁ,τιδήποτε θύμιζε «Ἕλληνες» εἶχε ἀντίστοιχη μοῖρα. Ἐνδεικτικῶς κάποια ἀποσπάσματα τῆς τότε νομοθεσίας :

«Ἐπιθυμοῦμε νὰ κλείσουν ἀμέσως ὅλοι οἱ ναοὶ (τῶν εἰδωλολατρῶν) σὲ ὅλους τοὺς τόπους καὶ σὲ ὅλες τὶς πόλεις καὶ νὰ ἀπαγορευτεῖ ἡ εἴσοδος σὲ αὐτοὺς, ἔτσι ὥστε οἱ ἀπολωλότες νὰ μὴν ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ διαπράξουν ἀμαρτία. Θέλουμε ἐπίσης νὰ ἀπέχουν ὅλοι ἀπὸ τὶς θυσίες. Ἄν ὅμως τύχει καὶ κάποιος διαπράξει τὸ ἀδίκημα, θὰ τιμωρηθῇ μὲ ἀποκεφαλισμόν. Διατάσσουμε ὅτι ἡ περιουσία ὁποιουδήποτε τιμωρηθῆ γι’ αὐτό, θὰ περιέλθει στὸ αὐτοκρατορικὸ ταμεῖον. Ἡ ἴδια τιμωρία θὰ έπιβληθεῖ καὶ στοὺς διοικητὲς τῶν ἐπαρχιῶν, ἄν ἀμελήσουν νὰ τιμωρήσουν τέτοια ἐγκλήματα. Παρεδόθη κατὰ τὶς καλένδες Δεκεμβρίου, τὸ ἔτος ἐπὶ τῆς 4ης ὑπατείας τοῦ Αὐγούστου Κωνσταντίνου καὶ 3ης ὑπατείας τοῦ Αὐγούστου Κωνστάντος», ἐπιστολὴ πρὸς Ταῦρον, ἔπαρχον τοῦ Πραιτωρίου, Ἰουστιν. Κώδιξ, 1,11,1.

«Τὰ εἰσοδήματα ἀπὸ φορολογία σὲ εἶδος θὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ θὰ ἐνισχύσουν τὴν ἀννῶνα ( =προμήθειες) ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπωφελοῦνται οἱ πιστότατοί μας στρατιῶτες. Ἄν κάποια ἀγάλματα βρίσκονται ἀκόμα μέσα στοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἱερὰ καὶ ἄν ἔχουν δεχθῆ ἤ δέχονται ἀκόμα τὴν λατρεία τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅπου κι ἄν συμβαίνει αὐτὸ, θὰ ξεριζωθοῦν ἐκ θεμελίων…Τὰ ἴδια τὰ κτήρια τῶν ναῶν ποὺ βρίσκονται σὲ πόλεις ἤ κωμοπόλεις ἤ καὶ ἐκτὸς αὐτῶν, θὰ παραχωρηθοῦν σὲ κοινὴ χρῆσιν. Παντοῦ οἱ βωμοὶ θὰ καταστραφοῦν καὶ οἱ ναοὶ ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτοκρατορικὰ κτήματα θὰ μεταφερθοῦν ἤ θὰ δοθοῦν σὲ ἄλλες πιὸ ἁρμόδιες χρήσεις. Οἱ ἰδιοκτῆτες τους θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ τοὺς καταστρέψουν», Αὐτοκράτορες Ἀρκάδιος, Ὀνώριος καὶ Θεοδόσιος πρὸς Κοῦρτιον, ἔπαρχον Πραιτωρίου. 

Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος (ὁ Μέγας! ) ἐξέδωσε νόμους πολὺ αὐστηροὺς πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν. Τὸ 394 κατήργησε τοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, τὶς ἱεροσκοπίες, ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον στοὺς ναοὺς τῶν Ἑλλήνων (ὅσοι ἔμειναν ὄρθιοι τῆς λεηλασίας τοῦ φανατισμένου ὄχλου καὶ τῶν διαταγμάτων κατεδαφίσεώς τους), βιβλιοθῆκες (ὅσες εἶχαν μείνει ἀλώβητες ὑπὸ τῶν ἄλλων βαρβαροφρόνων) καὶ μνημεῖα τεραστίας ἀξίας κατεστράφησαν. Οἱ Δελφοὶ λεηλατήθηκαν, τὰ ἀρχεῖα τῆς Οἰκουμένης ποὺ διεφυλάσσοντο αἰῶνες στὸν ἱερὸν χῶρον τῆς Ἐλευσῖνος εἶχαν τὴν ἴδια μοῖρα, ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Σεραπείου ἠφανίσθη μαζὶ μὲ τὸν ναόν, οἱ τέχνες, ἡ φιλοσοφία, οἱ ἐπιστῆμες, τὰ θέατρα, οἱ σχολὲς παρεδόθησαν στὴν μανία τῶν ἐξιουδαϊσμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅσον γιὰ τὴν διασωθεῖσα εἰς τὰ βιβλία μας γνῶσιν…εἴτε ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός, εἴτε «ἐξηφανίσθη», εἴτε παραποιήθηκε, εἴτε…εἴτε…εἴτε…

Ὁ Ἕλλην ῥήτωρ καὶ φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, Λιβάνιος ἀπηύθυνε ἐπιστολὴ στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον ( «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶν» ) διαμαρτυρόμενος γιὰ τὰ ὅσα ἐγκλήματα διαπράττει κατὰ τῶν Ἑλλήνων. Γράφει :

«Οἱ δὲ μελανειμονοῦντες ( =οἱ μαυροντυμένοι ‐ἐννοεῖ τοὺς μοναχούς‐ ) ὦ βασιλεῦ, κρατοῦντος τοῦ νόμου ( =ἰσχύοντος τοῦ νόμου ‐σου‐ ) θέουσιν ( =τρέχουν) ἐπὶ τὰ ἱερὰ ( =ἐναντίον τῶν ἱερῶν) ξύλα φέροντες καὶ λίθους καὶ σίδηρον…καθαιρουμένων ὀροφῶν ( =γκρεμίζουν τὶς ὀροφές), κατασκαπτομένων τοίχων ( =κατασκάπτουν τοὺς τοίχους), κατασπωμένων ἀγαλμάτων ( =σύρουν τὰ ἀγάλματα), ἀνασπωμένων βωμῶν ( =ἀναποδογυρίζουν τοὺς βωμούς), τοὺς δὲ ἱερεῖς ἢ σιγᾶν δεῖ ἢ τεθνάναι ( =καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει ἢ νὰ σιωποῦν ἢ νὰ πεθάνουν)…Οἳ φασί μεν τοῖς ἱεροῖς πολεμεῖν ( =αὐτοὶ λοιπὸν ἰσχυρίζονται ὅτι καταπολεμοῦν τὰ ἱερά) ἔστι δὲ οὗτος ὁ πόλεμος πόρος τῶν μὲν τοῖς ναοῖς ἐγκειμένων ( =γίνεται ὅμως ὁ πόλεμος αὐτὸς προκειμένου νὰ προσπορισθοῦν τὰ ὅσα ὑπάρχουν ἐντὸς τῶν ναῶν), ἁρπαζόντων τά τε κείμενα αὐτοῖς ( =καὶ ἁρπάζουν ὅ,τι κεῖται ἐντὸς αὐτῶν) ὥστε ἀπέρχονται φέροντες ( =ὥστε ἀπέρχονται μεταφέροντες αὐτά). Τοῖς δὲ οὐκ ἀρκεῖ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ γῆν σφετερίζονται, λέγοντες τὴν τοῦ δεῖνος ἱερὰν ( =καὶ σὲ ὅσους δὲν ἀρκοῦν αὐτά, τὰ ἁρπαχθέντα, σφετερίζονται καὶ τὴν γῆν, ὀνομάζοντας αὐτὴν ἱερὰν -γῆν‐ τοῦ ὁποιουδήποτε)…Καὶ ὅσα ἀγάλματα σιδήρου πεποιημένα, κέκρυπται τῷ σκότῳ διαφεύγοντα τὸν ἥλιον», (ἀπόσπασμα καὶ ἀπόδοσις ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» τῆς Ἄννης Τζιροπούλου). 

Ὁ υἰός του Θεοδοσίου, Ἀρκάδιος, συνέχισε τὸ ἔργον-διάταγμα τοῦ πατρός του, τὸ ὁποῖον ἦταν ξεκάθαρον :

«ΕΣ ΕΔΑΦΟΣ ΦΕΡΕΙΝ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ».

«Arcadius Paganorum arae, locis omnibus, destruantur»

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα τῆς ἀνείπωτης λεηλασίας ἦταν ὅτι οὔτε κὰν ὁ Παρθενὼν δὲν γλύτωσε καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀνεπανόρθωτες καταστροφὲς ποὺ ὑπέστη (μεταξὺ ἄλλων σφυροκοπήθηκαν οἱ μετόπες τῆς βορείου πλευρᾶς, ὅπου ἀναπαρίστατο ὁ Τρωικὸς πόλεμος καὶ τὰ γλυπτὰ τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος ἀφαιρέθηκαν), εἶχε τὴν ἴδια μοῖρα ὅπως καὶ ἄλλοι ναοὶ τῶν Ἑλλήνων, τὴν μετατροπή του σὲ ἐκκλησία ὑπὸ τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Σοφίας ἀρχικῶς καὶ ἐν συνεχείᾳ Παναγίας Ἀθηνιώτισσας (βλ. καὶ Ἀθηνᾶ Πολιὰς-Ἁγία Τριάδα/Θησεῖον- Ἅγιος Γεώργιος κοκ). 

(Βυζαντινὲς ἁγιογραφίες ποὺ βρέθηκαν στὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Παρθενῶνος) 

Ὁ Ἰουστινιανὸς διέταξε «μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν». Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ὄρθιον ἀπὸ τὶς Σχολὲς αἰώνων σταμάτησε τὴν λειτουργία του μία γιὰ πάντα· ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, τὸ Λύκειον τοῦ Ἀριστοτέλους, ὁ Κῆπος τοῦ Ἐπικούρου, ἡ Στοὰ τοῦ Ζήνωνος τοῦ Κιτιέως κ.ἄ ἀνήκαν πλέον στὸ παρελθόν…

«Τὰ βιβλία ἐδημεύθησαν ὑπὸ τοῦ Ἰουστινιανοῦ».

«Ὁ βασιλεὺς ἐθέσπισεν ὥστε μὴ πολιτεύεσθαι τοὺς ἑλληνίζοντας…συσχεθέντες Ἕλληνες περιεβωμίσθησαν ( =ἐθανατώθησαν ἐπὶ τῶν βωμῶν) καὶ βιβλία αὐτῶν κατεκαύθησαν καὶ εἰκόνες τῶν μυσερῶν θεῶν αὐτῶν καὶ ἀγάλματα» (Ἰ. Μαλάλας).

«Τὸ 1073 μ.Χ τὰ ποιήματα τῆς Σαπφοῦς καὶ τοῦ Ἀλκαίου, ἐκάησαν δημόσια ὑπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ῥώμης. Τὸ 1897, οἱ Grendell καὶ Hunt ἀνεκάλυψαν εἰς τὴν Ὀξύρυγχον τοῦ Φαγιοῦμ φέρετρα ἐκ πεπιεσμένου χάρτου, διὰ τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων εἶχαν χρησιμοποιηθῇ παλαιὰ βιβλία, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν ποιήματα τῆς Σαπφοῦς…Πολλαὶ ἀπὸ τὰς περγαμηνὰς ἐξύνοντο διὰ νὰ ἀπαληφθῇ τὸ παλαιὸν κείμενον καὶ νὰ γραφῇ νέον…Ὁ Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας κατέστρεψεν ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ χειρόγραφα ποὺ κατάφερε νὰ ἀνακαλύψῃ καὶ Ἕλληνες ἱερεῖς…ἔπεισαν τοὺς βυζαντινοὺς αὐτοκράτορας νὰ καύσουν τὰ ἔργα τῶν Ἑλλήνων λυρικῶν ποιητῶν, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ποιημάτων τῆς Σαπφοῦς καὶ τοῦ Ἀνακρέοντος», ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», Ἄννα Τζιροπούλου).

«Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, ὁ Θεοδόσιος κατήργησε διὰ νόμου καὶ τὶς θεατρικὲς παραστάσεις καὶ τὶς ἑορταστικὲς συνάξεις διὰ τὰς ἐπετείους τῶν Μηδικῶν πολέμων. Μέχρι τότε ἑώρταζον τὰ Μιλτιάδεια καὶ τὴν Μάχην τοῦ Μαραθῶνος μὲ «παρέλασι» στὴν Ἀθήνα, τὴν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος στὸν Πειραιᾶ, τὰ Λεωνίδεια στὴν Σπάρτη καὶ τὴν παρέλασι διὰ τὴν τελικὴν νίκην εἰς τὰς Πλαταιάς… 



Ὅσοι δὲ ναοὶ δὲν ἐκθεμελιώθηκαν, «ἀλλαξοπίστησαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔχει γράψει ὁ Κ. Παλαμᾶς. Τὸ Δισωτήριον τοῦ Πειραιῶς πρὸς τιμὴν τοῦ Διὸς Σωτῆρος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς Σώτειρας, ποὺ ἐβοήθησαν κατὰ τὴν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος, εἶναι μέχρι σήμερα κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλια τῶν δύο μεγάλων ναῶν ποὺ βρίσκονται στὸν λιμένα τοῦ Πειραιῶς, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ πρὶν λίγες δεκαετίες ἀνευρέθησαν τὰ περίφημα ἀγάλματα τῆς Ἀθηνᾶς τοῦ Πειραιῶς, τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Μουνιχίας Ἀρτέμιδος… 

Τὸ ἱερὸν τοῦ ἐν Ἀθήναις Ἀσκληπιοῦ κατελύθη καὶ στὴν θέσι του ἀνηγέρθη μία τρίκλιτη βασιλικὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, ποὺ ἀντικατέστησαν τοὺς δύο υἱοὺς‐ἰατροὺς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τὸν Μαχάωνα καὶ τὸν Ποδαλείριον. Ὁ ναὸς τῆς Μουνιχίας Ἀρτέμιδος στὸν Πειραϊκὸ λόφο τοῦ Μονίχου (νῦν Καστέλλας) κατεστράφη καὶ στὴν θέσι του βρίσκεται ὁ ναὸς τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ὁμοίως ἐπὶ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου Ἀρτέμιδος στὸν Ὑμηττὸ ἐκτίσθη ἡ Μονὴ Καισαριανῆς. Ὁ πανάρχαιος Ἀπόλλων ὁ Δαφναῖος ἀφανίσθηκε καὶ στὴν θέσι του ἀνηγέρθη ἡ Μονὴ Δαφνίου, ἐξ οὗ ἡ τοποθεσία «Δαφνὶ» μέχρι σήμερα... Καὶ ὁμοίως παντοῦ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἀκόμη καὶ ἡ Ἁγία Σοφία, στὴν Κωνσταντινούπολι, ἔχει θεμελιωθῆ ἐπὶ ἀρχαίου ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος…

Ὁ Ἀλάριχος ἔφερεν ἐπιτυχῶς εἰς πέρας τὴν ἀποστολὴν ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ. «Πάντα τὰ εἰδωλεῖα ἕως ἔδαφος καταστρέψαι καὶ πυρὶ παραδοθῆναι». Κατέστρεψε τοὺς Δελφούς, ἐκθεμελίωσε τὸν Πειραιᾶ, ἐρήμωσε τὴν Βοιωτία, τὴν Μεγαρίδα, τὴν Ἀττική. Ἐπέδραμε κατὰ τῆς Ἐλευσῖνος πολιορκῶν τὰ ἱερά, τὰ ὁποῖα ὑπεράσπισε ὁ τελευταῖος ἀρχιερεὺς τῶν Ἐλευσινίων, ὁ Ἱλαρίων, ὁ ὁποῖος ἐπέτυχε νὰ μὴ περιέλθουν εἰς τὰ βέβηλα χέρια τῶν βαρβάρων τὰ ἱερὰ ἀρχεῖα. Στὴν προσπάθειά του αὐτὴ βρῆκε τραγικὸ καὶ ἔνδοξο θάνατο μέσα στὶς φλόγες. Στὴν Πελοπόννησο ὁ Ἀλάριχος δὲν ἄφησε τίποτε ὄρθιο. Κατεδάφισε ὅλους τοὺς ναούς, κατέχωσε τὰ θέατρα καὶ ἐθρυμμάτισε ὅ,τι ἐθύμιζε τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἀπὸ τὴν Κόρινθο, μέχρι τὴν Σπάρτη καὶ τὸ Ἄργος, καί, φυσικά, ἀφάνισε τὴν Ὀλυμπία. Ξερρίζωσε ἀκόμη καὶ τὴν ἱερὰν δρῦν τοῦ Διὸς στὴν Δωδώνη. Συγχρόνως ἠφανίσθη τὸ ἄγαλμα τοῦ Δωδωναίου Διός, καθὼς καὶ ὁ τρίπους τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν.», ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν», Ἄννα Τζιροπούλου. 

Λέγεται πὼς ὅταν ἐισέβαλε στὴν Ἀθῆνα, ἡ Ἀθηνᾶ Πρόμαχος ποὺ ἀκόμη στεκόταν ἀγέρωχη μὲ τὰ ὅπλα της τοῦ προκάλεσε φόβον. Τὸ ἄγαλμα τῆς «μεγάλης χαλκῆς Ἀθηνᾶς» κατὰ τὸν Παυσανία, μετὰ ἀπὸ μία χιλιετία παρουσίας του στὸν Ἱερὸν Βράχον λέγεται πὼς μετεφέρθη στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ βυζαντινῶν χρόνων. Ἔκτοτε ἡ τύχη του ἀγνοεῖται. Καὶ ἡ βαρβαρότητα δὲν εἶχε τελειωμό… Τὸ τί τράβηξαν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἔμεινε στὴν συλλογικὴ μνήμη χαραγμένον βαθέως καὶ ἀκόμη μέχρι σήμερα, πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα, ἀγανακτώντας κάποιος ἀπὸ τὴν πολλὴ ταλαιπωρία ἀναφωνεῖ «μοῦ ἄλλαξες τὴν πίστιν»…

ΠΕΡΙ ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΥ

Οἱ κακοὶ «εἰδωλολάτρες, Ἐθνικοὶ» μέσῳ τῶν Λατίνων κατέληξαν νὰ λέγονται ὑποτιμητικῶς καὶ «παγανιστές». Τί σημαίνει ὅμως «παγανιστής» καὶ τί τὸ κακὸν ἔχει διαπράξει, ὥστε νὰ φέρει ἀρνητικὸν πρόσημον;

Οἱ λέξεις Paganismus (παγανισμός), paganicum ( =παγανιστικός, ἀγροτικός) καὶ Paganus (παγανιστής, ἀγρότης), ἐτυμολογοῦνται ἐκ τοῦ λατινικοῦ pagus ( =χωρίον < παγάς =γῆ τις ὑπὸ τῶν γεωργῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡσύχιον, μέρος γῆς, χέρσος). Ἡ λέξις παγὰς προέρχεται ἐκ τοῦ πήγνυμι ( =στερεώνω, ἐμπήγω, βλ. Παγασαί, ὅπου ἡ Ἀργὼ ἐπήχθη/ Ναύ-πακτος, ὅπου ὁ Τήμενος νῆες ἐπήξατο/ ἐν-πήγω, μπήγω κλπ).

«Οἱ Λατῖνοι μὲ μεταφορικὴ ἀντίληψιν, τὸ ἀπέδωσαν μὲ τὸ σκεπτικόν «ἐμπήγω πασσάλους διὰ νὰ καθορίσω τὰ ὅρια τῆς πόλεως, τῆς Ῥώμης κυρίως μετὰ τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ ἀγροί, οἱ ἀγρόται. Ἐξ οὗ καὶ paesani, οἱ χωρικοί. Οἱ ἀγρόται, pagani ὡς συντηρητικώτεροι, ἐπέμενον εἰς τὴν πατροπαράδοτην θρησκείαν τους, μὴ δεχόμενοι τὴν βιαίαν ἀλλαγὴν ποὺ προωθοῦσε ὁ Θεοδοσιανὸς κῶδιξ…Ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἀντιπαγανιστικὴ Νομοθεσία τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ βασικὴ προτροπὴ νὰ ἐξαλειφθοῦν ὅσοι εἰδωλολάτραι ὑπάρχουν «Paganos qui supersunt» καὶ ὅσοι ἐναπομένουν. Ἔτσι κατεστράφησαν καὶ τὰ ἐτρουσκικὰ γραπτὰ τὸν Δ’ μ.Χ. αἰῶνα ὑπὸ τῶν φανατικῶν χριστιανῶν, ὡς περιέχοντα παγανιστικὰ στοιχεῖα», (Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλλ, βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου).

Παγανιστὲς λοιπὸν ἀπεκλήθησαν ὑποτιμητικῶς ὑπὸ τῶν χριστιανῶν, στὰ τέλη τῆς ῥωμαϊκῆς περιόδου- ἀρχὲς τῆς βυζαντινῆς, οἱ περιθωριοποιημένοι ἐκτὸς πόλεως, οἱ μὴ ἀποδεχόμενοι νὰ ἀσπαστοῦν τὰ ὅσα ἡ ἰουδαϊκὴ πίστις ὤριζε. Ὁ ὅρος ἔγινε συνώνυμος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μὲ τοὺς ὅρους «Ἕλληνες, Ἐθνικοί», οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποιοῦντο ἐξ ἴσου ὡς κατηγορητήριον. Τώρα τὸ τί κακὸ διέπραττον, ὥστε οἱ λέξεις νὰ ἀποκτήσουν ἀρνητικὸν φορτίον, ἄς τὸ κρίνει καθεὶς σύμφωνα μὲ τὴν κρίσιν του...Σὲ κάθε περίπτωσιν ὁ ὅρος «παγανιστής», ποὺ χρησιμοποιοῦν ἀρκετοὶ γιὰ νὰ ὑποτιμήσουν τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι παντελῶς ἄστοχος, καθῶς αφ' ἑνὸς εἶναι μεταγενεστέρα ἐφεύρεσις καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲν ἐκφράζει τίποτε παραπάνω ἀπὸ κυνηγημένους, ἐξορίστους ἐπὶ ποινῇ θανάτου ἐκτὸς πόλεως, λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν ἤσπάζοντο ὅ,τι ἐπισήμως ἐπεβάλλετο. Βεβαίως ὅσοι ἀπὸ τοὺς κατηγόρους τῶν προγόνων μας ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία τὰ γνωρίζουν αὐτά, ἁπλῶς ἀκολουθοῦν τὶς γνωστὲς πεπατημένες δολοφονίας πεποιθήσεων καὶ χαρακτήρων, χαρακτηρίζοντας ὁτιδήποτε/ ὁποιονδήποτε δὲν βολεύει στὴν καθιέρωσιν συγκεκριμένων ἀφηγημάτων μὲ λέξεις φέρουσες ἀρνητικὸν φορτίον, τὸ ὁποῖον βεβαίως φορτίον ἔχει προκαθοριστεῖ ἐκ τῶν ἰδίων ἤ ὁμοίων τους. Δὲν εἶναι καὶ δύσκολον αὐτὸ νὰ γίνει ἀντιληπτὸν στὶς μέρες μας... 

Σχετικῶς μὲ τὴν λέξιν «εἰδωλολατρία» ὅπως χρησιμοποιεῖται σήμερα ὡς ἐπιλήψιμος συμπεριφορά, εἶναι ὀξύμωρον νὰ ἀποτελεῖ ἰσχυρισμὸν ὑποδεικνύοντα ἐπίκρισιν, ὅταν αὐτὸς πραγματοποιεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους εἰκονολάτρες/ ἀνδριαντοπροσκυνοῦντες κλπ (π.χ. ὀρθόδοξοι, καθολικοί κοκ). Καὶ ἄν μὴ τὶ ἄλλον, ἔστω καὶ ἄν ἀμφότερες εἶναι ἐπιμεμφεῖς ἀντιλήψεις, τουλάχιστον πρέπει νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ ἀρχιτεκτονικῆς ἀπόψεως, πὼς οἱ κακοὶ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες ἐδημιούργησαν ἀξεπεράστου καλλονῆς ἀγάλματα, ποὺ πολλοὶ ἀντιτιθέμενοι αὐτῶν, ἀντέγραψαν γιὰ νὰ κοσμήσουν τὰ κτήριά τους, ἔκλεψαν, ζήλεψαν τεχνικῶς καὶ παρακαλοῦν νὰ δανειστοῦν γιὰ νὰ ἀναδείξουν τὸν «πολιτισμόν» στὰ «μουσεῖα» τους, δύο ἔννοιες ποὺ οὔτε κὰν σὰν λέξεις οἱ βάρβαροι κατήγοροί τους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ δημιουργήσουν ἀπὸ μόνοι τους! 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ