Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΝ ΝΟΥ-ΨΥΧΗΣ-ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΥΣΙΑ ΠΕΔΙΑ ΣΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗ

«πᾶσα μὲν ἥδε πέριξ πυρὶ λάμπεται, ἐν δ' ἄρα μέσσῃ γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται ἠύτε κούρης ὄμμα καὶ ὑγρὰ μέτωπα. τὰ δὲ ῥέθει ἄντα ἔοικεν», Ἀγησιάναξ, Περὶ τοῦ τῆς σελήν. ἐμφαιν. προσώπ, 2, Πλούταρχος

 

( =Ὁλόκληρη περίγυρα λάμπει μὲ φωτιά, μέσα της πιὸ γαλανὸ ἀπὸ πέτρα κυανὴ φαίνεται μιᾶς κόρης τὸ μάτι καὶ τὸ ὑγρὀ της μέτωπον. Κυττάζοντάς την μοιάζει μὲ πρόσωπον).  


Στὴν συνέχεια τοῦ προαναφερθέντος συγγράμματος τοῦ Πλουτάρχου (Περὶ τοῦ τῆς σελήνης ἐμφαιν. προσ., 27/ βλ. ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ), ὁ Σύλλας συνεχίζει τὴν ἀφήγησιν τῶν ὅσων ἔμαθε ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη τοῦ Κρόνου-ξένον στὴν Καρχηδόνα :

ΣΥΛΛΑΣ : «Καθῶς ἐγῶ ἀποροῦσα καὶ ζητοῦσα νὰ ἀκούσω πράγματα πιὸ ξεκάθαρα, εἶπε :

Πολλὰ Σύλλα, λένε οἱ Ἕλληνες γιὰ τοὺς θεούς, δὲν λέγονται ὅμως πάντα καλῶς. Ἀμέσως γιὰ παράδειγμα, ἐνῶ ἀποκαλοῦν μὲ τὰ σωστὰ ὀνόματα τὴν Δἠμητρα καὶ τὴν Κόρη, δὲν κάνουν σωστὰ νὰ πιστεύουν πὼς σχετίζονται καὶ οἱ δύο μὲ τὸν ἴδιον τόπον.

Ἡ μία εἶναι στὴν γῆ καὶ κυρία τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, ἡ ἄλλη στὴν σελήνη καὶ κυρία τῶν ἐπισεληνίων πραγμάτων, Κόρη καὶ Φερσεφόνη ἔχει ὀνομαστεῖ*1, τὸ δεύτερον ἐπειδὴ φέρνει τὸ φῶς, ἐνῶ Κόρη, ἐπειδὴ καὶ τοῦ ματιοῦ τὸ μέρος μέσα στὸ ὁποῖον ἀντικαθρεφτίζεται τὸ εἴδωλον αὐτοῦ ποὺ τὸ κυττάζει, ὅπως ἀκριβῶς τὸ φέγγος τοῦ ἡλίου εἶναι ὀρατὸν στὴν σελήνη, κόρη ὀνομάζουμε. 

Στὰ ὅσα πάλι λέγονται γιὰ τὴν περιπλάνησιν καὶ τὴν ἀναζήτησιν στὴν περίπτωσίν τους ἐνυπάρχει καὶ κάποια δόσις ἀληθείας, διότι ποθοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη, χωριστὰ καθῶς βρίσκονται καὶ πολλὲς φορὲς ἀγκαλιάζονται στὴν σκιά.

Τὸ ὅτι πάλι ἡ Κόρη τὴν μιᾶ βρίσκεται στὸν οὐρανὸν καὶ τὸ φῶς, τὴν ἄλλη στὸ σκοτάδι καὶ τὴν νύχτα δὲν εἶναι βεβαίως ψέμμα, ἀλλὰ ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ λάθος στὸν ὑπολογισμὸν τοῦ χρόνου. Διότι ὄχι γιὰ ἕξι μῆνες ἀλλὰ κάθε ἕξι μῆνες τὴν βλέπουμε κάτω ἀπὸ τὴν γῆ, λὲς καὶ τὴν ἀγκαλιάζει ἡ μάνα της μὲ τὴν σκιά, ἐνῶ σὲ λίγες περιπτώσεις τὴν βλέπουμε νὰ τὸ παθαίνει κάθε πέντε μῆνες διότι εἶναι ἀδύνατον γι’ αὐτὴν νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Ἅδη, ἐφ’ ὅσον εἶναι πέρας τοῦ Ἅδου, ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπε καὶ ὁ Ὅμηρος εὐστόχως μὲ ὑπονοούμενα*2 :

«ἀλλὰ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης»

( = «Ἀλλὰ καὶ στὸ Ἠλύσιον πεδίον, τὰ πέρατα τῆς γῆς», Ὀδύσσεια, δ’, 563)

Στ’ ἀλήθεια ἔθεσε τὸ τέρμα τῆς γῆς καὶ τὸ πέρας ἐκεῖ ὅπου ἡ περιοχὴ τῆς σκιᾶς τῆς γῆς σταματᾶ.  

Σὲ τοῦτον τὸ σημεῖον κανένας κακός, οὔτε ἀκάθαρτος ἄνθρωπος δὲν ἀνεβαίνει, ἐνῶ οἱ καλοὶ ἀφοῦ μεταφερθοῦν ἐδῶ μετὰ τὸν θάνατόν τους, συνεχίζουν νὰ ζοῦν ζωὴ ποὺ εἶναι σίγουρα ἡ πιὸ εὔκολη, ὄχι ὅμως μακάρια, οὔτε θεϊκή, μέχρι τὸν δεύτερον θάνατόν τους*3.

…Ὁ πολὺς κόσμος θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπον ὀρθῶς βεβαίως σύνθετον, ὄχι ὅμως σωστὰ σύνθετον ἀπὸ δύο μόνον στοιχεῖα. Πράγματι θεωροῦν τὸν νοῦν μέρος κατὰ κάποιον τρόπον τῆς ψυχῆς, σφάλλοντας ὄχι λιγότερον ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ θεωρεῖται μέρος τοῦ σώματος. Ὀ νοῦς ὅμως εἶναι ἀνώτερος καὶ πιὸ θεϊκὸς ἀπὸ τὴν ψυχή, ὅσον εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα.

Ἡ ἀνάμειξις ψυχῆς καὶ σώματος δημιουργεῖ αἴσθησιν, ενῶ ἡ σύνοδος νοῦ καῖ ψυχῆς λόγον, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη εἶναι ἀρχὴ τῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ πόνου, ὁ δεύτερος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας. 

Ὅταν τὰ τρία αὐτὰ συναρμοστοῦν, τὸ σῶμα ἡ γῆ, τὴν ψυχὴ ἡ σελήνη καὶ τὸν νοῦν ὁ ἥλιος παρέχει γιὰ τὴν γένεσιν…ὅπως ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στὴν σελήνη τὸ φέγγος. Ὅσον γιὰ τὸν θάνατον ποὺ πεθαίνουμε, ὅ ἕνας κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀντὶ γιὰ τρία νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο στοιχεῖα, ὁ ἄλλος -θάνατος- ἀντὶ γιὰ δύο νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα. Ὁ πρῶτος θάνατος γίνεται στὴν γῆ τῆς Δήμητρας…μέσα σὲ αὐτὴν γίνεται τὸ μυστήριον καὶ τοὺς νεκροὺς Δημητρείους τοὺς ὠνόμαζον παλαιὰ οἱ Ἀθηναῖοι.

Ὁ ἄλλος -θάνατος- γίνεται στὴν σελήνη τῆς Φερσεφόνης. Σύνοικος τῆς μιᾶς εἶναι ὁ χθόνιος Ἑρμῆς, τῆς ἄλλης ὁ οὐράνιος. Λύνει ὅμως αὐτὴ γρήγορα καὶ μὲ βία τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῶ ἡ Φερσεφόνη μαλακὰ καὶ ἐπὶ μεγάλο χρονικὸν διάστημα λύνει τὸν νοῦν ἀπὸ τὴν ψυχή, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἀποκληθεῖ καὶ μονογενής*5, διότι μένει μόνον του τὸ καλλίτερον μέρος τοῦ ἀνθρώπου, καθῶς διαχωρίζεται ἀπὸ αὐτήν.

Καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διαχωρισμοὺς ἐπιτυγχάνεται κατὰ φύσιν μὲ τὸν τρόπον αὐτό :

Κάθε ψυχὴ τόσον χωρὶς, ὅσον καὶ μὲ τὸν νοῦν ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ὁρισμένον ἀπὸ τὴν Εἰμαρμένη νὰ πλανηθεῖ στὴν περιοχὴ μεταξὺ γῆς καὶ σελήνης γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα -ὄχι ἴσο, ἴσως οἱ ἄδικες καὶ ἀκόλαστες ψυχὲς πληρώνουν γιὰ τὰ ἀδικήματά τους, ἐνῶ οἱ καλὲς ὅσον γιὰ νὰ ἐξαγνιστοῦν καὶ σὰν νὰ ἦταν χαλασμένος ἀτμός, νὰ ἐκπνεύσουν τὰ μιάσματα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ σῶμα, στὸ πιὸ γαλήνιον μέρος τοῦ ἀέρος, τὸ ὁποῖον καλοῦν «λιβάδια τοῦ Ἅδου», πρέπει νὰ μείνουν γιὰ ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα.

Ἐκεῖ σὰν νὰ ἐπαναφέρονται στὴν πατρίδα ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τῆς ἐξορίας, γεύονται χαρὰ παρόμοια μὲ ἐκείνη ποὺ νιώθουν ὅσοι μυοῦνται στὰ Μυστήρια, συνδυασμένη μὲ ἐλπίδα γλυκειὰ ἀλλὰ ἀνακατεμένη σὲ μεγάλο βαθμὸν μὲ ταραχὴ καὶ ἔξαψιν.

Πράγματι πολλὲς εἶναι ἐκεῖνες ποὺ σπρώχνει ἐκείνη καὶ ἀπομακρύνει μὲ τὸ κῦμα μολονότι ἔχουν πιαστεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν σελήνη, ὁρισμένες πάλι ἀπὸ τὶς ἐκεῖ βλέπουν νὰ ἀναποδογυρίζουν καὶ νὰ καταποντίζονται λὲς καὶ πάλι σὲ βυθόν.

Ὅσες ὅμως ἔφτασαν ἐπάνω καὶ πάτησαν τὸ πόδι τους γερά, πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ὅπως ἀκριβῶς οἱ νικηφόροι κάνουν γύρους, φορώντας στὸ κεφάλι τους στεφάνια ἀπὸ φτερά*6, στεφάνια τῆς εὐσταθείας, ὅπως λέγονται ἐπειδὴ στὴν ζωὴ ἀπέδειξαν τὸ ἄλογον καὶ παθιασμένον στοιχεῖον τῆς ψυχῆς ἀρκετὰ εὐάγωγον στὸν λόγον καὶ κόσμιον.

Δεύτερον, ὁμοιάζοντας ἐξωτερικῶς μὲ ἀκτῖνες, μὲ φωτιὰ ὅμως στὴν ψυχὴ ποὺ ἐλαφραίνει καὶ πηγαίνει πρὸς τὰ πάνω, ὅπως ἀκριβῶς ἐδῶ…στὸν γύρω ἀπὸ τὴν σελήνη αἰθέρα, παίρνουν ἀπὸ ἐκεῖ τόνον καὶ δύναμιν, ὅπως τὰ ἀντικείμενα ποὺ ἐμβαπτίζονται καὶ σκληραίνουν. Πράγματι, τὸ ἀραιὸν ἀκόμη καὶ διακεχυμένον στοιχεῖον δυναμώνει καὶ γίνεται σταθερὸν καὶ διαυγές, ὥστε νὰ τρέφεται ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀναθυμίασιν, καὶ σωστὰ εἶπε καὶ ὁ Ἡράκλειτος ὅτι «οἱ ψυχὲς ὀσφραίνονται στὸν Ἅδη*7».

Κατ’ἀρχὰς παρατηροῦν τῆς ἴδιας τῆς σελήνης τὸ μέγεθος, τὴν ὀμορφιά καὶ τὴν φύσιν ποὺ δὲν εἶναι ἁπλή, οὔτε ἀπρόσμεικτη, ἀλλὰ εἶναι σὰν μεῖγμα ἄστρου καὶ γῆς. Ὅπως ἡ γῆ ποὺ εἶναι ἀνάμεικτη ἀπὸ πνοὴ καὶ ὑγρόν… ἔχει γίνει μαλακὴ καὶ τὸ αἷμα δίνει αἴσθησιν στὴν σάρκα μὲ τὴν ὁποία εἶναι ἀναμεμειγμένον, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν σελήνη, λέγουν πώς, οὖσα ἀνακατεμένη μέχρι μέσα μὲ αἰθέρα εἶναι ἔμψυχη καὶ γόνιμη, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔχει ἰσορροπημένη ἀναλογιά βαρύτητος καὶ ἐλαφρότητος.

Ἐξ ἄλλου, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, λέγουν πώς, καὶ αὐτὸς ὁ κόσμος καθῶς εἶναι συνηρμοσμένος ἀπὸ πράγματα ποὺ κινοῦνται φυσιολογικῶς πρὸς τὰ πάνω καὶ πρὸς τὰ κάτω, ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τὴν κατὰ τόπον κίνησιν.

Αὐτὰ μοιάζει νὰ ἔχει συλλάβει καὶ ὁ Ξενοκράτης μὲ βάσιν κάποιον θεϊκὸν τρόπον σκέψεως, ξεκινώντας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα. Πράγματι ὁ Πλάτων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπεφάνθη ὅτι καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔχει συναρμοστεῖ ἀπὸ γῆ καὶ πῦρ, ποὺ δέθηκαν μεταξύ τους κατ’ ἀναλογίαν μέσῳ τῶν δύο ἐνδιάμεσων φύσεων, ἐφ’ ὅσον στὴν αἴσθησιν δὲν φτάνει τίποτα ποὺ νὰ μὴν εἶναι μεῖγμα γῆς καὶ φωτός.

Ὁ Ξενοκράτης ὅμως λέγει ὅτι τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος ἀποτελοῦνται ἀπὸ πῦρ καὶ τὸ πρῶτον πυκνόν, ἐνῶ ἡ σελήνη ἀπὸ τὸ δεύτερον πυκνόν καὶ τὸν δικόν της ἀέρα· ἡ γῆ πάλι ἀπὸ ὕδωρ, ἀέρα καὶ τὸ τρίτο πυκνόν. Γενικῶς ὅμως οὔτε τὸ πυκνὸν αὑτὸ καθ’ αὑτό, οὔτε τὸ ἀραιὸν εἶναι δεκτικὸν ψυχῆς. Αὐτὰ λοιπὸν γιὰ τὴν οὐσία τῆς σελήνης».


*1 Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος» σημειώνει τὴν ταύτισιν τῆς Ἴσιδος μὲ τὴν σελήνη ( «τὴν δ´ Ἶσιν οὐχ ἑτέραν τῆς σελήνης ἀποφαίνοντες», 372D ), ἀλλὰ καὶ τὴν ταύτισιν τῆς Ἴσιδος μὲ τὴν Φερσέφασσα ( «Οὐ γὰρ ἄλλον εἶναι Σάραπιν ἢ τὸν Πλούτωνά φασι καὶ Ἶσιν τὴν Περσέφασσαν», 361Ε).

Στὴν 24η παράγραφον τοῦ «Περὶ τοῦ τῆς σελήν. ἐμφαιν. προσώπου» σχετίζει τὴν σελήνη καὶ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ : 

«...οὔτω τὴν σελήνην, Ἀθηνᾶν λεγομένην καὶ οὖσαν...»

(πέραν τοῦ γνωστοῦ συσχετισμοῦ τῆς σελήνης μὲ τὴν παρθένον Ἄρτέμιν, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἑκάτη κατὰ ἄλλους).

Ὀνομάζει δὲ τὴν σελήνη «Τριοδῖτιν», ἐφ' ὅσον κινεῖται ἐπὶ τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου σὲ μῆκος, πλάτος καὶ βάθος ταυτόχρονα. 

Στὸν ὕμνον στοὺς Pap. Gr. Mag. (4, 2524) ἡ σελήνη καλεῖται ὡς «τρίκτυπος, τρίφθογγος, τρικάρανος, τρινακία, τριπρόσωπος, τριαύχενος, τριοδῖτις, τρισσοῖς ταλάροισιν ἔχουσα φλογὸς ἀκάματον πῦρ,  ἔχουσα τρεῖς μορφές» κ.ἄ παρόμοια ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα μαζὶ μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου πὼς διόλου τυχαίως συνεσχετίσθη καὶ μὲ τὴν τρίμορφον φωσφόρον Ἕκάτη, τὴν θεὰ σχετικὴ τοῦ Κάτω Κόσμου, τῆς θαλάσσης... 

Ἴσως μὲ αὐτὰ δεδομένα νὰ ἐξηγεῖται καὶ τὸ προσωνύμιον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς «γλαυκῶπις» καθῶς καὶ πάλι στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου (21) μαθαίνουμε πὼς ὅταν γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης κοντὰ στὴν αὐγή, παίρνει χρῶμα γαλανὸ καὶ λαμπερόν, γι' αὐτο καὶ οἱ ποιητὲς καὶ ὁ Ἐμπεδοκλῆς τὴν χαρακτηρίζουν «γλαυκῶπιν».  

*2 Στὰ σχόλια τοῦ «Κάκτου» σχετικῶς μὲ τὸ σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου ἀναφέρεται :

«…Τὸ «Ἠλύσιον Πεδίον» πρέπει νὰ σημαίνει τὴν ἐπιφάνεια τῆς σελήνης ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐνῶ τὰ «πείρατα γαίης» τὸ τέλος τῆς σκιᾶς τῆς γῆς ποὺ ἀγγίζει κάποιες φορὲς τὴν σελήνη».

Ὅμως ἡ ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῆς λέξεως «Ἠλύσιος» ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀντιστοίχισιν-ἐπιβεβαίωσιν τῶν ὅσων γράφει ὁ Πλούταρχος περὶ τῆς ταυτίσεως σελήνης-Περσεφόνης, ὅπου γίνεται ὁ διαχωρισμὸς τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ κατὰ τὸν δεύτερον θάνατον, ἀλλὰ καὶ τῶν ὅσων δυνάμεθα νὰ γνωρίζουμε σήμερα περὶ τῆς σχέσεως τῆς Δήμητρος-Κόρης μὲ τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, τῆς ἱερότητος καὶ τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χαρακτῆρος τους, ἀλλὰ καὶ τῆς πομπῆς τῶν ἐναρέτων ψυχῶν μετὰ θάνατον στὰ Ἠλύσια Πεδία, στὴν Σελήνη.

Κι αὐτὸ καθῶς ἡ λέξις «Ἠλύσιος», ὅπως καὶ τὰ «Ἐλευσίνια» μυστήρια προέρχονται ἐτυμολογικῶς ἀπὸ τὸ «ἐλεύθω» ( =ἔρχομαι), ἐξ οὗ καὶ «ἠλυσία/ἤλυσις» εἶναι ἡ ὁδός, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἱερὰ πόλις τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης ἐλέχθη «Ἐλευσίς» κ.ἄ.  

*3 Ἀναλυτικοτέρως γράφει ὁ μέγιστος Ὅμηρος περὶ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων μετὰ τὸν θάνατόν τους στὸ Ἠλύσιον πεδίον τῆς σελήνης (Ὀδύσσεια, δ’, 561-5) :

«σοὶ δ' οὐ θέσφατόν ἐστι, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε,
Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν,
ἀλλά σ' ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης
ἀθάνατοι πέμψουσιν, ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς, -
τῇ περ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν
»

( =Γιὰ σένα δὲν εἶναι ὁρισμένον ἀπὸ τοὺς θεούς, διοτρεφὲς-θεϊκὲ Μενέλαε νὰ πεθάνεις στὸ ἱπποτρόφον Ἄργος καὶ ἐκεῖ νὰ βρεῖς τὴν μοίρα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ οἱ ἀθάνατοι θὰ σὲ στείλουν στὸ Ἠλύσιον πεδίον καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὅπου -εἶναι- ὁ ξανθὸς Ῥαδάμανθυς*4, ὅπου ζωὴ ξέγνοιαστη περνοῦν οἱ ἄνθρωποι).

*4 Ὁ Ῥαδάμανθυς μετὰ τὸν θάνατόν του ὡρίσθη ἀπὸ τὸν Πλούτωνα νὰ δικάζει τοὺς νεκροὺς στὸν Ἄδη, ὅπου ὁ παπποῦς τοῦ Ἀχιλλέως, Αἰακὸς ἦταν ἐπίσης κριτὴς καὶ κλειδοῦχος τοῦ Κάτω Κόσμου (βλ. χριστιανικὴ πεποίθησιν-παραποίησιν περὶ «κλειδιῶν τοῦ Παραδείσου» ποὺ κρατᾶ ὁ …«ἅγιος Πέτρος»! )

*5 Ὁ Ἡσίοδος στὴν «Θεογονία» ( «ὅτι μουνογενής, ἧσσον θεὰ ἔμμορε τιμῆς», 426/ «μουνογενὴς ἐκ μητρὸς ἐοῦσα πᾶσι μετ᾽ ἀθανάτοισι τετίμηται γεράεσσιν», 448-9) «μουνογενῆ» ἀποκαλεῖ τὴν Ἑκάτη καὶ τὴν Περσεφόνη.

*6 Ὁ Πλάτων στὸν «Φαῖδρον» (256b) γράφει :

«ἐγκρατεῖς αὑτῶν καὶ κόσμιοι ὄντες… ἐλευθερώσαντες δὲ ᾧ ἀρετή· τελευτήσαντες δὲ δὴ ὑπόπτεροι καὶ ἐλαφροὶ γεγονότες…»

*7 βλ. Ἡράκλειτος, Fragmente der Vorsokratiker, Diels-Kranz, ἀπόσπ. 98 


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΗΘΙΚΑ, 24, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩι ΚΥΚΛΩι ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ», ἐκδ. Κάκτος, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, «ΟΜΗΡΟΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΔΗΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ,  «ΑΛΗΘΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΑΙΛΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ», ΔΙΩΝ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΛΕΛΟΙΠΩΤΩΝ ΧΡΗΣΤΗΡΙΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΙΣ», ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ, «HISTORIA NATURALIS», ΠΛΙΝΙΟΣ,  «ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΜΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩι ΚΥΚΛΩι ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ», Γ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ-ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», ΗΛ. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, «DOES ASTRONOMICAL AND GEOGRAPHICAL INFORMATION OF PLUTARCHS DE FACIE DESCIBE A TRIP BEYOND THE NORTH ATLANTIC OCEAN? », Ι. ΛΥΡΙΤΖΗΣ, Π. ΠΑΠΑΔΗΜΑ-ΠΡΕΚΑ, Π. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΚΑΛΑΧΑΝΗΣ, ΤΖΑΝΗΣ, «ΟΙΝΩΨ ΠΟΝΤΟΣ», ΕΡ. ΜΕΡΤΖ, «ΠΕΡΙ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΚΩΛΩΤΗΝ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «FABULAE», ΥΓΙΝΟΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ἠ ΑΠΙΣΤΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (