Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)


Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΚΙΝΗΣΙΣ ΤΟΥ 

Γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Τίμαιον» (29c-34b) : 

«Ἄς ἐξετάσωμεν λοιπὸν γιὰ ποιόν λόγον ἔφτιαξε ὁ Δημιουργὸς τὴν γένεσιν καὶ τὸ σύμπαν. Ἦταν ἀγαθὸς καὶ στὸν ἀγαθὸν δὲν γεννιέται ποτὲ κανένας φθόνος γιὰ ὁ,τιδήποτε· γι’ αὐτὸ θέλησε νὰ γίνουν τὰ πάντα ὅσον τὸ δυνατόν παρόμοια μὲ τὸν ἴδιον. Ὅποιος λοιπὸν δέχεται αὐτὴ ὡς σπουδαιοτέρα ἀρχὴ γιὰ τὴν γένεσιν καὶ τὸν κόσμον, ἀκούγοντάς την ἀπὸ συνετοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἔπραττε σωστά. Θέλοντας ἑπομένως ὁ θεὸς νὰ εἶναι τὰ πάντα ἀγαθὰ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει κατὰ τὸ δυνατὸν τίποτε τὸ ἀτελές, πῆρε ὅλα ὅσα ἦταν ὁρατὰ καὶ βρίσκονταν ὄχι σὲ ἡρεμία, ἀλλὰ σὲ ἄτακτη καὶ ἀκανόνιστη κίνησιν, καὶ τὰ ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀταξία σὲ τάξιν, θεωρώντας ὅτι αὐτὴ ἀπὸ κάθε πλευρὰ εἶναι καλλιτέρα*1.

Στὸν ἄριστον οὔτε ἦταν, οὔτε εἶναι ἐπιτρεπτὸν νὰ κάνει τίποτα ἄλλον πέρα ἀπὸ τὸ ἄριστον. Ἀφοῦ λοιπὸν συλλογίστηκε, ἀντελήφθη ὅτι στὴν φυσικὴ τάξιν τῶν ὁρατῶν πραγμάτων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προκύψει ἕνα σύνολον χωρὶς νοῦ ποὺ νὰ εἶναι καλλίτερον ἀπὸ ἕνα σύνολον μὲ νοῦ· ἀπ’ τὴν ἄλλη νοῦς χωρὶς ψυχὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξει.

Μὲ αὐτὴν τὴν σκέψιν ἔβαλε τὸ λογικὸν στὴν ψυχή, καὶ βάζοντας τὴν ψυχὴ στὸ σῶμα δημιουργοῦσε τὸ σύμπαν, ὥστε τὸ ἔργον του νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν φύσιν του τὸ καλλίτερον καὶ τὸ ὡραιότερον. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτὸν τὸν πιθανὸν συλλογισμόν, πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ κόσμος αὐτὸς δημιουργήθηκε ζωντανός, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ λογικόν, χάριν στὴν πρόνοια τοῦ θεοῦ. Ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πρέπει νὰ ἐξετάσουμε αὐτὸ ποὺ ἀκολουθεῖ στὴν συνέχεια. Ποιόν ἄλλον ζωντανὸν κόσμον πῆρε ὁ δημιουργὸς γιὰ πρότυπον, ὅταν θέλησε νὰ φτιάξει ὅμοιον του τὸν κόσμον;  

Δὲν πρέπει νὰ πιστεύσουμε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν φύσιν του μέρος κάποιου ἄλλου κόσμου, διότι ἄν ὁμοιάζει μὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι τέλειον, τότε ἀποκλείεται νὰ εἶναι κι ὁ ἴδιος καλός. Εἶναι πιὸ σωστὸν νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁμοιάζει περισσότερον ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο μὲ ἐκεῖνον τὸν ζωντανὸν κόσμον τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦν μέρος ὅλα τὰ ἄλλα πλάσματα καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς σύνολον, ἐπειδὴ ἐκεῖνος περιλαμβάνει καὶ κλείνει μέσα του ὅλα τὰ νοητὰ ὄντα, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ κόσμος περιλαμβάνει ἑμᾶς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὁρατὰ πλάσματα.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ θεὸς θέλησε νὰ τὸν κάνει νὰ ὁμοιάζει μὲ τὸ καλλίτερον καὶ τελειότερον ἀπὸ ὅλα τὰ νοητὰ δημιουργήματα, ἔφτιαξε ἕναν ὁρατὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνει ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα ποὺ ἀπὸ τὴν φύσιν τους εἶναι ὅμοια πρὸς αὐτόν. Ἔχουμε λοιπὸν δίκιο ὅταν περιγράφουμε τὸν κόσμον σὰν μοναδικόν; Ἤ μήπως θὰ ἦταν ὀρθότερον νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ ἄπειροι;

Ἄν ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπόν του, τότε πρέπει νὰ εἶναι μόνον ἕνας, γιατὶ αὐτὸ ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ νοητὰ ζῶα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι δεύτερον μαζὶ μὲ κάποιο ἄλλο. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ἄλλος ἕνας ποὺ νὰ κλείνει μέσα του καὶ τοὺς δύο, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀποτελοῦν τμήματα του. Τότε ὅμως δὲν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ὅμοιος μὲ ἐκείνους τοὺς δύο ἀλλὰ μόνον μὲ τὸν ἕναν ποὺ κλείνει μέσα του τοὺς ἄλλους δύο. Γιὰ νὰ εἶναι ἑπομένως ὁ κόσμος μόνος του ὅμοιος μὲ τὸ τέλειον πρότυπον, ὁ δημιουργὸς δὲν ἔφτιαξε οὔτε δύο, οὔτε ἀπείρους ἄλλους κόσμους, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ οὐρανὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς καὶ τώρα καὶ πάντα.

Ὁ,τιδήποτε δημιουργεῖται πρέπει νὰ ἔχει σῶμα ὁρατὸν καὶ ἁπτὸν. Τίποτα ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁρατὸν μακριὰ ἀπὸ τὴν φωτιά καὶ τίποτα ἁπτὸν χωρὶς νὰ ἔχει στερεότητα. 

Δὲν ὑπάρχει ὅμως τίποτα στερεὸ χωρὶς νὰ ἔχει χῶμα. Ὅταν λοιπὸν ὁ θεὸς ἄρχισε νὰ φτιάχνει τὸ σῶμα τοῦ σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιὰ καὶ χῶμα. Δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν καλὰ δύο σώματα χωρὶς τὴν μεσολάβησιν καὶ κάποιου τρίτου, γιατὶ ἀνάμεσα στὰ δύο πρῶτα πρέπει νὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ θὰ τὰ συνδέει*2. 

Καλλίτερος δεσμὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ καταφέρνει νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὰ συνδεόμενα πράγματα τὸ πιὸ ὁμογενὲς σύνολον καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸν πιὸ ἀποτελεσματικὸν τρόπον ἀπὸ τὴν φυσικὴ σχέσιν τῶν ἀναλογιῶν.

Ὅταν δηλαδὴ ὁ μέσος ἀπὸ τρεῖς ἀριθμούς [*ἔστω α,β,γ], εἶτε ὄγκους, εἴτε δυνάμεις, ἔχει μὲ τὸν τελευταῖον τὴν ἴδια σχέσιν ποὺ ἔχει κι ὁ πρῶτος μὲ τὸν μέσον [*δηλαδὴ α/β=β/γ], καὶ ἀντιστρόφως, ὅποια σχέσιν ἔχει ὁ τελευταῖος πρὸς τὸν μέσον, ἔχει καὶ ὁ μέσος μὲ τὸν πρῶτον [*δηλαδὴ γ/β=β/α], τότε, ἐπειδὴ ὁ μέσος γίνεται καὶ πρῶτος καὶ τελευταῖος, ἐνῶ ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος γίνονται μὲ τὴν σειρά τους μέσοι, κατ’ ἀνάγκην θὰ εξακολουθήσουν νὰ ἰσχύουν οἱ ἴδιες σχέσεις [*β/γ=α/β καὶ β/α=γ/β] καὶ κατὰ συνέπεια θὰ ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύνολον. 

Ἄν λοιπὸν τὸ σῶμα τοῦ σύμπαντος ἐπρόκειτο νὰ πλαστεῖ ἐπίπεδον χωρὶς βάθος, ἕνας μόνον μέσος θὰ ἦταν ἀρκετὸς γιὰ νὰ συνδέσει τὸν ἑαυτόν του μὲ τὰ ἄλλα δύο στοιχεῖα. Τὤρα ὅμως, τὸ σῶμα τοῦ σύμπαντος ἔχει τὴν μορφὴ στερεοῦ καὶ τὴν συναρμογὴ τῶν στερεῶν ἀπαιτοῦνται πάντοτε δύο καὶ ποτὲ ἕνας μέσος. Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ θεὸς ἀνάμεσα στὸ πῦρ καὶ τὴν γῆ τοποθέτησε τὸ νερὸ καὶ τὸν ἀέρα μὲ τὴν ἴδια ἀναλογία, δηλαδὴ ὁ λόγος πυρός/ἀέρος νὰ εἶναι ἴδιος μὲ τὸν λόγον ἀέρος/νεροῦ καὶ νεροῦ/γῆς, φτιάχνοντας ἔτσι ἕναν κόσμον ὁρατὸν καὶ ἁπτόν. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ πῶς ἐγεννήθη τὸ σῶμα τοῦ κόσμου ἀπὸ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ τέσσερα στοιχεῖα: ἐναρμονίστηκε ἀπὸ τὴν ἀναλογία τους, ἤντλησε ἀπὸ αὐτὰ φιλία καὶ ἀπέκτησε τέτοια συνεκτικότητα*3, ὥστε μόνον αὐτὸς ποὺ τὸ συνέδεσε νὰ μπορεῖ νὰ τὸ διαλύσει. 

Ἡ οἰκοδόμησις τοῦ κόσμου ἀπαίτησε τὴν ὁλότητα καὶ τῶν τεσσάρων στοιχείων, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός του τὸν συνέθεσε χρησιμοποιώντας ὅλον τὸ πῦρ, τὸ νερό, τὸν ἀέρα καὶ τὴν γῆ, ἐξαντλώντας καὶ τὸ παραμικρὸν τμῆμα καὶ τὴν παραμικρὴ δύναμιν, θέλοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον/σκεπτόμενος : πρῶτον νὰ φτιάξει ἕνα σύνολον ὅσο πιὸ ὁλοκληρωμένον γίνεται, πλῆρες ἔμβιον ὄν καὶ ἀποτελούμενον ἀπὸ πλήρη μέρη·
δεύτερον, νὰ εἶναι μοναδικόν, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχει μείνει κανένα στοιχεῖον ἔξω ἀπ’ αὐτό, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ ἄλλο τέτοιο·
καὶ τέλος, νὰ εἶναι ἕνα σύνολον ποὺ θὰ εἶναι ἀπαλλαγμένον ἀπὸ γεράματα καὶ ἀσθένειες, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι, ἄν ἕνα σύνθετον σῶμα βρισκόταν ἐκτεθειμένον στὴν ἐξωτερικὴ ἐπίδρασιν ἰσχυρῶν δυνάμεων, ὅπως ἡ θερμότης καὶ τὸ ψῦχος, θὰ κινδύνευε νὰ ἀποσυντεθεῖ ἀπὸ τὶς ἄκαιρες ἐπιθέσεις τους καὶ θὰ φθειρόταν ἀπὸ τὰ γηρατειὰ καὶ τὶς ἀσθένειες ποὺ θὰ τοῦ προκαλοῦσαν.

Γι’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγον καὶ μὲ αὐτὴν τὴν σκέψιν, -ὁ Δημιουργός- οἰκοδόμησε ἀπὸ τὴν ὁλότητα τῶν συστατικῶν ἕναν κόσμον μοναδικόν, ὁλοκληρωμένον καὶ πλήρη, ἀγέραστον καὶ ἄτρωτον. Τοῦ ἔδωσε ἐπίσης καὶ τὸ σχῆμα ποὺ τοῦ ἥρμοζε περισσότερον καὶ ἦταν συγγενικὸν πρὸς αὐτόν.

Στὸ ἔμβιον ὄν ὅμως ποὺ εἶχε σχεδιαστεῖ γιὰ νὰ κλείσει μέσα του ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα, ταίριαζε ἐκεῖνον τὸ σχῆμα ποὺ περικλείει ὅλα τὰ ὑπάρχοντα σχήματα*4. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἔπλασε τὸν κόσμον κυκλικὸν καὶ κρατώντας ἴσες τὶς ἀποστάσεις τῶν ἀκραίων σημείων του ἀπὸ τὸ κέντρον, τοῦ ἔδωσε τὴν μορφὴ σφαίρας, δηλαδὴ τοῦ πιὸ πλήρους καὶ ὁμοιομόρφου σχήματος, μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι τὸ ὁμοιόμορφον εἶναι δέκα χιλιάδες φορὲς καλλίτερον ἀπὸ τὸ ἀνομοιόμορφον.

Ἐξωτερικῶς τὸν ἔκανε ἐντελῶς λεῖον, γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁ κόσμος ἄλλωστε δὲν χρειαζόταν νὰ ἔχει μάτια, ἀφοῦ ἔξω ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε τίποτα ὁρατόν· οὔτε ἀκοὴ χρειαζόταν, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ. Ἀὴρ γύρω του δὲν ὑπῆρχε γιὰ νὰ ἀναπνέει, οὔτε χρειαζόταν νὰ ἔχει κάποιο ὄργανον γιὰ νὰ δέχεται τροφὴ ἤ γιὰ νὰ ἀπαλλάσσεται μετὰ τὴν πέψιν ἀπὸ τὰ ὑπολείμματά της.

Ἦταν κατασκευασμένος μὲ τέτοιον τρόπον ποὺ μποροῦσε νὰ δίνει ὁ ἴδιος γιὰ τροφὴ στὸν ἑαυτόν του ἐκεῖνο τὸ μέρος του ποὺ φθείρεται, καὶ εἶχε φτιαχτεῖ ἀπὸ τὸν Δημιουργόν του τέτοιος, ὥστε ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ τὰ πάθη του νὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν του, ἀφοῦ ὁ δημιουργός του ἔκρινε ὅτι θὰ ἦταν καλλίτερος ἄν εἶχε αὐτάρκεια, παρὰ ἄν χρειαζόταν κι ἄλλα πράγματα. Σκέφτηκε ἐπίσης ὅτι ἦταν μάταιον νὰ τοῦ προσθέσει χέρια, γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πιάσει ἤ νὰ ἀποκρούσει, ἀλλά οὔτε καὶ πόδια ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλον ποὺ νὰ ἐξυπηρετεῖ στὴν βάσιν (βάδισμα/στήριξις).

Τοῦ προσέδωσε βέβαια τὴν κατάλληλη γιὰ τὸ σῶμα του κίνησιν, δηλαδὴ ἐκείνη ἀπὸ τὶς ἑπτά κινήσεις ποὺ συνδέεται εὐθέως μὲ τὸν νοῦν καὶ τὴν φρόνησιν. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν τὸν ἔκανε νὰ κινεῖται ὁμοιόμορφα κυκλικά, μὲ τὴν ἴδια πάντοτε περιστροφή, μένοντας στὸν ἴδιον τόπον, μέσα στὰ ὅριά του, χωρὶς καμμία ἀπολύτως συμμετοχὴ στὶς ἄλλες ἕξι κινήσεις.

Καὶ καθῶς γιὰ τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῆς τῆς περιστροφικῆς κινήσεως δὲν χρειαζόταν πόδια, τὸν κατασκεύασε ἀσκελῆ καὶ ἄπουν (χωρὶς πόδια). Αὐτὴ ἦταν ἡ σκέψις τοῦ αἰωνίου θεοῦ γιὰ τὸν θεὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δημιουργηθεῖ. Τοῦ ἔδωσε σῶμα λεῖον καὶ ὁμαλόν, ἀπολύτως συμμετρικὸν ὡς πρὸς τὸ κέντρον, ὁλοκληρωμένον καὶ πλῆρες, ἀποτελούμενον ἀπὸ τέλεια συστατικά».                                                                                   


*1 Βλ. καὶ Ἡσιόδου «Θεογονία», 116-136, ποὺ ἐνέπνευσε τοὺς Ἑβραίους, παραποιώντας τήν, νὰ γράψουν τὰ περὶ τῆς «Γενέσεως» :

«Λοιπὸν τότε πρώτιστα τὸ Χάος ἔγινε. Κι ὕστερα ἡ πλατύστερνη ἡ Γῆ, ἡ σταθερὴ πάντοτε ἕδρα ὅλων τῶν ἀθανάτων ποὺ τὴν κορυφὴ κατέχουν τοῦ χιονισμένου Ὀλύμπου, καὶ τὰ ζοφώδη Τάρταρα στὸν μυχὸν τῆς γῆς μὲ τοὺς πλατεῖς τοὺς δρόμους. Ἀλλὰ κι ὁ Ἔρως ποὺ ὁ πιὸ ὡραῖος εἶναι ἀνάμεσα στοὺς ἀθάνατους θεούς, αὐτὸς ποὺ παραλύει τὰ μέλη καὶ ὅλων τῶν θεῶν κι ἀνθρώπων τὴν καρδιὰ δαμάζει μὲς στὰ στήθη καὶ τὴν συνετή τους θέλησιν. Κι ἀπὸ τὸ Χάος ἔγινε τὸ Ἔρεβος κι ἡ μαύρη Νύχτα. Κι ἀπό τὴν Νύχτα πάλι ἔγιναν ὁ Αἰθὴρ καὶ ἡ Ἡμέρα: αὐτοὺς τοὺς γέννησε ἀφοῦ συνέλαβε σμίγοντας ἐρωτικῶς μὲ τὸ Ἔρεβος. Καὶ ἡ Γῆ γέννησε πρῶτα ἴσον μ᾽αὐτὴ τὸν Οὐρανὸν πού ᾽ναι γεμάτος ἄστρα, νὰ τὴν καλύπτει ἀπὸ παντοῦ τριγύρω καὶ νά ᾽ναι ἕδρα τῶν μακαρίων θεῶν παντοτινᾶ ἀσφαλής. Γέννησε καὶ τὰ ὅρη τὰ ψηλά, τὶς ὅλον χάριν κατοικίες τῶν θεῶν Νυμφῶν ποὺ κατοικοῦν στὰ βουνὰ τὰ φαραγγώδη, μὰ καὶ τὸ πέλαγος τὸ ἀκαταπόνητο γέννησε ποὺ ὁρμᾶ μὲ τὸ κῦμα, τὸν Πόντο, δίχως ζευγάρωμα εὐφρόσυνο. Κι ἔπειτα ξάπλωσε μὲ τὸν Οὐρανὸν καὶ γέννησε τὸν Ὠκεανὸν τὸν βαθυδίνη τὸν Κοῖον, τὸν Κρεῖον, τὸν Ὑπερίονα, τὸν Ἰαπετόν, τὴν Θεῖα, τὴν Ῥέα, τὴν Θέμιν, τὴν Μνημοσύνη, τὴν χρυσοστέφανη τὴν Φοίβη καὶ τὴν ἐράσμια Τηθύν...»  

Ἡ λέξις «κόσμος» ( =στολίδι, ἁρμονία, τάξις) δηλώνει τὴν τελειότητα καὶ τὴν εὐρυθμία τοῦ σύμπαντος, ποὺ ἀρχικῶς ἦταν συγκεχυμένον (χάος). Τελειότητα, ἁρμονία καὶ καλλωπισμὸν ποὺ δὲν μπόρεσε κανεὶς λαὸς νὰ περιγράψει διαφορετικῶς, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἀναγκαστικῶς τὴν φθέγγουν ἑλληνικῶς (βλ. cosmos, kozmos, cosmetics κοκ). 

*2 Ἀναφέρεται στὰ σχόλια τοῦ «Κάκτου» στὸ σύγγραμμα «Τίμαιος» τοῦ Πλάτωνος :

«Οἱ χαρακτῆρες τοῦ πυρὸς καὶ τῆς γῆς εἶναι τόσον διαφορετικοὶ ποὺ θὰ πρέπει νὰ παρεμβληθοῦν ἕνα ἤ περισσότερα συστατικὰ ἐνδιαμέσου χαρακτῆρος, ὥστε νὰ χρησιμεύσουν ὡς συγκολλητικὴ οὐσία. Ὁ δεσμὸς ποὺ ἑνοποιεῖ καλλίτερα τὸν ἑαυτόν του καὶ τοὺς πρὸς σύνδεσιν ὅρους, εἶναι μία ἀναλογία ἤ πρόοδος, ὅπου ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος ὅρος ἔχουν μέσον ἤ ἐνδιάμεσον ὅρον ἤ ὅρους ποὺ συνδέονται μὲ μαθηματικὸν τρόπον.
Ὁ Πυθαγόρας καὶ οἱ ὀπαδοί του μελέτησαν πρῶτοι τὶς ἀναλογίες καὶ ἡ ὀνομασία αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὶς τρεῖς ἁπλὲς μορφὲς σειρῶν, τὶς ὁποῖες ἀκόμη ἀποκαλοῦμε «προόδους», τὴν ἀριθμητική, τὴν γεωμετρικὴ καὶ τὴν ἁρμονική. Οἱ Πυθαγόρειοι (ἤ κατὰ παράδοσιν ὁ ἴδιος ὁ Πυθαγόρας) ἀνεκάλυψαν καὶ τὶς τρεῖς μέσα ἀπὸ τὶς μουσικές τους μελέτες.

*3 Θυμίζει ἀρκετὰ τὴν θεώρησιν τοῦ προγενεστέρου τοῦ Πλάτωνος, Ἐμπεδοκλέους περὶ τῆς φιλότητος καὶ τοῦ νείκους ποὺ κυριαρχοῦν τὰ τέσσερα στοιχεῖα. Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἡ Ἀφροδίτη (φιλότης, ἔρως) καὶ ὁ πολέμιος Ἐνυάλιος-Ἄρης ἐγέννησαν τὴν Ἁρμονία. 

*4 Ἐξηγεῖ γιατί τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου εἶναι σφαιρικόν, καθῶς λέγει πὼς ὁ Δημιουργὸς θέλησε νὰ τοῦ δώσει ἕνα σχῆμα ποὺ θὰ περιέχει ὅλα τὰ ἄλλα σχήματα. Τὰ σχήματα στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται εἶναι τὰ περίφημα πέντε «Πλάτωνος σχήματα», τὸ τετράεδρον, ὁ κύβος, τὸ ὀκτάεδρον, τὸ δωδεκάεδρον καὶ τὸ εἰκοσάεδρον.
Ὁ Εὐκλείδης στὸ 13ον βιβλίον τῶν «Στοιχείων» του δίνει τὴν κατασκευὴ τῆς ἐγγραφῆς καὶ τῶν πέντε στὴν σφαῖρα καὶ ἀποδεικνύει πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄλλα ἐγγράψιμα κανονικὰ στερεά. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΛΑΤΩΝ ΤΙΜΑΙΟΣ», ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ, «ΤΙΜΑΙΟΣ/ΚΡΙΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΥΚΛΕΙΔΟΥ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΚΑΝΟΝΟΣ», ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΠΥΡΙΔΗΣ καὶ «ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ», Δ. ΠΟΛΙΤΗΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ