Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 16ον)

 

24. Ἄλλες μεγάλες συμπτώσεις εἶναι καὶ τὸ περπάτημα τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ( «ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης», Κατὰ Ματθαῖον, 14, 25) καὶ τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους Πάσχα, ποὺ καὶ πάλι φαίνονται νὰ εἶναι βγαλμένα ἀπὸ κάποια ἑλληνικὴ ἱστορία. Ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος στὰ «Ἀργοναυτικά» (Α’, 179-184) γράφει πὼς ὁ Ἀργοναύτης Εὔφημος, ὁ υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος εἶχε τὸ χάρισμα λόγῳ τοῦ πατρός του νὰ περπατᾶ/ τρέχει πάνω στὰ κύματα, χωρὶς κὰν νὰ βρέχει τὰ πόδια του :

«Ταίναρον αὖτ’ ἐπὶ τοῖσι λιπὼν Εὔφημος ἵκανεν, τόν ῥα Ποσειδάωνι ποδωκηέστατον ἄλλων Εὐρώπη Τιτυοῖο μεγασθενέος τέκε κούρη. κεῖνος ἀνὴρ καὶ πόντου ἐπὶ γλαυκοῖο θέεσκεν οἴδματος, οὐδὲ θοοὺς βάπτεν πόδας, ἀλλ’ ὅσον ἄκροις ἴχνεσι τεγγόμενος διερῇ πεφόρητο κελεύθῳ».

Σχετικῶς μὲ τὴν σταύρωσιν τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία ἑορτάζεται ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους Χριστιανοὺς κατὰ τὸ Πάσχα (Πεσάχ εἶναι μεγαλοπρεπὴς ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων πρὸς ἐνθύμισιν τῆς Ἐξόδου τους μὲ ἀρχηγὸν τὸν Μωϋσή, υἰοθετήθηκε ὁ ὅρος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς νὰ συμβολίζει τὴν σταύρωσιν καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ) θυμίζει ἀρκετὰ τὴν προγενεστέρα σταύρωσιν ἑνὸς ἄλλου γιὰ τὸ καλὸν τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Προμηθέως, ἀλλὰ καὶ ἕναν ἄλλον συμβολισμόν, αὐτὸν τῆς ἀναγεννήσεως τῆς φύσεως κατὰ τὴν ἄνοιξιν καὶ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ἐποχῶν, ὅπως τὰ ἑώρταζον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες!

«Καὶ ὁ Προμηθεὺς ἀνεσταυρώθη, εἰς τὸ ὄρος Καύκασος, ὅπως περιγράφει καὶ ὁ Αἰσχύλος εἰς τὴν τραγωδίαν του «Προμηθεὺς Δεσμώτης», «διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν» (στ. 123). Πρβλ.: «ὅτι πολὺ ἠγάπησε τὸν ἄνθρωπον». Ἡ δὲ Μαριάννα Μάκ Ντόναλντ, ἡ ἐμπνεύστρια τοῦ Thesaurus Linguae Graecae (T.L.G.), στὸ βιβλίο της «Ἡ ζῶσα τέχνη τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας» γράφει ἐπακριβῶς:

«Τὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ὁλοφάνερα· ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ ἀθώου στὸν πόνο τῆς σταύρωσης. Ἀκόμη, τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν πατέρα του, ὅταν εἶναι στὸν σταυρό, μοιάζει περίεργα μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ Προμηθέως. Καὶ οἱ δύο ἔδωσαν τὴν ζωή τους γιὰ τὸν ἄνθρωπο…Ὁ Προμηθεὺς εἶναι γεμᾶτος ἀγάπη γιὰ τὸν Ἄνθρωπο καὶ εἶναι πρόθυμος νὰ ὑποφέρει γι’ αὐτό. Καταλήγει νὰ σταυρωθεῖ λόγῳ τῆς ἀπείθειάς του πρὸς τοὺς κατέχοντες τὴν ἐξουσία».

Σὲ Ἀρχαία Ἐπιγραφή (Ἑλληνικὴ ἀνθολογία, προτρεπτ., 85), πράγματι, ὁ Προμηθεὺς ἀναγράφεται ὡς «ἐσταυρωμένος»…τὸ λατρευτικὸν ἄγαλμα τοῦ Προμηθέως εὑρίσκετο εἰς τὸ Ἱερὸν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (Σχόλ. Εἰς Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ, 56). Μᾶς τὸ ἅρπαξαν καὶ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ Βιβλία τῆς περίφημης Βιβλιοθήκης τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Πλάτωνος.

 Ὁ Ed. Schuré στὸ κλασικὸ ἔργο του «Ἡ γένεση τῆς Τραγωδίας...» εἶναι λίαν

παραστατικός:

«Ἡ σκηνὴ παριστάνει τὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ στὴ Σκυθία. Γυμνὸς βράχος, ἄγρια μοναξιά, μακρυὰ ἀπὸ κάθε κατοικημένο τόπο...ἡ «Δύναμη» καὶ ἡ «βία» ὁδηγοῦν τὸν Τιτᾶνα δεμένο...ὁ Ἥφαιστος, ὁ σιδηρουργὸς τοῦ Ὀλύμπου, σέρνει μαζί του...ἁλυσσίδες, κλειδαριὲς καὶ καρφιά, ποὺ θὰ τοῦ χρειαστοῦν γιὰ τὴν καθήλωση τοῦ ἐνόχου στὸν τόπο τῆς τιμωρίας...Ὅ,τι συνέβη ἤτανε μιὰ πραγματικὴ σταύρωση».

«Ἐσταυρῶσθαι χρὴ ἐκπετασθεὶς τὼ χεῖρε», Λουκιανοῦ, «Προμηθεύς», 1

Ἡ δὲ Μαργκερὶτ Γιουρσενάρ, τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας, εἰς τὸ ἔργο της «Ἀδριανοῦ Ἀπομνημονεύματα» καταγράφει ὅτι πολὺ συχνὰ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ τὸν συνέκριναν καὶ μὲ ἄλλον «ἐσταυρωμένο», τὸν Ὀρφέα…

Ὁ Ἀπολλόδωρος στὴν «Βιβλιοθήκη» του γράφει καὶ αὐτὸς περὶ τῆς προσηλώσεως ( =καρφώματος) τοῦ Προμηθέως καὶ τονίζει μεταξὺ ἄλλων:

«...τῷ Καυκάσῳ ὄρει τὸ σῶμα αὐτοῦ προσηλῶσαι...ἀετὸς ἐφιπτάμενος, τοὺς λοβοὺς ἐνέμετο τοῦ ἥπατος».

Τὴν τραγικὴ σκηνὴ ἀφηγοῦνται πολλοὶ ἐκ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἀκόμη καὶ ὁ μεταγενέστερος Κόιντος Σμυρναῖος ( «Τὰ μεθ’ Ὅμηρον», βιβλ. 10ον, στ. 200, ἀπὸ ἀπόδοσιν) :

«Στοῦ ἀπόκρημνου Καυκάσου κάποιον λόφον αἰωρεῖτο μὲ ἀκατάλυτα δεσμά· καὶ τοῦ σπάραζε τὸ ἧπαρ ὁ ἀετός».

(Αὐτὸ θυμίζει λίγο τὸ «Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου»).

Ἡ προσήλωσις τοῦ Προμηθέως, εἰς τὴν Τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου, περαίνεται μὲ ἕνα τρομερὸ σεισμὸ (στ. 1081/ἀπόδοσις Ἄννης Τζιροπούλου).

« Ἡ γῆ σαλεύει. Ἐκ βαθέων μυκᾶται ἠχὼ βροντῆς, ἐκλάμπουν ἕλικες τῆς ἀστραπῆς διάπυροι, στρόβιλοι κόνεως ἑλίσσονται· σκιρτοῦν τῶν ἀνέμων τῶν πάντων τὰ πνεύματα, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἀντιπνέουν μαχόμενα. Συνταράσσονται ὁ αἰθὴρ καὶ ὁ πόντος...
Ὦ τῆς μητρός μου σέβας, καὶ ὦ ἐσὺ τῶν πάντων αἰθὴρ ὁ ἑλίσσων τὸ φῶς τὸ κοινόν, εἰσορᾶς πόσον ἄδικα πάσχω».

Εὐλαβούμενοι τὸ μαρτύριον τοῦ Προμηθέως οἱ Ἕλληνες, καὶ συμπάσχοντες ‐ἀρχαιόθεν‐, εἰς ἀνάμνησιν τῶν ὅσων ἐπέρασε χάριν τῆς Ἀνθρωπότητος, ὄχι μόνον τὸν ἐστεφάνωσαν τιμῆς ἕνεκεν, ἀλλὰ περιετίθεντο καὶ οἱ ἴδιοι κατὰ τὴν τέλεσιν κάθε ἑορταστικῆς ἐκδηλώσεως, στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς των. Γενικῶς, στεφάνια τιμῆς ἕνεκεν ἐστόλιζαν τὶς ἀπεικονίσεις τῶν θεῶν, τῶν ἡρώων, τῶν νικητῶν ἀθλητῶν, τῶν ἱερῶν βωμῶν.

Ὁ Ἀθήναιος εἰς τὸ ἔργον του «Δειπνοσοφισταί» (ΧV, 674Δ) διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Αἰσχύλος στὴν «ἀπολεσθεῖσα» (γιὰ ἐμᾶς) τραγωδία «Προμηθεὺς Λυόμενος» ἐπεξηγοῦσε τὰ περὶ τοῦ στεφάνου.

«Αἰσχύλος δ’ ἐν τῷ λυομένῳ Προμηθεῖ, σαφῶς φησὶ ὅτι ἐπὶ τιμῇ τοῦ Προμηθέως τὸν στέφανον περιτίθεμεν τῇ κεφαλῇ, ἀντίποινα ( =ἀνταπόδοσιν) τοῦ ἐκείνου δεσμοῦ. Ὅθεν, ἀπ’ ἐκείνου τὸν δεδηλωμένον στέφανον τῷ Προμηθεῖ περιγενέσθαι...τοῖς εὐεργετηθεῖσιν ἀνθρώποις ὑπ’ αὐτοῦ...» », Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 

Ἡ ἑορτὴ θυμίζει καὶ τὰ Σπαρτιάτικα ‘Υακίνθια πρὸς τιμὴν τοῦ ‘Υακίνθου, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον πέθανε καὶ ἔπειτα ἀνεστήθη. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ τριήμερος ἑορτή του εἶχε ἀνάμεικτη διάθεσιν. Τὴν πρώτη μέρα τὸ κλῖμα ἦταν πένθιμον, ἐνῶ τὶς ἄλλες δύο ἦταν ἑορταστικό, μὲ τραγούδια, χοροὺς καὶ μουσικὰ ὄργανα. Ἀκόμα θυσίαζαν αἶγες καὶ παρέθεταν δεῖπνα σὲ φίλους καὶ γνωστούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς εἴλωτες καὶ τοὺς ξένους (κυριολεκτικῶς ξένους, δηλαδὴ τοὺς Ἕλληνες ἄλλης πόλεως καὶ ὄχι ἐπήλυδες). Ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα παρηλλαγμένον κατὰ τὸ δοκοῦν τῆς κάθε θρησκευτικῆς νοοτροπίας. 

Ἀκόμα καὶ ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς θυμίζει ἐκεῖνον τοῦ Ἀδώνιδος (ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα ζεῖ ἕξι μῆνες μὲ τὴν Περσεφόνη στὸν Κάτω Κόσμον καὶ ἕξι μῆνες μὲ τὴν Ἀφροδίτη ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ μῦθος συμβολίζει τὸν κύκλον τῆς βλαστήσεως τῶν ὀπώρων καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς φύσεως*) ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Θεόκριτος στὶς «Ἀδωνιάζουσες». Ἐκεῖ ἡ Γοργὼ καὶ ἡ Πραξινόα παρακολουθοῦν τὰ «Ἀδωνίδια» (θρηνητικὴ ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀδώνιδος > ἄδω= ψάλλω, ὁ θρηνούμενος δι’ ἀσμάτων). Μετὰ τὸν ἐπιτάφιον τοῦ Ἀδώνιδος ἠκολούθη ἡ περιφορὰ τοῦ φορείου, ὅπου ἦταν ξαπλωμένος ὁ νεκρός, τὸ ὁμοίωμα τοῦ ὁποίου ἐρρίπτετο στὴν θάλασσα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν σήμερα σὲ μερικὰ χωριὰ τῆς Ἑλλάδος (στὴν Ὕδρα, στὸ Ναύπλιον, στὴν Νάξον…ὁ ἐπιτάφιος περιφέρεται καὶ ἐντὸς τῆς θαλάσσης!). Ἀκολουθοῦσε ἡ ἀνάστασίς του Ἀδώνιδος, ποὺ συνεβόλιζε τὴν ἀναγέννησιν τῆς φύσεως καὶ τὰ σπίτια γέμιζαν ἀπὸ χαρά καὶ χαρμόσυνα ἄσματα.

Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τυχαία βεβαίως καὶ ἡ ἡμερομηνία ποὺ τοποθετήθηκε ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν περισσοτέρων ἐκ τῶν ἀναστηθέντων προσώπων στὶς ἄλλες θρησκεῖες, ἡ ὁποία τοποθετεῖται πάντοτε τὴν ἄνοιξιν, ὅταν ἀνοίγουν καὶ ἀνθίζουν οἱ ὁπῶρες, ἔπειτα ἀπὸ τὸν «θάνατον» ποὺ τὶς βρίσκει τὸ φθινόπωρον. Γράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσήριδος», (70-71) :

«καὶ δίδωσιν ὁ καιρὸς ὑπόνοιαν ἐπὶ τῶν καρπῶν τῇ ἀποκρύψει γενέσθαι τὸν σκυθρωπασμόν, οὓς οἱ παλαιοὶ θεοὺς μὲν οὐκ ἐνόμιζον, ἀλλὰ δῶρα θεῶν ἀναγκαῖα καὶ μεγάλα πρὸς τὸ μὴ ζῆν ἀγρίως καὶ θηριωδῶς· καθ´ ἣν δ´ ὥραν τοὺς μὲν ἀπὸ δένδρων ἑώρων ἀφανιζομένους παντάπασιν καὶ ἀπολείποντας, τοὺς δὲ καὶ αὐτοὶ κατέσπειρον ἔτι γλίσχρως καὶ ἀπόρως, διαμώμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν καὶ περιστέλλοντες αὖθις, ἐπ´ ἀδήλῳ τῷ πάλιν ἐκφανεῖσθαι καὶ συντέλειαν ἕξειν ἀποθέμενοι πολλὰ θάπτουσιν ὅμοια καὶ πενθοῦσιν ἔπραττον. Εἶθ´ ὥσπερ ἡμεῖς τὸν ὠνούμενον βιβλία Πλάτωνος ὠνεῖσθαί φαμεν Πλάτωνα καὶ Μένανδρον ὑποκρίνεσθαι τὸν τὰ Μενάνδρου ποιήμαθ´ διατιθέμενον, οὕτως ἐκεῖνοι τοῖς τῶν θεῶν ὀνόμασι τὰ τῶν θεῶν δῶρα καὶ ποιήματα καλεῖν οὐκ ἐφείδοντο, τιμῶντες ὑπὸ χρείας καὶ σεμνύνοντες. Οἱ δ´ ὕστερον ἀπαιδεύτως δεχόμενοι καὶ ἀμαθῶς ἀναστρέφοντες ἐπὶ τοὺς θεοὺς τὰ πάθη τῶν καρπῶν καὶ τὰς παρουσίας τῶν ἀναγκαίων καὶ ἀποκρύψεις θεῶν γενέσεις καὶ φθορὰς οὐ προσαγορεύοντες μόνον ἀλλὰ καὶ νομίζοντες ἀτόπων καὶ παρανόμων καὶ τεταραγμένων δοξῶν αὑτοὺς ἐνέπλησαν, καίτοι τοῦ παραλόγου τὴν ἀτοπίαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες. Ὁ μὲν οὖν Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἠξίωσε τοὺς Αἰγυπτίους, εἰ θεοὺς νομίζουσι, μὴ θρηνεῖν, εἰ δὲ θρηνοῦσι, θεοὺς μὴ νομίζειν, ἀλλ´ ὅτι γελοῖον ἅμα θρηνοῦντας εὔχεσθαι τοὺς καρποὺς πάλιν ἀναφαίνειν καὶ τελειοῦν ἑαυτοῖς, ὅπως πάλιν ἀναλίσκωνται καὶ θρηνῶνται· τὸ δ´ οὐκ ἔστι τοιοῦτον, ἀλλὰ θρηνοῦσι μὲν τοὺς καρπούς, εὔχονται δὲ τοῖς αἰτίοις καὶ δοτῆρσι θεοῖς ἑτέρους πάλιν νέους ποιεῖν καὶ ἀναφύειν ἀντὶ τῶν ἀπολλυμένων. Ὅθεν ἄριστα λέγεται παρὰ τοῖς φιλοσόφοις τὸ τοὺς μὴ μανθάνοντας ὀρθῶς ἀκούειν ὀνομάτων κακῶς χρῆσθαι καὶ τοῖς πράγμασιν».

«Καὶ δίδει ὁ καιρὸς τὴν ὑπόνοια πὼς ἡ σκυθρωπότητα ὀφείλεται στὸ κρύψιμον τῶν καρπῶν, τοὺς ὁποίους οἱ παλαιοὶ δὲν θεωροῦσαν μὲν θεούς, ἀλλὰ δῶρα θεῶν ἀναγκαῖα καὶ μεγάλα ὥστε νὰ μὴ ζεῖ κανεὶς ἀγρίως καὶ σὰν θηρίον. Τὴν ἐποχή, λοιπόν, ποὺ ἔβλεπαν τοὺς καρποὺς νὰ ἐξαφανίζονται παντελῶς ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ νὰ λείπουν, ἐνῶ οἱ ἴδιοι τοὺς φύτευαν μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ μετὰ βίας ξύνοντας τὴν γῆ μὲ τὰ χέρια καὶ καλύπτοντάς τους πάλι (μὲ χῶμα), χωρὶς νὰ ξέρουν, ἄν θὰ ἐμφανιστούν πάλι, ἔκαναν πράγματα παρόμοια μὲ ὅσα κάνουν αὐτοὶ ποὺ θάβουν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς πενθοῦν. Ἔπειτα, ὅπως ἑμεῖς λέμε γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγοράζει τὰ βιβλία τοῦ Πλάτωνος ὅτι ἀγοράζει Πλάτωνα καὶ ὅποιον παρουσιάζει τὰ ποιήματα τοῦ Μενάνδρου ὅτι ὑποκρίνεται τὸν Μένανδρον, ἔτσι κι ἐκεῖνοι δὲν δίσταζαν νὰ ὀνομάσουν τὰ δῶρα καὶ τὰ ἔργα τῶν Θεῶν μὲ τὰ ὀνόματα τῶν Θεῶν, τιμώντας τά, ἐπειδὴ τοὺς ἦταν ἀναγκαῖα καὶ ἀπὸ σέβας.

Οἱ ἑπόμενοι ὅμως, ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς, τὰ παρελάμβανον καὶ ἀντέστρεφον τὰ παθήματα τῶν καρπῶν στοὺς Θεοὺς καὶ δὲν ἀποκαλοῦσαν μόνον, ἀλλὰ καὶ πίστευαν τὴν ἐμφάνισιν καὶ τὴν ἐξαφάνισιν τῶν ἀναγκαίων καρπῶν ὡς γέννησιν καὶ θάνατον τῶν Θεῶν, πλημμυρίζοντας ἔτσι τὸν νοῦν τους μὲ ἄτοπες, φαῦλες καὶ συγκεχυμένες δοξασίες, παρότι εἶχαν μπροστὰ στὰ μάτια τους τὴν ἀτοπία.

Ὁ Ξενοφάνης, λοιπόν, ὁ Κολοφώνιος ἔθεσε ὡς ἀρχὴ στοὺς Αἰγυπτίους, ἄν θεωροῦν τοὺς καρποὺς Θεούς, νὰ μὴν τοὺς θρηνοῦν καὶ ἄν πάλι τοὺς θρηνοῦν, νὰ μὴν τοὺς θεωροῦν Θεούς, διότι εἶναι γελοῖον νὰ τοὺς θρηνοῦν καὶ συνάμα νὰ προσεύχονται στοὺς καρπούς νὰ ξαναφανοῦν πάλι καὶ νὰ ὡριμάσουν γιὰ χάριν τους, ὥστε νὰ τοὺς καταναλώσουν πάλι καὶ νὰ τοὺς θρηνοῦν. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ θρηνοῦν τοὺς καρποὺς καὶ προσεύχονται στοὺς Θεούς, ποὺ τοὺς γεννοῦν καὶ τοὺς δωρίζουν, νὰ δημιουργήσουν πάλι ἄλλους καινούργιους καὶ νὰ τοὺς κάνουν νὰ φυτρώσουν στὴν θέσιν ἐκείνων ποὺ χάθηκαν. Αὐτὸ ποὺ ἀρίστως λέγεται ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους πὼς ὅσοι δὲν ἀσκοῦνται/μαθαίνουν νὰ καταλάβουν ὀρθῶς τὶς λέξεις, χρησιμοποιοῦν κακῶς καὶ τὰ πράγματα».

Ἀπὸ τὴν τελευταία περίοδον, φαίνεται πὼς ὁ Πλούταρχος εἶχε συνειδητοποιήσει τὴν παρακμὴ (ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἔζησε τὸν 1ον μὲ 2ον αἰ. μ.Χ. καὶ ἦταν ἱερεὺς στὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν γιὰ πάνω ἀπὸ 20 συναπτὰ ἔτη) καὶ προοιώνιζε τὸ φαινόμενον ποὺ κατέστρεφε τὴν ἰδέα διὰ τῆς προσωπολατρείας.

Ὕστερα βλέπουμε πὼς ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ πραγματοποιεῖται τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸν θάνατόν του. Τὸ ἴδιο εἶχε συμβεῖ καὶ στὸν Θεσπέσιον, ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων», (22) :

«ὁ Σολεὺς Θεσπέσιος…Κατενεχθεὶς γὰρ ἐξ ὕψους τινὸς εἰς τράχηλον ( = πέφτοντας/ καταφερόμενος ἀπὸ κάποιο ὕψος) οὐ γενομένου τραύματος ἀλλὰ πληγῆς μόνον ἐξέθανε ( =βρῆκε θάνατον), καὶ τριταῖος ( =τρεῖς μέρες) ἤδη περὶ τὰς ταφὰς αὐτὰς ἀνήνεγκε ( =ἐπανῆλθε -στὴν ζωή- ) ».

Κι ὁ Πλάτων, ὅπως καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας μας γραμματείας ἀναφέρονται στὸ φαινόμενον τῆς ἀναστάσεως. Ὁ προαναφερθεὶς Πλάτων μὲ τὸν «Μῦθον τοῦ Ἠρὸς» (Πολιτεία, 614b καὶ ἑξῆς) ὅμως φαίνεται πὼς ἐνέπνευσε περισσότερον τὶς χριστιανικὲς θεωρήσεις περὶ μεταθανατίου ζωῆς, οἱ ὁποῖες μετεφράστηκαν σὲ παράδεισον καὶ κόλασιν. 


* Ὁ μῦθος τοῦ Ἀδώνιδος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα ἤδη ἀνεφέρθησαν, ἐπεξηγεῖ καὶ τὸ κόκκινον χρῶμα τῶν αὐγῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ πένθιμον ποὺ ἀποδίδεται στὸ μῶβ χρῶμα, μὲ τὸ ὁποῖον στολίζουν τὶς ἐκκλησίες κατὰ τὴν Μεγάλη ἑβδομάδα. 

Ὁ μῦθος ἀναφέρει πὼς ἡ Ἀφροδίτη (τὸ σύμβολον τῆς συνδέσεως-ἔρωτος καὶ τῆς ἕλξεως) ἐρωτεύτηκε τὸν ὄμορφον Ἄδωνιν· τὸ κάλλος του ὄμως ἐθαύμαζε καὶ ἡ Περσεφόνη, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἀνέθρεψεν. Ἔτσι ἡ Ἀφροδίτη καὶ ἡ θεὰ τοῦ Κάτω Κόσμου, Περσεφόνη, ἦρθαν σὲ σύγκρουσιν. Τὴν διαμάχη τους τὴν ἐπέλυσε ὁ νεφεληγερέτης καὶ ὑέτιος Ζεύς. Ἀπεφάσισε λοιπὸν πὼς ὁ Ἄδωνις θὰ ζεῖ τὸ ἕν τρίτον τοῦ χρόνου στὸν Ἐπάνω Κόσμον μαζὶ μὲ τὴν Ἀφροδίτη, τὸ ἄλλον τρίτον νὰ ζεῖ μὲ τὴν Περσεφόνη στὸν Κάτω Κόσμον καὶ τὸ τελευταῖον τρίτον θὰ ἀπεφάσιζε ὁ ἴδιος ὁ Ἄδωνις μὲ ποία ἐκ τῶν θεῶν θὰ τὸ περάσει. Ὁ ὄμορφος νεαρὸς ἀπεφάσισε νὰ τὸ περνᾶ ἐπὶ τῆς γῆς μὲ τὴν Ἀφροδίτη.Ἔτσι κι ἔγινε λοιπὸν καὶ ὁ Ἄδωνις τὸ ἕνα τρίτον τοῦ ἔτους ποὺ εἶναι χειμὼν ζεῖ στὸν Κάτω Κόσμον, τὸ διάστημα ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ Ζεὺς (καλοκαίρι) θάλλει στὸν Ἐπάνω Κόσμον, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπόλοιπον καιρὸν χαίρεται τὸν ἔρωτα καὶ τὸ κάλλος μὲ τὴν Ἀφροδίτη, πρὶν ξαναγυρίσει στὴν Περσεφόνη. 

Καὶ ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ περικαλλὴς Ἄδωνις σκοτώθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ κυνηγιοῦ ἀπὸ ἕναν κάπρον. Τὸ προφυροῦν αἷμα του κύλησε ἀπὸ τὶς πληγές του καὶ γέννησε τὶς παπαροῦνες καὶ τὰ κόκκινα καὶ μυρωδάτα τριαντάφυλλα. Προφανῶς ὅταν ἐπεβλήθη στοὺς Ἕλληνες ὁ χριστιανισμός, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες τελετὲς καὶ ἱεροτελεστίες τῶν Ἑλλήνων, ἔτσι καὶ τὸ κόκκινον αἷμα τοῦ νεκροῦ καὶ μετ' ἔπειτα ἀναστηθέντος Ἀδώνιδος μετεπήδησε στὰ «κόκκινα αὐγὰ». Τὸ αὐγὸν ἄλλωστε εἶναι σύμβολον γονιμότητος καὶ τῆς γεννήσεως κατὰ τοὺς Ὀρφικούς, ἐξ οὗ καὶ ὁ συσχετισμὸς τῆς αὐγῆς-αὐγοῦ/ ὠὸν-ἠώς. 

Διόλου τυχαῖον ὅμως καὶ τὸ πὼς ἦταν μυρωδάτα τὰ ῥόδα ποὺ ξεφύτρωσαν ἀπὸ τὸ αἷμα του, καθῶς μήτηρ τοῦ Ἀδώνιδος ἦταν ἡ Σμύρνα ἤ Μύρρα ὅπως μᾶς ἐνημερώνει ὁ Πλούταρχος στὴν «Συναγωγὴ ἱστοριῶν ἑλληνικῶν καὶ ῥωμαϊκῶν» (44, «ΣΜΥΡΝΑ Κινύρου θυγάτηρ διὰ μῆνιν Ἀφροδίτης ἠράσθη τοῦ γεννήσαντος καὶ τῇ τροφῷ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἔρωτος ἐδήλωσεν· ἡ δὲ δόλῳ ὑπῆγε τὸν δεσπότην· ἔφη γὰρ γείτονα παρθένον ἐρᾶν αὐτοῦ καὶ αἰσχύνεσθαι ἐν φανερῷ προσιέναι. ὁ δὲ συνῄει. ποτὲ δὲ θελήσας τὴν ἐρῶσαν μαθεῖν φῶς ᾔτησεν, ἰδὼν δὲ ξιφήρης τὴν ἀσελγεστάτην ἐδίωκεν. ἡ δὲ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης εἰς ὁμώνυμον δένδρον μετεμορφώθη· καθὰ Θεόδωρος ἐν ταῖς Μεταμορφώσεσιν» ). 

Ὁ πόνος τῆς Ἀφροδίτης γιὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀγαπημένου της ἦταν ἀβάστακτος. Τὰ δάκρυά της ἀμέτρητα ἔπεσαν στὴν γῆ καὶ ἔγιναν οἱ ἀνεμῶνες, αὐτὰ τὰ σκοῦρα ῥὁζ-μῶβ πανέμορφα λουλούδια ποὺ τὸ χρῶμα τους μέσῳ τοῦ θρήνου τῆς Ἀφροδίτης συνεδέθησαν μὲ τὸ πένθος. 

Τότε ἡ Ἀφροδίτη, μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξει μακριὰ ἀπὸ τὸν καλόν της παρεκάλεσε τὴν Περσεφόνη ποὺ τὸν εἶχε πλέον ὑποδεχθεῖ γιὰ πάντα κοντά της, νὰ τὸν ἀφήνει νὰ ἀνεβαίνει καὶ στὸν Ἐπάνω Κόσμον. Ἡ Περσεφόνη δέχθηκε καὶ ἔτσι ἕξι μῆνες τὸν χρόνον ὁ Ἄδωνις βρίσκεται κοντὰ στὴν ἀγαπημένη του καὶ ὕστερα ἐπιστρέφει στὸν Κάτω Κόσμον, ὅπως καὶ ὁ κύκλος τῆς φύσεως, ποὺ ὕστερα ἀπὸ ἕξι μῆνες μαρασμοῦ καὶ «θανάτου», «ἀνασταίνεται» καὶ θάλλει γεμίζοντας τὴν γῆ μὲ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιά, ἐφάμιλλη τοῦ Ἀδώνιδος καὶ τῆς Ἀφροδίτης. 

Ἐνθυμούμενοι καὶ διατηρώντας τὸν μῦθον αὐτὸν οἱ Ἕλληνες τιμοῦσαν τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἀδώνιδος μἒ τριήμερες συνήθως τελετὲς. Τὴν πρώτην ἡμέραν τὴν ὠνόμαζον «Ἀφανισμόν» ὅπου καὶ θρηνοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἐτελεῖτο ἡ προαναφερθεῖσα περιφορὰ τοῦ νεκροῦ Ἀδώνιδος καὶ ἐπραγματοποιεῖτο ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος. Πρὸς ἀναπαράστασιν τοῦ συντόμου βίου τοῦ Ἀδώνιδος πραγματοποιοῦσαν καὶ τοὺς «Κήπους Ἀδώνιδος», δηλαδὴ ἔσπειραν λίγες μέρες πρὶν τὸν «Ἀφανισμόν», μέσα σὲ πήλινα δοχεῖα σπόρους, ὅπως σιτάρι, φακή, μάραθον ἤ ἄλλα φυτὰ μὲ γρήγορη ἀνάπτυξιν (ὥστε νὰ ἔχουν προλάβει νὰ πετάξουν βλαστὸν μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐνθυμήσεως τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδώνιδος, -ἴσως ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μετεπήδησε παραποιημένον τὸ τελετουργικὸν τῆς σπορᾶς τῆς φακῆς μέσα σὲ πήλινα δοχεῖα, κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ ...ἁγίου Σπυρίδωνος). 

Ἡ γρήγορη λοιπὸν ἀνάπτυξις τῶν φυτῶν μέσα στὰ δοχεῖα καὶ τὸ κάλλος ποὺ ἀνέδιδε ὁ σπόρος συνεβόλιζαν τὸν μινυνθάδιον Ἄδωνιν, ὁ ὁποῖος πεσὼν νεκρὸς ὑπὸ τοῦ κάπρου καὶ στερούμενος τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, θὰ ὡδηγεῖτο σὲ φθῖσιν. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ γυναῖκες τοποθετοῦσαν αὐτὰ τὰ γλαστράκια στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τους, ζωογονώντας τὸν «Ἄδωνιν», ὅπως ἡ Ἀφροδίτη ὅταν παρακαλώντας τὴν Περσεφόνη τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ξαναζήσει καὶ νὰ «ὁρᾶ φῶς ἡελίοιο». 

Μετὰ τὸν «ἀφανισμὸν» ἀκολουθοῦσε ἡ «Εὕρεσις». Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες οἱ γυναῖκες προσέφεραν γλυκὰ ἀπὸ μέλι καὶ λάδι καὶ παρέθεταν γεύματα σὲ φίλους καὶ συγγενεῖς σὲ ἑορταστικὸν κλίμα, τιμώντας τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Ἀδώνιδος καὶ οὕτινος αὐτὸς συμβολίζει. 

Ὁ Θεόκριτος στὸ ἔργον του «Ἀδωνιάζουσες» μᾶς δίνει ἀρκετὲς πληροφορίες γιὰ τὸ κλῖμα ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὸν ἑορτασμὸν τῶν «Ἀδωνιδίων», ἀλλὰ καὶ μέρος τοῦ τελετουργικοῦ (ἀπόδοσις ἀπὸ τὴν Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον της «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν». Πρόσωπα τοῦ διαλόγου εἶναι δύο φίλες, ἡ Πραξινόα καὶ ἡ Γοργὼ ποὺ σπεύδουν νὰ παρακολουθήσουν τὰ Ἀδωνίδια) : 

«Αἰάζω (=θρηνῶ) τὸν Ἄδωνιν· Ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις 

Πραξινόα: «...ὡς θαητὸς κατάκειται ἐπ’ ἀργυρέω ἁρμοῖ/ κλισμῶ...ὁ τριφίλητος Ἄδωνις...»

Γοργώ: «Σίγα, Πραξινόα, μέλλει τὸν Ἄδωνιν ἀείδειν...ἁ θυγάτηρ τῆς Ἀργείας, πολύιδρις ἀοιδὸς ἅτις καὶ πέρυσιν ἀρίστευσε τὸν ἰάλεμον... Χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ...»

( = Πραξινόα: Πόσο θαυμαστὸς κεῖται στ’ ἀργυρὸ τὸ κλινάρι του....ὁ τρισαγαπημένος Ἄδωνις...

Γοργώ : Σιωπή, Πραξινόα, θὰ ὑμνήση μὲ ὠδὴ τὸν Ἄδωνιν ἡ θυγατέρα τῆς Ἀργείας, ἀοιδὸς πολυέμπειρη ἥτις καὶ πέρυσιν ἀρίστευσε στὸν θρῆνο... Χαῖρε Ἄδων ἀγαπητέ...) 

Γράφει δὲ ὁ Ὡριγένης σχετικῶς μὲ τὸν Ἄδωνιν ποὺ μετεφράσθη ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ Συρίων ὡς Θαμμούζ : 

«Θρηνοῦσαι τὸ Θαμμούζ. Τὸν λεγόμενον παρ΄ Ἕλλησιν Ἄδωνιν Θαμμούζ φασι καλεῖσθαι παρ΄ Ἑβραίοις καὶ Σύροις. Ὡς οὖν ἐπὶ τῇ λέξει ἑωρῶντο αἱ γυναῖκες ἐπὶ τὰ πρόθυρα τῆς πύλης οἴκου Κυρίου βλεπούσης πρὸς βοῤῥᾶν καθήμεναι καὶ κατά τι ἐθνικὸν ἔθος τῶν ἔξω τῆς θεοσεβείας θυρῶν θρηνοῦσαι τὸν Θαμμούζ· δοκοῦσι γὰρ κατ΄ ἐνιαυτὸν τελετάς τινας ποιεῖν͵πρῶτον μὲν ὅτι θρηνοῦσιν αὐτὸν ὡς τεθνηκότα· δεύτερον δὲ ὅτι χαίρουσιν ἐπ΄ αὐτῷ ὡς ἀπὸ νεκρῶν ἀναστάντι. Οἱ δὲ περὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν Ἑλληνικῶν μύθων δεινοὶ καὶ μυθικῆς νομιζομένης θεολογίας͵φασὶ τὸν Ἄδωνιν σύμβολον εἶναι τῶν τῆς γῆς καρπῶν͵θρηνουμένων μὲν ὅτε σπείρονται ἀνισταμένων δὲ͵καὶ διὰ τοῦτο χαίρειν ποιούντων τοὺς γεωργοὺς ὅτε φύονται. Ἡγοῦμαι τοίνυν σύμβολον εἶναι τὰς θρηνούσας τὸν Θαμμοὺζ τῶν τὰ τοῦ κόσμου νομιζόμενα ἀγαθὰ καὶ τοὺς σωματικοὺς καρποὺς ποθούντων καὶ πέρα τῶν ὑλικῶν καὶ αἰσθητῶν μηδὲν ἐπισταμένων͵λυπουμένων μὲν ἐπὶ τῇ τούτων στερήσει ἡδομένων δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ αὐτῶν καὶ τῇ τῶν τοιούτων κτήσει. Γυναικώδεις δὲ εἶναι τὰς ψυχὰς εὐλόγως ἂν πάντες οἱ τοιοῦτοι νομίζοιντο» 


Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε καὶ τὴν σύνδεσιν τῆς Ἀναστάσεως μὲ τὰ χριστούγεννα καὶ τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον, ὅταν στὶς 25 Δεκεμβρίου οἱ τρεῖς ἀστερισμοὶ τοῦ Ὠρίωνος βρίσκονται σὲ πλήρη εὐθυγράμμισιν μὲ τὸν Σείριον καὶ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἥλιος μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες «στασιμότητος» στὸν σταυρὸ τοῦ νότου ξεκινᾶ νὰ κινεῖται κατὰ 1 μοῖρα πρὸς βορρᾶ, σηματοδοτώντας μεγαλύτερες ἡμέρες, περισσότερη ζεστασιὰ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς πορείας πρὸς τὴν ἄνοιξιν καὶ ἔπειτα πρὸς τὸ καλοκαίρι. Ὁ σταυρὸς τοῦ Νότου στὸν ὁποῖον παραμένει γιὰ τρεῖς ἡμέρες σταθερὸς ὁ Ἥλιος καὶ ἔπειτα «ξαναγεννᾶται» σηματοδοτώντας τὴν πορεία πρὸς τὴν καλοκαιρία καὶ τὴν ἄνοιξιν φαίνεται πὼς ἔγινε ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε, ὅπως καὶ ἡ φύσις ἀναγεννᾶται κατὰ τὴν ἄνοιξιν (κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἑορτάζεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ! )». 

Ἔπειτα, σχετικῶς μὲ τὸ «Ἅγιον Φῶς» τὸ ὁποῖον οἱ ὀρθόδοξοι κρατοῦν ἀναμμένον μπροστὰ ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι τους ὁλόκληρη τὴν χρονιά, φαίνεται πὼς καὶ αὐτὴ ἡ συνήθεια δὲν εἶναι πρωτότυπη, καθῶς ἔχει τὶς ῥίζες της στὶς ἀρχαῖες παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων.

«Τότε, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἡ κοινὴ ἑστία τοῦ ἀσβέστου πυρὸς εὑρίσκετο εἰς τοὺς Δελφοὺς καὶ εἰς τὸν «ἄσβεστον λύχνον» τοῦ Παρθενῶνος.

«Πῦρ ἄσβεστον ἐστὶ Πυθοῖ ( =ἐν Δελφοῖς) καὶ Ἀθήνησιν ( =ἐν Ἀθήνας)», (Πλούταρχος, Νουμάς, 9)

Διετηρεῖτο δὲ «ἀκοίμητον» εἰς τὸ Πρυτανεῖον τῆς κάθε πόλεως, μεταφερθὲν  ἐκ τῶν Δελφῶν.

«Οὐδὲ φῶς λύχνου ἀπολλύναι καλὸν, ἀλλὰ τηρεῖν…παρόντος ἔτι καὶ λάμποντος», (Πλούταρχος, Συμποσιακά, 703c)

Καὶ ὁ Παυσανίας ἐπιβεβαιοῖ:

«Πῦρ καίουσι, ποιούμενοι φροντίδα μὴ λάθῃ σφισιν ἀποσβεσθέν», (Ἀρκαδικά, 9)

Ἡ Ἱστορία ἔχει καταγράψει μία συγκλονιστικὴ ἀφήγησι σχετικὴ μὲ τὸ «ἱερὸν καὶ ἄσβεστον πῦρ» τῶν Ἑλλήνων.

Μετὰ τοὺς Μηδικοὺς Πολέμους (Μαραθών, Θερμοπύλαι, Σαλαμίς, Πλαταιαί) ὅπως άφηγεῖται ἐναργέστατα καὶ ὁ Πλούταρχος (Βίος Ἀριστείδου,20), οἱ Ἕλληνες ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πύθιον (τὸν Ἀπόλλωνα τῶν Δελφῶν) ὁδηγίες, προκειμένου νὰ τελέσουν μεγαλειώδη θυσίαν οἱ Πανέλληνες ὡς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς θεούς, οἱ ὁποῖοι ἐβοήθησαν εἰς τὴν κατὰ τῶν βαρβάρων Νίκην. Καὶ ὁ Ἀπόλλων παρήγγειλε, διὰ στόματος Πυθίας, νὰ μὴ προχωρήσουν στὶς τελετὲς πρὶν σβήσουν ὅλες τὶς ἀνὰ τὴν χώραν ἑστίες, ἐπειδὴ τὸ ἱερὸν πῦρ εἶχε μιανθῆ ὑπὸ τῶν βαρβάρων ποὺ ἐπάτησαν στὴν Ἑλλάδα.

«Ἀνεῖλεν ὁ Πύθιος, θῦσαι μὴ πρότερον, ἢ τὸ κατὰ τὴν χώραν πῦρ ἀποσβέσαντας, ὡς ὑπὸ τῶν βαρβάρων μεμιασμένον».

Κατόπιν δέ, νὰ ἀνάψουν ἐκ νέου καθαρὸν πῦρ ἀπὸ τῆς κοινῆς ἑστίας («ἐναύσασθαι καθαρὸν ἐκ Δελφῶν ἀπὸ τῆς κοινῆς ἑστίας»).

«Οἱ μὲν οὖν ἄρχοντες τῶν Ἑλλήνων περιιόντες ( =περιερχόμενοι) ἠνάγκαζον ἀποσβεννύναι τὰ πυρά»

Ἀπὸ τὰς Πλαταιὰς λοιπόν, ὅπου ἐκεῖ θὰ ἐγίνετο ἡ μεγάλη εὐχαριστήριος τελετὴ μετὰ τὴν Μάχη, ἐξεκίνησε ὁ Εὐχίδας, «ὑποσχόμενος τάχιστα κομιεῖν τὸ παρὰ τοῦ θεοῦ πῦρ». Ἔφθασε εἰς τοὺς Δελφοὺς ὅπου «ἁγνίσας τὸ σῶμα καὶ περιρρανάμενος ( =ἐξαγνίστηκε μὲ ἡγιασμένον ὕδωρ, ἡ ὁποία συνήθεια ἔγινε…«ἁγιασμός» ), ἐστεφανώσατο δάφνῃ, καὶ λαβὼν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ τὸ πῦρ, δρόμῳ πάλιν εἰς τὰς Πλαταιὰς ἐχώρει καὶ ἐπανῆλθε πρὸ ἡλίου δυσμῶν, κατανύσας ( =διανύσας) τῆς αὐτῆς ἡμέρας χιλίους σταδίους...καὶ τὸ πῦρ παραδοὺς ἔπεσε καὶ μετὰ μικρὸν ἐξέπνευσεν»», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 

(Ναὸς τῆς Ἐστίας, στὴν ῥωμαἱκὴ ἀγορά)  

Τὰ καντήλια θυμίζουν ὅμως καὶ τὶς τιμὲς τῶν Ἑλλήνων στὴν Ἐστία καὶ την συνεστίασιν γύρω ἀπὸ αὐτὴν, τὴν οἰκογενειακὴ ἐστία, σύμβολον ἱερὸν γιὰ τοὺς Ἕλληνας :

«Λέγεται, τὴν μὲν Ἑστίαν τὴν τῶν οἰκιῶν κατασκευὴν εὑρεῖν, καὶ διὰ τὴν εὐεργεσίαν ταύτην παρὰ πᾶσι σχεδὸν ἀνθρώποις ἐν πάσαις οἰκίαις καθιδρυθῆναι, τιμῶν τυγχάνουσαν», Ἱστορ. Βιβλιοθ., Ε’, 68, Διόδωρος Σικελιώτης.

Τὸ ἄσβεστον πῦρ τῆς Ἐστίας, ὑπῆρχε καὶ στὸν ναὸν τῆς Ἐστίας στὴν Ῥώμη, ὁ ὁποῖος κατεστράφη πολλάκις. Τὸ ἱερὸν πῦρ τῆς Ἐστίας συνεβόλιζε τὴν εὐδαιμονία της Ῥώμης καὶ τὸ σβήσιμό της συνεδέθη μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεως. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ Παλλάδιον, ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, τὸ ὁποῖον εἶχε φέρει ὁ Αἰνείας ἀπὸ τὴν Τροία (κατὰ τὸν Παυσανία «τὸ μὲν δὴ Παλλάδιον…δῆλόν ἐστιν ἐς Ἰταλίαν κομισθὲν ὑπὸ Αἰνείου», Κορινθ., 2, 23, 5· κατὰ ἄλλους, ὅπως ὁ Ὀβίδιος τὸ ξόανον μετεφέρθη ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα. Ὑπάρχει καὶ ἡ πίστις πὼς τὸ παλλάδιον μετεφέρθη ἀπὸ τὸν Διομήδη, ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Ἄργος καὶ ἔφυγε ἐκ νέου γιὰ τὴν Ἰταλία, ὅπου καὶ ἔφτιαξε ἀποικίες, ἤ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του). 

Ὅταν ἐκτελέστηκαν οἱ «Ἐθνικοί» τὸ ἱερὸ πῦρ τῶν Ἐστιάδων ἔσβησε καὶ ὁ ναὸς ἔκλεισε ἀπὸ τὸν Θεοδόσιον, ὡς πράξις ἐξαλείψεως τῶν εἰδωλολατρικῶν καταλοίπων ἔναντι τῆς νέας τάξεως ποὺ ἐπεβάλλετο. 

25. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως ὁ Ἐλπήνωρ, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρον (Ὀδύσσεια, κ’, 552-560) ἀποκοιμήθηκε ἀπὸ τὸ πολὺ κρασὶ στὸ δῶμα ἐπάνω στὸ ἱερὸν τῆς Κίρκης, φαίνεται πὼς ἀνεβίωσε στὴν ἱστορία τοῦ Εὐτύχου, ποὺ περιγράφεται στὶς «Πράξεις τῶν ἀποστόλων».
Γράφει λοιπὸν ὁ Ὅμηρος πὼς καθῶς κοιμόταν ὁ Ἐλπήνωρ ψηλὰ στὴν στέγη μεθυσμένος, ἄκουσε τὸν θόρυβον τῶν ὑπολοίπων συντρόφων ποὺ ἔφευγαν καὶ μὴ ἐνθυμούμενος πὼς εἶχε ἀποκοιμηθεῖ σὲ ὑψηλὸν σημεῖον, ὅπως πετάχτηκε ζαλισμένος ἀπὸ τὸν ὕπνο του, ἔπεσε ἀπὸ τὴν στέγη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σπάσει τὸν αὐχένα του καὶ νὰ πεθάνει ( «καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν», κ’, 559-60). Τὸ συμβὰν συνέβη ὅταν εἶχε βυθιστεῖ ὁ ἥλιος καὶ εἶχε καλύψει τὰ πάντα τὸ μαῦρο σκοτάδι, ἤτοι τὴν νύχτα ( «ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν», ὀδύσσεια, κ’, 478).

Στὶς «Πράξεις τῶν ἀποστόλων», (Κ’, 7-8) διαβάζουμε πὼς κάποιος Εὔτυχος, ποὺ εἶχε πάει νὰ ἀκούσει τὸν Παῦλον ποὺ κήρυττε στοὺς μαθητές του στὴν Τρωάδα, καθήμενος ἐπὶ τῆς θυρίδος ποὺ βρισκόταν στὸν τρίτον ὄροφον, ἔπεσε σὲ ὕπνον βαθύ. Κοιμώμενος λοιπὸν ἔπεσε ἀπὸ «τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἥρθη νεκρός». Καὶ αὐτὸ τὸ συμβὰν συμπτωματικῶς συνέβη τὰ μεσάνυχτα, καθῶς ὁ Παῦλος «διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου».

Ἀκόμα μία σύμπτωσις ποὺ θυμίζει τὰ Ἔπη εἶναι καὶ ἡ ἱστορία τοῦ «κυλιομένου λίθου» ποὺ διαβάζουμε στὸ «Κατὰ Μάρκον» ( «προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου», 15, 46). Εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἔχουν πάει ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη στὸν τάφον τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα του μὲ μύρα. Στὴν θύρα τοῦ μνημείου βρίσκουν ἕναν λίθον, τὸν ὁποῖον λόγῳ τοῦ βάρους καὶ τοῦ ὄγκου του ἀναρωτῶνται ποιός θὰ καταφέρει νὰ μετακινήσει ( «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; », Κατὰ Μάρκον,16,3). Ἡ σκηνὴ θυμίζει ἀρκετὰ τὰ ὅσα πολλοὺς αἰῶνες νωρίτερα κατέγραψε ὁ Ὅμηρος στὴν Ὀδύσσεια μὲ τὸν Κύκλωπα νὰ θέτει ἐπὶ τῆς είσόδου τοῦ σπηλαίου του τόσον μεγάλο καὶ βαρὺ λίθον, ποὺ ἀκόμη καὶ εἵκοσι ἅμαξες δυνατὲς τετράκυκλες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν μετακινήσουν ἀπὸ τὴν γῆ ( «αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας, ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν· τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν», Ὀδύσσεια, ι’, 240-3). Καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ὀδυσσεὺς ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ σκοτώσει τον υἰὸν τοῦ Ποσειδῶνος τὸ μετανιώνει, ἀναρωτώμενος πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν ἄν πέσει νεκρὸς ὁ Πολύφημος νὰ μετακινήσουν τὸν τεράστιον λίθον. Γι’ αὐτὸ καὶ καταλήγει πὼς περίμεναν στενάζοντας ὡς τὴν αὐγὴ ( «οὐ γάρ κεν δυνάμεσθα θυράων ὑψηλάων χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὄβριμον, ὃν προσέθηκεν. ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν. Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς…», ι’, 304-7)

Σημειωτέον πὼς ὅπως στὴν ἱστορία τοῦ Ὁμήρου οἱ σύντροφοι περιμένουν νὰ χαράξει ἡ ῥοδοδάκτυλος Ἠώ, ἔτσι καὶ στὰ ὅσα γράφει ὁ Μάρκος οἱ γυναῖκες πῆγαν νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦ, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου ( «καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου», Κατὰ Μάρκον, 16,2).

Ἀκόμα, εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ -καὶ Ἕλληνες καὶ ἀλλοδαποί- ποὺ διαβάζοντας τὰ Ἔπη ἔχουν βρεῖ πολλὰ στοιχεῖα τους νὰ ἐπαναλαμβάνονται στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ διαθήκη, μὲ μόνη διαφορὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ὀνομάτων τῶν πρωταγωνιστῶν. Ἔτσι -ἐνδεικτικῶς- κατὰ καιροὺς ἔχει γραφτεῖ πὼς ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Ὀδυσσέως στὸν υἰόν του Τηλέμαχον -ὅταν πιὰ ὁ πρῶτος μεταμορφωμένος (σὲ ζητιάνον) ἔχει ἐπιστρέψει στὸν τόπο του ζητώντας ἐκδίκησιν- θυμίζει τὴν μεταμόρφωσιν του Ἰησοῦ στοὺς Πέτρον, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννη.

«τὸν -Ὀδυσσέα- ἀκούμπησε ἡ Ἀθηνᾶ μὲ τὸ χρυσὸ ῥαβδί της. Τοῦ φόρεσε γύρω ἀπὸ τὸ στῆθος καλοπλυμένον μανδύα καὶ χιτῶνα», Ὀδύσσεια, π’, 172-4.

«μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι», Κατὰ Μάρκον, 9, 2-3. 

Ἤ πὼς ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ Ἕκτορος καὶ τῆς Ἀνδρομάχης, ὅταν ὁ πρῶτος φεύγει γιὰ νὰ πολεμήσει γιὰ τελευταία φορὰ γιὰ τὴν πόλιν του, Τροία, θυμίζει τὸν ἀποχαιρετισμὸν τοῦ Παύλου ὅταν φεύγει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὅπως ὁ Ἕκτωρ θέλει νὰ συναντήσει γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ὁμόκλινή του (καὶ τρέχει νὰ τὴν ψάξει γιὰ νὰ τὴν φιλήσει γιὰ στερνὴ φορὰ), ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος ζητᾶ νὰ συναντήσει τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου (ζητώντας τους νὰ πάνε οἱ ἴδιοι νὰ τὸν δοῦν, γιατὶ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὰ Ἱεροσόλυμα πρὶν τὴν Πεντηκοστή καὶ δὲν προλαβαίνει νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ! ). Καὶ ὅπως, λέγουν, ὁ Ἕκτωρ συζητᾶ καὶ συμβουλεύει γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ περιμένουν τὴν Ἀνδρομάχη (ὅταν ἐκεῖνος θὰ πέσει νεκρὸς πολεμώντας, μὴ ἀνεχόμενος νὰ δειλιάσει καὶ νὰ ντροπιάσει τὸ ὄνομα τοῦ πατρός του καὶ τὴν τιμὴ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ οἴκου του), ἔτσι καὶ ὁ Παῦλος συζητᾶ καὶ συμβουλεύει τοὺς πρεσβυτέρους. Ὁ Ἕκτωρ προετοιμάζει τὴν σύζυγόν του πὼς δὲν θὰ τὸν ξαναδεῖ κι ὁ Παῦλος λέει στοὺς παρόντες πὼς δὲν θὰ τὸν ξαναδοῦν. Ἕπειτα οἱ πρωταγωνιστὲς καὶ στὶς δύο ἱστορίες ἀγκαλιάζονται καὶ κλαίγουν μαζὶ μὲ τοὺς δικούς τους.

Ὅμως ἐδῶ πρέπει νὰ γραφτεῖ πὼς οἱ ἱστορίες εἶναι μόνον ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΣ ἴδιες. Πράγματι ἄν κάποιος θελήσει νὰ συγκρίνει τὶς δύο ἱστορίες θὰ παρατηρήσει ὁμοιότητες. Ὅμως ἄν κάποιος θέλει νὰ κατανοήσει τὸ βαθὺ νόημα τῶν ἱστοριῶν, νὰ δεῖ πέρα ἀπὸ τὶς γραμμὲς καὶ νὰ κάνει εἰκόνα στὸν νοῦν του τὶς σκηνὲς ποὺ περιγράφει ὁ Ὅμηρος καὶ τὰ βαθειὰ ἰδανικὰ ποὺ ἐξιστορεῖ, ἀφήνοντας συνάμα βαρειὰ παρακαταθήκη στὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζεῖ καὶ πῶς νὰ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ πεθάνει, θὰ καταλάβει μὲ ῥίγη καὶ συγκίνησιν πὼς οὐδέποτε αὐτὲς οἱ ἱστορίες θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἴδιες. Ἄς παρατεθοῦν λοιπὸν τὰ ἀποσπάσματα καὶ ἄς βγάλει κανεὶς σύμφωνα μὲ τὰ ἰδανικὰ ποὺ πρεσβεύει καὶ τὰ ὅσα κρύβει ἡ ψυχή του τὰ συμπεράσματά του :

[Ὁ κορυθαίολος ( =αὐτὸς ποὺ κινεῖ τὴν περικεφαλαία-κόρυθόν του γρήγορα/αἰόλως, ὁ σφοδρός) Ἕκτωρ φέρων πλήρην ὁπλισμὸν καὶ κρατώντας τὸ ἕνδεκα πῆχεις ἔγχος του τρέχει στὰ δώματα νὰ ψάξει τὴν Ἀνδρομάχη, ἀλλὰ δὲν τὴν βρίσκει ἐκεῖ. Ῥωτᾶ κάποιες ὑπηρέτριες ποὺ παραστέκουν νὰ τοῦ ποῦν ποῦ πῆγε ἡ σύζυγός του καὶ ἐκεῖνες τοῦ ἀπαντοῦν πὼς πῆγε στὸν μεγάλον πύργον τοῦ Ἰλίου, ὅταν ἤκουσε πὼς οἱ Ἀχαιοὶ κατέστρεψαν τοὺς Τρῶες καὶ κερδίζουν στὸν πόλεμον. Τοῦ λέγουν ἀκόμη πὼς ἔτρεχε μαινόμενη ἔχοντας μαζί της τὴν τροφὸν καὶ τὸν υἰόν τους. Ἀμέσως ὁ Ἕκτωρ τρέχει πρὸς τὶς Σκαιὲς Πύλες ἀντικρύζοντας τὴν σύζυγόν του, Ἀνδρομάχη νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του καὶ παραδίπλα της τὴν τιθήνη νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸν Σκαμάνδριον (ἤ Ἀστυάνακτα, ὅπως τὸν ἔλεγαν οἱ ὑπόλοιποι πλὴν τοῦ Ἕκτορος)] :

«Ἐκεῖνος -ὁ Ἕκτωρ- χαμογέλασε κυττῶντας τὸ παιδί του ἥσυχα. Ἡ Ἀνδρομάχη παρίστατο κοντὰ χύνοντας δάκρυα· ἀμέσως τοῦ ἔπιασε τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια :

«Καημένε θὰ σὲ καταστρέψει τὸ μένος σου· δὲν λυπᾶσαι τὸ νήπιον παιδί σου καὶ ἐμένα τὴν ἄμοιρη ποὺ θὰ γίνω χῆρα σου γρήγορα, ὅταν οὶ Ἀχαιοὶ σὲ σκοτώσουν, ὁρμώντας ὅλοι μαζὶ ἐναντίον σου. Γιὰ μένα συμφέρον θὰ ἦταν ἄμα σὲ χάσω, νὰ βυθιστῶ στὴν γῆ/ νὰ ἀνοίξει ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιεῖ· δὲν θὰ ὑπάρχει ἄλλη θαλπωρή, ἄν ἐσὺ πεθάνεις παρὰ μόνον θλίψις καὶ πόνος. Δὲν μοῦ ‘μεινε οὔτε ὁ πατὴρ καὶ ἡ σεβαστὴ μήτηρ. Τὸν πατέρα μου, ὁ θεϊκὸς Ἀχιλλεὺς σκότωσε, ὅταν ἐξεπόρθησε τὴν καλοκατοικημένη πόλιν τῶν Κιλίκων, τὴν ὑψίπυλον Θῆβα· σκότωσε τὸν Ἠετίωνα (σημ.: ὁ πατήρ τῆς Ἀνδρομάχης), ἀλλὰ δὲν τὸν ἐσκύλευσε, ἐσεβάσθη τὴν ψυχή του καὶ μὲ τὴν πανοπλία του τὴν περίτεχνη τὸν ἔκαυσε καὶ τοῦ ἔφτιαξε μνῆμα, πέριξ τοῦ ὁποίου οἱ Ὀρεστιάδες νύμφες, οἱ κόρες τοῦ αἰγιόχου Διός, ἐφύτευσαν φτελιές. Καὶ εἶχα καὶ ἑπτὰ ἀδελφοὺς στὸ σπίτι μας μέσα, οἱ ὁποῖοι ὅλοι τὴν ἴδια μέρα πῆγαν στὸν Ἅδη. Ὅλους τοὺς κατέσφαξε ὁ ποδάρκης ( =γρηγοροπόδαρος) θεϊκὸς Ἀχιλλεύς, -ἐνῶ αὐτοὶ βρίσκονταν- στὰ βόδια τὰ εἱλίποδα ( =ποὺ εἱλίσσουν/ συστρέφουν τοὺς πόδες, ποὺ σχηματίζουν κύκλους ὅταν περπατοῦν) καὶ στὰ λευκὰ τὰ πρόβατα. Καὶ τὴν μητέρα μου, ἡ ὁποία ἐβασίλευε στὴν δασώδη Πλάκα, ἐδῶ τὴν ἔφερε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα λάφυρά του· καὶ ὅταν τὴν ἀπελευθέρωσε παίρνοντας ἄπειρα λύτρα, τότε στὰ μέγαρα τοῦ πατρός μου τὴν σκότωσε ἡ τοξοβόλος Ἄρτεμις.

Ἕκτορ τώρα ἐσὺ γιὰ μένα εἶσαι καὶ πατὴρ καὶ σεβαστὴ μήτηρ καὶ ἀδελφός καὶ ἀνθηρὸς τῆς κλίνης μου σύντροφος. Ἔλα τώρα λυπήσου -μας- καὶ παράμεινε ἐδῶ στὸν πύργον· μὴ κάνεις ὀρφανὸν τὸ παιδί μας καὶ ἐμένα χῆρα. Τὸν στρατόν σου στῆσε δίπλα στὴν ἀγριοσυκιά, ἐκεῖ ποὺ ἡ πόλις εἶναι ἀναβάσιμη καὶ τὸ τεῖχος εὐάλωτον. Τρεῖς φορὲς ἀποπειράθηκαν ἐρχόμενοι οἱ ἄριστοι, οἱ δύο Αἴαντες (σημ.: Τελαμώνιος, Λοκρός), ὁ πολυδοξασμένος Ἰδομενεύς, οἱ δύο Ἀτρεῖδες (σημ.: Μενέλαος, Ἀγαμέμνων) καὶ ὁ ἄλκιμος υἰὸς τοῦ Τυδέως (σημ.: ὁ Διομήδης)· τοὺς τὸ εἶπε ἤ κάποιος θεοπρόπος ποὺ ξέρει καλὰ νὰ ἑρμηνεύει τὶς θεϊκὲς βουλές ἤ παρακινήθηκαν καὶ διετάχθησαν ἀπὸ τὴν ψυχή τους».

Σὲ αὐτὴν ἀπήντησε ὁ μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ :

«Γυναῖκα, ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ μὲ ἀπασχολοῦν· ἀλλὰ ντρέπομαι πολὺ τοὺς Τρῶες καὶ τὶς ἑλκεσιπέπλους ( =αὐτὲς ποὺ φοροῦν τόσον μακρὺ πέπλον ποὺ τὸ ἕλκουν/ σύρουν περπατώντας) Τρωάδες, ἄν σὰν κακός ( < χακός =δειλός) τὸ σκάω ἀπὸ τὸν πόλεμον. Δὲν τὸ λέει ἡ καρδιά μου, ποὺ μ’ ἔμαθε νὰ εἶμαι πάντα γενναῖος καὶ νὰ μάχομαι στὴν πρώτη γραμμὴ μὲ τοὺς Τρῶες, ἐξασφαλίζοντας τὸ μέγα κλέος στὸν πατέρα μου μὰ καὶ σὲ ἐμένα τὸν ἴδιον. Καλὰ το ξέρω στὸν νοῦ μου καὶ στὴν καρδιά μου πὼς θά ‘ρθει ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ χαθεῖ τὸ ἱερὸν Ἴλιον καὶ ὁ Πρίαμος καὶ ὁ λαὸς τοῦ εὐμμελίου ( =ἱκανὸς πολεμιστὴς, ὁπλισμένος μὲ δόρυ ἀπὸ μελία/ φλαμουριά) Πριάμου». Ἀλλὰ δὲν μὲ πληγώνει τόσον ὁ πόνος ποὺ θὰ βρεῖ παραπίσω τοὺς Τρῶες, οὔτε τὴν Ἑκάβη (σημ.: ἡ μήτηρ του), οὔτε τὸν ἄνακτα Πρίαμον (σημ.: ὁ πατήρ του), οὔτε τὰ ἀδέλφια μου, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα κάποτε ἀνδρεία θὰ πέσουν στὸ χῶμα ἀπὸ ἄνδρες ἐχθρικούς, ὅσον γιὰ σένα -νοιάζομαι-, ἄν κάποτε κάποιος ἀπὸ τοὺς χαλκοχιτῶνες Ἀχαιούς, ὁδηγώντας σέ δακρυσμένη, σοῦ ἀφαιρέσει τὴν ἐλευθερία μιὰ μέρα· καὶ ἄν οὖσα στὸ Ἄργος ὑφαίνεις στὸν ἀργαλειὸ μιᾶς ξένης καὶ ἀπὸ τὴν Μεσσηίδα ἤ τὴν Ὑπέρεια κουβαλᾶς νερό χωρὶς καθόλου νὰ τὸ θέλεις, πιέζοντάς σε ἡ κραταιὰ ἀνάγκη· καὶ κάποιος κάποτε πεῖ βλέποντάς σε νὰ χύνεις τὰ δάκρυά σου :

«Γιὰ δεῖτε τὴν γυναῖκα τοῦ Ἕκτορος, ὁ ὁποῖος ἄριστος μέσα στοὺς ἱπποδάμους Τρῶες  ἐμάχετο, ὅταν πολεμοῦσαν στὸ Ἴλιον».

Αὐτὰ θὰ πεῖ· καὶ σένα μέσα σου πάλι θὰ ἀναζωπυρωθεῖ ὁ πόνος τοῦ ἀνδρός αὐτοῦ, ποὺ θὰ ἀμυνόταν τὸ δούλιον ἦμαρ ( =τὴν μέρα τῆς σκλαβιάς σου). Ἀλλὰ καλλίτερα νὰ μὲ σκεπάζει νεκρὸν ἡ γῆ, πρὶν νὰ άκούσω τὴν βοή καὶ τὸν θρῆνον σου.

Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ὁ λαμπρὸς Ἕκτωρ ἅπλωσε τὰ χέρια του στὸ παιδί του· ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔκλινε πρὸς τὸ στῆθος τῆς καλοζωσμένης τροφοῦ κλαίγοντας δυνατά, ἐπειδὴ εἶδε τὴν ὄψιν ποὺ εἶχε ὁ ἀγαπημένος του πατήρ καὶ τρόμαξε μὲ τὸν χαλκόν (τὰ ὅπλα καὶ τὴν πανοπλία ποὺ φοροῦσε ὁ Ἕκτωρ) καὶ τὸ ἀλογίσιο λοφίον ποὺ κουνιόταν φοβερὰ στὴν ἄκρη τῆς περικεφαλαίας του. Γέλασαν δυνατᾶ ὁ ἀγαπημένος -του- πατὴρ καὶ ἡ σεβαστὴ -του- μήτηρ. Κι ἀμέσως ἀπὸ τὸ κεφάλι του βγάζει τὴν περικεφαλαία ὁ λαμπρὸς Ἕκτωρ καὶ τὴν στερέωσε στὴν γῆ κι αὐτὴ ἦταν ὑπέρλαμπρη.
Μετὰ φίλησε τὸν ἀγαπημένον του υἰὸν καὶ τὸν ἔπαιξε στὰ χέρια του κι ἔπειτα εἶπε εὐχόμενος στὸν Δία καὶ στοὺς ἄλλους θεούς :

«Ζεῦ καὶ οἱ ἄλλοι θεοὶ δῶσ’ τε σ’ ἀυτὸν, στὸ παιδί μου, νὰ γίνει ὅπως κι ἐγὼ ἀριπρεπὴς/ ξακουστός πολέμαρχος μέσα στοὺς Τρῶες, ἀνὴρ γενναῖος καὶ δυνατᾶ τὴν Τροία νὰ κυβερνήσει· καὶ κάποτε κάποιος νὰ πεῖ «πολὺ καλλίτερος εἶναι αὐτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του», ὅταν θὰ γυρίζει ἀπὸ τὸν πόλεμον, φέρνοντας ματωμένα λάφυρα, ἐχθροῦ ποὺ ἔχει σκοτώσει, καὶ θὰ χαίρεται βαθιὰ ἡ μήτηρ του».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἔβαλε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ἀγαπημένης του συζύγου τὸ παιδί τους· κι αὐτὴ τὸν ὑπεδέχθη στὸ μυρωδάτο στῆθος της δακρυόεν γελάσασα ( =μὲ δάκρυα γελώντας). Ὁ πόσις/ κύριός της -Ἕκτωρ- βλέποντας την στεναχωρέθηκε γιὰ ἐκείνη καὶ μὲ τὸ χέρι του τὴν χάιδεψε καὶ αὐτὰ τὰ λόγια τῆς εἶπε :

«Κακομοίρα, μὴ μοῦ στεναχωριέσαι μὲς στὴν καρδιά σου τόσο πολύ· κανένας ἀνὴρ ἄν δὲν τὸ θέλει ἡ μοῖρα μου, στὸν Ἅδη δὲν μὲ στέλνει· λέω πὼς εἶναι ἀδύνατον γιὰ κάποιον ἄνδρα σὰν γεννηθεῖ, εἴτε εἶναι δειλός, εἴτε γενναῖος τὴν μοῖρα νὰ ἀποφύγει. Ἀλλὰ πήγαινε στὸν οἶκον καὶ κύττα τὶς δουλειές σου, τὸν ἱστόν, τὴν ἠλακάτην σου καὶ πρόσταζε τὶς ἀμφιπόλους ( =ὑπηρέτριες) νὰ κάνουν τὸ ἔργον τους· ὁ πόλεμος εἶναι μέλημα ὅλων τῶν ἀνδρῶν ποὺ γεννήθηκαν στὸ Ἴλιον καὶ πολὺ περισσότερον δικόν μου μέλημα». », Ἰλιάς, Ζ’, 404-499

Τὸ χωρίον ἀπὸ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (20, 17-38) πρὸς σύγκρισιν :

«Ἀπὸ τὴν Μίλητον ὁ Παῦλος ἔστειλε στὴν Ἔφεσον καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν ἦλθαν καὶ τὸν συνάντησαν τοὺς εἶπε: «Ἑσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλον τὸν καιρόν, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας. Ἐργάστηκα γιὰ τὸν Κύριον μὲ πολλὴ ταπείνωσιν, μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ μὲ δοκιμασίες ποὺ μὲ βρῆκαν ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ιουδαίων. Ξέρετε πὼς κανένα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ μάθετε δὲν σᾶς τό ’κρυψα ἀπὸ φόβον ἀλλὰ σᾶς τὸ εἶπα, καὶ σᾶς ἐδίδαξα δημοσίως καὶ σὲ συνάξεις στὰ σπίτια. Ἐκήρυττα καὶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς προέτρεπα νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεὸν καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Κύριόν μας τὸν Ἰησοῦ Χριστόν.

Τώρα, αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πηγαίνω στὴν Ἱερουσαλήμ, μὴ γνωρίζοντας τί θὰ συναντήσω ἐκεῖ. Τὸ μόνον ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι, σ’ ὅποια πόλιν πηγαίνω, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μοῦ γνωστοποιεῖ ὅτι μὲ περιμένουν δεσμὰ καὶ διωγμοί. Ἐγὼ ὅμως τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν λογαριάζω, οὔτε θεωρῶ τὴν ζωή μου πολύτιμη. Τὸ μόνον ποὺ θέλω εἶναι νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ἀποστολή μου μὲ χαρά, καὶ τὸ ἔργον ποὺ μοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος Ἰησούς, δηλαδὴ νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τώρα, ἐγὼ ξέρω ὅτι δὲν θὰ μὲ ξαναδεῖτε πιᾶ ὅλοι ἑσεῖς, ποὺ σᾶς κήρυξα τὸν ἐρχομὸν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ σᾶς δηλώνω ἐπισήμως σήμερα ὅτι δὲν ἔχω καμμία εὐθύνη ἄν κάποιος ἀπὸ ἑσᾶς χαθεῖ. Γιατὶ δὲν παρέλειψα νὰ σᾶς κηρύξω ὅλον τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Προσέχετε, λοιπόν, τὸν ἑαυτόν σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σᾶς ἔθεσε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική του μὲ τὸ αἷμα του. Ἐγὼ τὸ ξέρω ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ εἰσβάλουν σ’ ἑσᾶς λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲν θὰ λυπηθοῦν τὸ ποίμνιο. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἀνάμεσά σας θὰ βγοῦν πρόσωπα ποὺ θὰ διδάσκουν πλάνες γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ μέρος τους. Γι’ αὐτὸ νὰ ἀγρυπνεῖτε, καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι τρία χρόνια συνέχεια δὲν ἔπαυσα νύχτα καὶ μέρα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας.

Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Θεὸν καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀπεκάλυψε ἡ χάρις του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὡρίμους στὴν πίστιν καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνιον ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ὅσοι εἶναι δικοί του. Ἀσήμι ἤ χρυσάφι ἤ ἰματισμὸν ἀπὸ κανένα δὲν ζήτησα. Ἑσεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τὶς δικές μου καὶ τῶν συνοδῶν μου δούλεψαν αὐτὰ ἐδῶ τὰ χέρια. Μὲ κάθε τρόπον σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεστε ἔτσι σκληρά, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ βοηθᾶτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Νὰ θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ποὺ εἶπε: «Καλλίτερον εἶναι νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις».

Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, γονάτισε αὐτὸς κι ὅλοι ἐκεῖνοι καὶ προσευχήθηκε. Ὅλοι τότε ξέσπασαν σ’ ἕνα μεγάλο κλάμα, ἔπεφταν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν καταφιλοῦσαν. Αὐτὸ κυρίως ποὺ τοὺς προξενοῦσε ὀδύνη ἦταν ὁ λόγος ποὺ τοὺς εἶχε πεῖ ὅτι δὲν θὰ τὸν ξαναδοῦν. Κατόπιν τὸν ξεπροβόδισαν ὡς τὸ πλοῖον».  

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (