Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗ Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

«Καὶ γὰρ Ἀθηναίοισιν ἐπέρχεται ἄγριος ὄμβρος, ἡγεμόνων κακότητι ( =ἐξ αἰτίας τῆς κακότητος τῶν ἡγεμόνων)· παραιφασίη ( =παραίνεσις) δὲ τις ἑσται, ᾗ γ' ἅλις ἠμύσουσιν ( =θὰ ἀφανίσει) πόλιν, τίσουσι ( =ξεπληρώσει) δὲ ποινήν», Χρησμὸς πρὸς Ἀθηναίους διὰ τὸν ἐπερχόμενον κατακλυσμόν, Ἑλλην. Ἀνθολ., Appendix Oracula, 222, TLG. 

Εἶναι γνωστὸν πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι τόσον παλαιοὶ ποὺ ἔχουν καταγράψει καὶ θυμοῦνται τρεῖς γενομένους κατακλυσμούς· τοῦ Ὠγύγου, τόσο παλαιὸν ποὺ ἀκόμη καὶ οἱ ἀρχαῖοι τῶν ἀρχαίων χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομά του γιὰ νὰ ὑποδείξουν κάτι πανάρχαιον -ὁ βασιλεὺς Ὤγυγος*1 θεωρεῖται σύγχρονος τοῦ Φορωνέως, υἰοῦ τοῦ Ἀργείου Ἰνάχου, ὁπότε καὶ ἀδελφοῦ τῆς Ἀργείας Ἰοῦς ( «Πρῶτος παρ' Ἀθηναίοις μνημονεύεται Ὤγυγος καθ' ὅν παρ' Ἕλλησιν ὁ μέγας καὶ παλαιὸς ἱστορεῖται κατακλυσμός. Τούτῳ λέγεται συγχρονίσαι Φορωνεὺς ὁ Ἰνάχου Ἀργείων βασιλεύς... Μετὰ δὲ Ὤγυγον διὰ τὴν ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ πολλὴν φθορὰν φασιν ἀβασίλευτον διαμεῖναι τὴν νῦν Ἀττικήν, μέχρι Κέκροπος...», Χρονικά, Α’, 84, Εὐσέβιος Καισαρείας), 

τοῦ Δευκαλίωνος -ποὺ ἡ καταγεγραμμένη ἱστορία του παρεχαράχθη καὶ κατήντησε νὰ παρουσιάζεται ὡς παραμύθι στὸν ἑβραϊκὸν «κατακλυσμὸν τοῦ Νῶε». Γιὰ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ Δευκαλίωνος, ὁ Ἀπολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, Γ’, 8,2, Ἀπολλόδωρος*2) γράφει πὼς συνέβη ἐπὶ Νυκτίμου, ἐγγονοῦ τοῦ Πελασγοῦ καὶ Κραναοῦ, υἰοῦ τοῦ Κέκροπος, «ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος ( =διότι θέλησε ὁ Ζεὺς νὰ ἀφανίσει τὸ χάλκινον γένος)», (Βιβλιοθ., Α', 7,2, Ἀπολλόδ.)-· 

καὶ τέλος ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δαρδάνου -ὅτε ἔσπασε τὸ στόμιον τῶν Συμπληγάδων πετρῶν καὶ πλημμύρισε ὁ Ἑλλήσποντος καὶ μεγάλον μέρος τῶν Ἀσιατικῶν παραλίων (Ἱστορ. Βιβλιοθήκη, 5,47, Διόδωρος Σικελιώτης*3)-. 

Παρ’ ὅτι οἱ πληροφορίες περὶ τῶν κατακλυσμῶν ποὺ ἔχουν διασωθεῖ (τουλάχιστον γιὰ τὸ εὑρὺ κοινόν! ) εἶναι πολλὲς φορὲς συγκεχυμένες καὶ ἄλλοτε -ὑπόπτως- ἀντικρουόμενες, ὑπάρχουν στοιχεῖα στὴν διασωθεῖσα γραμματεία μας ποὺ θὰ μποροῦσαν συνδυαστικῶς μὲ τὴν ἐμβάθυνσιν σὲ ἄλλες ἐπιστῆμες, ὅπως αὐτὴν τῆς ἀστρονομίας, γεωλογίας, μαθηματικῶν κλπ νὰ βοηθήσουν στὴν χρονολογικὴ προσέγγισιν μεγάλων γεγονότων. Εὐτυχῶς γιὰ μᾶς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶχαν μελετήσει σὲ τέτοιο βάθος τὶς ἐπιστῆμες, τοὺς πλανῆτες-θεοὺς καὶ τὰ ἄστρα ποὺ ἄφησαν παρακαταθήκη στοὺς ἑπομένους ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ψάξουν, τὸ πῶς, πότε, ποῦ καὶ ἀπὸ ποιούς γράφτηκε ἡ ἱστορία, ποὺ διόλου τυχαίως -παγκοσμίως- φέρει ἑλληνικότατον ὄνομα καὶ αὐτή! 

Στὸν «Τίμαιον» τοῦ Πλάτωνος (20e καὶ ἑξῆς) ἀναλύονται ἀπὸ τὸν Αἰγύπτιον ἱερέα στὸν Σόλωνα τὰ γέγονότα καὶ ὁ μεγάλος πόλεμος ποὺ συνέβη μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων καὶ γενικῶς τῶν κατοικούντων ἐντὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν μὲ τοὺς Ἀτλαντίους-ἐκτὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, 9.000 χρόνια πρὶν τὸν Σόλωνα, ἄρα μὲ συμβατικὴ -τουλάχιστον- χρονολόγησιν ἀναφέρεται σὲ γεγονότα τῆς 10ης χιλιετίας π.Χ. Ὁ ἱερεὺς μιλᾶ γιὰ τὸν συμβολισμὸν τοῦ μύθου τοῦ Φαέθοντος, ὁ ὁποῖος μὴ μπορώντας νὰ ζεύξει τὸ ἅρμα τοῦ Ἡλίου κατέκαυσε τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν μεγάλον κατακλυσμὸν ποὺ συνέβη μετὰ τὴν ἦττα τῶν κατοίκων τῆς Ἀτλαντίδος ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους : 

«Ὑπάρχει στὴν Αἴγυπτον…στὸ Δέλτα, ἐκεῖ ποὺ χωρίζεται στὴν κορυφή του τὸ ῥεῦμα τοῦ Νείλου, μία περιοχὴ ποὺ λέγεται Σαϊτική· αὐτῆς τῆς περιοχῆς μεγαλυτέρα πόλις εἶναι ἡ Σάις -ἀπὸ ὅπου εἶναι καὶ ὁ βασιλεὺς Ἄμασις-. Σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἀρχηγὸς τῆς πόλεως ἦταν μία θεὸς ποὺ Αἰγυπτιστὶ τὸ ὄνομά της εἶναι Νηίθ, ἑλληνιστὶ ὅπως λέγουν οἱ ἴδιοι, Ἀθηνᾶ· οἱ κάτοικοι της ἰσχυρίζονται πὼς εἶναι πολὺ φιλαθήναιοι/ἀγαποῦν πολὺ τὴν Ἀθῆνα καὶ ὅτι κατὰ κάποιον τρόπον εἶναι οἰκεῖοι τους.

Ὅταν λοιπὸν πῆγε ἐκεῖ ὁ Σόλων εἶπε πὼς ἐτιμήθη σφόδρα· καὶ ὅταν ζήτησε πληροφορίες γιὰ τὰ ἀρχαῖα γεγονότα τους, ἀπὸ τοὺς ἐμπείρους σὲ αὐτὰ τὰ πράγματα ἱερέας, διεπίστωσε πὼς οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ἄλλος Ἕλλην, ὅπως λέγεται, δὲν βρέθηκε νὰ γνωρίζει τίποτα σχετικὰ μὲ αὐτά. Καὶ ὅταν θέλησε νὰ τοὺς παρασύρει σὲ συζήτησιν σχετικῶς μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία, ἐπεχείρησε νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὶς ἀρχαιότατες παραδόσεις, γιὰ τὸν Φορωνέα ποὺ λέγεται πὼς ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καὶ τὴν Νιόβη, καὶ γιὰ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύρρα καὶ γιὰ τὸν τρόπον ποὺ διεσώθησαν ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν καὶ γιὰ τοὺς ἐξ αὐτῶν γενεαλογουμένους καὶ προσπάθησε νὰ ὑπολογίσει τὸ χρονικὸν διάστημα ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ αὐτοὺς μετρώντας τὰ χρόνια. Τότε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερέας, πολὺ ἡλικιωμένος είπε:

«Σόλων, Σόλων, οἱ Ἕλληνες εἶστε αἰωνίως παιδιά, γέρος δὲ Ἕλλην δὲν ὑπάρχει».

Ἀκούγοντάς τον λοιπὸν εἶπε: «Πῶς; Τί ἐννοεῖς;»

«Εἶστε ὅλοι νέοι στὴν ψυχή…γιατί δὲν ἔχετε κρατήσει μέσα σὲ αὐτὲς καμμία ἀπὸ τὶς παλαιὲς δοξασίες τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, οὔτε καὶ καμμία πανάρχαια γνῶσιν. Καὶ ἡ αἰτία αὐτῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: Συνέβησαν καὶ θὰ συμβοῦν πολλές καὶ διάφορες καταστροφὲς στοὺς ἀνθρώπους· οἱ μεγαλύτερες προῆλθαν ἀπὸ πυρκαϊὲς καὶ ἀπὸ πλημμύρες, -καὶ οἱ- μικρότερες ἀπό ἀμέτρητες ἄλλες αἰτίες. 

Ἔτσι λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέγεται στὰ μέρη σας, ὅτι κάποτε ὁ Φαέθων, ὁ υἰος τοῦ Ἡλιου, ἀφοῦ ἔζευξε τὸ ἅρμα τοῦ πατρός του, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν ὁδὸν/ τροχιὰ τοῦ πατρός του, κατέκαυσε ὅ,τι βρισκόταν πάνω στὴν γῆ καὶ ὁ ἴδιος κατεκεραυνώθη, αὐτὸ ἀναφέρεται ὡς μῦθος· ἡ ἀληθινὴ του σημασία εἶναι ὅτι τὰ σώματα ποὺ περιφέρονται στὸν οὐρανὸν γύρω ἀπὸ τὴν γῆ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν τροχιά τους μὲ τὴν πάροδον πολλῶν ἐτῶν καὶ καταστρέφουν ὅλα ὅσα βρίσκονται στὴν ἐπιφάνεια της μὲ τεράστιες φωτιές. 

Τότε λοιπὸν ὅσοι κατοικοῦν στὰ ὄρη καὶ σὲ ὑψηλοὺς τόπους καὶ ξηροὺς παθαίνουν μεγαλύτερες καταστροφὲς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν κοντὰ σὲ ποταμοὺς καὶ στὴν θάλασσα. Ἑμᾶς καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν καὶ σὲ ἄλλες δύσκολες στιγμὲς μᾶς σώζει ὁ Νεῖλος ποὺ πλημμυρίζει. Ὅταν πάλι οἱ θεοὶ πλημμυρίζουν τὴν γῆ γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουν/ ἐξαγνίσουν, γλυτώνουν οἱ ὀρεσείβιοι, οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ κτηνοτρόφοι, ἐνῶ ὅσοι κατοικοῦν σὲ πόλεις σὰν τὴν δική σας παρασύρονται ἀπὸ τὰ ποτάμια στὴν θάλασσα.

…Κάποτε, Σόλων, πρὶν ἀπὸ τὸν πιὸ μεγάλον κατακλυσμόν, αὐτὴ ποὺ σήμερα εἶναι ἡ πόλις τῶν Ἀθηναίων ἦταν ἡ πιὸ γενναία στὸν πόλεμον καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψιν ἡ πιὸ εὐνομουμένη. Λέγεται μάλιστα ὅτι σὲ αὐτὴν ἔγιναν τὰ πιὸ σημαντικὰ ἔργα καὶ τὰ καλλίτερα πολιτεύματα ἀπὸ ὅσα ἔχουμε ἀκούσει πὼς ὑπῆρξαν στὴν γῆ. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Σόλων, μᾶς εἶπε, ἀπόρησε, καὶ ἔδειξε προθυμία νὰ μάθει περισσότερα, παρακαλώντας τοὺς ἱερέας νὰ τοῦ διηγηθοῦν μὲ ἀκρίβεια τὰ γεγονότα περὶ τῶν ἀρχαίων συμπολιτῶν του. Ὁ ἱερεὺς λοιπὸν τοῦ εἶπε:

«Κανένα πρόβλημα, Σόλων, θὰ σοῦ τὰ πῶ ὅλα, τόσον γιὰ χάριν σου καὶ γιὰ χάριν τῆς πόλεώς σας, ἀλλὰ κυρίως γιὰ χάριν τῆς θεᾶς ποὺ προστάτευσε, ἀνέθρεψε καὶ ἐξεπαίδευσε καὶ τὴν δική σας καὶ τὴν δική μας πόλιν· χίλια χρόνια νωρίτερα ἀπὸ τὴν δική μας, τὴν δική σας, ὅταν πῆρε τὸ σπέρμα σας ἀπὸ τὴν Γῆ καὶ τὸν Ἥφαιστον, καὶ ὕστερα -ἀπὸ χίλια ἔτη- τὴν δική μας. Οἱ δικοὶ μας θεσμοί ( =διαρρύθμισις), ὅπως γράφουν τὰ ἱερά μας βιβλία, εἶναι ὀκτὼ χιλιάδων ἐτῶν. Θὰ σοῦ μιλήσω λοιπὸν γιὰ τοὺς συμπολίτες σου ποὺ ἔζησαν πρὶν ἑννέα χιλιάδες χρόνια, -θὰ διηγηθῶ- συντόμως τοὺς νόμους καὶ τὸ κάλλιστον ἔργον ποὺ ἐπράχθη ὑπ’ αὐτῶν»

Χαρακτηριστικὸν σ’ αὐτὸν τὸν διάλογον τοῦ Πλάτωνος εἶναι πὼς ὅταν ὁ Σόλων θέλησε νὰ παρασύρει τὸν Αἰγύπτιον ἱερέα σὲ συζήτησιν περὶ τῶν παναρχαίων γεγονότων, ξεκίνησε τὴν καταμέτρησιν τῶν γενεαλογιῶν ἀπὸ τὸν Φορωνέα (ποῦ σύμφωνα μὲ τὸν Διονύσιον τὸν Ἁλικαρνασσέα -«Ῥωμαϊκὴ ἀρχαιολογία», Α’, 11,2-ἔζησε 22 γενιὲς πρὶν τὰ Τρωικά! Πέμπτη γενιὰ ἀπὸ τὸν Φορωνέα ἦταν ὁ Οἴνωτρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδελφὸν τὸν Νύκτιμον, κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ ὁποίου ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος -Ἀπολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», 3,8,2-). 

Ἔχοντας λοιπὸν τὸν «Τίμαιον» κατὰ νοῦ, τὸ ἅρμα τοῦ Φαέθοντος ποὺ κατέκαυσε τὴν γῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν κατακλυσμὸν τῆς 10ης χιλιετίας, διαβάζουμε στὰ «Διονυσιακά» τοῦ Νόννου παρόμοια ἱστορία, ποὺ μὲ σχῆμα ἐπίσης μύθου φαίνεται πὼς συμφωνεῖ μὲ τὰ γεγραμμένα τοῦ Πλάτωνος, πὼς τὰ σώματα ποὺ περιφέρονται στὸν οὐρανὸν γύρω ἀπὸ τὴν γῆ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν τροχιά τους μὲ τὴν πάροδον πολλῶν ἐτῶν καὶ καταστρέφουν ὅλα ὅσα βρίσκονται στὴν ἐπιφάνεια της μὲ τεράστιες φωτιές, ἤ πὼς κάθε τόσον γίνονται τεράστιοι κατακλυσμοί. Μάλιστα ὁ Νόννος δὲν μένει ἁπλῶς στὴν χρονολόγησιν τοῦ κατακλυσμοῦ ποὺ περιγράφει, ἀλλὰ ἀναφέρει ἀναλυτικῶς καὶ τὶς θέσεις τῶν πλανητῶν τὴν ἐποχὴ ποὺ συνέβη τὸ μεγάλο αὐτὸ κοσμοϊστορικὸν γεγονός, ἀποδεικνύοντας καὶ αὐτὸς πὼς οἱ μῦθοι τῶν Ἑλλήνων ὄχι ἁπλῶς κρύβουν ἱστορία, ὄχι ἁπλῶς περιέχουν λεπτομερῆ καὶ ἐπιστημονικὴ γνῶσιν τῆς Δημιουργίας, τοῦ πότε, τοῦ πῶς καὶ τοῦ ποῦ· ὄχι ἁπλῶς ἔχουν κωδικοποιήσει τὰ γεγονότα ἀπ’ ἀρχὴς κόσμου μὲ τέτοιον τρόπον ποὺ μόνον μὲ ὁδηγὸν τὶς Μοῦσες μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητά, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἐγχειρίδιον προσεγγίσεως τοῦ θείου καὶ τὴν πραγματικὴ «Ἱερὰ βίβλον», καθῶς οἱ Ἕλληνες ὑπῆρξαν πραγματιστές, φυσιολάτρες καὶ φίλοι τῆς Σοφίας ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ μετέπειτα δόγματα ποὺ κατέστησαν τὸ ὄν διὰ τῆς βίας φοβικόν, πιστόν, ἀμαθές, δουλικὸν καὶ «δεισιδαιμονικόν». 

*1 «Ὤγυγος: Ἀρχαῖος βασιλεὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν Βοιωτῶν. Σύζυγος Ὠγύγου ἡ Θήβη, θυγάτηρ τοῦ Διός. Ἐγέννησε τὸν Ἐλευσῖνα, τὴν Ἀλαλκομένειαν, τὴν Θελξίνοιαν καὶ τὴν Αὐλίδα. Ὁ δὲ Ἐλευσὶν ἐγέννησε τὸν Τριπτόλεμον», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροούλου.  

*2 Ὁ Ἀπολλόδωρος στὴν «Βιβλιοθήκη» του (Γ΄, VIII, 2) ἀναφέρει ἐπακριβῶς ὅτι ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος συνέβη ἐπὶ Νυκτίμου, ἐγγονοῦ τοῦ Πελασγοῦ. Ἀρχαιοτάτη ἐποχή. 

Πελασγός: «υἱὸς Διὸς καὶ Νιόβης, αὐτόχθων». 

«Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος, ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸς ἐγένετο. Τοῦτον ἔνιοι διὰ τὴν τῶν Λυκάονος ( =βασιλεὺς τῆς Ἀρκαδίας, κεραυνωθεὶς λόγω τῶν ἀνομιῶν του) παίδων δυσσέβειαν εἶπον γεγενῆσθαι...». 

( = ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος ἔγινε, ἀφ’ ὅτου ὅ Νύκτιμος παρέλαβε τὴν βασιλείαν. Αὐτὸν -τὸν κατακλυσμόν- κάποιοι εἶπαν ὅτι ἔγινε λόγῳ τῆς δυσσεβείας τῶν παίδων τοῦ Λυκάονος). 

Κι ἀπὸ τότε ὁ μύθος κατέγραψε πὼς ὁ τόπος στὸν ὁποῖον ὁ Ζεὺς μυσαχθεὶς ἀνέτρεψεν τὴν τράπεζα, ὅπου τοῦ εἶχε παρατεθεῖ γεῦμα, ἐκλήθη Τραπεζοῦς. 

«ἔνθα νῦν Τραπεζοῦς καλεῖται ὁ τόπος, Λυκάονα δὲ καὶ τοὺς τούτου παῖδας ἐκεραύνωσε, χωρὶς τοῦ νεωτάτου Νυκτίμου· φθάσασα γὰρ ἡ Γῆ καὶ τῆς δεξιᾶς τοῦ Διὸς ἐφαψαμένη τὴν ὀργὴν κατέπαυσε», Βιβλιοθ., Γ', 8,1, Ἀπολλόδωρος. 

...Τὴν ἴδια ἐκείνη ἐποχὴ, ὅπου συνέβησαν ὅλα αὐτὰ στὴν Ἀθῆνα ἐβασίλευε ὁ υἱὸς τοῦ Κέκροπος, Κραναός. (Ἐκ τοῦ Κέκροπος ἡ Ἀττικὴ ὠνομάζετο Κεκροπία. Ἀργότερα ἦλθε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ τῆς ἐχάρισε τὸ ὄνομά της). 

«Κέκροψ αὐτόχθων... τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν ( = τὴν γῆν ποὺ προηγουμένως ἐλέγετο Ἀκτή, ἀπὸ τὸν ἴδιον Κεκροπίαν ὠνόμασε)... 

Κέκροπος δὲ ἀποθανόντος, Κραναὸς ἐβασίλευσεν, αὐτόχθων ὤν, ἐφ’ οὗ λέγεται τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμὸν γενέσθαι ( =ὅταν πέθανε ὁ Κέκροψ, ὁ Κραναὸς ἐβασίλευσε, ὄντας αὐτόχθων, κατὰ τὴν βασιλείαν τοῦ ὁποίου λέγεται πὼς ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τοῦ Δευκαλίωνος)... 

Καὶ τὴν χώραν Κραναὸς Ἀτθίδα προσηγόρευσε ( =Καὶ τὴν χώρα ὁ Κραναὸς Ἀτθίδα ὠνόμασε)...» (Βιβλιοθ., Γ', 14,15). 

«ἀλλ' ὥσπερ ὁ καλούμενος ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμός· καὶ γὰρ οὗτος περὶ τὸν Ἑλληνικὸν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν. αὕτη δ' ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον», Μετεωρολογικά, Α', 352α, Ἀριστοτέλης. 

*3 «Μερικοί λέγουν ὅτι στούς ἀρχαίους χρόνους ὠνομαζόταν Σαόννησος καί ὠνομάσθηκε Σαμοθράκη, διότι οἱ κάτοικοί της ἦσαν μετανάστες ἀπό τήν Σάμο καί τήν Θράκη. Οἱ ἀρχικοί κάτοικοι τῆς νήσου εἶχαν μία δική τους παλαιά γλῶσσα, ἀπό τήν ὁποία πολλές λέξεις διατηροῦνται μέχρι σήμερα στό τελετουργικό τῶν θυσιῶν. 

Οἱ Σαμόθρακες διηγοῦνται ὅτι πρίν ἀπό τούς κατακλυσμούς πού ἔγιναν σέ ἄλλους λαούς, συνέβη ἐκεῖ ἕνας ἄλλος μεγάλος κατακλυσμός, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἄνοιξε τό στενό στίς Κυανές ( =Συμπληγάδες) πέτρες καί στήν συνέχεια ὁ Ἑλλήσποντος. Διότι ὁ Εὔξεινος Πόντος ἦταν πρῶτα λίμνη καί ἐφούσκωσε σέ τέτοιο σημεῖο ἀπό τούς ποταμούς οἱ ὁποῖοι χύνονταν ἐντός αὐτοῦ καί ἀπό τήν μεγάλη πίεσι τοῦ ρεύματος ξεχύθηκαν μέ ὁρμή τά νερά στόν Ἑλλήσποντο καί κατέκλυσαν μεγάλο μέρος τῶν Ἀσιατικῶν παραλίων καί ὄχι καί λίγη πεδινή ἔκτασι τῆς Σαμοθράκης μετετράπη σέ θάλασσα. Καί γι’ αὐτόν τόν λόγο στούς μεταγενεστέρους χρόνους μερικοί ἁλιεῖς ἀνασύρουν μέ τά δίχτυα λίθινα κιονόκρανα, διότι ἀκόμα καί πόλεις κατακλύσθηκαν ἀπό τά νερά.

Κι ὅσοι ἐγλύτωσαν ἀπό τόν κατακλυσμό κατέφυγαν στά ψηλότερα μέρη τῆς νήσου. Ἀλλά καθώς ἡ θάλασσα ἀνέβαινε ὁλοένα ψηλότερα, εὐχήθηκαν στούς θεούς τοῦ τόπου κι ὅταν ἐσώθησαν σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος ὕψωσαν πέτρινα σύνορα γύρω-γύρω σ’ ὅλη τήν νῆσο κι ἔκτισαν βωμούς, στούς ὁποίους θυσιάζουν μέχρι σήμερα. Ὥστε εἶναι φανερό ὅτι ἡ Σαμοθράκη ἦταν κατοικημένη πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό», Ἱστορ. βιβλιοθ., 5, 47, Διόδωρος Σικελιώτης. 

«Ἐλέγετο δέ ποτε ἡ Σαμοθράκη Δαρδανία, διὰ τὸν Δάρδανον, ὅς ἐν τῷ κατακλυσμῷ διεπορθμεύθη ἐκεῖθεν εἰς τοὺς Τρωικοὺς τόπους», Eustath., ad Iliad. 20, 214, σελ. 1204, 51. 

«Περὶ δὲ Δαρδάνου φασὶν οἱ παλαιοὶ ὅτι ἐν τῷ κατακλυσμῷ τῷ κατὰ τὸν Δευκαλίωνα ἐκ τῆς Σαμοθράκης ἀσκὸν ἤ σχεδίαν μετὰ δερμάτων σκευάσας, καθὰ καὶ τῷ Λυκόφρονι δοκεῖ, καὶ ὑποδὺς καὶ τοῖς ὕδασιν ἑαυτὸν ἐπιδοῦς προσοκείλας τε τῇ Τροίᾳ, μετὰ τὸ ἀναξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ, τὴν Δαρδανίαν ἔκτισε ὑψηλοτέραν κειμένην τῆς ὕστερον Ἰλίου, φόβῳ τῆς ἐξ ὑετῶν κατακλύσεως, ᾖς αὐτὸς ἐπειράθη», Ἀρριανός, -ἐξ Ἀρριανοῦ-, Εὐστάθ., 21, 524. 

Ἀπὸ τὸν ἐγγονὸν τοῦ Δαρδάνου, τὸν Τρῶα πῆρε τὸ ὄνομά της ἡ Τροία καὶ ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Τρωός, Ἴλον, ὁ λόφος ὠνομάσθη Ἴλιον. Ἀπὸ τὸ πέρασμα δὲ τοῦ Δαρδάνου στὴν ἀπέναντι ἀκτὴν, τὸ μέρος ἐκεῖ μέχρι σήμερα ὀνομάζεται Δαρδανέλια. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : Η ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗ Ο ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (