Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 5ον)


 

ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΒΙΒΛΟΣ!

«Οἱ Ἑβραῖοι ἐκαλλιέργησαν τὴν γῆ τῆς πίστης. Οἱ Ἕλληνες ἐκαλλιέργησαν τὴν γῆ τῆς γνώσης. Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν δήμιοι, οἱ Ἕλληνες δικαστές. Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν ἀδίστακτοι, οἱ Ἕλληνες ἦταν εὐγενικοί…(Οἱ Ἑβραῖοι) Χρησιμοποίησαν ὡς ὅπλον τους τὸν χριστιανισμό, ἕνα νόθο καὶ μυσαρὸ παρασάρκωμα τοῦ σώματός τους, ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀπόβλητο καὶ ἀφάνισαν τὴν ὡραία Ἑλλάδα. Ὅ,τι δὲν κατάφερε ἡ ἀνδρεία, τὸ κατάφερε ὁ δόλος», Δ. Λιαντίνης

Διαβάζοντας κανεὶς τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ τὶς θρησκευτικὲς παραδόσεις/πεποιθήσεις διαφορετικῶν λαῶν ἀνὰ τὸν κόσμο, αἰσθάνεται σὰν νὰ διαβάζει μία παραποιημένη ἐκδοχὴ τῶν ἑλληνικῶν μύθων/κειμένων. Οἱ παρατηρήσεις περὶ κόσμου, περὶ ἀστρονομίας, περὶ τῶν φυσικῶν φαινομένων, περὶ τῆς Δημιουργίας καὶ τῆς ἐξελίξεως/ἱστορίας της, οἱ ὁποῖες ἐκφράζονται εἴτε διὰ ἀλληγορίας καὶ κλειστοῦ λόγου (μύθου), εἴτε εὐθέως μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν προγόνων μας, ἐπαναλαμβάνονται παρεφθαρμένες καὶ μεταγεγραμμένες κατὰ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ βολεύει τὸ ἑκάστοτε ἀφήγημα. Ὀνόματα καὶ χρονολογήσεις παραλλάσσονται, φανταστικὰ στοιχεῖα προστίθενται κατὰ τὸ δοκοῦν, γεγονότα ἀποσιωποῦνται…

Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὰ ἱερὰ βιβλία τοῦ ἰουδαιοχριστιανισμοῦ, παρατηρεῖται μία ἀντιγραφὴ τῶν προγενεστέρων αὐτῶν, ἑλληνικῶν μύθων καὶ μία ἐπανάληψις τῶν γεγραμμένων ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Καὶ θὰ πεῖ κανεὶς πὼς εἶναι λογικὸν νὰ γράφουν ὅλοι τὰ ἴδια μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἐφ’ ὅσον τὸ σύμπαν δημιουργήθηκε ἅπαξ καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν πρῶτοι ἀπαντήσεις σὲ ὅλα, ὅμως εἶναι παράλογον πλέον οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες νὰ μὴν γνωρίζουν τίποτα ἀπὸ τὴν γραπτή τους παράδοσιν, τίποτα ἀπὸ τὴν προϊστορία τους καὶ νὰ θεωροῦν τοὺς παναρχαίους μύθους τους, ἀποκυήματα τῆς φαντασίας, νὰ ξεγελιοῦνται μὲ ἀτεκμηρίωτες χρονολογήσεις καὶ δολερὲς ὀθνεῖες προσθαφαιρέσεις ἀθίγγανων καμηλιέρηδων, ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα γνωρίζουν ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτὰ ὅ,τι κάποτε ἐπεβλήθη ἐπὶ ποινῇ θανάτου ὡς «πρώτη καὶ μοναδικὴ ἀλήθεια» στοὺς προγόνους τους. 

Μία θρησκεία ποὺ τοὺς ἔμαθε νὰ κατανοοῦν στρεβλῶς τὴν λέξιν «προσκυνῶ» καὶ τοὺς κατήντησε νὰ γονατίζουν, ποὺ τοὺς κατεπίεζε τὴν ἐσωτερική τους θεῖα δύναμιν, τὸ δαιμόνιον, καθιστώντας τους ψυχικῶς ἀδαεῖς. Μία θρησκεία ποὺ τοὺς ἔστρεφε τὸ βλέμμα μακριὰ ἀπὸ τὴν «ῥοδοδάκτυλον Ἠώ» τοῦ Ὁμήρου καὶ ποὺ κατήντησε τὸν Αὐγερινόν/ Ἑωθινόν/ Ἑωσφόρον, ἤτοι τὴν Ἀφροδίτη ποὺ ἐμφανίζεται στὸν οὐρανὸν λίγο πρὶν ξημερώσει, διαβολική ( «ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν», Ἱλιάς, Ψ, 226). Ἴσως γιατὶ ἡ Ἀφροδίτη συμβολίζει τὸν ἔρωτα κι ὁ ἔρως κατέληξε πρᾶγμα μοχθηρόν, «ἀμαρτία» ( =ἀστοχία). Διότι ὁ ἔρ-ως, ὅπως τὸν πρωτοαντελήφθησαν οἱ Ἕλληνες, παρὰ τὸ «εἴρειν» ( =συνδέω), ἐξέφραζε κυριολεκτικῶς τὴν ἀνάγκη συνδέσεως μὲ κάτι, μὲ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν γνῶσιν καὶ αὐτὴ προϋποθέτει ἔρ-ευνα, ἐρ-ωτήσεις κι ο ἐρ-εθισμὸς τοῦ νοὸς ἐθεωρήθη βλαβερός. Καὶ ἡ φιλοσοφία κατεδικάσθη καὶ συνάμα τοῦτος ἐδῶ ὁ τόπος ἀπὸ παιᾶνες καὶ ὕμνους ἀρίστων ( =ἀνδρείων) ἀνθρώπων κατήντησε νὰ ἀντηχεῖ ψαλμωδίες ποὺ ἔκραζαν «Χαῖρε ἐξάλειψις πονηρῶν δαιμόνων», ἀνθρώπων φοβισμένων νὰ τὰ βάλουν μὲ τοὺς Ἀντίνοες. 

(Αὐγερινός/ Ἑωθινός/ Ἑωσφόρος, ἤτοι ἡ Ἀφροδίτη πάνω ἀπὸ τὴν Σελήνη, λίγο πρὶν τυλίξει τὴν πλάσιν ἡ ὁμηρικὴ ῥοδοδάκτυλος καὶ κροκόπεπλος Ἠώς)

Ἐνδεικτικῶς μερικὰ ἀπὸ τὰ γεγραμμένα τῆς γραμματείας μας καὶ παράλληλα πῶς παρουσιάζονται σήμερα :

1.Ὁ πανάρχαιος Ἡσίοδος τῆς -τουλάχιστον- 2ας χιλιετίας π.Χ [ Ὁ Πλίνιος μέσῳ τῶν ἀστρονομικῶν παρατηρήσεῶν του -Φυσικὴ Ἱστορία, 18, 213- δίδει τὴν πληροφορία πὼς ἡ πρωινὴ δύσις τῶν Πλειάδων τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡσιόδου «συμβαίνει τὴν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας. Ὁ Θαλῆς τὴν τοποθετεῖ τὴν εἰκοστὴ πέμπτη μέρα μετὰ τὴν ἰσημερία. Ἡ διαφορὰ αὐτὴ τῶν 25 ἡμερῶν ἀνάμεσα στὶς δύο παρατηρήσεις τοῦ Ἡσιόδου καὶ τοῦ Θαλοῦ ὀφείλεται προφανῶς στὴν διαφορετικὴ χρονολογία παρατηρήσεως…λόγῳ τῆς μεταπτώσεως τοῦ ἄξονος τῆς Γῆς ὅλοι οἱ ἀστερισμοὶ μετατοπίζονται κατὰ 50’’,2 κάθε χρόνο. Οἱ 25 ἡμέρες ἀντιστοιχοῦν σὲ 25x 360/ 365,24 x3600 =88.708’’,79. Διαιρώντας μὲ τὴν ἐτήσια μετατόπισιν τῶν 50’’,2 βρίσκουμε 1767 ἔτη. Ἄρα ὁ Ἡσίοδος ἔζησε περίπου 1700 ἔτη πρὶν ἀπὸ τὸν Θαλῆ τὸν Μιλήσιο. Συνεπῶς ( ἐπειδὴ ὁ Θαλῆς ἤκμασε περὶ τὸ 600 π.Χ.) βρίσκουμε ὅτι ὁ Ἡσίοδος ἔζησε περὶ τὸ 2300 π.Χ.», βιβλ. καθηγ. μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν Α’ κύκλ. σπουδ., Ἄννα Τζιροπούλου, σχετικῶς μὲ τὴν ἀστρονομία τοῦ Ἡσιόδου, παρατηρήσεις ὑπὸ τῆς μαθηματικοῦ/ ἀστρονόμου  Ἄγγ. Πριάκου. Ἐπίσης ὁ Ἡσίοδος ἔζησε τρεῖς γενιὲς μετὰ τὸν Ὅμηρο. Ἐπίσης ὁ Ἡσίοδος ἔζησε τρεῖς γενιὲς μετὰ τὸν Ὅμηρο.Ὁ  Ὅμηρος ἦταν ἐγγονὸς τοῦ Ὀδυσσέως ἀπὸ τὸν Τηλέμαχο καὶ τὴν κόρη τοῦ Νέστορος, Πολυκάστη. Ὁ  Ὁδυσσεὺς ἦταν σύγχρονος τοῦ Παλαμήδους, τοῦ Οἴακος καὶ τοῦ Ναυσιμέδοντος (Τρωικὸς πόλεμος), δισεγγόνων τοῦ βασιλέως Μίνωος καὶ τῆς Πασιφάης, ἀδελφῆς τῆς Κίρκης καὶ τοῦ Αἰήτη (Ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία). Ἄρα καὶ μὲ τὴν συμβατικὴ χρονολόγησιν τοῦ Μίνωος δὲν μπορεῖ ὁ Ἡσίοδος νὰ εἶναι γεννηθεὶς μετὰ τὸ 2.000 π.Χ. καὶ ἐπίσης προστίθεται καὶ μία ἀκόμη ἀπόδειξις στὶς δεκάδες ποὺ ὑπάρχουν πὼς οἱ προαναφερθέντες ἥρωες καὶ πόλεμοι εἶναι ἐπίσης πολὺ ἀρχαιότεροι] ἀναφέρει στὴν Θεογονία (116-136) :

«ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽· αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Τάρταρά τ᾽ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης, ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν. Ἐκ Χάεος δ᾽ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο· Νυκτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο, οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα. Γαῖα δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον ἑωυτῇ Οὐρανὸν ἀστερόενθ᾽, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι, ὄφρ᾽ εἴη μακάρεσσι θεοῖς ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί, γείνατο δ᾽ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν᾽ οὔρεα βησσήεντα, ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον, Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου· αὐτὰρ ἔπειτα Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην Κοῖόν τε Κρεῖόν θ᾽ Ὑπερίονά τ᾽ Ἰαπετόν τε Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημοσύνην τε Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ᾽ ἐρατεινήν…»

( = Λοιπὸν τότε πρώτιστα τὸ Χάος ἔγινε. Κι ὕστερα ἡ πλατύστερνη ἡ Γῆ, ἡ σταθερὴ πάντοτε ἕδρα ὅλων τῶν ἀθανάτων ποὺ τὴν κορυφὴ κατέχουν τοῦ χιονισμένου Ὀλύμπου, καὶ τὰ ζοφώδη Τάρταρα στὸν μυχὸν τῆς γῆς μὲ τοὺς πλατεῖς τοὺς δρόμους. Ἀλλὰ κι ὁ Ἔρως ποὺ ὁ πιὸ ὡραῖος εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἀθάνατους θεούς, αὐτὸς ποὺ παραλύει τὰ μέλη καὶ ὅλων τῶν θεῶν κι ἀνθρώπων τὴν καρδιὰ δαμάζει μὲς στὰ στήθη καὶ τὴν συνετή τους θέλησιν. Κι ἀπὸ τὸ Χάος ἔγινε τὸ Ἔρεβος κι ἡ μαύρη Νύχτα. Κι ἀπό τὴν Νύχτα πάλι ἔγιναν ὁ Αἰθὴρ καὶ ἡ Ἡμέρα: αὐτοὺς τοὺς γέννησε ἀφοῦ συνέλαβε σμίγοντας ἐρωτικῶς μὲ τὸ Ἔρεβος. Καὶ ἡ Γῆ γέννησε πρῶτα ἴσον μ᾽αὐτὴ τὸν Οὐρανὸν πού ᾽ναι γεμάτος ἄστρα, νὰ τὴν καλύπτει ἀπὸ παντοῦ τριγύρω καὶ νά ᾽ναι ἕδρα τῶν μακαρίων θεῶν παντοτινᾶ ἀσφαλής. Γέννησε καὶ τὰ ὅρη τὰ ψηλά, τὶς ὅλον χάριν κατοικίες τῶν θεῶν Νυμφῶν ποὺ κατοικοῦν στὰ βουνὰ τὰ φαραγγώδη, μὰ καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἀκαταπόνητο γέννησε ποὺ ὁρμᾶ μὲ τὸ κῦμα, τὸν Πόντο, δίχως ζευγάρωμα εὐφρόσυνο. Κι ἔπειτα ξάπλωσε μὲ τὸν Οὐρανὸν καὶ γέννησε τὸν Ὠκεανὸν τὸν βαθυδίνη τὸν Κοῖον, τὸν Κρεῖον, τὸν Ὑπερίονα, τὸν Ἰαπετόν, τὴν Θεῖα, τὴν Ῥέα, τὴν Θέμιν, τὴν Μνημοσύνη, τὴν χρυσοστέφανη τὴν Φοίβη καὶ τὴν ἐράσμια Τηθύν...).  

Καὶ γράφει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ( «Γένεσις», 1, 1-10) :

«ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν·… καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα…Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος…καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος… καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν…Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά…καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας…»

[* Τὸ «καλὸν» προέρχεται ἐκ τῆς ἁλέας τοῦ Ἡλίου (ἁλέα > καλέα > καλῆ > καλός)].

Γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιο» (37c) ὅτι ὅταν ὁ γεννήσας πατήρ Θεὸς εἶδε τὸν Κόσμον νὰ κινεῖται χάρηκε καὶ εὐφράνθηκε :

«ὡς δὲ κινηθὲν αὐτὸὁ γεννήσας πατήρ, ἠγάσθη τε καὶ εὐφρανθεὶς».

Καὶ συναντῶμεν στὴν «Γένεσιν» (1,31) :

«καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν».

Στὸ Β’,7 τῆς Γενέσεως γίνεται ἀναφορὰ στὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου :

«καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». 

Καὶ εἶναι σὰν νὰ ξαναδιαβάζει κανεὶς τὸν πανάρχαιον Ἡσίοδον, ὁ ὁποῖος στὸ «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (59-62) γράφει σχετικῶς μὲ τὸ πλάσιμο τῆς Πανδώρας (ἀπὸ τὸν Ἥφαιστον μὲ ἐντολὴ τοῦ Διός) :

«πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·  Ἥφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος» ( =ὁ πατὴρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν, προσέταξε τὸν ξακουστὸν Ἥφαιστον ὅσον πιὸ γρήγορα νὰ ἀναμείξει γῆ/ χῶμα μὲ νερὸ, μέσα ἀνθρώπου ἔθεσε φωνῆ καὶ σθένος). 

(Ἡσίοδος) 

Τὴν πεποίθησιν πὼς ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἀπὸ χῶμα καὶ ὕδωρ τὴν συναντῶμεν καὶ στὸν Ἀπολλόδωρον (Βιβλιοθήκη, Α’,7,1), ὁ ὁποῖος κάνει ἀναφορὰ στὸν Τιτᾶνα Προμηθέα, υἰὸν τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ ( ὁ ὁποῖος κατέληξε στοὺς Ἑβραίους…Ἰάφεθ -ἐξ οὗ καὶ οἱ…ἰαπετικὲς ῥίζες τῶν λέξεων ποὺ ἔψαλλαν οἱ γλωσσολόγοι πρὶν τὴν ἐφεύρεσιν τοῦ ἰνδοευρωπαϊκοῦ παραμυθίου- ) :

«Προμηθεὺς δὲ ἐξ ὕδατος καὶ γῆς ἀνθρώπους πλάσας ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ πῦρ».

Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ πανάρχαιος Ὅμηρος (Ἰλιάς, Η, 99), ὁ ὁποῖος ἔχει ζήσει πολὺ πρὸ τοῦ Ἡσιόδου καὶ πολλοὺς αἰῶνες πρὸ τῆς ἐπισήμου χρονολογήσεως (ποὺ τὸν τοποθετεῖ ἀνεξήγητα μόλις τὸν 9ο π.Χ αἰ.! γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθοῦν συγκεκριμένα ἀφηγήματα) :

«ἀλλ᾽ ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε».

2.Ἀλλὰ καὶ οἱ 10 ἐντολὲς ποὺ φαίνεται πὼς πῆρε ὁ Μωϋσὴς (τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ὀσαρσήφ. Ὁ Τάκιτος τὸν χαρακτηρίζει φυγάδα, ἐξωμότη , «Moysen, unum exulum», Histor., 5,3) ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ ὅρο Σινᾶ ( < ἴς =δύναμις, γεν. τῆς Fινός «ὅτι ἐκεῖ ἐδόθη ἡ ἐκ τοῦ νόμου δύναμις» ), θυμίζει ἀρκετὰ τὸν πολὺ προγενέστερον μῦθον, ποὺ λέγει πὼς ὁ βασιλεὺς Μίνως, σὲ συνέχεια τοῦ Κρητὸς Ῥαδαμάνθυος Α’, κάθε ἐννέα ἔτη ἀνέβαινε στὸ ὅρος Δίκτη καὶ ἐπεσκέπτετο τὸν Δία, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδινε τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους ὁ Κρὴς βασιλεὺς ἐκόμιζε στοὺς ἀνθρώπους.

Τὸν μῦθον ἐπιβεβαιῶνει καὶ ὁ Πλάτων («Νόμοι», 624b/ «Μίνως», 319γ/ε ) :

«ὡς τοῦ Μίνω φοιτῶντος πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ἑκάστοτε συνουσίαν δι᾽ ἐνάτου ἔτους καὶ κατὰ τὰς παρ᾽ ἐκείνου φήμας ταῖς πόλεσιν ὑμῖν θέντος τοὺς νόμους ( =ὁ Μίνως συνήθιζε νὰ συναναστρέφεται ἀνὰ ἐννέα ἔτη τὸν πατέρα του -Δία- καὶ σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον λόγον ἐκείνου ἔθετε τοὺς νόμους στὶς πόλεις σας)» 

«τὸν Μίνων συγγίγνεσθαι (=μαθήτευε κοντά) ἐνάτῳ ἔτει τῷ Διὶ ἐν λόγοις καὶ φοιτᾶν (=σύχναζε) παιδευθησόμενον ὡς ὑπὸ σοφιστοῦ ὄντος τοῦ Διός…συνουσιαστὴν τοῦ Διὸς εἶναι τὸν Μίνων (=μαθητὴς τοῦ Διὸς εἶναι ὁ Μίνως). οἱ γὰρ ὄαροι (=φιλικὴ συνομιλία) λόγοι εἰσίν, καὶ ὀαριστὴς (=ἔμπιστος φίλος μὲ τὸν ὁποῖον συνδιαλέγεσαι) συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις —ἐφοίτα οὖν δι᾽ ἐνάτου ἔτους εἰς τὸ τοῦ Διὸς ἄντρον ὁ Μίνως (=ἐσύχναζε λοιπὸν τὸ ἔνατον ἔτος στὸ ἄντρον τοῦ Διὸς ὁ Μίνως), τὰ μὲν μαθησόμενος, τὰ δὲ ἀποδειξόμενος ἃ τῇ προτέρᾳ ἐννεετηρίδι ἐμεμαθήκει παρὰ τοῦ Διός (= γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ τὴν μία καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει ἀπὸ τὴν ἄλλην αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν Δία τὴν προηγουμένη ἐννιαετία)». 

Τὰ γράφει καὶ ὁ Διόδωρος Σικελιῶτης (Ἱστορ. Βιβλιοθ. 5,78) :

«Μετὰ δὲ τὰς τῶν θεῶν γενέσεις ὕστερον πολλαῖς γενεαῖς φασι γενέσθαι κατὰ τὴν Κρήτην ἥρωας οὐκ ὀλίγους (=μετὰ ἀπὸ πολλὲς γενεὲς ἀπὸ τὴν γένεσιν τῶν θεῶν, λέγεται ὅτι γεννήθηκαν κατὰ τὴν Κρήτη πολλοὶ ἥρωες), ὧν ὑπάρχειν ἐπιφανεστάτους τοὺς περὶ Μίνω καὶ Ῥαδάμανθυν καὶ Σαρπηδόνα (=τῶν ὁποίων οἱ πιὸ ἐπιφανεῖς ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὸν Μίνω καὶ Ῥαδάμανθυν καὶ Σαρπηδόνα). τούτους γὰρ μυθολογοῦσιν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι καὶ τῆς Ἀγήνορος Εὐρώπης (=γι’ αὐτοὺς λέγουν πὼς γεννήθηκαν ἀπὸ τὸν Δία καὶ τὴν κόρη τοῦ Ἀγήνορος, Εὐρώπη)…θεῖναι δὲ καὶ νόμους τοῖς Κρησὶν οὐκ ὀλίγους, προσποιούμενον παρὰ Διὸς τοῦ πατρὸς λαμβάνειν, συνερχόμενον εἰς λόγους αὐτῷ κατά τι σπήλαιον (= -ὁ Μίνως- ἔθεσε καὶ νόμους στοὺς Κρῆτες οὐκ ὀλίγους, προσποιούμενος ὅτι τοὺς ἔλαβε ἀπὸ τὸν πατέρα του, Δία, ὅταν συνεδιαλέχθη μὲ τὸν ἴδιο σὲ κάποιο σπήλαιον).» 

(Ὄρος Δίκτη) 

Τὰ γράφει ὁ Στράβων :

«…καὶ ὁ Μίνως παρὰ τοῖς Κρησὶν ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής͵ δι᾽ ἐννέα ἐτῶν͵ ὥς φησι Πλάτων, ἀναβαίνων ἐπὶ τὸ ἄντρον τοῦ Διὸς καὶ παρ᾽ ἐκείνου τὰ προστάγματα λαμβάνων καὶ παρακομίζων εἰς τοὺς ἀνθρώπους ( =Καὶ ὁ Μίνως ἐβασίλευε τοὺς Κρῆτες, συνδιαλεχθεὶς κάθε ἐννέα ἔτη μὲ τὸν μεγάλον Δία· ὅπως λέγει καὶ ὁ Πλάτων, -ὁ Μίνως- ἀνεβαίνοντας στὸ ἄντρον τοῦ Διὸς ἀνὰ ἐννέα ἔτη καὶ λαμβάνοντας ἀπὸ ἐκεῖνον τὰ προστάγματα καὶ παρακομίζοντάς τα στοὺς ἀνθρώπους…)», Γεωγραφικά, ΙΣΤ’, 2,38. 

Τὰ γράφει καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς :

«Λαβεῖν δὲ αὐτὸν τὴν τούτων μίμησιν ἀποφαίνουσιν ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν παραδειγμάτων ζηλωτὴν γενόμενον τῆς τε Μίνω τοῦ Κρητὸς καὶ τῆς Λυκούργου τοῦ Λακεδαιμονίου σοφίας· ὧν ὁ μὲν ὁμιλητὴς ἔφη γενέσθαι τοῦ Διὸς καὶ φοιτῶν εἰς τὸ Δικταῖον ὄρος, ἐν ᾧ τραφῆναι τὸν Δία μυθολογοῦσιν οἱ Κρῆτες ὑπὸ τῶν Κουρήτων νεογνὸν ὄντα, κατέβαινεν εἰς τὸ ἱερὸν ἄντρον καὶ τοὺς νόμους ἐκεῖ συντιθεὶς ἐκόμιζεν, οὓς ἀπέφαινε παρὰ τοῦ Διὸς λαμβάνειν· ὁ δὲ Λυκοῦργος εἰς Δελφοὺς ἀφικνούμενος ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἔφη διδάσκεσθαι τὴν νομοθεσίαν (= ἐκ τῶν ὁποίων ὁ μὲν -Μίνως- συνομιλητὴς τοῦ Διὸς λέγει πὼς ἔγινε καὶ συχνάζοντας στὸ Δικταῖον ὄρος, στὸ ὁποῖον ἀνετράφη ὁ Ζεὺς ἀπὸ τοὺς Κουρῆτες ὅταν ἦταν νεογέννητος, ὅπως λέγουν οἱ Κρῆτες, κατέβαινε στὸ ἱερὸν ἄντρον καὶ τοὺς νόμους ἐκεῖ συνθέτοντας ἐκόμιζε, τοὺς ὁποίους παρουσίαζε πὼς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δία· ὁ δὲ Λυκοῦργος φτάνοντας στοὺς Δελφοὺς ἔλεγε πὼς ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα ἐδιδάσκετο τὴν νομοθεσία)», Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία, Β’,61,2, Διονύσιος Ἁλικαρνασσεὺς

Τὰ γράφουν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ πρωτίστως τὰ γράφει ὁ πανάρχαιος Ὅμηρος (τ,179) :

«ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής (= -ὁ Μίνως τὴν Κνωσό- ἐβασίλευε, ὁ συνομιλητής/ οἰκεῖος φίλος τοῦ μεγάλου Διός κάθε ἔνατον ἔτος)»

Τὰ παραδέχεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀνθέλλην Ἰουδαῖος Ἰώσηπος (Ἰωσὴφ μπὲν Μαθιά) στὸ «Κατ’ Ἀπίωνος» (Β’, 161-2) :

«τοιοῦτος μὲν δή τις [αὐτὸς] ἡμῶν ὁ νομοθέτης, οὐ γόης οὐδ᾽ ἀπατεών, ἅπερ λοιδοροῦντες λέγουσιν ἀδίκως, ἀλλ᾽ οἷον παρὰ τοῖς Ἕλλησιν αὐχοῦσιν τὸν Μίνω γεγονέναι καὶ μετ' αὐτόν τοὺς ἄλλους νομοθέτας (=τουλάχιστον περίπου τέτοιος ἦταν ὁ νομοθέτης μας -Μωϋσής-, ὄχι μάγος, οὔτ’ ἀπατεών, ὅπως αὐτὰ ποὺ λέγουν ἀδίκως οἱ λοιδοροῦντες, ἀλλὰ σὰν αὐτὸν τὸν Μίνω καὶ τοὺς μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἄλλους νομοθέτες, γιὰ τοὺς ὁποίους καυχῶνται οἱ Ἕλληνες)»

Ὅσον γιὰ τὸ περιεχόμενον τῶν ἐντολῶν διὰ τοῦ Μωϋσέως, θυμίζουν ἀρκετὰ τὰ δικά μας Δελφικὰ Παραγγέλματα καὶ τὶς συμβουλὲς ποὺ δίνει ὁ πανάρχαιος Ἡσίοδος στὸν ἀδελφόν του, Πέρση στὸ «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» :

«Ἕπου ( =ἀκολούθησε) Θεῷ»
«Νόμῳ πείθου ( =πειθάρχησε, ὑπάκουε)»
«Θεοὺς σέβου»
«Γονεῖς αἰδοῦ ( =σεβάσου, βλ. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» )»
«Ἡττῶ ὑπὲρ δικαίου ( =νὰ ὑποχωρεῖς στὸ δίκαιο)»
«Ψέγε μηδένα ( =μὴ κατηγορεῖς κανέναν)» βλ. «οὐ ψευδομαρτυρήσεις»
«Πρᾶττε δίκαια»
«Ἀλλοτρίων ἀπέχου ( =νὰ ἀπέχεις ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν σοῦ ἀνήκουν)»/ «χρήματα δ᾽ οὐχ ἁρπακτά» βλ. «οὐ κλέψεις»
«Ἐργάζου κτητά ( =ἐργάσου γιὰ νὰ ἀποκτήσεις)»
«Πλούτει δικαίως» / «μὴ κακὰ κερδαίνειν»
«Φόνου ἀπέχου» βλ. «οὐ φονεύσεις»
«Γάμους κράτει» βλ. «οὐ μοιχεύσεις» 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 6ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ