26. Πέραν ἀπὸ τὶς συμπτώσεις στὰ γεγονότα συναντῶμεν καὶ
πανομοιότυπους στίχους μεταξὺ τῶν ἀρχαίων κειμένων μας καὶ τῶν χωρίων τῆς Βίβλου
(Τὰ ἀποσπάσματα πρὸς σύγκρισιν προέρχονται ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης
Τζιροπούλου- Εὐσταθίου «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν». Οἱ ἀγκύλες καὶ
οἱ ἀστερίσκοι ἀποτελοῦν δικές μου προσθῆκες).
Πρὸς σύγκρισιν :
««Ὦ Πάτερ Ζεῦ, σοῦ μὲν οὐρανοῦ κράτος», (Ἀρχίλοχος, Ἀπόσπ.
87)
Χριστιανικὲς Ἀναπαραγωγὲς καὶ Διαιωνίσεις : «Ὅτι σοῦ μὲν τὸ κράτος καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ
δόξα».
…
«Δία παγγενέτην... ὑπὸ αὐτοῦ τὰ πάντα τελεῖται», (Ὀρφ. Ὕμνος
Διὸς ΧΧ)
*[Κι ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος (Ζήνων, 147) γράφει : «Δία μὲν
γάρ φασι δι' ὃν τὰ πάντα»]
Χριστιανικὲς Ἀναπαραγωγὲς καὶ Διαιωνίσεις : «Δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο».
…
«Τὸν μὲν θεῶν Πατέρα τῶν πάντων καὶ ποιητήν», (Πλάτων,
Τίμαιος 28c)
*[Καὶ ὁ Αἰσχύλος στὸν «Ἀγαμέμνονα» (ἀπόσπ. 588) γράφει : «Ζεὺς
ἐστὶν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ’ οὐρανός, Ζεὺς τὰ πάντα».
Καὶ στὸν Λέσβιον Τέρπανδρον συναντῶμεν : «(Δία) πάντων ἀρχή,
πάντων ἀγήτορα».
Κι ὁ Διογένης Λαέρτιος («Ζήνων», 147) ἀναφέρει : «Θεὸν δ' εἶναι…
τὸν μὲν δημιουργὸν τῶν ὅλων καὶ ὥσπερ πατέρα πάντων».
Κι ὁ Ζήνων ὁ Ἐλεάτης ἀναφέρει : «Θεὸν εἶναι ζῶον ἀθάνατον,
λογικόν, τέλειον…εἶναι δε τὸν μὲν δημιουργὸν ὅλων».
Τὰ ἴδια γράφει καὶ ὁ Ἀριστοτέλης (Μετὰ τὰ φυσικά, Α’,
983,α,5) : «Ἦν καὶ ἐστὶν ὁ τοῦδε τοῦ παντὸς δημιουργὸς ὁ Θεός… δοκεῖ τῶν αἰτίων
πᾶσι εἶναι καὶ ἀρχή»
Καὶ στοὺς Ὀρφικοὺς ὕμνους συναντῶμεν : «Ζεὺς ἀρχή. Ζεὺς
μέσσα. Διὸς δ’ ἐκ πάντα τέτυκται»/ «Πανυπέρτατος δαίμων, παγγενέτωρ» / «Δία,
παγγενέτην, βιοδώτορα θνητῶν…»
Στὸν Πυθαγόρα τὸν Σάμιον : «Ἐστὶ γὰρ ἡγεμὼν καὶ ἄρχων ἁπάντων
Θεός» ].
Χριστιανικὲς Ἀναπαραγωγὲς καὶ Διαιωνίσεις : «Ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ
ἀοράτων».
…
«Εἶ» ( =εἶσαι), (Πλούταρχος, «Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς»)
Χριστιανικὲς Ἀναπαραγωγὲς καὶ Διαιωνίσεις : «Ὅτι σὺ εἶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα»
…
«Ζεὺς ὁ πάνθ’ ὁρῶν», (Σοφοκλῆς, «Ἀντιγόνη» στ. 184)
*[Κι ὁ προγενέστερος τοῦ Σοφοκλέους, Ὅμηρος στὴν ῥαψωδία λ
(109) καὶ στὴν μ (323) τῆς Ὀδυσσείας γράφει : «Ἠελίου, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾽
ἐπακούει»
καὶ στὸ Γ’ (277) τῆς Ἰλιάδος ὁ Ἀτρείδης Ἀγαμέμνων ἀνασχὼν τὰς χεῖρας εὔχεται
στοὺς ἀθανάτους : «…Ἠέλιός θ᾽, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷς καὶ πάντ᾽ ἐπακούεις…».
Καὶ στοὺς Ὀρφικοὺς Ὕμνους διαβάζωμεν : ««εἷς ἐστὶ αὐτογενής, ἑνὸς ἔκγονα -τὰ-
πάντα τέτυκται… αὐτὸς δέ γε πάντα ὁρᾶται» ].
Χριστιανικὲς Ἀναπαραγωγὲς καὶ Διαιωνίσεις : «Ὅς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ».
…
«Φρὴν ἱερὴ καὶ ἀθέσφατος ἔπλετο μοῦνον», (Ἐμπεδοκλῆς,
Frg.)
-> «Καὶ Πνεῦμα Κυρίου ἐφέρετο ὑπεράνω τῶν ὑδάτων», [Γένεσις, 1,2].
…
«Θύρας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε οἱ βέβηλοι», (Πυθαγόρας) / «Ἑκάς,
ἑκὰς οἱ βέβηλοι», (Κῆρυξ Ἐλευσινίων) / «Εὐφημία ἔστω» (ἱερὰ σιγή), (Ἀριστοφάνης,
Ὄρν. 959)
-> «Τὰς θύρας, τὰς θύρας, ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν».
…
«Ὅσα νεμεσᾷς, τῷ πλησίον αὐτὸς μὴ ποίει», (Θαλῆς)/ «Ἅ
πάσχοντες, ὑπὸ ἑτέρων, ὀργίζεσθε, ταῦτα τοὺς ἄλλους μὴ ποιεῖτε», (Ἰσοκράτης ‐Ἀνθολ.
Στοβαίου‐)
*[ «Ὅ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς», (Κλεόβουλος ὁ Ῥόδιος)
-> «καὶ ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς»,
(Τωβίτ, 4,15, Παλαιά διαθήκη)/ «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι,
οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς», Κατὰ Ματθ., Καινὴ διαθ., 7,12]
…
«Ὁ Ζεὺς τί εἴη ποιῶν; τὸν δὲ φάναι: τὰ μὲν ὑψηλὰ ταπεινοῦν,
τὰ δὲ ταπεινὰ ὑψοῦν»., (Χίλων, Λουκιανοῦ Διάλογοι)/ Ὁ θεὸς δέ, πολλάκις χαίρει
τοὺς μὲν μικροὺς μεγάλους ποιῶν, τοὺς δὲ μεγάλους μικρούς», (Ξενοφῶν, Ἑλληνικὰ,
ΣΤ΄,23)/ (ὁ Ζεὺς) ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει (Ἔργα καὶ Ἡμέραι,6, Ἡσίοδος)
-> «Ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», [Κατὰ
Λουκάν, 18,12].
…
«Εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμου»,
(Πλάτων, Συμπόσιον 195)
-> «Ὑπὲρ τῶν ἐν θαλάσσῃ καλῶς πλεόντων», [Ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ]
…
«Τέλος βιότοιο ( =βίου) ἐσθλὸν ὀπάσειαν», (Ὀρφικά)
-> «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», [Συναπτὴ
τῶν τιμίων δώρων, Ἰωάν. Χρυσόστομος].
…
«Ζεῦ Πάτερ, ἀλλὰ σὺ ρῦσαι ὑπὸ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν», (Ὅμηρος,
Ἰλιάς Ρ 645)
-> «Πάτερ ἡμῶν...ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», [Τὸ γνωστὸν «Πάτερ ἡμῶν»
].
…
«Τότε καὶ νῦν καὶ ἀεί...», (Δημοσθένης, «Περὶ Στεφάνου»,
31) / *[ «Ἦ μὴν» ( =ἀληθῶς, χρησιμεύει καὶ ὡς ὁρκωτικὸν μόριον, σὲ Ὅμηρον,
Αἰσχύλον, κοκ)]
-> «Νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων [Ἀμήν]».
…
«Τὸ θεῖον... πανταχοῦ παρεῖναι», (Ξενοφῶν, Διάλ. Σωκρ. καὶ
Ἀριστοδήμου)
-> «Ὁ πανταχοῦ παρών», [ < «Βασιλεῦ Οὐράνιε» ].
…
«Σοφοκλέους Ἀντιγόνη, στ. 635
(ὁμιλεῖ ὁ Αἵμων): «Πάτερ σὸς εἰμί... καὶ σύ μοι γνώμας ἔδωκας
χρηστάς».
...
[«τᾷ σιῶν χοροὶ μέλοντι», Λυσιστράτη, 1306, Ἀριστοφάνης
-> «Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιῶν», Ὠδή Θ']
...
->Ψαλμοὶ ΡΙΗ΄94. «σὸς εἰμὶ ἐγώ, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα».
…
Αἴσωπος («Πέρδιξ καὶ κυνηγός»)
«Οἱ τοὺς φίλους προδιδόντες, αὐτοὶ ἐν ταῖς ἐνέδραις ἐμπίπτουν.
Ὁ καθ’ ἑτέρου μηχανώμενος, καθ’ ἑαυτοῦ τὴν πάγην περιτρέχει»
->Βιβλ. ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΚΣΤ΄ 27
«Ὁ ὀρύσσων βόθρον τῷ πλησίον, ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν».
…
Σοφοκλέους Ἀντιγόνη στ. 127
«Ζεὺς γάρ, μεγάλης γλώσσης κόμπους ( =κομπασμοὺς) ὑπερεχθαίρει».
->ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄ Β‐3
«Μὴ λαλεῖτε ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλορρημοσύνη ( =μεγαλογλωσσία)
ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν».
…
Ὅμηρος, λ 26
«Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα»
Πίνδαρος, ‐Πυθιον.‐
«Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος»
->Σολομὼν ‐Σοφία‐
«Σκιᾶς πάροδος ὁ βίος ἡμῶν»
…
Ὅταν ἡ ἄγγελος Ἶρις στέλλεται ὑπὸ τοῦ Διὸς πρὸς τὸν Πρίαμο, προκειμένου νὰ τοῦ δώση ὁδηγίες γύρω ἀπὸ τὸν νεκρὸ τοῦ Ἕκτορος. Ὁ Πρίαμος τρομάζει ἀντικρύζοντας τὴν ἀγγελιαφόρο: «τρόμος ἔλαβε...» (Ἰλιάς Ω 171). Ἡ Ἰρις ὅμως τὸν καθησυχάζει: «Θάρσει, μὴ τάρβει ( =μὴ φοβοῦ)...ἄγγελος εἰμί». Ὅ,τι δηλαδή, ἀκριβῶς, εἶπε καὶ ὁ ἄγγελος πρὸς τὴν Παναγία: «Μὴ φοβοῦ Μαριάμ...» ὅταν «οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ χαῖρε...».
...ὅπως ἀκριβῶς ἐπέμφθη οὐρανόθεν ἡ Ἀθηνᾶ ὑπὸ τῆς Ἥρας.
Ἦλθε Ἀθήνη οὐρανόθεν, πρὸ γὰρ ἧκε ( =τὴν ἔπεμψε) θεὰ Ἥρα...
(Α’, 194)
Κατὰ πανομοιότυπο «χριστιανικὸ» τρόπο, οἱ ἐννέα Μοῦσες
θρηνοῦν στὴν ταφὴν τοῦ Ἀχιλλέως:
«Μοῦσαι δ’ ἐννέα πᾶσαι θρήνεον» (Ω, 60)
πρβλ.
«Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου...»
Ὡς πρὸς τὸ συγκλονιστικὸ «θανάτῳ θάνατον πατήσας» τῆς Ἀναστάσεως,
τὸ ἴδιο συγκλονιστικὰ ἠχεῖ στὴν Τραγωδία «Τραχίνιαι»:
«θανάτῳ θάνατον ἀνύσασα...» (στ. 885).
Πρὸς ἀντιπαραβολὴν ἐπίσης, τὸ νῦν δοξαστικὸν ποὺ ἀκούγεται
στὶς ἐκκλησίες
«Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὕς ἐθήλασας»
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς διαβάζουμε εἰς «Τὰ καθ’ Ἡρὼ καὶ Λέανδρον»
(στ. 140):
«ὀλβία ἣ τέκε μήτηρ, γαστὴρ ἣ σ’ ἐλόχευσε μακαρτάτη»
Ἐπεκράτησε ἀκόμη καὶ ὁ ρυθμὸς τῶν Ὑμνων. Ὁ ἀνακρεόντιος ἰδίως
ἑπτασύλλαβος καὶ ὀκτασύλλαβος ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς στιχουργοὺς
διὰ τὴν σύνθεσιν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων.
…Τὸ τροπάριον τῶν Χριστουγέννων «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ
χορευέτωσαν», προϋπάρχει στὸν Ἴωνα τοῦ Εὐριπίδου: «ἀνεχόρευσεν αἰθήρ, χορεύει δὲ
σελάνα» (στ. 1079)
…τὸ ὀρφικὸν «Κλῦθι μου» = ἐπάκουσόν μου ( «κλῦθι μου Ζεῦ»,
«κλῦθι μου
Ἀθηνᾶ», «κλῦθι μου Ἄπολλον»)…τὸ σημερινὸ «ἐπάκουσον τῆς
δεήσεώς μου»», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.
Τὸ πλατωνικὸν (Πολιτεία, 613b) «ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι
θεῷ» κατέληξε νὰ γίνει «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γένεσις,
1,26).
Τὸ δὲ βαθέως φιλοσοφικὸν τοῦ Ἀντισθένους «Ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» (Ἐπικτήτου Διατριβαί, Α', 17, 12, Ἀρριανός) παρηλλάχθη διὰ τῆς θρησκευτικῆς ὁρρωδίας σὲ «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ., 1,7/ Ὁμιλία, ΙΒ',Εἰς τὴν ἀρχὴ τῶν παρ.,31, 393, Βασίλειος Καισαρείας). Καὶ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν θεῖα γλῶσσα σὲ συνδυασμὸν μὲ τὴν γαλούχησιν μὲ τὸν «φόβον Θεοῦ» ὁδήγησε σὲ ἐκτρωματικὲς παραποιήσεις (κάποιες ἐκ τῶν ὁποίων προανεφέρθησαν νωρίτερα ἐνδεικτικῶς).
...
Καὶ οἱ ἀρχαιοελληνικὲς συνήθειες καὶ ἑορτὲς ὅμως εἶχαν τὴν ἴδια μοῖρα στὸ ἰουδαϊκὸ δόγμα ποὺ ἐπεβλήθη :
«Ὅπως παρέμειναν οἱ συνήθειες αὐτὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἀρχή
(μηνός, χρονιᾶς, γιορτῆς), ἔτσι ἀκριβῶς παρέμειναν καὶ διείσδυσαν στὴν τότε
«νέα ἐποχὴ» οἱ συνήθειες γύρω ἀπὸ τὴν «τελευτή».
Τὰ περίδειπνα γιὰ τοὺς «μακαρίτες» (διότι «μακαρίτας τοὺς
τεθνεῶτας εὐφήμως ἀπεκάλουν, ὡς μακαρίων ὄντων τῶν τελετήσαντων») ἔγιναν δεῖπνα
παρηγοριᾶς, καὶ τὸ κατ’ ἐξοχὴν τότε πένθιμο φαγητό, ἡ φακή, «καταλύεται» σήμερα
τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Ἀντὶ «πενθῶ» ἔλεγαν «μελανοφορῶ». Ἐπέζησε κι αὐτὸ στὴν
σημερινὴ ἔκφρασι «φοράω μαῦρα»…Τὸ «μύρομαι» ( =χύνω θάλασσα, ποτάμι τὰ δάκρυα.
‐μύρα=θάλασσα) ἔγινε μυρολογῶ…Οἱ δὲ κόλλυβοι, τὰ μικρὰ στρογγύλα πλακούντια ποὺ
τὰ διένεμον μετὰ τὴν κηδεία, ἔφθασαν σ’ ἐμᾶς ὡς «κόλλυβα». Οἱ τριήμερες καὶ ἔνατες
σπονδὲς παραμένουν ὠς «τριήμερα» καὶ «ἐννιάμερα». Τὸ ἴδιο καὶ οἱ κηραψίες καὶ οἱ
χοὲς οἴνου. Σημειωτέον ὅτι καὶ σήμερα τὰ ὀστᾶ τῶν νεκρῶν, μετὰ τὴν ἐκταφή,
πλένονται μὲ οἶνον. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ νεκύσια (νέκυς=νεκρός), οἱ ὀφειλόμενες
τιμὲς μνήμης πρὸς τοὺς νεκροὺς προγόνους, τὰ μνημόσυνα, εἶναι καὶ αὐτὰ ἔκφανσις
τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
«Χρὴ δὲ καὶ τῶν τελευτώντων ἕκαστον τιμᾶν...μνήμῃ ἀγαθῇ
καὶ τῇ τῶν κατ’ ἔτος ἐπιφορᾷ», Ι. Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, Περὶ Νόμων καὶ Ἐθνῶν.
Τὰ Μεγάλα Διονύσια, μηνὶ Ἀνθεστηριῶνι, ἐπέρασαν στὶς Ἀπόκρηες.
(Ἁνθεστηριών: ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ β΄ ἥμισυ τοῦ Φεβρουαρίου καὶ τὸ α΄ ἥμισυ τοῦ
Μαρτίου).
Πρβλ.: Τριήμεροι διθύραμβοι →Τριώδιον/ Χοροί, ἄσματα →
«Πανταχοῦ Βάκχαι χορεύουσαι...καὶ ὁ Πὰν ἐκαθέζετο συρίζων...ταῖς χορευούσαις»,
Λόγγου Ποιμενικά, «Δάφνις καὶ Χλόη»
Τὰ Μεγάλα αὐτὰ Διονύσια τοῦ μηνὸς Ἀνθεστηριῶνος ἀπεκαλοῦντο
καὶ Ἀνθεστήρια. Καταργηθέντα βιαίως, κατέφυγαν στὴν Πρωτομαγιά, τὴν νῦν ἑορτὴν
τῶν ἀνθέων. Τὰ ἀρχαῖα Ἀνθεστήρια δὲν ξεχνοῦσαν ὅμως καὶ τοὺς νεκροὺς προγόνους.
Τὴν Τρίτη ἡμέρα, ἡ ὁποία ἀπεκαλεῖτο «Χύτροι», προσέφεραν στὶς ψυχὲς σπέρματα
‐σπόρους‐ ποὺ εἶχαν βράσει μέσα σὲ χύτρες, κάτι ἀνάλογο μὲ τὰ σημερινὰ κόλλυβα.
Ἑορτὴ λοιπόν, πρὸς τιμὴν τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα μετὰ τὶς Ἀπόκρηες ἀκολουθεῖ
τὸ Ψυχοσάββατον», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.
Καὶ τὸ ἐθιμοτυπικὸν τῆς Τσικνοπέμπτης ὅμως ἀνάγεται στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὶς θυσίες ποὺ ἔκαναν στοὺς ἀθανάτους, ἡ κνῖσα ( > σίκνα > τσίκνα) τῶν ὁποίων θυσιῶν εὐχαριστοῦσε τοὺς Ὀλύμπια δώματα ἔχοντες. Ἔτσι οἱ βροτοὶ θυσίαζον τὰ σφαχτά τους εἴτε εὐχαριστώντας, εἴτε γιὰ νὰ ζητήσουν κάτι ἀπὸ τοὺς θεούς ( «κνίσην δ᾽ ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω», Ἰλιάς, Θ’, 549/ «φράσουσα θύειν τοῖς Ὀλυμπίοις θεοῖς μηλοσφαγεῖν τε βουθύτοις ἐπ᾽ ἐσχάραις κνισᾶν τ᾽ ἀγυιάς», Ἀριστοφ., Ὄρνιθ., 1231-3 ).
«Ἀκόμη καὶ τὰ Ἀναστενάρια, ποὺ τελοῦνται κυρίως στὴν Β. Ἑλλάδα
γύρω στὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου, καὶ οἱ «ἀναστενάρηδες» βαδίζουν ἐπάνω σὲ
κάρβουνα ἀναμμένα χωρίς νὰ καίγονται, ἔρχονται καὶ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ
χρόνου:
«Φασὶ τὰς ἱερείας, γυμνοῖς τοῖς ποσί, δι’ ἀνθρακιᾶς
βαδίζειν ἀπαθεῖς», (Στράβωνος Γεωγραφικά ΧΙΙ, 537)
«Πολλοὶ γὰρ καὶ πυρὸς προσφερομένου οὐ καίονται», (Ἰάμβλιχος,
Περὶ Μυστηρίων)
Ὅταν δὲ κατηργήθησαν τὰ Σκιροφόρια, τὰ ὁποῖα ἐτελοῦντο τὴν
Κ΄ τοῦ μηνὸς Θαργηλιῶνος (21 Μαΐου) πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος μὲ
πομπὴ ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολι πρὸς τὸ Σκῖρον τῆς Ἱερᾶς Ὁδοῦ, στὴν θέσι τους ἐτέθη ἡ ἑορτὴ
Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Παρθένου Μαρίας (25 Μαρτίου) ἀντικατέστησε
τὴν τότε ἑορτὴ τῆς Παρθένου Ἀρτέμιδος.
Τὴν ΙΕ΄ τοῦ μηνὸς Βοηδρομιῶνος ἑωρτάζοντο, ἀρχαιόθεν, τὰ
Θησεῖα πρὸς τιμὴν τοῦ συνοικιστοῦ τῶν Ἀθηνῶν Θησέως. Ἀργότερα, μετὰ τὴν Μάχη τοῦ
Μαραθῶνος (ΙΕ΄Βοηδρομιῶνος καὶ αὐτή, ὅπου ἐβοήθησε καὶ τὸ φάσμα τοῦ Θησέως κατὰ
τὴν Μάχη ‐«...καὶ Θησέα ἀνιόντα ἐκ τῆς γῆς»‐) εἴχαμε διπλῆ ἑορτή. Ἡ ἐθνικὴ ἑορτὴ
ἐτελεῖτο μὲ παρελάσεις, χοροὺς καὶ εὐχαριστήριες δοξολογίες. Ὅταν ὅλα αὐτὰ
κατηργήθησαν βιαίως ( «θεοδοσιανῶς» ), ἐτοποθετήσαμε στὴν θέσι τῆς ἐκλιπούσης ἑορτῆς
καὶ ἀκριβῶς στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ νεωτέρου ἡμερολογίου (14
Σεπτεμβρίου) τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Μετὰ τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος (28 Σεπτεμβρίου τοῦ 480
π.Χ.), ἡ ἀντίστοιχη ἐθνικὴ ἑορτὴ ἐτελεῖτο στὸν Πειραιᾶ μὲ ἀναλόγη παρέλασι καὶ
θαλάσσιους ἀγῶνες. Οἱ δὲ εὐχαριστίες πρὸς τὸν Δία Σωτῆρα καὶ τὴν Ἀθηνᾶ Σώτειρα,
ποὺ συνέτρεξαν κατὰ τὴν Ναυμαχία (καὶ γι’ αὐτὸ πρὸς τιμὴν τους ἀνηγέρθη ἐν
Πειραιεῖ τὸ Δισωτήριον), ἀνεπέμποντο τέλος Μαΐου μὲ ἀρχὲς Ἰουνίου. Ὅταν
κατηργήθησαν, στὴν θέσι τους περίπου ἐτοποθετήσαμε τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ἀκόμη καὶ οἱ ἑορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Ἔρωτος, τὰ
περίφημα «Ἐρωτίδια» (ΙΓ΄ Μουνιχιῶνος ποὺ ἀντιστοιχεῖ περίπου εἰς τὰ μέσα
Μαρτίου) κατέληξαν στὴν σημερινὴ «παγκόσμια» ἡμέρα τῶν ἐρωτευμένων. (Ὅποιοι τὴν
ὥρισαν, ἐγνώριζον σαφῶς ὅλα αὐτά).
Γενικῶς, ὅλες σχεδὸν οἱ σύγχρονες θρησκευτικὲς Ἑορτὲς καὶ
Ἐπέτειοι, ἔχουν τοποθετηθῆ στὴν θέσι τῶν ἐκδιωχθεισῶν ἑλληνικῶν. Ὁ θεὸς Πάν,
κερασφόρος καὶ τραγόπους, τραγοσκελής, συμβόλιζε τὸν ὀργασμὸν τῆς φύσεως. Τὴν
πανίδα καὶ τὴν χλωρίδα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὠνομάσθη Πάν, ἐπειδὴ «ἅμα τῇ γεννήσει
του, ἐγέλασε τὸ πᾶν». Συνέτρεξε καὶ στὸν Μαραθῶνα. Ἐπολέμησε στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων
ἐναντίον τῶν Περσῶν, εἰς τοὺς ὁποίους ἐνέβαλε τὸν «πανικὸν» φόβον. Μετὰ τὴν
Μάχη τοῦ ἀφιέρωσαν σπήλαιο στὴν Β.Δ. ἄκρη τοῦ ἱεροῦ Βράχου ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ
χρυσῆ εἰκόνα του ποὺ τὴν προσέφερε ὁ στρατηγὸς Μιλτιάδης μὲ χαραγμένο ἐπίγραμμα
τὸ ὁποῖο ἀποδίδεται στὸν Σιμωνίδη τὸν Κεῖο.
ΤΟΝ ΤΡΑΓΟΠΟΥΝ ΕΜΕ ΠΑΝΑ
ΤΟΝ ΑΡΚΑΔΑ
ΤΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΔΩΝ
ΤΟΝ ΜΕΤΑ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΣΤΗΣΑΤΟ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
Αὐτὸν τὸν Πᾶνα λοιπόν, ποὺ τὸσο ἀγαπούσαμε, μᾶς τὸν ἔκαναν
«σατανᾶ‐διάβολο», κερασφόρο καὶ τραγοπόδαρο, σύμβολον τοῦ κακοῦ. Τὴν ἴδια τύχη
εἶχε καὶ ἡ Ἀφροδίτη, ἡ θεὰ τοῦ ἔρωτος. Σημειωτέον ὅτι ὁ ἔρως συμβολίζει τὴν
Παγκόσμιον ἕλξιν. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἔρωτος «τὰ πάντα ἥρμοσται ἀλλήλοις ( =ἔχουν
προσαρμοσθῆ), ὡς ἐν ἔρωτι μένῃ, κόσμου στοιχεῖα θέοντα» ( =ὥστε νὰ παραμένουν ἐν
ἔρωτι τὰ στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος τὰ ὁποῖα κινοῦνται ταχέως) (Πρόκλος, Ὀρφικά).
Ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη, εἷς ἐκ τῶν πλανητῶν τοῦ πλανητικοῦ
μας συστήματος (Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη, Γῆ, Ἄρης...κ.λπ.), εἶναι προάγγελος τῆς αὐγῆς
διότι μόλις φανῆ στὸν ὁρίζοντα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ ἀκολουθήση ἡ αὐγή, ἡ
«ροδοδάκτυλος ἠὼς» ἢ ἕως=αὐγή. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἀφροδίτη, ὡς ἄστρο τῆς αὐγῆς, ἀποκαλεῖται
Ἑωθινός, Ἑωσφόρος, Αὐγερινός, λατινιστὶ Lucifer (ἐκ τοῦ λύκη= φῶς+φέρω). Τὸ ἐπισημαίνει
καὶ ὁ Ὅμηρος: «Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐπὶ γαῖαν» (Ψ226). Δηλαδή, ὁ Ἑωσφόρος
προμηνύει ὅτι ἔρχεται τὸ φῶς ἐπὶ τὴν γῆν. Ὅμως ἡ θεὰ Ἀφροδίτη, ὡς θεὰ τοῦ ἔρωτος, ἔπρεπε
νὰ μᾶς γίνη μισητὴ ὅταν ὁ φανατισμός, ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ σεμνοτυφία ἔκριναν τὸν ἔρωτα
«κακό» καὶ «ἁμαρτία» (ἰδίως ὁ Ὠριγένης καὶ ὁ Γρηγ. Ναζιανζηνός). Ἔτσι ὁ Ἑωσφόρος,
ἀπὸ ἀστήρ, κατέληξε νὰ σημαίνη τὸν σατανά, τὸν διάβολο, τὸν «ἐξαποδῶ» τοῦ
σκότους, κι ἂς ἦταν προάγγελος τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἡμέρας.
Γενικῶς, ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι δαίμονες ( =θεοὶ) ἄλλαξαν ἔννοια,
«δαιμονοποιήθηκαν» καὶ μᾶς τοὺς ἔκαναν σατανάδες. Ἡ λέξις σατὰν εἶναι ἑβραϊκὴ
καὶ σημαίνει «ἄρχων πονηρῶν καὶ κακῶν πνευμάτων». Ἐνῶ ἡ ἑλληνικὴ λέξις δαίμων
σημαίνει θεός. Τὸ ἐπεξηγεῖ καὶ τὸ ἐτυμολογεῖ καὶ ὁ Πλάτων εἰς τὸν διάλογον
«Κρατύλος».
«δαίμονες οἱ θεοὶ δαήμονες ὄντες, οἷον ἔμπειροι.
(δαήμων=γνώστης. Τὸ ἀντίθετον ἀδαής).
Ἢ ὅτι ‐τὰ‐ πάντα μερίζουσι, ἀπὸ τοῦ δάσασθαι».
(δάσασθαι: ἀπαρέμφ. τοῦ δαίω=μοιράζω).
Καὶ ὁ Ἀθήναιος στοὺς «Δειπνοσοφιστάς», συμπληρώνει:
«Οἱ Ἕλληνες...τὸν ἀγαθὸν ἐπιφωνοῦσι δαίμονα» (15.675 Β)
Ὅλες αὐτὲς οἱ σοφὲς ἐπόψεις καὶ ἀπόψεις τῶν Ἑλλήνων, ἀπεκλήθησαν
ἐκ μέρους τῶν λεγομένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, «πολύθεος πλάνη Ἑλληνων».
Ὁ δὲ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός (σημ. ἑβραϊκῆς καταγωγῆς), παρ’
ὅλον τὸ ποιητικόν του χάρισμα, δὲν διστάζει νὰ ἀποκαλέση «ἀνοήτους» τοὺς Ἕλληνας
σοφοὺς ποὺ ἐφώτισαν τὸν κόσμο, καὶ τὸν φωτίζουν μέχρι σήμερα.
«Τί βομβέουσιν οἱ Ἕλληνες; Τί φαντάζονται πρὸς Ἄρατον τὸν
τρισκατάρατον; Τί πλανῶνται πρὸς Πλάτωνα; Τί Δημοσθένην στέργουσι τὸν ἀσθενῆ;...Ὅμηρον
ὄνειρον ἀργόν; Τί θρυλλοῦσιν Πυθαγόραν; »
Καὶ λοιπὰ παρόμοια «θρησκευτικά, πίστεως καὶ ἀγάπης».
Η Επιστήμη ἔγινε δαιμονοφοβία καὶ τὸ φῶς ἐστράφη, ἐγύρισε
πρὸς τὸ σκοτάδι, πρὸς τὸν ζόφο. Κυριολεκτικῶς. Ἡ εἴσοδος τῶν ἀρχαίων Ναῶν ἔβλεπε
πάντοτε πρὸς ἀνατολὰς ὥστε, μὲ τὴν πρώτη ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, νὰ πλημμυρίζουν οἱ
βωμοὶ ἀπὸ ἐνέργεια ἡλιακοῦ φωτός.
«ὁρᾶν φάος ἠελίοιο»
«ἐδῶ τὸ φῶς, παντοῦ τὸ φῶς»
ὅπως ἔχουν τραγουδήσει καὶ οἱ ποιηταί μας, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μέχρι τὸν Ἐλύτη.
Οἱ ποιήσαντες τὴν «ἀλλαγὴ» ἐγύρισαν τὴν εἴσοδο τῶν Ναῶν, ὥστε
αὐτὴ νὰ βλέπη πρὸς τὴν δύσι, πρὸς τὸν ζόφον. (Μήπως γιὰ νὰ μᾶς ἔλθουν «ζοφερὰ»
τὰ πράγματα; ).
Ὡς πρὸς τὴν Ἀφροδίτη, αὐτὴ ὑπέστη καὶ ἄλλον διωγμό.
Βεβαίως μόνον ἐδῶ, στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Ὅλη ἡ Εὐρώπη ὀνομάζει τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος
μὲ ὀνόματα ἐκ τῶν Ἑλλήνων θεῶν. Ἐνδεικτικῶς, μεταφράζοντας ἀπὸ τὶς λατινογενεῖς
καὶ τὶς ἀγγλοσαξωνικὲς γλῶσσες, καὶ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Κυριακή, οἱ ἡμέρες ἀποκαλοῦνται:
Ἡλιαία, Σεληναία, Ἀρεία, Ἑρμεία, Δία, Ἀφροδιτία, Κρονία…Πράγματι ἡ Κυριακὴ ‐ἐκτὸς
ἀπὸ ἡμέρα τοῦ Κυρίου*1‐ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἡλίου (Sunday), ἡ Δευτέρα
τῆς Σελήνης (luna, Lunedi*2), ἡ Τρίτη τοῦ Ἄρη (Mars, Martedi*3),
ἡ Τετάρτη τοῦ Ἑρμῆ (Mercurius, Mercoledi*4), ἡ Πέμπτη τοῦ Διὸς
(Giove, Giovedi*5), ἡ Παρασκευὴ τῆς Ἀφροδίτης (Venerdi, Vendredi,
Viernes → ἐκ τοῦ Venus= Ἀφροδίτη, ὅπερ ἐκ τοῦ Fῶνος= τιμὴ) ἢ Friday, Freitag (ἐκ
τοῦ Apru= Ἀφρώ, Ἀφροδίτη)…», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα
Τζιροπούλου- Εὐσταθίου
*1 Ἐξ οὗ τὰ Domenica, domingo,
dimanche κοκ ( < domus
< δόμος, «Διός δόμος» )
*2
Moon-day > Monday, Mon-tag, Maandag κοκ ( < μήνη= σελήνη). Τὰ lunedi, dillung, lunes, luni κοκ ἐκ
τῆς λουνῆς ( =λαμπρῆς) σελήνης.
*3
Τὰ Tuesday, tirstag
κλπ ἐκ τοῦ
Tyr (τὸν θεὸν τοῦ
πολέμου στὴν «σκανδιναυική» μυθολογία) κι
αὐτὸ ἐκ τοῦ
Ziu/ Dieus ἀπὸ τὸν Δία (ὁ Ζεύς), ἐξ οὗ
καὶ τὰ dienstag, dinsdag, tirstag κοκ
*4 Μερικοὶ λαοὶ τὴν ἀντιλαμβάνονται ἁπλῶς ὡς το μέσον τῆς ἑβδομάδος (Mitt-woch/ Mëttwoch).
*5 Ἐκ τοῦ
Zeus < Ζεύς, ἐξ οὗ καὶ
τὰ jeudi (jovis
dies), jueves κοκ.
Τὰ Thurday,
Donnerstag κλπ ἐκ τῆς
βροντῆς/ κεραυνοῦ (thunder, Donner < τένδω =βρυχόμαι, τέννει= βουίζει, στενάζει, βροντᾶ), σύμβολον τοῦ Διός.
Ὅσον γιὰ τὴν
Κρονία, ἔγινε Saturn-day, Saturday, διότι ὁ
Κρόνος ἔγινε στοὺς Λατίνους Saturnus
[γράφει ὁ Κικέρων στὸ «De natura
deorum», (25) :
«Κρόνος
enim dicitur, qui est idem χρόνος, id est spatium temporis», θέλοντας νὰ ἐπεξηγήσει
πὼς γι’αὐτὸ καὶ οἱ Λατῖνοι τὸν λένε «Saturnus» ( < satis < ἅδην =ἀρκετά)
γιατὶ εἶναι κεκορεσμένος ἀπὸ χρόνον/χρόνια «Saturnus autem est appellatus, quod
saturaretur annis» ].
Τὰ samedi, sabbato, Samstag κλπ ὅπως καὶ τὸ Σάββατον ἐκ τοῦ Σαβαζίου Διονύσου καὶ τῶν σάβων του (Πλούταρχος, Συμποσιακά, Δ’ ). Κατ’ ἄλλους ἐκ τοῦ ἑπτά, ὡς ἑβδόμη μέρα ( > σεπτά, μὲ τροπὴ τῆς δασείας, καὶ τοῦ -πτ σὲ διπλό ββ).
«Οἱ ἀρχαῖες Συνήθειες καὶ τὸ Τυπικὸν μετεπήδησαν στὸ Χριστιανικὸ τελετουργικό, καὶ ὡς πρὸς τοὺς δύο βασικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ Τυπικὸ τοῦ Γάμου καὶ τῆς ἐκ τοῦ Βίου Μεταστάσεως. Καὶ στὶς δύο τελετές, ἄλλα διετηρήθησαν πανομοιότυπα καὶ ἄλλα διεσκευάσθησαν καταλλήλως, πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἐπιδιωκομένου, ἀνέκαθεν, ἀφελληνισμοῦ.
…τὸ «στρώσιμο» τοῦ νυφικοῦ κρεββατιοῦ, τελετὴ οἰκογενειακή,
τυπικὴ καὶ ἐπίσημη ποὺ τελεῖται τὴν Πέμπτη πρὸ τοῦ γάμου (ὁ ὁποῖος συνήθως
γίνεται Σάββατο ἢ Κυριακή). Ἀνάμνησις παλαιοτάτη, ἀπὸ τὰ «Προγάμια» ἢ
«Προτέλεια», ποὺ ἦσαν «αἱ πρὸ τοῦ γάμου τελούμεναι θυσίαι καὶ δωρεαί», τὴν πέμπτη
πρὸ τοῦ γάμου ἡμέρα. «Ἀμφιθαλεῖς παῖδες συγκατακλίνονται εἰς τὰ προγάμια» («ἀμφιθαλὴς
παῖς, οὗτινος ἀμφότεροι οἱ γονεῖς ζῶσι»). Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, τὸ κρεββάτι τοῦ
γάμου τὸ στρώνουν κοπέλλες «ἀμφιθαλεῖς», φίλες τῆς νύφης. Ἀξιοπαρατήρητον ἐπίσης
τὸ ἔθιμο τῶν «λαμπάδων τοῦ γάμου», στὶς ὁποῖες λαμπάδες, μέχρι σήμερα, δίδεται
τόση σημασία ὡς πρὸς τὸ μέγεθος καὶ τὸν στολισμό τους. Ἀρχαιοτάτη συνήθεια οἱ
λαμπάδες ἀλλὰ καὶ ἀναγκαία, ἐπειδὴ οἱ γάμοι τῶν προγόνων μας ἐτελοῦντο βράδυ (ὅπως
γίνεται σήμερα ἐδῶ, στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, ἐνῶ σὲ ὅλα τὰ λοιπὰ χριστιανικὰ
δόγματα, οἱ γάμοι τελοῦνται ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ). Ὁπότε, ἀναγκαστικά, οἱ νύφες ὡδηγοῦντο
εἰς τὴν νέα τους ἑστία ὑπὸ τὸ φῶς δαδῶν.
«Νύμφας ἐκ θαλάμων, δαΐων ὕπο λαμπομενάων»
ὅπως περιγράφει καὶ ὁ Ὅμηρος εἰς τὸ Σ τῆς Ἰλιάδος (492).
Τὸ αὐτὸ περιγράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης, στὴν Τραγωδία
«Φοίνισσαι» (344).
«Πυρὸς ἀνῆψα φῶς, νόμιμον ἐν γάμοις, ὡς πρέπει...»
Σὲ ἄλλη του δὲ τραγωδία, στὸν «Ἴωνα», παρουσιάζει τὴν ἡρωίδα
Κρέουσα νὰ ὁμολογῆ ὅτι, ἀνύπανδρη οὖσα, ἐγέννησε...
«Οὐχ ὑπὸ λαμπάδων, οὐδὲ χορευμάτων, ὑμέναιος ἐμός»
(1474).
Αὐτὰ διεσώθησαν, διασκευασμένα, στὸν «χορὸ τοῦ Ἠσαΐα» καὶ
στὰ τραγούδια τοῦ γάμου, τοὺς πάλαι ποτὲ «Ὑμεναίους» ( =γαμήλια ἄσματα). Μετὰ τὴν
τελετὴ τοῦ γάμου, τοὺς νεονύμφους τοὺς ἔρραιναν μὲ τὰ λεγόμενα «καταχύσματα»,
μέσῳ τῶν ὁποίων «οἰωνίζοντο τὴν εὐπραγίαν». Καταχύσματα: «φοῦχτες ἀπὸ καρύδια,
τρωγάλια, ἰσχάδες, ἄνθη καὶ ἄλλα (ὅπως τὸ ρύζι σήμερα), πρὸς ἐκδήλωσιν εὐχῶν διὰ
τὴν ευτυχίαν καὶ εὐπορίαν τῶν νεονύμφων».
Ὅλα σχεδὸν τὰ γαμήλια ἔθιμα διατηροῦνται ἀναλλοίωτα μέχρι
σήμερα:
‐ Τὸ πέπλον τῆς νύμφης: «Ἡ νύμφη κεκαλυμμένη διὰ τοῦ ἑανοῦ,
νυμφικῆς λεπτῆς καλύπτρας, εἰσήγετο».
‐ Οἱ παράνυμφοι: «τοῦ νυμφίου καὶ τῆς νύμφης ἐν πομπῆς
σχήματι παῖς ἡγεῖται, χλανίδα ( =χλαμύδα) λευκὴν ἔχων, καὶ λαμπάδα καιομένην»
‐Ε.Μ.‐
‐ Οἱ «μπομπονιέρες»: «συμβολικὴ ἦν ἡ διανομὴ γαμηλίου πλακοῦντος, οὗ τὰ συστατικὰ ἀνεφέροντο εἰς τὴν μέλλουσαν τοῦ γάμου γονιμότητα*1...τὸ ἀντίστοιχον παρὰ τοῖς νεωτέροις ἔθος τῆς διανομῆς τῶν σακχαροπήκτων».
«Πλακοῦς γαμηλιών, ἐν γάμοις πεσσόμενος» ‐Εὐστάθιος‐
«Ἐδόκουν ἐν τοῖς γάμοις διδόναι σήσαμον, ὃς ἔστι πλακοῦς
γαμικός». ‐Σχολ. εἰς
Ἀριστοφάνην‐
‐ Τὸ «τραπέζι τοῦ γάμου»: «γαμικὴ θοίνη» ἢ «γαμικὴ ἑστίασις»,
«ἵνα πολλοὶ συνειδῶσι καὶ μαρτυρῶσιν, ἐλευθέροις οὖσι καὶ παρ’ ἐλευθέρων γαμοῦσι»
‐Πλούτ. Συμπ. Δ΄3‐
‐ Τὰ δῶρα τοῦ γάμου: «γαμοῦντος τινὸς τῶν φίλων, πρὸ
χρόνου τινὸς ἀποδημῆσαι, ἵνα μὴ πέμπῃ προσφοράν» ‐Θεοφράστου Χαρακτῆρες‐ (δηλ.
κάποιος ἔσπευσε νὰ πάη ταξίδι καὶ ἀνεχώρησε πρὸ τοῦ γάμου τοῦ φίλου του, γιὰ νὰ
μὴ στείλη δῶρο).
Ἀκόμη καὶ ἡ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ρῆσις, ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ
τὸν ἱερέα σήμερα κατὰ τὴν τέλεσι τῆς γαμηλίου ἀκολουθίας,
«Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί…» ἔρχεται κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ
τὸν Πλάτωνα:
«Ἡ γὰρ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία…ἐστὶ δὲ τοῦτο θεῖον τὸ
πρᾶγμα». (Συμπόσιον ΧΧV)
Μέσα δὲ ἀπὸ τὴν ‐διασωθεῖσα‐ λεπτομερῆ περιγραφὴ τοῦ
‐χαμένου‐ ζωγραφικοῦ πίνακα τοῦ ζωγράφου Ἀετίωνος, ὅπου ἀπεικονίζετο ὁ Γάμος τοῦ
Μ. Ἀλεξάνδρου μὲ τὴν Ρωξάνη (θυγατέρα τοῦ Πέρση Ὀξυάρτη), διαπιστώνουμε ὅτι ὡς
πρὸς τὰ κύρια σημεῖα, τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς γαμήλιας τελετῆς παραμένουν ἐπακριβῶς
τὰ ἴδια.
Ἐπανερχόμεθα στὸν ζωγραφικὸ Πινακα τοῦ Ἀετίωνος, «Γάμος
τοῦ Ἀλεξάνδρου», ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκτεθῆ καὶ στὴν Ὀλυμπία κατὰ τὴν πολιτιστικὴ Ὀλυμπιάδα,
ἡ ὁποία ἀκολουθοῦσε μετὰ τὸ πέρας τῶν ἑκάστοτε Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων.
«Εἰς Ὀλυμπίαν τὴν εἰκόνα ἐπιδείξασθαι, ὥστε Προξενίδαν, Ἑλλανοδίκην
τότε, ἡσθέντα ( =ἐθαύμασε) τῇ τέχνῃ ‐ὥστε‐ γαμβρὸν ποιήσασθαι τὸν Ἀετίωνα...Θάλαμος
ἐστὶ περικαλλὴς καὶ κλίνη νυμφικὴ καὶ ἡ Ρωξάνη κάθηται πάγκαλος…ἐς γῆν ὁρῶσα...ὁ
βασιλεὺς δὲ αὐτὸς μὲν στέφανον ὀρέγει τῇ νύμφῃ πάροχος δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων
συμπάρεστι, δᾶδα καιομένην ἔχων...»
Δύο παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ Κειμένου:
στέφανον ὀρέγει τῇ παιδί: τὴν «στεφανώνεται». Μέχρι
σήμερα «στεφανώνομαι σημαίνει» τελῶ γάμον ‐«στεφάνῳ στεφανωθῆναι»: ἀναπόσπαστον
σύμβολον ἑορτῆς καὶ χαρᾶς. Οἱ συζῶντες ἄνευ γάμου ἀποκαλοῦνται καὶ σήμερα «ἀστεφάνωτοι».
πάροχος ὁ Ἡφαιστίων συμπάρεστι, δᾷδα καιομένην ἔχων: «Ὁ
πάροχος, φίλος ἢ συγγενὴς ὁ μάλιστα τιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος» (Εὐστάθιος).
Ὁ Ἡφαιστίων συμπαρίσταται ὡς «κουμπάρος» κρατῶν λαμπάδα ἀναμμένην.
«Ὁ τρίτος συμπαρών, πάροχος λέγεται» (Πολυδεύκης Ὀνομαστικόν).
συμ‐παρά‐ἐστὶ (cum‐para‐est→ compare→ «κουμπάρος»).
πάροχος, ἐκ τοῦ παρέχω = 1) ἔχω πλησίον 2) χορηγῶ,
προμηθεύω· παρέχομαι= παρουσιάζω, προσφέρω. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει καὶ σήμερα ὁ
«κουμπάρος».
Ἡ ἰταλ. λέξις compare= συνεργός, σύντροφος, ἀνάδοχος, κακῶς
ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ cum
+ pater, padre. Δὲν εἶναι «συμπατὴρ» εἶναι
συμ‐πάροχος ‐compare. Ἐπειδὴ εἶναι φανερὸ ὅτι παρουσιάζει δυσκολία ἡ λανθασμένη
ἐτυμολόγησις ἐκ τοῦ cum+pater, τὸ Ἰταλικὸ Ἐτυμολογ. Λεξικὸ τοῦ Giac. Devoto ὑποθέτει
πιθανὴ βενετικὴ διαμεσολάβησι: «forse veneta, che semplifica ( =ἡ ὁποία ἁπλοποιεῖ)
‐tr in ‐r» (τὸ tr εἰς r).
Στὴν Κάτω Ἰταλία, τὴν Μεγάλη Ἑλλάδα, μέχρι σήμερα τοὺς
πλούσιους γάμους τοὺς παρομοιάζουν*2 μὲ «τοῦ Πηλέα καὶ τῆς Θέτιδος», «τοῦ Δία καὶ
τῆς Ἥρας», καὶ εὔχονται ἀγάπη ὡς «τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τῆς Πηνελόπης», «τοῦ Ἕκτορα
καὶ τῆς Ἀνδρομάχης», «τῆς Ἄλκηστης καὶ τοῦ Ἄδμητου»…
Πρὸς ἀντιπαραβολήν: τὰ «πρότυπα ζευγῶν», πρότυπα ξένα, ἀνάρμοστα καὶ παντελῶς ἀλλότρια,
πρὸς τὰ ὁποῖα παρακινοῦνται σήμερα (κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου) νὰ ὁμοιάσουν οἱ
νεόνυμφοι. Ἡ σύγκρισις, ὀδυνηρή. Ἡ παραίνεσις, ὑβριστική.
«Ὑβριστική», καθ’ ὅτι ἐμφανίζει τοὺς Ἕλληνας ὡς «ἀδέσποτους»,
ὡς μὴ διαθέτοντας ἰδικούς τους προγόνους…Καὶ δὲν νομίζω ὅτι ἔχει διασωθῆ ποτέ,
σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, κάτι ἀνάλογο πρὸς τὴν μεγαλειώδη, ἐγκάρδια καὶ σοφὴ εὐχὴ
ποὺ δίνει ὁ Ὀδυσσεὺς στὴν Ναυσικᾶ, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Φαιάκων:
«σοὶ δὲ θεοὶ τόσα δοῖεν...ἄνδρα τε καὶ οἶκον καὶ ὁμοφροσύνην
ὀπάσειαν ἐσθλήν· οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον, ἢ ὅθ’ ὁμοφρονέοντε
νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή», (Ὀδύσ. ζ, 180)
Τοὐτέστιν:
«Ποὺ στὴν ψυχή σου οἱ θεοί, νὰ δώσουν τὰ προσμένεις ἄνδρα
καὶ σπίτι καὶ χαρὰ καὶ γλυκοσαλισμένη· ποὺ εὐτυχία πιὸ λαμπρὴ στὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει,
μέσα στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ γυναῖκα κι ἄντρας νἄχει, τὴν ἴδια γνώμη», ἀπόδοσις
Γ. Ψυχουντάρη.
Μεγαλειώδη καὶ ἀνώτερο πολιτισμὸ ἀποπνέει καὶ τὸ διασωθὲν
σπάραγμα (fragmentum), ἀπὸ χαμένη Τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη…
«Γιὰ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα κεῖται νόμος καὶ γραφή, αὐτὸς μέν, μέχρι τέλους
τὴν γυναῖκα του νὰ ἀγαπᾶ παντοτινὰ ἡ δὲ γυνή, ὅσα στὸν ἄνδρα της ἀρέσουν, αὐτὰ
νὰ ποιῆ».
Κατὰ τὴν ταφήν, συγγενεῖς καὶ φίλοι ἔρριχναν μιὰ χούφτα χῶμα
ἐπὶ τοῦ τάφου (τύμβου), κάτι ποὺ συνηθίζεται ἐδῶ, στὴν Ἑλλάδα, μέχρι σήμερα. Ὅπως
καὶ τὰ «Περίδειπνα» γιὰ τοὺς μακαρίτες, στὸ σπίτι νεκροῦ, ἐπιβιώνουν ὡς «δεῖπνα
παρηγοριᾶς». Ἡ δὲ θυσία πρὸς τὸν νεκρόν, τὴν τρίτην καὶ τὴν ἐνάτην μετὰ τὸν
θάνατον ἡμέρα, τὰ λεγόμενα «τρίτα» καὶ «ἔνατα», εἶναι τὰ σημερινὰ «τριήμερα» καὶ
«ἐνηάμερα». Τὸ νεκρικὸν φορεῖον ἐκοσμεῖτο μὲ στεφάνους ἐκ σελίνου, γι’ αὐτὸ
μέχρι σήμερα τιμᾶμε τοὺς νεκροὺς μὲ στεφάνια. Ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἡ τελετουργία τῆς
κηδείας ἀποκαλεῖται «ἐξόδιος ἀκολουθία», (κοινῶς «ξόδι») ἐνέχει καὶ αὐτὸ ἑλληνικὴ
ἐξήγησι. Παρομοιάζεται μὲ τὴν «Ἔξοδο» τοῦ χοροῦ ἀπὸ τὴν σκηνὴ τοῦ Ἀρχαίου
Θεάτρου, ποὺ σηματοδοτοῦσε τὸ τέλος τῆς Τραγωδίας. Κατὰ τὴν ἐξόδιον ἀκολουθίαν
δέ, ἀκούγονται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἱερέως λόγια καὶ ἐκφράσεις ἐκπληκτικὰ ἀρχαιοελληνικές.
«Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσῃ» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία σήμερα.
Εὐριπίδης: «ἅπαντα τίκτει χθών, πάλιν τε λαμβάνει», (Ἀντιόπη).
Ξενοφάνης: «πάντες γὰρ γαίης τε καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα».
Ὁμ. Ἰλιάς: «ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε» (Η’,99).
Ἡ δὲ ἐπίκλησις‐εὐχὴ τοῦ χριστιανοῦ ἱερέως «Τὸ μὲν σῶμα εἰς
τὰ ἐξ ὧν συνετέθη τὴν δὲ ψυχὴν ἐν σκηναῖς ἁγίων ἀνάπαυσον» ἔρχεται κι αὐτὴ κατ’
εὐθεῖαν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα μας Κείμενα.
«Κἀπῆλθεν ὅθεν ἦλθεν...γᾶ μὲν εἰς γᾶν, πνεῦμα ἄνω», ( Ἐπίχαρμος,
ἀπ. 245)
«Χωρεῖ δ’ ὀπίσω, τὰ μὲν ἐκ γαίας φύντα, εἰς γαῖαν τὰ δὲ ἀπ’
αἰθερίου βλαστόντα εἰς ούράνιον...πνεῦμα μὲν πρὸς αἰθέρα, τὸ σῶμα δὲ εἰς γῆν...»,
(Εὐριπ. Ἱκέτ. 531 κ.ἑξ.)
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν τελετουργία ἕνα πελώριο
ΟΜΩΣ. Παρ’ ὅλες τὶς παραμένουσες Συνήθειες καὶ τὶς πανομοιότυπες Ἐκφράσεις (ὅπως
καὶ στὰ τοῦ Γάμου), μόνον ὁ ὀρθόδοξος Ἕλλην νεκρός, καλεῖται νὰ ἀπαρνηθῆ τοὺς
προγόνους του. Ὁ Ἑλλην, θανών, ἀνήμπορος καὶ «μέγας μεγαλωστὶ τανυσθεὶς» ὅπως
περιγράφει ὁ Ὅμηρος (ξαπλωμένος φαρδὺς‐πλατὺς ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα), ἀνήμπορος
νὰ ἀντιδράση, ὑφίσταται τὸν παραλογισμὸ νὰ ἐξαποστέλλεται ἐπισήμως νὰ ἀναπαυθῆ «εἰς
κόλπους Ἀβραάμ καὶ Ἰσαάκ...», ἐνῶ τὰ «ἐξοποστειλάρια» αὐτὰ δὲν ἀκούγονται οὔτε
στὴν «Καθολικὴ» οὔτε στὴν «Διαμαρτυρομένη‐προτεσταντικὴ» Ἀκολουθία. Εἶναι ἀπόσπασμα
ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συγκεκριμένως ἀπὸ τὸ Βιβλίον τῶν Μακκαβαίων (Δ΄,
ΙΓ΄17). Οἱ Μακκαβαῖοι εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα ἐξήγειραν
ἐπανάστασι ἐναντίον τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς. Τὸ σχετικὸν ἀπόσπασμα τῆς Γραφῆς
ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Οὕτως γὰρ θανόντας ἡμᾶς Ἁβραάμ καὶ Ἰσαάκ καὶ Ἰακὼβ ὑποδέξονται
εἰς τοὺς κόλπους αὐτῶν».
Καὶ γεννᾶται εὐλόγως τὸ ἐρώτημα: Διατί μόνον ὁ Ἕλλην ἀποπέμπεται εἰς κόλπους καὶ
ἀγκάλας ἀλλοτρίων γεναρχῶν, ὡς νὰ μὴ διαθέτη (μόνος αὐτὸς ἀπὸ Ἄγγλους, Γάλλους,
Πορτογάλους, Ἀμερικανοὺς κ.λπ.) ἰδικούς του προγόνους; Ἀφοῦ ἔγινε «Χριστιανός»,
λογικὸν θὰ ἦτο νὰ ἀποστέλλεται πρὸς αἰωνίαν ἀνάπαυσιν εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Κάποτε, σὲ σχετικὴ διαλογικὴ συζήτησι, εἰπώθηκε ὅτι αὐτὸ θὰ ἦτο ὑπερβολικὴ τιμὴ ποὺ δὲν τὴν ἀξίζουν οἱ νεκροὶ χριστιανοὶ ἐπειδή, ὡς θνητοί...δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος «ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ἁμαρτήσει». Καλῶς. Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ὑπάρχει ἡ λύσις τῶν ἰδικῶν του προγόνων. Ὁ Ἑλλην, νεκρός, δίκαιον εἶναι νὰ ἀναπαυθῆ «εἰς κόλπους Προμηθέως», ὁ ὁποῖος ἐσταυρώθη εἰς τὸν Καύκασον «διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν» ( =διότι πολὺ ἠγάπησε τοὺς ἀνθρώπους). Ἢ «εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἡρακλέους», ὁ ὁποῖος ὅταν τοῦ ἐζητήθη νὰ ἐπιλέξη ποῖον δρόμον θὰ ἀκολουθήση στὴν ζωή του, τὸν εὔκολο τῆς Κακίας ἢ τὸν δύσκολο τῆς Ἀρετῆς, ἐπέλεξε τὸν δύσκολο καὶ ἀνηφορικὸ τῆς Ἀρετῆς. Ἢ εἰς τοὺς κόλπους τῶν τριῶν υἱῶν τοῦ Εὐφορίωνος: τοῦ Κυνεγείρου, τοῦ Ἀμεινίου καὶ τοῦ Αἰσχύλου, οἱ ὁποῖοι εἰς τοὺς Μηδικοὺς Πολέμους ἐπολέμησαν «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν». Ἢ εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Σωκράτους ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀθῶος, προτίμησε νὰ πιῆ τὸ κώνειον παρὰ νὰ δραπετεύση καταπατώντας τοὺς Νόμους, παρ’ ὅλον ὅτι αὐτοὶ οἱ Νομοι τὸν εἶχαν καταδικάσει ἀδίκως.
Ὅμως, μὲ τὸν Ἁβράμ καὶ Ἰσαάκ δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινόν. Τοὐναντίον μάλιστα, δὲν τοῦ ταιριάζουν καθόλου. Ὅποιος δὲν γνωρίζει, ἂς μελετήση τὰ τοῦ βίου τους, παντελῶς ἀλλότρια πρὸς κάθε τι τὸ ἑλληνικόν.», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου.*1Τὸ ἔθιμον τῶν γαμηλίων πλακούντων διατηρεῖται αὐτούσιον
σήμερα σὲ πάρα πολλὲς περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος. Κυρίως στὰ νησιά μας (Δωδεκάνησα,
Κυκλάδες) συνηθίζεται νὰ δίδουν ὡς κέρασμα τέτοιους πλακοῦντες φτιαγμένους ἀπὸ
σησάμι (ποὺ συμβολίζει τὴν ἀνθηρὴ σπορὰ ἀπογόνων τῶν νεονύμφων) ἀνακατεμένο μὲ μέλι
(γιὰ νὰ ἔχουν μία γλυκιὰ/ μελένια ζωὴ μαζὶ οἱ νεόνυμφοι) καὶ ἀμύγδαλα (ὡς
σύμβολον τῆς νέας ἀρχῆς καὶ τῆς ἀνθίσεως/σπορᾶς, ἐφ’όσον οἱ ἀνθισμένες ἀμυγδαλιὲς
σημαίνουν τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως). Εἶναι καὶ ὁ πρόγονος τοῦ σημερινοῦ μελεκουννιοῦ
( < μέλι +κούννα= σπόρος, ἐν προκειμένῳ σησάμι, ἕνα εἶδος μαλακοῦ «παστελλιοῦ»
ποὺ δίδεται στοὺς γάμους κυρίως στὴν Ῥόδον).
Τὸ ἀμύγδαλον ὡς σύμβολον τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς γονιμότητος χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ
ἄλλες γαμήλιες γλυκιὲς συνταγές, ὅπως τὰ ἀμυγδαλωτὰ ποὺ προσφέρουν στὴν Λέσβον,
τὰ μηλέικα κουφέτα στὴν Μῆλον, ἡ σουμάδα στὴν Λευκάδα, τὸ παστίτσι στὴν Κύπρον κοκ.
Σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος χρησιμοποιοῦν καὶ καρύδια γιὰ τὴν παρασκευὴ γαμηλίων
γλυκῶν στὴν θέσιν τῶν ἀμυγδάλων, ὅπως μελοκάρυδον, γάστριν (κρητικὸ γλυκόν, ἀπὸ
τὴν ἐποχὴ τοῦ Μίνωος· ὁ σημερινὸς μπακλαβάς).
Ὅσον γιὰ τὸ μέλι ἀποτελεῖ τὸ κύριον ὑλικὸν τῶν γαμηλίων γλυκῶν,
εἴτε πρόκειται γιὰ τὰ προαναφερθέντα, εἴτε γιὰ τὶς περίφημες δίπλες ποὺ δίδονται
στοὺς γάμους στὴν Πελοπόννησον, εἴτε γιὰ τὰ παραδοσιακὰ γλυκὰ τοῦ κουταλιοῦ ποὺ
κερνᾶνε στὴν βόρειον Ἑλλάδα.
*2 Καὶ κατέληξε σήμερα ὁ Ἕλλην νὰ ἀνέχεται νὰ τοῦ
εὔχονται τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου του νὰ ζήσει ἔγγαμον βίον σὰν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τῆς
Σάρρας καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τῆς Ῥεβέκκας καὶ νὰ τεκνοποιήσει σὰν τὸν Ἰακὼβ καὶ τὴν
Ῥαχήλ!
Ἡ δὲ Εὐχὴ τοῦ ἱερωμένου ποὺ καταδέχονται νὰ ἀκοῦν ὁρισμένοι
νεὀνυμφοι γιὰ τὸ ξεκίνημα τοῦ ἐγγάμου βίου τοὺς εἶναι ἡ ἑξῆς :
«...Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάῤῥαν. Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν Ῥεβέκκαν. Εὐλόγησον αὐτοὺς Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἰακὼβ καὶ πάντας τοὺς πατριάρχας. Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν Ἀσυνέθ. Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας Μωσέα καὶ Σεπφόραν. Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄνναν. Εὐλόγησον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς εὐλόγησας Ζαχαρίαν καὶ τήν Ἐλισάβετ. Διαφύλαξον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς διεφύλαξας τὸν Νῶε ἐν τῇ Κιβωτῷ. Διαφύλαξον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς διεφύλαξας τὸν Ἰωνᾶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους. Διαφύλαξον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς διεφύλαξας τοὺς ἁγίους τρεῖς Παῖδας ἐκ τοῦ πυρός, καταπέμψας αὐτοῖς δρόσον οὐρανόθεν· καὶ ἔλθοι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ χαρὰ ἐκείνη, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη, ὅτε εὗρε τὸν τίμιον Σταυρόν. Μνημόνευσον αὐτῶν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς ἐμνημόνευσας τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Σήμ, τοῦ Ἠλία. Μνημόνευσον αὐτῶν, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὡς ἐμνημόνευσας τῶν ἁγίων σου Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, καταπέμψας αὐτοῖς οὐρανόθεν τοὺς στεφάνους».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου