23. Ἄλλη κραυγαλέα σύμπτωσις εἶναι ἡ γέννησις τοῦ Ἰησοῦ σὲ ἕναν στάβλον στὴν Βηθλεέμ, ἱστορία ποὺ εἶναι ἴδια μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Διός στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον, ἕνα σπήλαιον στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ εἶχε καταφύγει ἡ μητέρα του, Ῥέα, προκειμένου νὰ γλυτώσει τὸν υἰόν της ἀπὸ τὸν σύζυγόν της Κρόνον, ὁ ὁποῖος ἔτρωγε τὰ παιδιά του ὑπὸ τὸν φόβον ὅτι θὰ τοῦ πάρουν τὸν θρόνον του. Τὸν ἴδιο φόβον εἶχε καὶ ὁ Ἡρώδης πολλὲς χιλιετίες ἀργότερα, γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε τὴν σφαγὴ τῶν νηπίων τῆς Βηθλεέμ, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ σπήλαιον στὴν Ἴδη ἐλέγετο καὶ «Ἀρκέσιον», διότι ἦταν ἀρκετὸν γιὰ νὰ σωθοῦν ἡ Ῥέα καὶ ὁ Ζεὺς ἀπὸ τὴν μανία τοῦ Κρόνου.
Ἑπόμενη πληροφορία ποὺ μαθαίνουμε σχετικὰ μὲ τὴν γέννησιν τοῦ
Ἰησοῦ εἶναι πὼς τρεῖς Μάγοι ἀκολουθώντας ἕνα φωτεινὸν ἄστρον, ἔφτασαν στὴν
φάτνη ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ προσέφεραν δῶρα. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ
κάποιοι βοσκοί, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ
προσκυνήσουν τὸ θεῖο βρέφος. Ὅμως καὶ στὴν προγενεστέρα ἱστορία γεννήσεως τοῦ
Διὸς στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον συμβαίνουν παρόμοια πράγματα! Γράφει ὁ Θεόφραστος (μαθητὴς
καὶ διάδοχος τοῦ Ἀριστοτέλους, στὴν σχολή του) :
«ἐν τῷ στομίῳ τοῦ ἄντρου τοῦ ἐν Ἴδῃ τὰ ἀναθήματα ἀνάκεινται»,
Φυτῶν Ἱστορῖαι, Γ’, 3-4
Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ποὺ γεννήθηκε ὁ Ζεὺς τοποθετοῦσαν
διάφορα ἀναθήματα/ δῶρα!
Ὁ Ἀντωνῖνος Λιβεράλις στὴν «Συναγωγὴ Μεταμορφώσεων» (1)
γράφει σχετικῶς μὲ τὸ Ἰδαῖον Ἄντρον:
«καθ’ ἕκαστον ἔτος ὁρᾶται ἐκλάμπον ἐκ τοῦ σπηλαίου πλεῖστον
πῦρ».
Μὰ ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν χρησιμοτάτη πληροφορία τοῦ Ἀντωνίνου,
εἶναι γνωστὸν πὼς καὶ οἱ μῦθοι τῶν Ἑλλήνων κρύβουν «νοῦν ἀληθείας» καὶ ἐπιστημονικὴ
γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ἡ ἀστρονομία ὡς ἐπιστήμη καὶ ἡ παρατήρησις τῶν
φαινομένων ἦταν ἀνεπτυγμένες σὲ βαθμὸν ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα εἶναι ἀμφίβολον, ἄν
γνωρίζουμε τόσα γύρω ἀπὸ αὐτές. Παρατηροῦσαν τὰ σημάδια στὸν οὐράνιον θόλον πρὸ
τῶν μεγάλων ἀποφάσεών τους (βλ. τὸ γενναῖον «Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ
πάτρης = Ἕνας εἶναι ὁ ἄριστος οἰωνός, τὸ νὰ ἀμύνεσαι γιὰ τὴν πατρίδα σου» τοῦ Ἔκτωρος,
ὅταν τὸν ἐνημερώνει ὁ Πολυδάμας πὼς ὁ οἰωνὸς ποὺ εἶδε δὲν εἶναι καλὸς καὶ
καλλίτερα νὰ ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὴν μάχη), διότι εἶχαν παρατηρήσει πὼς ὅταν συντελοῦνται
μεγάλα γεγονότα ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ πλανῆτες καὶ οἱ ἀστερισμοὶ λειτουργοὺν ἀντιστοίχως,
παίρνοντας τὶς καταλληλες θέσεις.
«Περιγράφει…ὁ Ὅμηρος εἰς τὸ Δ τῆς Ἰλιάδος (στ. 75 κ ἑξῆς),
ὅταν ὁ Ζεὺς στέλλει τὴν Ἀθηνᾶ πρὸς τοὺς ἀντιμαχομένους, καὶ αὐτὴ κινεῖται τόσο
γρήγορα ποὺ φαίνεται σὰν ἀσυνήθιστο ἀστέρι.
«οἷον ἀστέρα ἧκε (=ἔρριψε) Κρόνου παῖς...τέρας λαμπρὸν (
τέρας=ἔκτακτο σημεῖο στὸν οὐρανό, ἄστρον λαμπρόν)...τοῦ δὲ πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες
ἵενται...»
Καὶ ὅσοι τὸ εἶδαν θαμπώθηκαν καὶ ρωτοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο
τί τάχα νὰ ἐσήμαινε αὐτό.
«Θάμβος δ’ ἔχεν εἰσορῶντας Τρῶας τε καὶ Ἀχαιούς»
Καὶ κατὰ μετάφρασιν Ἰακ. Πολυλᾶ :
ἡ θεά...ἐτινάχθη ἀπ’ τοῦ Ὀλύμπου τὲς κορφὲς κι ἐχύθη ὡσὰν
τ’ ἀστέρι ὁποὺ ὁ Κρονίδης ( =ὁ Ζεὺς) ἔρριξε σημάδι στοὺς ἀνθρώπους...λαμπρὸ ἀστέρι
κι ἄπειρες οἱ σπίθες του πετιοῦνται…», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα
Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, σελ. 355
Ὁ Ζεὺς εἶχε γιὰ φρουρούς του τοὺς Κουρῆτες ἤ Ἰδαίους Δακτύλους (διότι ἦταν πέντε σὰν τὰ δάκτυλα τοῦ χεριοῦ, ὁ Ἡρακλῆς ὁ Ἰδαῖος, ὁ Ἰάσιος, ὁ Ἴδας, ὁ Ἐπιμήδης καὶ ὁ Παιωναῖος). Ἐπρόκειτο γιὰ νέους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι προστάτευαν τὸν Δία, τὸ κλάμα τοῦ ὁποίου ἐκάλυπτον κρούοντας τὶς ἀσπίδες τους καὶ χτυπώντας τὰ πόδια τους στὸ ἔδαφος, εἰσάγοντες ἔτσι τὸν γνωστὸν Πυρρίχιον χορόν. Τὴν λατρεία τους στὸν Δία τὴν ἐπεδείκνυαν καὶ μέσω ἐνόπλων χορῶν ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ μουσικὰ ὄργανα, γεννώντας ἔτσι τὸ γνωστόν σήμερα «Πεντοζάλι». Οἱ Κουρῆτες ἠσχολοῦντο μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες, μάλιστα εἶχαν ἐφεύρει τὴν ἐξημέρωσιν ἄγρίων ζώων, τὴν συλλογὴ μελιοῦ, τὴν οἰκοδόμησιν κατοικιῶν, τὴν ἐπεξεργασία τῶν μετάλλων, ἠσχολοῦντο μὲ τὰ βοσκήματα, ὁπότε ἤξεραν καὶ ἀπὸ συλλογὴ καὶ ἐπεξεργασία τοῦ γάλακτος κλπ. Ἦταν δηλαδὴ καὶ ἱκανοὶ βοσκοί…
Τυχαία δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἡμερομηνία ποὺ ἀπεφασίσθη νὰ ἑορτάζονται
τὰ Χριστούγεννα. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκεμβρίου ξεκινᾶ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιον
(ἀρχίζει σταδιακῶς νὰ μεγαλώνει ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας), θυμίζοντας πολὺ τὴν
λατρεία τοῦ Ἡλίου (ἐξ οὗ καὶ πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ Ἡλιούγεννα) ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων γιὰ
τὴν προσφορά του στὴν ζωή. Συγκεκριμένα τὴν νύχτα τῆς 21ης πρὸς 22
Δεκεμβρίου -μὲ σημερινὴ ἡμερομηνία- ὁ ἥλιος φτάνει στὸ χαμηλότερον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος
καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες δείχνει νὰ παραμένει σταθερὸς, εὑρισκόμενος κοντὰ στὸν ἀστερισμὸν
τοῦ σταυροῦ (ὁ γνωστὸς «σταυρὸς τοῦ Νότου» ). Παράλληλα ὁ Σείριος (ὁ
λαμπρότερος ἀστήρ, «σείριος ὁ ἥλιος καὶ ὁ τοῦ κυνὸς ἀστήρ», Ἡσύχιος) εὐθυγραμμίζεται
μὲ τοὺς τρεῖς ἀστερισμοὺς τῆς ζώνης τοῦ Ὠρίωνος, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «Τρεῖς
βασιλεῖς/ Τρεῖς μάγοι» ! Στὶς 25 Δεκεμβρίου λοιπὸν οἱ τρεῖς ἀστερισμοὶ τοῦ Ὠρίωνος
βρίσκονται σὲ πλήρη εὐθυγράμμισιν μὲ τὸν Σείριον καὶ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ
τρεῖς ἡμέρες «στασιμότητος» στὸν σταυρὸν τοῦ νότου ξεκινᾶ νὰ κινεῖται κατὰ 1 μοῖρα
πρὸς βορρᾶ, σηματοδοτώντας μεγαλύτερες ἡμέρες, περισσότερη ζεστασιὰ καὶ τὴν ἀρχὴ
τῆς πορείας πρὸς τὴν ἄνοιξιν καὶ ἔπειτα πρὸς τὸ καλοκαίρι. Καὶ ἔτσι ἐπεξηγοῦνται
ἀστρονομικῶς τὸ πῶς οἱ τρεῖς μάγοι (ἀστέρες Ὠρίωνος), καθοδηγήθηκαν ἀπὸ τὸ
λαμπρὸ ἀστέρι (Σείριον) καὶ βρῆκαν τὸν στάβλον ποὺ φιλοξένησε τὴν γέννησιν τοῦ
Χριστοῦ (γέννησις Ἡλίου). Ἀλλὰ καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Νότου στὸν ὁποῖον παραμένει γιὰ
τρεῖς ἡμέρες σταθερὸς ὁ Ἥλιος καὶ ἔπειτα «ξαναγεννᾶται» σηματοδοτώντας τὴν πορεία
πρὸς τὴν καλοκαιρία καὶ τὴν ἄνοιξιν φαίνεται πὼς ἔγινε ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ,
ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε, ὅπως καὶ ἡ φύσις ἀναγεννᾶται κατὰ
τὴν ἄνοιξιν (κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἑορτάζεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ! ).
Μάλιστα ὁ Ἰησοῦς λέγεται πὼς πέθανε ἐξαιτίας τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος τὸν πρόδωσε γιὰ 30 ἀργύρια (ὅσες περίπου οἱ ἡμέρες χρειάζεται ὁ ἥλιος γιὰ νὰ διασχίσει κάθε ἀστερισμόν, ἐν προκειμένῳ τὸν ἀστερισμὸν στὸν ὁποῖον βρίσκεται κατὰ τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον). Ἡ ἡλικία δὲ ποὺ λέγουν οἱ χριστιανοὶ πὼς πέθανε ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ἡλικία τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἱστορικοῦ προσώπου, τοῦ κληθέντος «παιδὸς Διός», Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ἤτοι 33 ἔτη. Ἡ μεγάλη σύμπτωσις ὅμως δὲν βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ κύκλος ζωῆς τοῦ κατὰ τοὺς χριστιανοὺς «υἰοῦ τοῦ Θεοῦ» συμπίπτει μὲ τὰ χρόνια ποὺ ἔζησε ὁ μέγας Ἕλλην βασιλεύς, καθῶς τὰ βιβλικὰ κείμενα σὲ πλεῖστα σημεῖα εἶναι μία κακὴ ἀντιγραφὴ καὶ παραποίησιν τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Τὸ ἐντυπωσιακὸν στὴν ἡλικία ποὺ ὁλοκλήρωσε τὸν κύκλον ζωῆς του ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶναι πὼς τὸν ἴδιον χρόνον, δηλαδὴ 33 ἔτη χρειάζεται γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ὁ κύκλος εὐθυγραμμίσεως ἡλίου-σελήνης σὲ συνάρτησιν μὲ τὴν περιφορὰ τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τῆς σελήνης γύρω ἀπὸ τὴν γῆ.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν ἄριστοι γνῶστες τῆς ἀστρονομίας/ ἀστρολογίας,
ἀλλὰ καὶ κάθε ἐπιστήμης καὶ μὲ γνώμονα αὐτὲς ἐξύμνησαν τὴν φύσιν καὶ τὸ θεῖον, ὅπως
μὲ γνώμονα τὴν φύσιν καὶ τὸ θεῖον ἐξέλισσαν τὶς ἐπιστῆμες. Σήμερα ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ/
μᾶς ἔχουν μὲ δόλον ἀπομακρύνει τελείως ἀπὸ κάθε τὶ πραγματικῶς ἐπιστημονικὸν καὶ
ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύσιν, ἐνῶ συνάμα γελοιοποιεῖται καὶ ἀποσαθρώνεται ὁ,τιδήποτε
θυμίζει αὐτά, ὁτιδήποτε θυμίζει τὸν Θεόν. Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς ὅλοι οἱ ναοί τῶν
Ἑλλήνων ἦταν χτισμένοι μὲ βάσιν ἀστρονομικές καὶ συμπαντικὲς παρατηρήσεις, σὲ
πλήρη ἐυθυγράμμισιν μὲ τοὺς ἀστερισμοὺς καὶ τοὺς πλανῆτες, ἀλλὰ καὶ μὲ τέτοιον
τρόπον ποὺ νὰ διαχέεται ἐντός τους τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀναλόγως τῆς θέσεώς του,
σύμφωνα μὲ τὴν κίνησιν τῆς γῆς (στὸν Παρθενῶνα λέγεται πὼς ὁ Σείριος διαχέει τὸ
φῶς του ἀκριβῶς στὸ σημεῖον ποὺ βρισκόταν τὸ χρυσελεφάντινον ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἀκριβῶς
τὴν ἡμέρα ποὺ ἑώρταζο ταὰ Παναθήναια) καὶ σὲ ἀναλογίες ποὺ στηρίζονται στὴν
τελειότητα τῆς φύσεως (βλ. χρυσῆ ἀναλογία φ, συγκεκριμένες μοῖρες κλίσις, σὲ
πολλοὺς ναοὺς 36 μοῖρες ὅσες καὶ ἡ συστροφὴ κάθε βάσεως dna σὲ σχέσιν μὲ τὴν προηγουμένη,
χτίσιμο σὲ πλήρη συμμετρία μὲ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἱερά σὲ
μεγάλη ἀκτῖνα, ὥστε νὰ λειτουργοῦν ὡς πυξίδα, πυραμοειδῆ σχήματα -ὅπως ὁ Παρθενῶν-
γιὰ καλλιτέρα στήριξιν κοκ).
Ἄν οἱ ἄνθρωποι σήκωναν τὸ κεφάλι τους στὸν οὐρανὸν θὰ ἔβρισκαν πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ τὸ γονάτισμα τοὺς στερεῖ. Ἀλλὰ τότε θὰ κατέρρεε -καὶ- τὸ θρησκευτικὸ οἰκοδόμημα συθέμελα…
Ὁ ἥλιος εἶχε συσχετισθεῖ μὲ τὸν Ἀπόλλωνα, γι’ ἀυτὸ καὶ ὡς Φοῖβος
(Ἀπόλλων) ἀναπαρίστατο συχνὰ πάνω στὸ ἱπτάμενον ἅρμα του, νὰ πετᾶ μὲ τὰ ἄλογά
του καὶ νὰ μοιράζει ἁπλόχερα τὶς ἀκτῖνες του. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἔφτασε στὶς
μέρες μας ὡς…τὸ ἕλκηθρον τοῦ Ἅι-Βασίλη μὲ τοὺς ταράνδους, πάνω στὸ ὁποῖον ὁ ἐρυθροφορεμένος
σὰν φλόγα Ἅγιος-Βασίλης μοιράζει τὰ δῶρα του!
Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ῥωμαῖοι καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος παύει νὰ χαμηλώνει τὴν τροχιά του καὶ ἀρχίζει σταδιακῶς νὰ ἀνεβαίνει ψηλὰ στὸν οὐρανόν, ἑόρταζον συμβολικῶς τὴν ἡμέρα «γεννήσεως» τοῦ Ἡλίου. Ἀκολουθοῦσε μετὰ τὰ Σατουρνάλια ( ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Κρόνου), κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων ἀντήλλασσαν δῶρα, ἕπαιζαν τυχερὰ παιχνίδια ἀκόμα καὶ οἱ δοῦλοι, ἔδιναν λαμπάδες καὶ χρήματα, ἔτρωγαν πλουσιοπάροχα καὶ γενικῶς ἀκολουθοῦσαν ἔθιμα, τὰ ὁποῖα συνεχίζονται σήμερα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴν Πρωτοχρονιά (π.χ. χαρτοπαιξία καὶ ἀνταλλαγὴ δώρων). Ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι ὅτι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ θερινοῦ ἡλιοστασίου (τέλη Ἰουνίου) οἱ Χριστιανοί ἐθέσπισαν ἑορτή, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἅγιον Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, ἑορτὴ ἡ ὁποία στὴν Ἑλλάδα ὠνομάσθη τοῦ «Ἄι- Γιαννιοῦ τοῦ…Φανιστή» ( < φαίνω =φανερώνω ὡς ὁ φαεινὸς ἥλιος)!
Ἀκόμα, καὶ τὸ ἔθιμον τῆς ἀρχαίας εἰρεσιώνης ἔγινε κάλαντα καὶ
χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ἡ ἱστορία τῆς εἰρεσιώνης σχετίζεται καὶ πάλι μὲ τὸν Ἀπόλλωνα
καὶ τὴν ἑορτὴ πρὸς τιμήν του (καὶ τῆς ἀδελφῆς του, Ἀρτέμιδος) τὰ Πυανέψια. Σύμφωνα
μὲ τὸν μῦθο, ὁ Θησεὺς ξεκινώντας τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κρήτη, ὅπου θὰ σκότωνε τὸν
Μινώταυρο, σταμάτησε στὴν Δῆλον καὶ ἔκανε θυσία στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου τοῦ ὑποσχέθηκε
πὼς θὰ τοῦ προσέφερε κλαδιὰ ἐλιᾶς σὲ περίπτωσιν ποὺ νικοῦσε. Ὁ Θησεὺς ἐκπλήρωσε
τὴν ὑπόσχεσίν του, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ καράβι δὲν εἶχαν ἀπομείνει προμήθειες,
μάζεψε ὅ,τι μποροῦσε (ὄσπρια) καὶ ἔκανε μία «φασολάδα» θὰ λέγαμε.
«Πυανεψιῶνος δὲ ὅτι τὰ πυανέψια Ἀπόλλωνι ἄγεσθαι φασί. Δεῖ
δὲ φασὶ λέγειν Πυανέψια καὶ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα, πύανα γὰρ ἔψουσι ἐν αὐτοῖς καὶ
ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται», λεξικὸν Σουΐδα.
Ὁ Πλούταρχος γράφει γιὰ τὴν ἑορτὴ στὸν «Θησέα», (22,4) «Τὴν
δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν,
παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες».
Ἔβραζαν ὄσπρια μαζί μὲ κριθάρι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔκαναν πομπὴ
στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ στόλιζαν τὴν εἰρεσιώνη (κλαδὶ ἐλιᾶς ἤ κλαδὶ δάφνης,
τὸ ὁποῖον ἔλεγαν κορυθάλη) στολισμένη μὲ μάλλινες/εἴρινες κορδέλες καὶ
δίπυρα/μπισκότα ἀπὸ μέλι, οἶνον καὶ λάδι - τὸ ἀντίστοιχο σήμερα
χριστουγεννιάτικο δέντρο - ) ὡς ἰκετηρία/εὐχαριστία στὸν Ἀπόλλωνα ποὺ τοὺς
προσέφερε μία καλή σοδειά.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς τὰ παιδιὰ γυρνοῦσαν ἀπὸ πόρτα σὲ
πόρτα κρατώντας τὴν εἰρεσιώνην, ψάλλοντας τὸ ὁμώνυμο τραγούδι, ποὺ πίστευαν πὼς
προστάτευε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Οἱ στίχοι τοὺ ἦταν:
«Εἰρεσιώνη σύκα φέρει καὶ πίονας ( =παχεῖς) ἄρτους καὶ
μέλι ἐν κοτύλη ( =ποτήρι λεπτό καὶ ψηλό) καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι/ ἀποψήσασθαι καὶ
κύλικ' εὔζωρον ( =ἄκρατος), ὡς ἄν μεθύουσα καθεύδη».
Οἱ οἰκοδέσποινες τοὺς ἔδιναν φιλοδωρήματα καὶ κρεμοῦσαν τὴν
δικὴ τους εἰρεσιώνη στὴν ἐξώθυρα, τὴν ὁποία καὶ κρατοῦσαν γιὰ ἕναν χρόνο.
«Ὁ κλάδος ἐλαίας ἔγινε «χριστουγεννιάτικο δένδρο», τὰ ἔρια…ἔγιναν
τοῦφες ἀπὸ μπαμπάκι, οἱ ἐπικρεμάμενοι καρποὶ ἔγιναν οἱ γυαλιστερὲς μπάλλες, οἱ
δὲ παῖδες οἱ ᾄδοντες εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ λένε τὰ κάλαντα…
Μετὰ τὰ «πρωτοχρονιάτικα κάλαντα», ἀκολουθεῖ τὸ κόψιμο τῆς
«Βασιλόπιττας» ποὺ καὶ αὐτή, ὅπως καὶ οἱ «Φανουρόπιττες» κατάγονται ἀπὸ τὶς ἀνάλογες
ἀρχαῖες «μελιτοῦττες», δηλ. πίττες γλυκές, γλυκασμένες μὲ μέλι. Ἀκόμη καὶ τὸ
μοίρασμα τῶν τεμαχίων τῆς πίττας, τὰ πρῶτα «κομμάτια» ποὺ ἀφιερώνονται εἰς τὸ
θεῖον, μὲ τὴν ἔκφρασι «τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγιᾶς», κι αὐτὸ ἀκόμη εἶναι ἀρχαιοτάτη
ἑλληνικὴ συνήθεια. Ἐκπληκτικὰ σύγχρονη ἡ περιγραφὴ τοῦ Ὁμήρου, ὅταν εἰς τὸ ξ τῆς
Ὀδυσσείας (434) μᾶς μεταφέρει τὸ τυπικὸν τῆς μοιρασιᾶς τῶν μερίδων.
«Καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων, τὴν μὲν ἴαν
νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ Μαιάδος υἷει θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ’ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστοις».
Τουτέστιν :
«Κι ἑφτὰ μερίδες τό ‘καμε, μὰ μοιρασιὰ πρὶν κάνει, στὸν
γιὸ τῆς Μαίας, τὸν Ἑρμῆ, πρώτη μερίδα βγάνει μὲ τῶν νεράιδων, προσευχὲς συνάμα
κάνοντάς τους, καὶ δίνει στοὺς συντρόφους τους κι ἐκείνων τὰ δικά τους»
… Τὸ τροπάριον τῶν Χριστουγέννων «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ
γῆ χορευέτωσαν», προϋπάρχει στὸν Ἴωνα τοῦ Εὐριπίδου: «ἀνεχόρευσεν αἰθήρ,
χορεύει δὲ σελάνα» (στ. 1079)…
Τὰ ἀρχαῖα Θεοφάνια (ἐκ τοῦ θεὸς+φανῆναι), «ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς
καθ’ ἣν ἐδεικνύοντο εἰς τὸν λαὸν πᾶσαι αἱ τῶν θεῶν εἰκόνες», ἐξακολούθησαν νὰ ὑπάρχουν,
ἐλαφρῶς μετηλλαγμένα, εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην.
βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.
Σχετικῶς μὲ τὰ Θεοφάνια ὁ Παυσανίας στὸ «Ἑλλάδος Περιήγησις» (Μεσσηνιακά, 33, 1) κάνει ἀναφορὰ καὶ στὸ λούσιμον τοῦ Διὸς ἀπὸ τὶς νύμφες Νέδα καὶ Ἰθώμη, ποὺ μάλιστα ἔδωσαν καὶ τὸ ὄνομά τους στὸ ὁμώνυμον ποταμόν καὶ ὄρος ἀντιστοίχως τῆς Μεσσηνίας. Γράφει λοιπὸν τὰ ἑξῆς :
«ἐς δὲ τὴν κορυφὴν ἐρχομένῳ τῆς Ἰθώμης, ἣ δὴ Μεσσηνίοις ἐστὶν ἀκρόπολις, πηγὴ Κλεψύδρα γίνεται. πάντας μὲν οὖν καταριθμήσασθαι καὶ προθυμηθέντι ἄπορον, ὁπόσοι θέλουσι γενέσθαι καὶ τραφῆναι παρὰ σφίσι Δία: μέτεστι δ' οὖν καὶ Μεσσηνίοις τοῦ λόγου: φασὶ γὰρ καὶ οὗτοι τραφῆναι παρὰ σφίσι τὸν θεόν, Ἰθώμην δὲ εἶναι καὶ Νέδαν τὰς θρεψαμένας, κεκλῆσθαι δὲ ἀπὸ μὲν τῆς Νέδας τὸν ποταμόν, τὴν δὲ ἑτέραν τῷ ὄρει τὴν Ἰθώμην δεδωκέναι τὸ ὄνομα. ταύτας δὲ τὰς νύμφας τὸν Δία, κλαπέντα ὑπὸ Κουρήτων διὰ τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς δεῖμα, ἐνταῦθα λοῦσαι λέγουσι καὶ τὸ ὄνομα εἶναι τῷ ὕδατι ἀπὸ τῶν Κουρήτων τῆς κλοπῆς: φέρουσί τε ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ὕδωρ ἀπὸ τῆς πηγῆς ἐς τοῦ Διὸς τοῦ Ἰθωμάτα τὸ ἱερόν».
( = Ἐρχόμενος κανεὶς στὴν κορυφὴ τῆς Ἰθώμης, ἡ ὁποία εἶναι ἀκρόπολις τῶν Μεσσηνίων, θὰ βρεῖ τὴν πηγὴ Κλεψύδρα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ καταριθμήσει κάποιος, ὅσον πρόθυμος κι ἄν εἶναι, ὅλους ὅσοι ὑποστηρίζουν πὼς ὁ Ζεὺς ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη σὲ αὐτοὺς/ στὴν πόλιν τους. Τὴν ἴδια παράδοσιν/ λόγον ἔχουν καὶ οἱ Μεσσήνιοι : διότι λέγουν καὶ αὐτοὶ πὼς ὁ θεὸς ἀνετράφη στὴν περιοχή τους, ἡ Ἰθώμη καὶ ἡ Νέδα εἶναι αὐτὲς ποὺ τὸν ἔθρεψαν/ οἱ τροφοί του καὶ ἀπὸ μὲν τὴν Νέδα ἐκλήθη ὁ ποταμός, ἡ ἄλλη, ἡ Ἰθώμη ἔδωσε τὸ ὄνομά -της- στὸ ὄρος. Λέγεται πὼς ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ ΤΟΝ ΔΙΑ ΕΛΟΥΣΑΝ ΕΔΩ, ὅταν ἐκλάπη ἀπὸ τοὺς Κουρῆτες λόγῳ τοῦ φόβου -ποὺ ὑπῆρχε- γιὰ τὸν πατέρα του, ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΛΑΒΕ Η ΠΗΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΟΠΗ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΚΟΥΡΗΤΩΝ (Κλεψύδρα < κλέπτω +ὕδωρ)· ἀπὸ τὴν πηγή (μετα)φέρουν κάθε μέρα ὕδωρ στὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ Ἰθωμάτα).
Στὰ «Ἀρκαδικά» (28,2) γράφει τὰ ἑξῆς :
«τὴν δὲ Γόρτυνα ποταμὸς διέξεισιν ὑπὸ μὲν τῶν περὶ τὰς
πηγὰς ὀνομαζόμενος Λούσιος, ἐπὶ λουτροῖς δὴ τοῖς Διὸς τεχθέντος».
( =Τὴν δὲ Γόρτυνα διασχίζει ποταμὸς ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Λούσιος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πέριξ τῶν πηγῶν του· σὲ αὐτὸν ἔγινε τὸ λουτρὸν τοῦ νεογέννητου Διός).
Ὅσον γιὰ τὸν ἁγιασμόν, τὰ παραδείγματα τοῦ τελετουργικοῦ ἐξαγνισμοῦ
πρὶν ἀπὸ κάθε εὐχαριστία στὸν θεὸν ποὺ ἔχουν διασωθεῖ στὴν γραμματεία μας, ἐπεξηγοῦν
τὴν γενικοτέρα πεποίθησιν ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν σεβασμὸν ἀπέναντι στὰ θεῖα. Εἶναι
γνωστὸν ἄλλωστε πὼς εὐχόμενοι στὸν θεόν, σήκωναν ψηλὰ τὸ χέρι τους, ἐξ οὗ καὶ ἄρα
( =ἡ προσευχή, < αἴρω =σηκώνω), ἀφοῦ πρῶτα εἶχαν νίψει καλὰ τὰ χέρια τους
[συνήθεια ποὺ παρέμεινε στοὺς καθολικούς, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς τῶν ναῶν τους ἔχουν
νιπτήρα/ ἁγιαστήρα, ὅπου βάπτουν ( =βυθίζουν) τὰ δάχτυλά τους κατὰ τὴν εἴσοδον].
Σπουδαῖον παράδειγμα ὁ Εὐχίδας ποὺ διήνυσε τὴν ἀπόστασιν
Πλαταιές- Δελφοί- Πλαταιὲς ἐντὸς ὀλίγων ὡρῶν, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ φέρει
καθαρὸν πῦρ ἀπὸ τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ να μπορέσει νὰ γίνει ἡ εὐχαριστία στὸν
θεὸν γιὰ τὴν νίκη μας στοὺς Μηδικοὺς πολέμους. Δὲν μποροῦσαν νὰ τελέσουν
μεγαλοπρεπῆ τελετὴ μὲ τὸ ἱερὸν ἄσβεστον πῦρ ποὺ ἤναπτε μέχρι τότε, καθῶς ἐθεωρήθη
μεμιασμένον ἀπὸ τὰ βάρβαρα χέρια ποὺ τόλμησαν νὰ τὸ ἀγγίξουν. Ἔτσι λοιπὸν :
«Ὁ Εὐχίδας*1, «ὑποσχόμενος τάχιστα κομιεῖν τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ πῦρ». Ἔφθασε εἰς τοὺς Δελφοὺς ὅπου «ἁγνίσας τὸ σῶμα καὶ περιρρανάμενος ( =ΕΞΑΓΝΙΣΤΗΚΕ ΜΕ ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΝ ΥΔΩΡ, ἡ ὁποία συνήθεια ἔγινε…«ἁγιασμός» ), ἐστεφανώσατο δάφνῃ, καὶ λαβὼν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὸ πῦρ, δρόμῳ πάλιν εἰς τὰς Πλαταιὰς ἐχώρει καὶ ἐπανῆλθε πρὸ ἡλίου δυσμῶν, κατανύσας ( =διανύσας) τῆς αὐτῆς ἡμέρας χιλίους σταδίους...καὶ τὸ πῦρ παραδοὺς ἔπεσε καὶ μετὰ μικρὸν ἐξέπνευσεν», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου
Θὰ ἐθεωρεῖτο ματαία ἡ προσπάθειά του καὶ ὁ κόπος του ἄν δὲν ἦταν
καθαρὸς/ ἐξαγνισμένος μὲ τὸ ἱερὸ ὕδωρ τῆς Κασταλίας πηγῆς τῶν Δελφῶν.
...
Ἀκόμα μία σύμπτωσις ἁρπαχθεῖσα ἀπὸ τὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Διὸς
ποῦ συναντῶμεν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ κόρη τοῦ Ἰώβ, ἡ ὁποία ἐδόθη σὲ αὐτὸν
μετὰ ἀπὸ διάφορες δοκιμασίες, ὅταν ὁ Κύριος θέλησε νὰ τὸν ἐπαναφέρει, γιὰ τὸν καλὸν
χαρακτῆρα του, στὴν πρότερη του κατάστασιν, τῆς εὐδαιμονίας καὶ ἀφθονίας, δίνοντάς
του μάλιστα καὶ ἀκόμα περισσότερα. Ἡ τελευταία ἀπὸ τὶς τρεῖς κόρες ποὺ τοῦ
χάρισε στὴν ἑλληνικὴ μετάφρασιν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὀνομάζεται…Ἀμαλθαίας κέρας
( «γεννῶνται δὲ αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς· καὶ ἐκάλεσε τὴν μὲν πρώτην ῾Ημέραν,
τὴν δὲ δευτέραν Κασίαν, τὴν δὲ τρίτην ᾿Αμαλθαίας κέρας.», Ἰώβ, 42,13-14)!
Ἀμάλθεια ὅμως ἐλέγετο ἡ αἶξ (τῆς αἰγός, ἡ κατσίκα) ποὺ ἔδωσε τὸ γάλα της στὶς νύμφες τῆς Ἴδης, γιὰ νὰ θρέψουν τὸν Δία στὸ Ἰδαῖον Ἄντρον. Τὸ κέρας τῆς Ἀμαλθείας ἐθεωρεῖτο σύμβολον…ἀφθονίας καὶ καλοτυχίας. Μὲ τὸ ἄτρωτον ἀκόμα καὶ ἀπὸ κεραυνὸν δέρμα της ἀργότερα ὁ Ζεὺς ἔφτιαξε ἔπειτα ἀπὸ συμβουλὴ τῆς Γαίας τὴν αἰγίδα του [ποὺ παρέμεινε στὴν συλλογικὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων μέχρι σήμερα τόσον ὡς σύμβολον προστασίας, διότι ὅταν ἤθελε νὰ προστατευτεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ προστατεύσει κάποιον, τὸν ἔθετε «ὑπὸ τὴν αἰγίδα» του, ὅσον καὶ ὡς ἐπιθετικὸν ὅπλον (καθῶς ὅταν ὁ ὑψιβρεμέτης, κελενεφὴς Ζεὺς θυμώνει, ῥίπτει μὲ ὁρμὴ τῆν αἰγίδα του πρὸς τὰ κάτω, ἐπ-αιγίζει κατ-αιγιστικῶς, προκαλώντας κατ-αιγίδα). Ὁ αἰγίοχος Ζεὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα καὶ στὴν Ἀθηνᾶ νὰ φέρει τὴν αἰγίδα, ἐξ οὗ καὶ ἐκείνη ὀνομάζεται καὶ αἰγιδοφόρος]. Τουλάχιστον γιὰ τὰ προσχήματα οἱ ἀντιγραφεῖς ἤλλαξαν τὸ «Ἀμάλθεια» σὲ «Ἀμάλθαια»…Σχετικῶς μὲ τὸν Ἰὼβ ἔχουμε καὶ ἄλλη τυχαία σύμπτωσιν :
«…μία ἄλλη σκηνή, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει καθαρὰ ἑλληνικὲς
συνήθειες, ποὺ δὲν τὶς εἶχε κανένας ἄλλος λαός…«Τὸν μὲ ἄλλον πάντα χρόνον, κομᾶν
( =ἔτρεφον κόμην) οἱ Ἕλληνες· ἐν δὲ καιρῷ πένθους, κείρεσθαι ( =ἐκουρεύοντο)»,
Εὐστάθ., Παρεκβολαὶ εἰς Ὁμήρου Ἰλιάδα, Β, 6-8.
Διαβάζουμε λοιπὸν στὸ βιβλίο τοῦ «Ἰώβ» (Α΄, 20) πὼς ὅταν
τοῦ ἀνηγγέλθη ὅτι ἐτελεύτησαν τὰ τέκνα του, αὐτὸς «ἀναστάς, ἐκείρατο τὴν κόμην,
πεσὼν χαμαί» (σηκώθηκε, ἐκούρεψε τὰ μαλλιά του καὶ ἔπεσε χάμω στὴν γῆ). Ἀντέδρασε
δηλαδὴ ὅπως ἀκριβῶς περιγράφει ὁ Ὅμηρος στὸ Σ τῆς Ἰλιάδος (στ. 23) τὴν ἀντίδρασι
τοῦ Ἀχιλλέως μόλις τοῦ ἀνηγγέλθη ὁ θάνατος τοῦ Πατρόκλου.
«Ἀμφοτέρῃσι χερσὶν ἑλὼν κόνιν, χεύατο κατὰ κεφαλῆς, αὐτὸς
δὲ ἐν κονίαις, μέγας μεγαλωστὶ τανυσθείς, χερσὶ κόμην δαΐζων...»
[ =Μὲ τὰ δυό του τὰ χέρια ἅρπαξε χῶμα καὶ τὄρριξε στὸ
κεφάλι του, ὁ ἴδιος δὲ ἔπεσε χάμω φαρδὺς πλατύς, καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια
τραβοῦσε τὰ μαλλιά του*2].
Ἀκολούθως τὰ ἔκειρε καὶ τὰ ἔρριψε στὴν νεκρικὴ πυρὰ τοῦ
Πατρόκλου… Τὰ Κείμενά μας εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ περιγραφὲς καὶ ὑπαινιγμοὺς τῆς
συνήθειάς μας αὐτῆς. Συγκινητικὴ ἡ σκηνὴ ποὺ περιγράφει καὶ ὁ Πλάτων στὸν
διάλογο «Φαίδων» (89.13). Ὁ Σωκράτης εἰς τὸ δεσμωτήριον, συζητώντας μὲ τοὺς
μαθητάς του ποὺ τὸν ἔχουν ἐπισκεφθῆ λίγο πρὶν πιῆ τὸ κώνειον, τοὺς ἀποχαιρετᾶ
καὶ ἀγγίζοντας ἐλαφρὰ στὸ κεφάλι τὸν Φαίδωνα, τοῦ λέει: «αὔριον, ὦ Φαίδων, τὰς
καλὰς κόμας ἀποκερεῖ» (Αὔριο, Φαίδων, τὴν περιποιημένη, τὴν ὡραία σου τὴν
κόμη, θὰ κουρέψης ‐ὡς ἔνδειξι τοῦ πένθους σου‐ γιὰ μένα).
*1 Γράφει ὁ Πλούταρχος (Ἀριστείδης, 20,4-5) περὶ τοῦ Εὐχίδα :
«περὶ δὲ θυσίας ἐρομένοις αὐτοῖς ἀνεῖλεν ὁ Πύθιος Διὸς ἐλευθερίου
βωμὸν ἱδρύσασθαι, θῦσαι δὲ μὴ πρότερον ἢ τὸ κατὰ τὴν χώραν πῦρ ἀποσβέσαντας ὡς ὑπὸ
τῶν βαρβάρων μεμιασμένον ἐναύσασθαι καθαρὸν ἐκ Δελφῶν ἀπὸ τῆς κοινῆς ἑστίας. οἱ
μὲν οὖν ἄρχοντες τῶν Ἑλλήνων περιιόντες εὐθὺς ἠνάγκαζον ἀποσβεννύναι τὰ πυρὰ
πάντα τοὺς χρωμένους, ἐκ δὲ Πλαταιέων Εὐχίδας ὑποσχόμενος ὡς ἐνδέχεται τάχιστα
κομιεῖν τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ πῦρ ἧκεν εἰς Δελφούς. ἁγνίσας δὲ τὸ σῶμα καὶ περιῤῥανάμενος
ἐστεφανώσατο δάφνῃ: καὶ λαβὼν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὸ πῦρ δρόμῳ πάλιν εἰς τὰς Πλαταιὰς
ἐχώρει καὶ πρὸ ἡλίου δυσμῶν ἐπανῆλθε, τῆς αὐτῆς ἡμέρας χιλίους σταδίους
κατανύσας. ἀσπασάμενος δὲ τοὺς πολίτας καὶ τὸ πῦρ παραδοὺς εὐθὺς ἔπεσε καὶ μετὰ
μικρὸν ἐξέπνευσεν. ἀγάμενοι δ' αὐτὸν οἱ Πλαταιεῖς ἔθαψαν ἐν τῷ ἱερῷ τῆς Εὐκλείας
Ἀρτέμιδος, ἐπιγράψαντες τόδε τὸ τετράμετρον:
Εὐχίδας Πυθῶδε θρέξας ἦλθε τᾷδ' αὐθημερόν».
[ =Περὶ δὲ τῆς θυσίας ἠρώτησαν καὶ τοὺς ἀπεκρίθη ὁ Πύθιος νὰ
ἱδρύσουν ναὸν τοῦ Ἐλευθερίου Διός καὶ νὰ μὴ θυσιάσουν πρὶν νὰ σβήσουν τὰ κατὰ τὴν
χώραν πῦρ, ὡς ὑπὸ τῶν βαρβάρων μεμιασμένα καὶ νὰ ἀνάψουν καθαρὸν ἐκ Δελφῶν ἀπὸ
τὴν κοινὴ ἐστία. Οἱ ἄρχοντες λοιπὸν τῶν Ἑλλήνων περιερχόμενοι πανταχοῦ ἠνάγκαζον
ὅλους τοὺς μεταχειριζομένους πῦρ νὰ τὸ σβήσουν. Ἐκ δὲ Πλαταιέων Εὐχίδας ὑποσχόμενος
νὰ φέρει ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερα τὸ πῦρ παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἀπῆλθε στοὺς Δελφούς. Ἀγνίσας
δὲ τὸ σῶμα του καὶ περιρραντισθείς (μὲ τὸ ὕδωρ τῆς Κασταλίας πηγῆς), ἐστεφανώθη
μὲ δάφνη· καὶ λαβὼν ὑπὸ τοῦ βωμοῦ τὸ πῦρ, τρέχων πάλι ἀπήρχετο στὶς Πλαταιὲς καὶ
ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΕΝ ΜΙΑι ΗΜΕΡΑι ΔΙΑΤΡΕΞΑΣ ΧΙΛΙΟΥΣ ΣΤΑΔΙΟΥΣ
(180-190 χιλιόμετρα! ). Χαιρετήσας δὲ τοὺς πολίτες καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ πῦρ, εὐθὺς
ἔπεσε κάτω καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐξέπνευσε. Ἐγείροντάς τον οἱ Πλαταιεῖς τὸν ἔθαψαν
στὸ ἱερὸν τῆς Εὐκλείας Ἀρτέμιδος, ἐπιγράψαντες τοῦτον τὸ τετράμετρον :
ΕΙΣ ΔΕΛΦΟΥΣ ΕΥΧΙΔΑΣ ΤΡΕΞΑΣ, ΗΛΘ' ΕΝΤΑΥΘΑ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ» ]
*2 Καὶ αὐτὴ ἡ συνήθεια ἔμεινε στὴν συλλογὴ μνήμη τῶν Ἑλλήνων καὶ μέχρι σήμερα σὲ καταστάσεις βαθείας θλίψεως καὶ σαστίσματος λέγομεν «Τραβοῦσα τὰ μαλλιά μου». Ἀργότερα ἡ συνήθεια αὐτὴ ποὺ καταγράφεται στὰ κείμενά μας πέρασε καὶ στοὺς βαρβαρομύθους δημιουργώντας ἀντίστοιχες ἐκφράσεις πάθους ( «pull/ tear my hair out»/ «je m’ arrache les cheveux»/ «yo me tiro de los pelos» κοκ) ποὺ ὅμως δὲν εἶναι σὲ θέσιν νὰ κατανοήσουν τὸ βάθος τους, ἄν δὲν νιώσουν μέσα τους τὸν βαθὺ θρῆνον νὰ χάνεις λόγῳ δημοκρατίας ἕναν Σωκράτη, νὰ πενθεῖς τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφικοῦ σου φίλου καὶ ἐραστή σου, ὅπως ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν Πάτροκλον (μέχρι καὶ σήμερα ἡ ἁπλοϊκότης καὶ ἡ ἔνδεια τῆς σκέψεώς τους ἄλλωστε δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουν τί ἐστὶ ἐραστὴς καὶ τί ἐρώμενος καὶ τὸ ἀντιλαμβάνονται μόνον σαρκικῶς! καταισχύνοντας τὸ σεπτὸν ἔργον τοῦ διδασκάλου καὶ τὸ ἱερὸν χρέος τοῦ μαθητοῦ). Καὶ πόσῳ μᾶλλον ὁ βάρβαρος ἀπὸ ὅπου κι ἄν προέρχεται δὲν εἶναι σὲ θέσιν νὰ κατανοήσει τὴν σπαρτιάτικη ἐπιμέλεια τῆς κόμης λίγο πρὶν βγεῖ στὸν πόλεμον ποὺ θὰ τοῦ χαρίσει τὸν ἔνδοξον θάνατον ὑπὲρ πατρίδος καὶ ἱερῶν καὶ ἕνα πολυτελὲς γεῦμα μὲ τὸν Ἅδη σὰν αὐτὸ ποὺ ἀνέμενε ἑξῆντα ὁλόκληρα ἔτη ὁ Λεωνίδας καὶ οἱ λεοντόκαρδοι σύντροφοί του.
Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 16ον)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου