Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 6ον)


ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΒΙΒΛΟΣ! (συνέχεια ἀπὸ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

3.Σχετικῶς μὲ τὸ «Σάββατον» ποὺ στὶς «10 ἐντολὲς τοῦ Μωϋσέως» ἀναφέρεται ὡς ξεχωριστὴ μέρα, ἀφιερωμένη στὸν Κύριον, διότι λέγουν πὼς τὴν ἕβδομη μέρα (ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τἢν καταμέτρησιν τῶν ἡμερῶν) ὁ Κύριος ξεκουράστηκε, ὑπερασπίζονται οἱ Ἑβραῖοι ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν Shabbat, ποὺ σημαίνει στὴν γλῶσσα τους «ἀνάπαυσις». Ἐπίσης τοὺς θυμίζει τὴν ἀπελευθέρωσίν τους ἀπὸ τοὺς Αιγυπτίους καὶ μάλιστα τὴν τιμοῦν εὐλαβικῶς ὡς μία μεγάλη ἑορτή, τρώγοντας, πίνοντας καὶ τραγουδώντας ὅλοι μαζί…

Καὶ ξεκαθαρίζει ὁ Πλούταρχος στὰ «Συμποσιακά, Δ’» περὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθίμων :

«Ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ´ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ´ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης…Οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ…καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας…ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους…ὁ ἀρχιερεὺς…μιτρηφόρος…νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ´ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν».

[ =Ὑπάρχει καὶ ἡ κραδηφορία (τὸ νὰ κρατᾶ κανεῖς κλαδιὰ συκιᾶς κατὰ τὴν διάρκεια μίας ἑορτῆς), καὶ ἡ θυρσοφορία σὲ αὐτοὺς κατὰ τὴν ὁποίαν κρατοῦν θυρσοὺς (κλαδιὰ περιτυλιγμένα μὲ φύλλα κισσοῦ καὶ ἀμπελιοῦ ποὺ στὴν κορυφήν τους ἔχουν κουκουνάρι, ἔμβλημα τοῦ Διονύσου, ποὺ κρατοῦσαν κατὰ τὶς βακχικὲς τελετές) καὶ μπαίνουν στὸ ἱερόν. Εἰσελθόντες ἐκεῖ, κάνουν διάφορα δρώμενα, -τί ἀκριβῶς- δὲν ξέρουμε, τὰ ποιούμενα εἶναι ὅμοια μὲ τὶς βακχικὲς τελετὲς. Καὶ χρησιμοποιοῦν σάλπιγγες μικρὲς, ὅπως οἱ Ἀργεῖοι στὰ Διονύσια, γιὰ νὰ καλέσουν τὸν Θεόν· κι ἄλλοι βγαίνουν παίζοντας κιθάρα, τοὺς ὁποίους αὐτοὶ Λευίτες ὀνομάζουν, εἴτε ἐκ τοῦ -Βάκχου- Λυσίου (προσωνύμιον τοῦ Διονύσου), εἴτε περισσότερον ἀπὸ τὴν ἐπίκλησιν ποὺ κάνουν στὸν -Βάκχον- Εὔιον (ἄλλο προσωνύμιόν του)…Νομίζω πὼς καθόλου δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὸν Διόνυσον ἡ ἑορτὴ τοῦ Σαββάτου, γιατὶ ἀκόμα καὶ σήμερα πολλοὶ Σάβους λέγουν τοὺς Βάκχους καὶ αὐτὴν τὴν κραυγὴ βγάζουν ὅταν τελοῦν τὶς ὀργιαστικὲς τελετὲς πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ…καὶ τὸ ὄνομα εἶναι πεποιημένον ἀπὸ τὴν κάποια σόβησιν ( =ταραχὴ), ἡ ὁποία κατέχει τοὺς βακχεύοντες…ὅταν τελοῦν τὰ σάββατα, πίνουν μάλιστα καὶ μεθοῦν παροτρύνοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον…ὁ ἀρχιερεὺς φορᾶ μίτρα, νεβρίδα (ἔνδυμα ἀπὸ δέρμα ἐλάφου) ἐπιχρυσωμένη, χιτῶνα μέχρι τὰ πόδια καὶ κοθόρνους καὶ πολλὰ κουδούνια κρέμονται ἀπὸ τὰ ῥοῦχα του, ποὺ κάνουν ὑπόκωφον θόρυβον ὅταν περπατᾶ, ὅπως γίνεται στὶς δικές μας ἑορτές. Ἰσχυρὸν θόρυβον κάνουν στὰ νυκτέλια (νυκτερινὴ ἑορτὴ τοῦ Διονύσου) καὶ ὀνομάζονται χαλκόκροτοι οἱ παραμάνες-τροφοὶ τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ θυρσὸς ποὺ φαίνεται στὰ πλάγια τοῦ ναοῦ καὶ τὰ τύμπανα· γιατὶ αὐτὰ ἀσφαλῶς σὲ κανέναν ἄλλον θεὸν δὲν ταιριάζουν, παρὰ μόνον στὸν Διόνυσον ].

Λέγει ἐν ὀλίγοις πὼς τὸ «Λευίτης» προέρχεται ἐκ τοῦ Λύσιος καὶ Εὔιος, προσωνύμια τοῦ Διονύσου, πὼς οἱ τελετὲς ποὺ κάνουν στὴν ἑορτὴ τοῦ Σαββάτου, τὰ ἔθιμα, τὰ ἐνδύματα ποὺ φοροῦν εἶναι ἴδια μὲ αὐτὰ τῶν Ἑλλήνων στὶς βακχικὲς ἑορτές καὶ πὼς τὸ «Σάββατον» προέρχεται ἀπὸ τὴν σόβησιν ποὺ κατέχει τοὺς βακχεύοντες, καθῶς πρόκειται γιὰ ἑορτὴ πρὸς τὸν Σαβάζιον.

«Σαβάζιος» εἶναι ἄλλον προσωνύμιον τοῦ Διονύσου, κυρίως στὴν Θράκη καὶ στὴν Φρυγία, ἀπὸ τὰ ἐπιφωνήματα «εὐοῖ σαυοῖ», ποὺ φωνάζουν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βακχικῆς ἑορτῆς. Τὸ λεξικὸν Σουΐδα ἀναφέρει πὼς «Σάβους λέγεσθαι τοὺς τελουμένους τῷ Σαβάζιῳ, τουτ’ἔστι τῷ Διόνυσῳ, καθάπερ τοῦ τῷ Βάκχῳ Βάκχους. Τὸν αὐτὸν δὲ εἶναι Σαβάζιον καὶ Διόνυσον φασί. Οὔτω δὲ φασὶ καὶ τῶν Ἑλλήνων τινὰς τοὺς Βάκχους Σάβους καλεῖν».
Ἄλλοι τὸν ἐτυμολογοῦν ἀπὸ τὰ «σέβομαι + ἄζομαι». Σάβους ἔλεγαν καὶ τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Διόνυσον τόπους. Ἐκ τῆς ξέφρενης συμπεριφορᾶς τῶν σαβαζίων, προέρχεται καὶ ἡ σημερινὴ λέξις «ζαβός».

Γράφει ὁ Ἀριστοφάνης :

«ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι»,Λυσιστράτη, 386-7  

Ὁ Σαβάζιος Διόνυσος ἀκούγεται στὸν ἐπινίκιον ὕμνον «Ἅγιος, ἅγιος κύριος Σαβαώθ», παραφρασμένος ὡς Σαβαώθ. Τὸ ἐντυπωσιακὸν σὲ αὐτὸ εἶναι πὼς ὅταν ὁ Πλούταρχος στὸ κεφάλαιον ποὺ διερωτᾶται γιατὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τρώγουν χοιρινὸ κρέας, ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέρει εἶναι ἐπειδὴ θεωροῦν πὼς ὁ Ἄδωνις εἶναι ὁ Διόνυσος καὶ ὁ πρῶτος σκοτώθηκε ἀπὸ ἕναν χοῖρον :

«Εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ´ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον (=ἄν πρέπει καὶ τὰ μυθικὰ νὰ λάβουμε ὡς βοηθόν, λέγεται πὼς ὁ Ἄδωνις ἀπὸ ἕνα ἀγριογούρουνο σκοτώθηκε· ὁ μὲν Ἄδωνις ὄχι ἄλλος, ἀλλὰ ὁ Διόνυσος νομίζουν πὼς εἶναι καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ τελούμενα στὶς ἑορτὲς τοῦ καθενὸς διαβεβαιώνουν τὸν συλλογισμόν)».

Τὸ ἀκόμη ὅμως ἐντυπωσιακότερον εἶναι πὼς τὸν «Κύριον τῶν δυνάμεων» οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ὀνομάζουν «Ἀδωναΐ Σαβαώθ» ! 

Ὑπάρχει καὶ ἡ ἐτυμολογία πὼς τὸ «Σάββατον» ὡς ἑβδόμη ἡμέρα, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἑπτά*, μὲ τροπὴ τῆς δασείας σὲ -σ (σεπτά < σεπτὸς =ἱερός) καὶ τοῦ -πτ σὲ διπλὸν χειλικὸν ππ=ββ ( «Ἡ δασεῖα ἔγινε σίγμα καὶ τὸ πτ διπλὸ ββ», Ἕλλην Λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου- Εὐσταθίου).  

Ἄλλοι συνδέουν τὸ Σάββατον μὲ τὶς λατρευτικὲς παραδόσεις πρὸς τιμὴν τοῦ Κρόνου διὰ τοῦ Τυφῶνος (τὸ Σάββατον εἶναι πράγματι ἡ ἀφιερωμένη ἡμέρα στὸν Κρόνον, ἐξ οὗ καὶ τὰ Satur(n)day/ zaterdag κοκ), μὲ τὴν αἰγυπτιακὴ πίστιν  περὶ τῆς γενεαλογίας τοῦ Τυφῶνος (ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἦταν υἰὸς τῆς Γαίας καὶ τοῦ Ταρτάρου, ποὺ ἐκδικήθηκε τοὺς θεοὺς καὶ πρωτίστως τὸν Δία γιὰ τὸν θάνατον τῶν ἑτεροθαλῶν ἀδελφῶν του, Γιγάντων), τὴν ὁποία πίστιν ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσήριδος», (12) :

«ἐκ δὲ τοῦ Κρόνου τὸν Τυφῶνα καὶ τὴν Νέφθυν» ( =ἀπὸ τὸν Κρόνον ὁ Τυφὼν καὶ ἡ Νέφθυς) 

Συνδυαστικῶς μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου στὸ ἴδιο σύγγραμμα (Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσήριδος, 31/ 49) πὼς τὸν Τυφῶνα οἱ Αἰγύπτιοι τὸν ὀνομάζουν Σήθ καὶ περὶ τῶν ἰουδαϊκῶν εἰσαγωγῶν στὸν μῦθον :

«τοὔνομα… Σήθ, ᾧ τὸν Τυφῶνα καλοῦσι» ( = τὸ ὄνομα Σήθ, μὲ τὸ ὁποῖον ὄνομα -οἱ Αἰγύπτιοι- ἀποκαλοῦν τὸν Τυφῶνα)

«Οἱ δὲ λέγοντες ἐκ τῆς μάχης ἐπ´ ὄνου τῷ Τυφῶνι τὴν φυγὴν ἑπτὰ ἡμέρας γενέσθαι καὶ σωθέντα γεννῆσαι παῖδας Ἱεροσόλυμον καὶ Ἰουδαῖον, αὐτόθεν εἰσὶ κατάδηλοι τὰ Ἰουδαϊκὰ παρέλκοντες εἰς τὸν μῦθον» ( = Αὐτοὶ ποὺ λέγουν πὼς ἡ φυγὴ τοῦ Τυφῶνος ἀπὸ τὴν μάχη πάνω σὲ ἕναν γαΐδαρο ἔγινε σὲ ἑπτὰ ἡμέρες καὶ ἀφοῦ ἐσώθη γέννησε παιδιὰ, τὸν Ἱεροσόλυμον καὶ τὸν Ἰουδαῖον, εἶναι ὁλοφάνερον ἀπὸ αὐτὸ πὼς εἰσήγαγον πλαγίως στὸν μῦθον ἰουδαϊκὰ στοιχεῖα)

ἀλλὰ καὶ τὴν γενικοτέρα σύγχυσιν ποὺ ἔχει προκαλέσει ὁ -μεθοδευμένος- ἀφανισμὸς καὶ ἡ παραχάραξις τῆς γνώσεως, καταλήγουν σὲ μία σύνδεσιν Κρόνου-Τυφῶνος μὲ τὰ «ἰουδαϊκὰ παρελκόμενα εἰς τὸν μῦθον», δηλαδὴ τοῦ Ἱεροσολύμου/ Ἰουδαίου καὶ τὴν ὀνολατρεία. Αὐτὴ ἡ σύγχυσις φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ γραφόμενα τοῦ Τακίτου, ὁ ὁποῖος στὶς Ἱστορίες του (5,2-3) παρουσιάζει τὶς διάφορες φημολογήσεις τῆς ἐποχής του περὶ τῶν Ἰουδαίων, καταλήγοντας στὴν γνωστὴ ἱστορία τῆς ἐξόδου τοῦ Μωϋσέως.

Ὁ Πλούταρχος κάνει ἀναφορὰ καὶ στὴν «Σκηνοπηγία» -τὴν ὁποία γράφει πὼς τὴν ἔλεγαν «σκηνή» -, ἡ ὁποία μᾶς ἐνημερώνει πὼς καὶ χρονικῶς ἀλλὰ καὶ τελετουργικῶς θυμίζει ἑορτὴ πρὸς τὸν Διόνυσον, ἀναφέροντας συνάμα καὶ τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν ( «μυστήρια τοῦ Βάκχου ἑορταζόμενα ἀνὰ τριετία εἰς ἅπασαν τὴν Ἑλλάδα, καθιερωθέντα εἰς Δελφούς. Κύριον χαρακτηριστικὸν αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, ἡ ἀναίμακτος θυσία καὶ ἡ χορτοφαγία», Ἕλλην Λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου) :

«…ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ´ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν…τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ´ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. Τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἄγοντες ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. Ὀλίγαις δ´ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ ἂν δι´ αἰνιγμάτων ἀλλ´ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν», Πλούταρχος, Συμποσιακά, Δ’, 671.

«καὶ τοὺς μὲν Βοιωτοὺς καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας καὶ Θρᾷκας ἀπομνημονεύοντας τῆς κατὰ τὴν Ἰνδικὴν στρατείας καταδεῖξαι τὰς τριετηρίδας θυσίας Διονύσῳ, καὶ τὸν θεὸν νομίζειν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον ποιεῖσθαι τὰς παρὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιφανείας», Διόδ. Σικελιώτης, Ἱστορ. Βιβλιοθ., Δ’, 3, 2

Γράφει ὁ Πλούταρχος πὼς κατὰ τὴν «Σκηνοπηγία», ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται στὴν κορύφωσιν τοῦ τρύγου, οἱ πιστοὶ κάνουν νηστεία, καὶ παραθέτουν τράπεζες μὲ κάθε εἴδους φροῦτα -καὶ ὄχι κρέας- κάτω ἀπὸ  σκηνὲς καὶ καλύβες διαπεπλεγμένες ἀπὸ κλήματα καὶ κισσόν! Λίγες μέρες μετὰ ἔχουν ἄλλη ἑορτὴ, ποὺ δὲν τὴν ὀνομάζουν γράφει μὲ αἰνίγματα, ἀλλὰ τὴν λένε ξεκάθαρα τοῦ Βάκχου. Ὁ Διόδωρος στὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα μᾶς ἐνημερώνει πὼς σὲ ἀνάμνησιν τῆς ἐκστρατείας τοῦ Διονύσου στὴν Ἰνδική, οἱ Θρᾶκες, οἱ Βοιωτοὶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες καθιέρωσαν τὶς τριετηρικὲς θυσίες στὸν Διόνυσον καὶ πιστεύουν πὼς τότε ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται ὁ θεὸς στοὺς ἀνθρώπους.

Λίγο πιὸ πρὶν στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (Δ, 2-3) ἐπεξηγεῖ τὸ πῶς ξεκίνησαν οἱ τριετηρίδες θυσίες καὶ τὴν σχέσιν του Διονύσου μὲ τὴν πόλιν Νῦσα. Γράφει πὼς στὴν Νῦσα μεταξὺ Φοινίκης καὶ Νείλου, τὸν εἶχε στείλει ὁ πατήρ του Ζεὺς ἀφ’ ὅτου πέθανε ἡ μήτηρ του Σεμέλη, ὥστε νὰ τὸν ἀναθρέψουν καὶ νὰ τὸν φροντίσουν μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια οἱ Νύμφες (Ὑάδες). Ὅταν μεγάλωσε δίδαξε στοὺς ἀνθρώπους τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀμπελιοῦ σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη καὶ σὲ ὅσες περιοχὲς δὲν εἶχαν ἀμπέλια δίδαξε τὴν ζυθοποιία. Μετὰ τὸν τρίτον χρόνον τῆς ἐκστρατείας του στὴν Ἴνδία ἐπέστρεψε στὴν Βοιωτία μὲ λάφυρα καὶ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔκανε θρίαμβον πάνω σὲ ἰνδικὸν ἐλέφαντα.

Ἡ πόλις Νῦσα (μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ ὑπάρχουν πολλὲς πόλεις στὴν Εὐρώπη, τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία) γράφει ὁ Ἀρριανὸς ( «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις», Ε’,1,6 -2,6) πὼς ὠνομάσθη ἀπὸ τὴν τροφὸν τοῦ Διονύσου ποὺ τὴν ἔλεγαν Νῦσα, ἐξ οὗ καὶ στὴν Νῦσα τῆς Ἰνδίας ὑπάρχει ὄρος ποὺ ὀνομάζεται «Μηρός», ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον ὅταν κατεκεραυνώθη ἡ Σεμέλη, ὁ Δίας μετέφερε τὸ ἔμβρυον ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει καὶ τὸ τοποθέτησε στὸν μηρόν του ἕως ὅτου ὁλοκληρωθεῖ ἡ κύησις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἔφτασε στὴν Νῦσα, στὸν Ἰνδὸν ποταμὸν, ὁ Ἀλέξανδρος ἄφησε ἐλευθέρους καὶ αὐτονόμους τοὺς ἐκεῖ κατοίκους καὶ ἐπεσκέφθη τὸ ὄρος Μηρόν καὶ πῆγε νὰ δεῖ καὶ τὰ ὑπομνήματα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ οἱ Μακεδόνες του στεφανώνονταν μὲ κισσὸ καὶ δάφνη ποὺ ἐφύετο μόνον σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖον τῆς Ἰνδίας καὶ ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Διόνυσον κάνοντας συμπόσια, διότι γνώριζαν ὅτι πατοῦν σὲ ἐδάφη ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ ἐκπολιτίσει κάποτε ὁ Διόνυσος. 

[ * «Ὅπως ἀναγράφουν ὅλες οἱ Ἐγκυκλοπαίδειες εἰς τὸ λῆμα «Ἑπτά» (βλ. σχετικῶς Ἐγκυκλοπ. Λεξικὸν ΗΛΙΟΥ, βλ. καὶ Λεξικὸν Ἀρχαίου Κόσμου ΔΟΜΗ), ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶχε ἰδιαιτέρα σημασία γιὰ τοὺς Ἕλληνες (ὅπως καὶ σὲ ἄλλους λαούς). Ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, σχετικὰ μὲ τὰ κοπάδια τοῦ Ἡλίου, τὸ βρίσκουμε στοὺς ἑπτὰ σοφούς, στὰ ἑπτὰ θαύ‐ ματα τοῦ κόσμου κ.λπ. Στὰ νεογέννητα οἱ Ἕλληνες ἔδιναν ὄνομα τὴν ἑβδόμη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεώς τους, οἱ Σπαρτιάτες ἐθυσίαζαν στὸν Ἀπόλλωνα τὴν ἑβδόμη ἡμέρα κάθε μηνός. Τὸν Ἀπόλλωνα τὸν ἑβδομαγενῆ, ὡς γεννηθέντα τὴν ἑβδόμην τοῦ μηνός. Θρυλικὲς καὶ ὀνομαστὲς πόλεις, ὅπως ἡ Θήβα λόγου χάριν, ἦσαν ἑπτατειχεῖς καὶ ἑπτάπυλοι, ἐξ οὗ καὶ ἡ τραγωδία «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας» (ἡ ὁποία πραγματεύεται ἕναν ἀκόμη ἐμφύλιο πόλεμο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, μία γενεὰ πρὸ τῶν Τρωικῶν). Ἡ ἐπίμονη αὐτὴ ἀναφορὰ στὸν ἀριθμὸ ἑπτά, δὲν ἀντιμετωπίζετο ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες «μαγικὰ» ἢ ἱερατικά, ἀλλὰ ἐπιστημονικὰ καὶ φιλοσοφικά. Ὁ Πυθαγόρας καὶ ἡ σχολή του ἐθεωροῦσαν ὅτι ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτον τελειότητα, καθὼς ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο τέλειους ἀριθμούς: τὸ 3 (τρίγωνον) καὶ τὸ 4 (τετράγωνον). Ἐπὶ πλέον ἀπεκαλεῖτο «παρθένος», μὲ τὴν ἔννοια «ἀνέγγιχτος», ἐπειδὴ εἶναι ὁ μόνος ἐντὸς τῆς πρώτης δεκάδος ἀριθμός, ποὺ οὔτε διαιρεῖται οὔτε πολλαπλασιάζεται. Ὁ πυθαγόρειος Ἰάμβλιχος, εἰς τὸ «Περί Ἀριθμῶν», γράφει διὰ τὴν πρώτην αὐτὴν ἑπτάδα: «σεβασμοῦ ἀξίαν, σεπτάδα προσηγόρευον».

Ὁ Σέλευκος συμπληρώνει: «ἑπτά, ἀπὸ τοῦ σέβω, σέβομαι, σεπτάς τις οὖσα, ὡς θεία καὶ ἀμήτωρ καὶ παρθένος».

Τὸ σεπτὸν ἑπτὰ τὸ συναντᾶμε σχεδὸν παντοῦ εἰς τὰς ἱερὰς γραφάς, πλὴν ὅμως  ἱερατικῶς (βλ. σχετικῶς Γένεσις Β΄, Ἔξοδος Κ΄, Ἠσαΐας ΣΤ΄, Ζαχαρίας Γ΄, Ψαλμοί ΙΑ΄...), μέχρι καὶ τὴν Καινή Διαθήκη. Η Αποκάλυψις (Α΄ Κεφ.) ἀρχίζει σχεδὸν μὲ τὸ σεπτὸν ἑπτά. Ἑπτὰ πνεύματα, ἑπτὰ ἐκκλησίες (Ἔφεσος, Πέργαμος, Σμύρνη κ.λπ. ‐ἅπασαι ἑλληνικαί), ἑπτὰ λυχνίες, ἑπτὰ ἀστέρες τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν... Ἄνευ ὅμως ἐξηγήσεως. Ἀκόμη καὶ σήμερα, τὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἑπτά. Ὅμως, ἀπόδειξις τῆς σεπτῆς‐σεβαστῆς‐σοφῆς ἀντιμετωπίσεώς του ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων, τὸ ἑπτὰ διεδόθη μὲ τὸ ἑλληνικό του ὄνομα στὸν δυτικὸ κόσμο, καὶ ὄχι μόνον.

ἑπτὰ‐σεπτὰ→λατιν. septem.

Καί: ἰταλικὰ sette, ἱσπανικὰ siete, γαλλικὰ sept, ἀγγλικὰ seven, γερμανικὰ sieben. Ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα του, προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ (ἐκ τῆς ἀλφαβήτου), ἀριθμητικὸ σύστημα γραφῆς, τὸ Ζ΄.

Ἄλλωστε καὶ ὁ Joseph Yahunda στὸ σπανιώτατο ἔργο του Hebrew is Greek, ὑποστηρίζει ὅτι: «ἡ Ἑβραϊκη Βίβλος εἶναι ἕνα ἀνυποψίαστο καὶ ξεχασμένο παρακλάδι τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας» (σελ. xxii, ἔκδοση 1982, University of Oxford, πρόλογος Saul Levin, καθηγητὴς πανεπιστημίου Chicago)», ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» ]

 


4. Καὶ ποιός δὲν ἔχει ἀκούσει γιὰ τὸν «ἀπαγορευμένο καρπόν, τὸ μῆλον τῆς Εὔας» ποὺ ἕνα φίδι τὴν παρώτρυνε νὰ φάει καὶ ἔδωσε καὶ στὸν Ἀδάμ, προκαλώντας ἔτσι τὸ προπατορικὸν ἀμάρτημα; Γράφει στὴν «Γένεσιν» (2,8-9,/2,16-17 ) πὼς ὑπῆρχε «τὸ ξύλον τῆς ζωῆς», τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ πὼς μποροῦσαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα νὰ φάνε ἀπὸ ὅλα τὰ καρποφόρα δένδρα τοῦ παραδείσου, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό :

«Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν ᾿Εδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. Καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ…ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ».

Πόσοι ὅμως ἔχουν ἀκούσει τὸν μῦθον μὲ τὴν Γαῖα ποὺ ἔδωσε ὡς γαμήλιον δῶρον στὴν Ἥρα (γιὰ τὸν γάμον της μὲ τὸν Δία) τὸ δένδρον τῶν χρυσῶν μήλων τῆς αἰωνίου νεότητος, τὰ «μῆλα τῆς Ἥρας». Τὰ μῆλα ἔμειναν γνωστὰ καὶ ὡς «χρυσᾶ μῆλα τῶν Ἐσπεριδῶν», διότι ἡ Ἥρα εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴν φύλαξίν των στὶς Ἐσπερίδες, οἱ ὁποῖες ὅμως τὰ ἔκοβαν καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Ἥρα ὥρισε ὡς φύλακα τὸν Λάδωνα, ἕναν ὄφιν ἀθάνατον, ὁ ὁποῖος ἦταν υἰὸς τοῦ Τυφῶνος καὶ τῆς Ἐχίδνης. Ὁ δράκων εἶχε ἑκατὸ κεφάλια καὶ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει πολλὲς καὶ ποικίλες φωνές. Γράφει ὁ Ἀπολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 5,11) :

«ἑνδέκατον ἐπέταξεν ἆθλον παρ᾽ Ἑσπερίδων χρύσεα μῆλα κομίζειν…ἃ Διὶ [Γῆ] γήμαντι ( < γαμέω-ῶ =νυμφεύομαι) Ἥραν ἐδωρήσατο. ἐφύλασσε δὲ αὐτὰ δράκων ἀθάνατος, Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης, κεφαλὰς ἔχων ἑκατόν· ἐχρῆτο δὲ φωναῖς παντοίαις καὶ ποικίλαις». 

Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Παυσανίας (Ἡλιακῶν Β’, 19, 8) :

«ἔχει δὲ Ἡρακλέα καὶ δένδρον τὸ παρὰ Ἑσπερίσι, τὴν μηλέαν, καὶ περι[ελ]ειλιγμένον (= περιτυλιγμένον) τῇ μηλέᾳ τὸν δράκοντα».

Στὸ «Λεξικὸν τοῦ ἀρχαίου κόσμου» στὸ λῆμμα «Ἐσπερίδες» γράφει πὼς ὁ μῦθος αὐτὸς ἀπεικονίζεται σὲ μία ἀπὸ τὶς δώδεκα μετόπες τοῦ ναοῦ τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία, ὅπου παρουσιάζονται οἱ ἄθλοι τοῦ Ἡρακλέους. Ὁ «Ἄτλας» γράφει πὼς ἀπεικονίζεται νὰ φέρει στὰ δύο του χέρια τὰ μῆλα στὸν Ἡρακλῆ, ὁ ὁποῖος βαστοῦσε τὸν οὐράνιον θόλον καὶ πίσω του ἡ Ἀθηνᾶ προσπαθεῖ νὰ κάνει ἐλαφρύτερον τὸ βάρος.

Αὐτὸ τὸ δένδρον τῆς αἰωνίου νεότητος πολὺ μεταγενεστέρως φαίνεται πὼς ἐνέπνευσε ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ ἄλλους λαοὺς νὰ δημιουργήσουν τὶς «δικές» τους παραδόσεις μὲ ἐλάχιστες διαφοροποιήσεις ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν μῦθον στὰ ὀνόματα καὶ στὸν ῥόλον τῶν προσώπων κατὰ τὸ δοκοῦν τοῦ ἑκάστοτε λαοῦ (π.χ. τὸ δένδρον νεότητος ἔγινε δένδρον ζωῆς/ ἱερὸν δένδρον/ κοσμικὸν δένδρον κοκ. Ἡ μηλέα κατέληξε στοὺς Κέλτες βελανιδιά, στοὺς Ἰνδοὺς συκιά κοκ). 

Ὁ δὲ κῆπος τῆς Ἐδέμ θυμίζει ἀρκετὰ τὸ Αἰάνειον ἅλσος, τὴν πρώτη διαμονὴ τῶν Ἑλλήνων πρωτοπλάστων. «Ἐδέμ» στὸ λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου σημαίνει τρυφή ( =ἁπαλότης, καλοπέραση, ἄνετη καὶ πλούσια ζωή) καὶ ἡ Τζιροπούλου τὸ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ «ἥδομαι» ( =αἰσθάνομαι εὐχαρίστησιν), ὅπως καὶ ὁ Ἀδὰμ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ «ἀδάμας» ( =ἀδάμαστος) ἤ ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ ἀ + δᾶ ( =ἡ γῆ), ἤτοι σημαίνει τὸν γήινον, τὸν χωμάτινον (αὐτὴν τὴν ἐρμηνεία παρουσιάζουν καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ ἀπὸ «δικόν τους» ἔτυμον. Τώρα πῶς ὠνόμασαν τὸν πρωτόπλαστον «Ἀδάμ» ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ ἀλφαβητάρι τους δὲν εἶχε φωνήεντα παραμένει ἕνα εὔλογον ἐρώτημα). «Ἀδάμα» γράφει ὁ Ἡσύχιος εἶναι ἡ παρθενικὴ γῆ. «Ἐΰς» ἀπὸ τὴν ἄλλην εἶναι ὁ καλὸς, ὁ λαμπρός, ὁ ὡραῖος καὶ στὸν Ὅμηρον σημαίνει καὶ τὸν εὐγενῆ, τὸν γενναῖον. Προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξιν «ἑώς» ποὺ σημαίνει τὴν αὐγή. Καὶ ὅπως ἡ ἑώς γίνεται καὶ ἠώς, ἔτσι καὶ ὁ ἐΰς συναντᾶται καὶ ἠΰς. Πρόκειται γιὰ ἐπίθετον, τουτ’ ἔστιν ἔχει τρία γένη «ὁ ἐΰ-ς, ἡ ἐΰ-α, τὸ ἐΰ», ἀφ’ ὅπου κατέληξε «εὖς, εὔα, εὖ» καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον δημιουργήθηκε καὶ τὸ ἐπίρρημα «εὖ» (βλ. εὖ ζῆν). Ἡ Εὔα λοιπὸν εἶναι ἡ καλὴ, ἡ λαμπρή, ἡ ὡραία ὡσὰν τὴν αὐγή. 

5. Ἔπειτα οἱ περισσότεροι διδαχθήκαμε γιὰ τὸν «Πύργον τῆς Βαβέλ» ( «Γένεσις», 11,4-8), ὅπου οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νὰ χτίσουν πόλιν καὶ πύργον μέχρι τὸν οὐρανόν, ὅμως  :

«διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον».

Ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἐδιδάχθησαν στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα γιὰ τὸν ἑλληνικὸν μῦθον τῶν υἰῶν τοῦ Ἁλωέως, τοῦ Ὤτου καὶ τοῦ Ἐφιάλτου ποὺ προηγεῖται καὶ ποὺ τὸν ἀναφέρει ἀκόμα καὶ ὁ μεγάλος μας ποιητής, ὁ Ὅμηρος (Ὀδύσσεια, λ, 305-320) :

«τὴν δὲ μετ᾽ Ἰφιμέδειαν, Ἀλωῆος παράκοιτιν εἴσιδον, ἣ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι, καί ῥ᾽ ἔτεκεν δύο παῖδε, μινυνθαδίω δ᾽ ἐγενέσθην, Ὦτόν τ᾽ ἀντίθεον τηλεκλειτόν τ᾽ Ἐφιάλτην, οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα…ἐννέωροι γὰρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεες ἦσαν εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι. οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἀπειλήτην ἐν Ὀλύμπῳ φυλόπιδα στήσειν πολυάικος πολέμοιο. Ὄσσαν ἐπ᾽ Οὐλύμπῳ μέμασαν θέμεν, αὐτὰρ ἐπ᾽ Ὄσσῃ Πήλιον εἰνοσίφυλλον, ἵν᾽ οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη. καί νύ κεν ἐξετέλεσσαν, εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο· ἀλλ᾽ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ, ἀμφοτέρω, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς ἐυανθέι λάχνῃ».  

(= Εἶδα τὴν Ἰφιμέδεια, τοῦ Ἀλωέως ὁμόκλινη, ποὺ ἔλεγε πὼς ἔσμιξε μὲ τὸν Ποσειδῶνα, καὶ γέννησε λοιπὸν δύο υἰούς, ὅμως ἦταν μινυνθάδιοι/ βραχύβιοι, τὸν Ὤτον τὸν ἰσόθεον καὶ τὸν Ἐφιάλτη τὸν τηλεκλειτόν ( =ποὺ τὸ κλέος του φθάνει μακριά), τοὺς ὁποίους πανύψηλους ἔθρεψε ἡ ζωοδότης γῆ… στὰ ἐννέα τους χρόνια εἶχαν ἐννέα πήχεις εὖρος, καὶ ἔπειτα στὸ ὕψος ἔφτασαν ἐννέα ὀργυιές. Λοιπὸν αὐτοὶ ἀπείλησαν μὲ μάχη τοὺς ἀθανάτους στὸν Ὄλυμπον ὅτι θὰ στήσουν σφοδρὸν πόλεμον. Εἶχαν μεγάλη ἐπιθυμία νὰ βάλουν τὴν Ὄσσα πάνω ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον καὶ ἔπειτα τὸ εἰνοσίφυλλον ( =ποὺ κινοῦνται τὰ φύλλα του/ μτφ. σύνδενδρον, πυκνόδενδρον) Πήλιον πάνω ἀπὸ τὴν Ὄσσα, ὥστε νὰ φτάσουν στὸν οὐρανόν. Καὶ ἴσως τὸ κατάφερναν, ἄν ἔφταναν στὴν ἥβη τους. Ἀλλὰ τοὺς ἐξολόθρευσε καὶ τοὺς δύο ὁ υἰὸς τοῦ Διός, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ καλλίκομη Λητώ, πρὶν νὰ ἀνθίσει στοὺς κροτάφους τους τὸ χνοῦδι καὶ καλύψουν τὰ μάγουλά τους οἱ θαλερές τους τρίχες).            

Οἱ δύο υιοὶ τοῦ Ἀλωέως προσπάθησαν νὰ βάλουν τὴν Ὄσσα πάνω ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον καὶ πάνω ἀπὸ τὴν Ὄσσα τὸ ὅρος Πήλιον, ὥστε νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανόν. Ὁ Ὤτος ( < ὠθῶ) ἔσπρωχνε πρὸς τὰ κάτω τὰ ὄρη, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ Ἐφιάλτης ( ἐφάλλομαι =τινάζομαι μὲ ὁρμή) νὰ ἐκτιναχθεῖ ἐπάνω τους καὶ νὰ τοποθετήσει τὸ ἑπόμενον. Ὁ μῦθος λέει πὼς ὁ Ἀπόλλων δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεψε καὶ γιὰ τὴν ἀσέβειά τους αὐτή, εἴτε σκοτώθηκαν, εἴτε ἐτιμωρήθησαν διὰ δεσμῶν. Ὁ Ὅμηρος ποὺ ὑποτίθεται διδάσκεται ἔστω καὶ σὲ «ἀπόδοσιν» στὰ σχολεῖα (γιὰ τὴν ἀκρίβεια -καὶ- αὐτὴ ἡ ῥαψωδία οὔτε κὰν σὲ ἀπόδοσιν δὲν διδάσκεται…διότι δὲν περισσεύει μᾶλλον χρόνος γιὰ ἄλλα «ποιοτικὰ» μαθήματα τῆς συγχρόνου παιδείας) τοὺς ἀναφέρει καὶ στὴν Ἰλιάδα (Ε, 386), ὅπου κρατοῦν αἰχμάλωτον τὸν θεὸν τοὺ πολέμου, Ἄρη, γιὰ δεκατρεῖς μῆνες, καθῶς ἦταν γιγάντιοι ( ἐννέα ἐτῶν εἶχαν 4 μέτρα περίπου πλάτος καὶ 16 ὕψος), ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς περιγραφὲς -καὶ- τοῦ Ὁμήρου.

Στὸν μῦθο ἀναφέρονται κι ἄλλοι ἀρχαῖοι μας συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Πλάτων ( «ἐπεχείρησαν δὲ τοῖς θεοῖς, καὶ ὃ λέγει Ὅμηρος περὶ Ἐφιάλτου τε καὶ Ὤτου, περὶ ἐκείνων λέγεται, τὸ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνάβασιν ἐπιχειρεῖν ποιεῖν, ὡς ἐπιθησομένων τοῖς θεοῖς», Συμπόσιον, 190b-c), ὁ Λουκιανὸς ( «τοὺς Ἀλωέως υἱέας, δύο καὶ αὐτοὺς ὄντας, ἔτι παῖδας ἐθελῆσαί ποτε τὴν Ὄσσαν ἐκ βάθρων ἀνασπάσαντας ἐπιθεῖναι τῷ Ὀλύμπῳ, εἶτα τὸ Πήλιον ἐπ᾽ αὐτῇ, ἱκανὴν ταύτην κλίμακα ἕξειν οἰομένους καὶ πρόσβασιν ἐπὶ τὸν οὐρανόν», Χάρων ἤ ἐπισκοποῦντες, 3), ὁ Ἀπολλόδωρος ( «Ὦτον καὶ Ἐφιάλτην, τοὺς Ἀλωάδας λεγομένους. οὗτοι κατ᾽ ἐνιαυτὸν ηὔξανον πλάτος μὲν πηχυαῖον μῆκος δὲ ὀργυιαῖον· ἐννέα δὲ ἐτῶν γενόμενοι, καὶ τὸ μὲν πλάτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τὸ δὲ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρὸς θεοὺς μάχεσθαι διενοοῦντο, καὶ τὴν μὲν Ὄσσαν ἐπὶ τὸν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπὶ δὲ τὴν Ὄσσαν θέντες τὸ Πήλιον διὰ τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανὸν ἀναβήσεσθαι», Βιβλιοθ., 7,4).

Ὅμως μεγαλύτερον ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ ἀναφορὲς τοῦ Φίλωνος τοῦ Ἰουδαίου ποὺ γράφει στὸ «Περὶ συγχύσεως γλωσσῶν», (2, 4-5) γιὰ τοὺς Ἀλωάδες καὶ τὴν προσπάθειά τους νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανόν καὶ λέει πὼς ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει τρία βουνά, τὰ ὁποῖα ὁ νομοθέτης -Μωϋσής- μετέτρεψεν…σὲ πύργον :

«εἷς μὲν οὖν ἐστιν ὁ ἐοικὼς τῷ συντεθέντι ἐπὶ τῶν Ἀλωειδῶν, οὓς ὁ μέγιστος καὶ δοκιμώτατος τῶν ποιητῶν Ὅμηρος διανοηθῆναί φησι τρία τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν…Ὄλυμπος δὲ καὶ Ὄσσα καὶ Πήλιον ὀρῶν ὀνόματα. ΠΥΡΓΟΝ ΔΕ Ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥΤΩΝ ΕΙΣΑΓΕΙ πρὸς τῶν τότε ἀνθρώπων κατασκευαζόμενον θελησάντων ὑπ’ ἀνοίας ἅμα καὶ μεγαλαυχίας (=καυχησιολογίας) οὐρανοῦ ψαῦσαι (=ἀγγίξουν)».

Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» διασώζει ἀνάμεσα στὰ ὑπόλοιπα καὶ τὰ ἑξῆς :

«Ὁ ἐπικούρειος φιλόσοφος Κέλσος, εἰς τὸν «Ἀληθῆ λόγον» δὲν παραλείπει νὰ ὑπενθυμίση:

«Μωϋσῆς ἀναγράψας τὰ περὶ τοῦ πύργου καὶ τῆς τῶν διαλέκτων συγχύσεως, παρέφθειρε τὰ περὶ τῶν υἱῶν Ἀλωέως ἱστορούμενα». 

( =ὁ Μωϋσῆς περιγράφοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὸν πύργον -τῆς Βαβέλ- καὶ τὴν σύγχυσιν τῶν γλωσσῶν παρέφθειρε τὰ ἱστορούμενα σχετικὰ μὲ τοὺς υἰοὺς τοῦ Ἀλωέως). 

Γι’ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ὁ Φιλόσοφος (ὁ ἐπονομαζόμενος «παραβάτης(!) ἐπειδὴ δὲν ἐδέχθη νὰ παραβῆ τὰ πατροπαράδοτα «πιστεύω» του), συγκρίνοντας τὶς δύο παράλληλες αὐτὲς ἱστορίες, διαμαρτύρεται:

«Καὶ εἶπον· δεῦτε, οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ... καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς κύριος ὁ θεὸς καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον». 
‐Τούτοις ἀξιοῦτε πιστεύειν ἡμᾶς, ἀπιστεῖτε δὲ ὑμεῖς τοῖς ὑπὸ Ὁμήρου λεγομένοις ὑπὲρ τῶν Ἀλωαδῶν (=αὐτὰ ἔχετε τὴν ἀξίωσιν νὰ πιστεύσουμε ἑμεῖς, ἀλλὰ ἐσεῖς ἀπιστεῖτε στὰ λεγόμενα ὑπὲρ τῶν Ἀλωάδων ἀπὸ τὸν Ὅμηρον), ὡς ἄρα τρία ἐπ’ ἀλλήλοις ὄρη θεῖναι διενοοῦντο “ἵνα οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη” (=διὰ νὰ γίνη ἀναβατὸς ὁ οὐρανός). Φημὶ μὲν γὰρ ἐγὼ καὶ τοῦτο παραπλησίως ἐκείνῳ, μυθῶδες εἶναι. Ὑμεῖς (=ἑσεῖς) δέ, ἀποδεχόμενοι τὸ πρότερον, ἀνθ’ ὅτου (=γιατί), πρὸς θεῶν, ἀποδοκιμάζετε τὸν Ὁμήρου μῦθον;..., (Ἰουλιανοῦ «Κατὰ Γαλιλαίων» 135 Α, Β)».

Ἀξιοσημείωτον εἶναι καὶ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσαν στὸν πύργο τῆς «Βαβέλ» (πόλις ἀνατολῆς) καθῶς οἱ Κρῆτες «βαβέλιον» λέγουν τὸν ἥλιον, τὸν βάλιον-φάλιον, ἤτοι λευκόν, λαμπρόν, φωτεινόν. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 7ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (