ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ, ΟΤΑΝ Ο ΥΕΤΙΟΣ ΖΕΥΣ ΕΣΜΙΞΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΚΑΙ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΖΑΓΡΕΥΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΑΓΡΕΩΣ ΠΟΥ ΕΠΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ
Γράφει λοιπὸν ὁ Νόννος στὰ Διονυσιακά (ἕκτον βιβλίον) πὼς ὁ Ζεύς, ὅπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι θεοί, κάποτε χτυπήθηκε ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ Ἔρωτος γιὰ τὴν Περσεφόνη (κόρη τῆς Δήμητρος, ἡ ὁποία ἔγινε ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου). Ἡ Δήμητρα φοβούμενη γιὰ τὴν κόρη της μὲ τόσους μνηστῆρες ποὺ τὴν διεκδικοῦσαν, ἔτρεξε στὸ σπίτι τοῦ Ἀστραίου, τοῦ μαντικοῦ δαίμονος (ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο μέγας ἀστρονόμος καὶ ὁ ὁποῖος γέννησε μὲ τὴν Ἠώ =Αὐγή τοὺς Ἀῆτες =ἀνέμους, βλ. «Ἀστραίῳ δ᾽ Ἠὼς ἀνέμους τέκε καρτεροθύμους», Θεογονία, 378, Ἡσιόδος. Κατὰ ἄλλους -Θέωνος σχόλια εἰς Ἀράτου Φαινόμενα, 9- εἶχε κόρη του καὶ τὴν Ἀστραία-Δίκη, ἡ ὁποία ἀντιπροσώπευε τὴν δικαιοσύνη καὶ κατεστερίσθη στὸ ἀστερισμὸν τοῦ Ζυγοῦ*1). Στὸν οἶκον τοῦ Ἀστραίου λοιπὸν εἶδε ὁ Ἐωσφόρος (τὸ ἄστρον τῆς Ἀφροδίτης, ὁ Αὐγερινός) τὴν Δήμητρα καὶ ἀνήγγειλε τὸν ἐρχομόν της.
Ὁ Ἀστραῖος ἄκουσε τὸν Ἐωσφόρον καὶ σηκώθηκε. Εἶχε μάλιστα ἐκείνη τὴν ὥρα στρώσει στὴν ἐπιφάνεια ἑνὸς τραπεζιοῦ σκούρα σκόνη καὶ πάνω ἐκεῖ μὲ τὸ δόντι ἑνὸς μεταλλικοῦ κυκλικοῦ ὀργάνου χάραζε ἕναν κύκλον μέσα στὸν ὁποῖον ἐνέγραφε ἕνα τετράγωνο καὶ ἕνα ἰσόπλευρον τρίγωνον. Παράτησε ὅ,τι ἔκανε καὶ πῆγε νὰ καλωσορίσει τὴν Δήμητρα, τὴν ὁποία ὁ Ἔσπερος (ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη, ὅταν ἔμφανίζεται μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ὁ Ἀποσπερίτης) πηγαίνοντας ἀπὸ μπροστά της, τὴν ἔβαλε νὰ καθίσει σὲ θρόνον δίπλα στὸν πατέρα του, τὸν Ἀστραῖον. Οἱ Ἀῆτες τῆς γέμιζαν κρατῆρες μὲ νέκταρ γιὰ νὰ ξεχάσει τὰ βάσανά της. Ὁ Ἀστραῖος τῆς προσέφερε γεῦμα κατὰ τὸ ὁποῖον οἱ Ἀῆτες, φορώντας ζῶνες γύρω ἀπὸ τὴν μέση τους ὑπηρετοῦσαν τὸν πατέρα τους. Ὁ Εὖρος ( < εὖ +ῥέω, ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος) γέμιζε τὰ κύπελλα μὲ νέκταρ, ὁ Νότος ( < νάω =ῥέω, ἀλλοιῶς λίψ < λείβω= στάζω, ὁ φέρων βροχή) εἶχε τὸ νερὸ στὶς κανάτες γιὰ τὸ πλύσιμον τῶν χεριῶν, ὁ Ζέφυρος ( < ζόφος =σκότος, ὁ δυτικὸς ἀνεμος) ἔπαιζε μελωδίες μὲ τὸν αὐλόν του καὶ ὁ Βορέας ( < βοή + ῥέω) ἔφερε τὴν ἀμβροσία. Ὁ Ἐωσφόρος ἔπλεκε στεφάνια ἀπὸ λουλούδια ποὺ εἶχαν ἀκόμη τὴν πρωινὴ δροσιὰ καὶ ὁ Ἔσπερος, κρατώντας τὸν νυχτερινὸν πυρσόν του στροβιλιζόταν χορευτικῶς, ὡς συνοδὸς τῶν Ἐρώτων ποὺ ἦταν.
Ἡ Δήμητρα μετὰ τὸ φαγητὸ ὅμως παρέμεινε στεναχωρημένη καὶ ζητοῦσε τὶς μαντικὲς ἱκανότητες τοῦ γέροντος Ἀστραίου. Ὁ Ἀστραῖος τῆς μίλησε γιὰ τὸν ἀκριβῆ χρόνον ποὺ γεννήθηκε ἡ Κόρη καὶ τὴν πραγματικὴ πορεία τῆς Ἐποχῆς ποὺ τὴν γέννησε (ἐποχὴ τῆς Παρθένου;, ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ὁ Ἥλιος βρισκόταν στὸν οἶκον τῆς Παρθένου ἦταν μεταξὺ 12.400-10.250 π.Χ).
Ὕστερα λύγισε τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν του καὶ στρέφοντάς τα μέτρησε τοὺς μετακινούμενους κύκλους τοῦ ἐπαναλαμβανομένου ἀριθμοῦ, μετρώντας ἀπὸ τὴν μία παλάμη στὴν ἄλλη, σὲ διπλὸν ὑπολογισμόν. Κάλεσε τότε ἕναν βοηθόν του καὶ ὁ Ἀστερίων σήκωσε μία περιστρεφόμενη σφαῖρα, τὸ πρόπλασμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ἀπέθεσε στὸ πῶμα ἑνὸς σεντουκιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ μελετᾶ.
Ἔστρεψε τὴν σφαῖρα περὶ τὸν ἄξονά της καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν κύκλον τοῦ Ζωδιακοῦ, ἐξετάζοντας ἀπὸ τὴν μία μεριὰ μέχρι τὴν ἄλλη τόσον τοὺς ἀπλανεῖς, ὄσον καὶ τοὺς πλανῆτες. Περιέστρεψε τὸν πόλον καὶ ἡ πολύστροφη ὤθησις ἔδωσε ταχύτητα στὸ ὁμοίωμα τοῦ οὐρανοῦ ποὺ κινήθηκε κυκλικῶς στὴν ἀστήρικτη καὶ ἀέναη πορεία του, φέροντας μαζί του τὰ καλοφτιαγμένα ἄστρα γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονα ποὺ διαπερνοῦσε τὸ κέντρον. Κυττάζοντας ὁλόγυρα τὴν σφαῖρα, βρῆκε ὅτι ἡ Σελήνη, ὅταν εἶχε τὸ πρόσωπόν της ὁλόκληρον (πανσέληνος), διέτρεχε τὴν καμπύλη γραμμὴ τοῦ συνδέσμου της καὶ ὁ Ἥλιος ἀσκοῦσε ἴδια ἐπίδρασιν μὲ τὴν Μήνη μετακινούμενος πρὸς τὸ κεντρικόν σημεῖον του κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἕνας ὀξὺς σκοτεινὸς κῶνος ἀερσιπότητος ( =ποὺ πετᾶ ψηλά), σκαρφάλωνε ἀπὸ τὴν γῆ πρὸς τὸ διάστημα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Ἥλιον καὶ σκέπασε ὅλη τὴν Σελήνη (ἀναφέρεται προφανῶς στῆν κωνοειδὴ σκιὰ ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὴν γῆ στὴν σελήνη, ὅταν ἡ πρώτη βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνη, ἤτοι περιγράφει ἔκλειψιν σελήνης καὶ μάλιστα ὁλική).
Ἔπειτα, ἀκούγοντας ὁ Αστραῖος γιὰ τοὺς ἀνταγωνιστὲς τῆς γαμήλιας ἀγάπης, ἐρεύνησε ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν Ἄρη καὶ ἀντελήφθη τὸν κλέφτη τοῦ γάμου πάνω ἀπὸ το δυτικὸν μέγαρον μαζὶ μὲ τὸ νυχτερινὸν ἄστρον τῆς Κυπρογένειας ( =Ἀφροδίτης, ἐννοεῖ τὸν Ἀποσπερίτη). Βρῆκε ἐπίσης τὸν λεγόμενον κλῆρον τῶν γονέων κάτω ἀπὸ τὸ ἀστρικὸν στάχυ τῆς Παρθένου, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔτρεχε ὁ σωτήριος γιὰ τὸν βίον ἀστὴρ τοῦ ὀμβροτόκου ( =αὐτὸς ποὺ γεννᾶ τὴν βροχή) υἰοῦ τοῦ Κρονίδου, Διός.
Ὅταν λοιπὸν κατάλαβε τὰ πάντα ὁ Ἀστραῖος καὶ κατέγραψε τὶς περιφέρειες τῶν ἄστρων, ἔκρυψε μέσα στὸ σεντοῦκι τὴν ἀειδίνητον καὶ ποικιλόνωτον σφαῖρα. Ἡ Δήμητρα τότε τὸν ῥώτησε μὲ ἀνησυχία νὰ μάθει καὶ ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε μὲ ἕναν τριπλὸν χρησμόν :
«Δήμητρα φιλότεκνε, ὅταν ἡ ἀκτὶς τῆς Σελήνης θὰ κλαπεῖ κάτω ἀπὸ ἕναν σκιοειδῆ κῶνον καὶ τὸ φῶς της σβήσει, νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ ἕναν ἁρπακτῆρα γαμπρὸν τῆς Περσεφόνης, ἕναν κρυφὸ ληίστορα τῆς παρθένου Κόρης σου, ἄν συγκατανεύσουν καὶ τὰ νήματα τῶν Μοιρῶν. Θὰ δεῖς πρὶν ἀπὸ τὸν γάμον ἕναν νόθον, λαθραῖον ὁμόκλινον, θηρομιγῆ ( = ὁ μεμειγμένος μὲ θηρίον καὶ ὁ ὅμοιος μὲ θηρίον) καὶ δολομῆτιν ( =μὲ δολερὲς σκέψεις), διότι δυτικῶς βλέπω τὸν Ἄρη, τὸν κλέπτη τοῦ γάμου νὰ περπατᾶ μαζὶ μὲ τὴν Ἀφροδίτη καὶ παράλληλα βλέπω καὶ τὸν Δράκοντα νὰ ἀνατέλλει πλάι τους. Μὰ θὰ σὲ πῶ ὀλβιοτάτη διότι λαμπροὶ θὰ εἶναι οἱ καρποί σου στὰ τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου, γιατὶ καρποὺς θὰ δώσεις στὴν ἀτρύγητη γῆ. Πάνω ἀπὸ τὸν κλῆρον τῶν γονέων τῆς κόρης σου, ἡ παρθένος Ἀστραία ἁπλώνει τὸ χέρι της φορτωμένον στάχυα»*2.
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Δήμητρα ἀναστέναξε καὶ χαμογέλασε συνάμα, καὶ ἔτρεξε λυπημένη στὸ σπίτι της, βαδίζοντας στοὺς δρόμους τοῦ οὐρανοῦ. Κοντὰ στὴν φάτνη των φιδιῶν, πέρασε τὸν ζυγὸν στοὺς λαιμοὺς των διδύμων θηρίων, τὰ ἔσφιξε μὲ τὸν χαλινὸν καὶ πίεσε τὰ σαγόνια τους μὲ ἕνα ἀγκυλόδοντον χαλινάρι. Ὕστερα ἡ ξανθιὰ Δηὼ ( = ἡ Δήμητρα) μετέφερε μὲ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ ἅρμα τὴν Κόρη της κρυμμένη μὲ τὸ μαῦρο πέπλον ἑνὸς συννέφου. Ὁ Βορέας ὅμως οὔρλιαζε ἀντιθέτως ἀπὸ τὴν πορεία τους καὶ τότε ἡ Δήμητρα τὸν ἀναχαίτισε μὲ τὸ μαστίγιόν της ποὺ δαμάζει τὰ θηρία, μαζεύοντας τὰ ἀνάλαφρα φτερὰ τῶν γρήγορων φιδιῶν της ποὺ ἔτρεχαν σὰν ἄλογα στοὺς ἀέρινους δρόμους, μέσα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ παλίσσυτον ( =αὐτὸ ποὺ σεύεται/ ὁρμᾶ πρὸς τὰ πίσω) ἀκρωτήριον τοῦ Λιβυκοῦ Ὠκεανοῦ.
Ἄκουσε τὴν μελωδία ποὺ ἀντηχοῦσε στὴν Δίκτη, τὸν χορὸν τῶν Κρητῶν ποὺ σείουν τὶς περικεφαλαῖες τους μὲ τὸ σίδερο νὰ βροντᾶ δυνατὰ πάνω στὴν δερμάτινη ἀσπίδα τους. Κι ὅταν ἡ θεὰ εἶδε ἕνα πέτρινο σπίτι, κατέβηκε στοὺς βράχους τῆς Πελωρίδος, στὴν τρίλοφη Σικελία κοντὰ στὴν Ἀδριατική, ὅπου ἡ ἀσταμάτητη ῥοὴ ἁλμυροῦ νεροῦ κινεῖται πρὸς τὰ δυτικά, σχηματίζοντας μιὰ καμπὴ σὰν δρεπάνι καὶ ὁδηγώντας τὸ ῥεῦμα ἀπὸ τὸν Βορέα στὸν Λίβα ( = νότον). Στὸ σημεῖον ὅπου ἡ Κυανὴ ἔλουσε πολλὲς φορὲς τὴν Κόρη, μὲ τὶς πηγὲς νὰ ξεχύνουν σὲ δίνες τὸ γαμήλιον δῶρον τοῦ νεροῦ*3, ἐκεῖ κοντὰ εἶδε ἕνα σπήλαιον, ὅμοιο στὸ ὕψος σὰν παλάτι ποὺ τὸ περιστοίχιζε καὶ τὸ σκέπαζε πέτρινη ὀροφὴ καὶ ποὺ ἡ φύσις τὸ ἔκλεινε μὲ ἕναν βράχο γιὰ πύλη καὶ εἶχε καὶ ἕναν πέτρινον ἀργαλειὸ ποὺ τὸν φρόντιζαν οἱ Νύμφες.
Ἡ θεὰ μπῆκε στὸ σκοτεινὸ παλάτι καὶ ἔκρυψε τὴν κόρη της μὲ ἀσφάλεια στὴν βραχώδη κοιλότητα. Ἔλυσε καὶ τὰ φίδια ἀπὸ τὸ εὐπτέρυγον ἅρμα καὶ τὰ ἔθεσε φρουροὺς τῆς Περσεφόνης, ὥστε νὰ μὴ τὴν δεῖ κανείς. Τὸ ἕνα τὸ ἔθεσε στὴν προεξοχὴ τοῦ βράχου, στὰ δεξιὰ τῆς εἰσόδου καὶ τὸ ἄλλο στ' ἀριστερά, κοντὰ στὸν λίθινον φράκτη τῆς πύλης. Στὸ σπήλαιον ἄφησε καὶ τὴν Καλλιγένεια, τὴν τρυφερὴ τροφόν της, μαζὶ μὲ καλάθια καὶ ὅσα δίνει ἡ Παλλὰς μὲ τὰ ἐπιδέξια χέρια στὶς γυναῖκες γιὰ νὰ φτιάχνουν τὰ ὑφαντά τους. Καὶ ὕστερα ἔσχισε τὸν ἀέρα μὲ τὰ πόδια της, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε στὶς Νύμφες καμπύλα ἅρματα γιὰ νὰ φυλάττουν στὴν ἐρημικὴ κατοικία τους, ἀνάμεσα στὰ βράχια.
Ἡ Κόρη τότε βάλθηκε νὰ ξαίνει μὲ τὰ κοφτερὰ δόντια τοῦ σιδερένιου χτενιοῦ της τοῦφες ἀπὸ μαλλὶ ποὺ τὸ τύλιγε στὴν ῥόκα. Ἔπειτα ἀφοῦ ἔφτιαξε τὰ πρῶτα νήματα τοῦ στημονιοῦ, ξεκίνησε νὰ ὑφαίνει μὲ τὴν σαΐτα της καὶ νὰ τραγουδᾶ γιὰ τὴν Ἀθηνᾶ, τὴν σπουδαία ὑφάντρια*4.
Τότε ἦταν ποὺ ὁ Ζεὺς, παίρνοντας τὴν μορφὴ φιδιοῦ καὶ κουλουριασμένος*5 μπῆκε γεμάτος πόθον στὴν κάμαρα τῆς Κόρης. Κοίμισε τὰ φίδια ποὺ εἶχε βάλει φρουροὺς ἡ Δήμητρα καὶ συνευρέθη μὲ τὴν Κόρη. Ἀπὸ τὸν γάμον μὲ τὸ οὐράνιον φίδι ἡ κοιλιὰ τῆς Περσεφόνης σκιρτοῦσε μὲ τὸ ἔμβρυον μέσα της καὶ γεννήθηκε ὁ Διόνυσος Ζαγρεύς, τὸ κερασφόρον βρέφος ποὺ ἀνέβηκε ἀπὸ μόνον του στὸν ἐπουράνιον θρόνον τοῦ πατρός του καὶ κράδαινε τὴν ἀστραπή. Δὲν κράτησε ὅμως τὸν θρόνον τοῦ Διὸς γιὰ καιρό, καθὼς λόγῳ τῆς ὁργῆς τῆς Ἥρας, οἱ Τιτᾶνες ἀλείφοντας τὰ πρόσωπά τους μὲ γύψον*6 καὶ ξεγελώντας ἔτσι μὲ τὴν ὄψιν τους, σκότωσαν τὸν Διόνυσον Ζαγρέα μὲ ἕνα μαχαίρι ἀπὸ τὰ Τάρταρα, τὴν ὥρα ποὺ ἐκεῖνος παρατηροῦσε τὸ εἴδωλόν του σὲ ἕναν καθρέφτη. Ἔτσι τὰ μέλη του κομματιάστηκαν*7 ἀπὸ τὸ σίδερο τῶν Τιτᾶνων...
*1 Καθ' ὅλη τὴν ἀναφορὰ τοῦ Νόννου στὸν Μύθον ποὺ καλύπτει τὰ γεγονότα πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἀποδεικνύεται γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὸ πλατωνικὸν «Μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται τὸ ἀληθὲς ἐστί» (Τίμαιος, 22γ). Οἱ Ἕλληνες φύλαξαν καὶ διαιώνισαν τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν θεῖα σοφία ποὺ τὴν περιβάλλει σὲ μύθους.
Ἐδῶ ἡ Δίκη συσχετίζεται μὲ τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Κόρη, ἄρα καὶ τὸν ἀστερισμὸν τῆς Παρθένου, ποὺ ὡς γνωστὸν συμβολίζεται νὰ φέρει στάχυα ( «Στάχυν δὲ ἡ Παρθένος φέρει, ἐπειδὴ εὐσεβέστατον ἡ γεωργία» ). Ἡ μὲν Δίκη ἤ Ἀστραία ἐλέγετο ὅτι κατοικοῦσε κάποτε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἄν καὶ θεὰ συνδιελέγετο μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν καταφρονοῦσε κανέναν. Τοὺς μάθαινε πῶς νὰ ἐκφέρουν δίκαιες κρίσεις καὶ πὼς νὰ ζοῦν λιτὸ βίον. Τότε οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν ἀπὸ τὴν γεωργία καὶ ἡ θεὰ αὐτὴ εἶχε συσχετισθεῖ μὲ τὸν πλοῦτον τῆς γῆς, ἄρα καὶ μὲ τὴν Δήμητρα-Κόρη-Παρθένον, ποὺ βρίσκονται ἀκριβῶς δίπλα της στὸν οὐρανόν. Ἤταν ἀδιάφθορος καὶ ἀπολύτως δικαία στὴν κρίσιν της καὶ κρατοῦσε καὶ τὸν κεραυνὸν τοῦ Διός, γι' αὐτὸ συνεσχετίσθη μὲ τὸν Ζυγόν, ἐξ οὗ καὶ ἡ ζυγαριὰ τοῦ δικαίως κρίνειν ποὺ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα ὡς σύμβολον τῆς δικαιοσύνης. Λέγεται πὼς ὅταν ἦλθε τὸ χάλκινο γένος, ποὺ πρῶτοι ἐφόνευσαν τὸν ἀροτῆρα βοῦν καὶ ξεκίνησαν καὶ μεταξύ τους πολέμους, ἡ Δίκη ἐγκατέλειψε τὴν γῆ καὶ ἐκατεστάθη στὸν οὐρανόν.
*2 Ὁ Νόννος ἀναφέρει ξεκάθαρα πὼς ἡ γῆ ἦταν ἀτρύγητος, ὅταν συνέβη ἡ ἁρπαγὴ τῆς Περσεφόνης. Αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ μύθος τῆς Δήμητρας ποὺ δίδαξε τὸν Τριπτόλεμον πὼς νὰ σπείρει τὴν γῆ μὲ δημητριακά ( < Δημήτηρ), ἀφοῦ τὸν προμήθευσε μὲ ἕνα ἅρμα ποὺ τὸ ἔσερναν φτερωτοὶ δράκοντες.
*3 Κάνει ἀναφορὰ στὴν Νύμφη Κυάνη, σύζυγον τοῦ ποταμοῦ Ἀνάπου κοντὰ στὶς Συρακοῦσες.
*4 Εἶναι γνωστὸς ὁ μύθος τῆς νεαρᾶς Λύδιας Ἀράχνης, κόρης τοῦ Ἴδμονος, ποὺ ὑπερηφανευόταν ὅτι εἶναι καλλιτέρα ἀπὸ τὴν Ἐργάνη καὶ Πηνῖτιν Ἀθηνᾶ στὴν ὑφαντουργία. Ὁ μύθος ἀναφέρει ὅτι ἀκούγοντας τὴν ὕβριν τῆς κοπέλας, ἡ Ἀθηνᾶ μεταμορφωμένη σὲ μία γραῖα ὀργάνωσε ἕναν ἀγῶνα γιὰ τὸ ποιὰ ὑφαίνει καλλίτερα, λέγοντάς της πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τοὺς θεούς, γι' αὐτὸ νὰ ζητήσει συγχώρεσιν. Ἡ Ἀράχνη ἀπήντησε πὼς εἶναι καλλιτέρα καὶ προκαλεῖ ἀκόμα καὶ τὴν ἴδια τὴν Ἀθηνᾶ νὰ τὴν ἀνταγωνιστεῖ. Τότε ἡ Ἀθηνᾶ λέγεται πὼς πέταξε τὴν ἀμφίεσίν της καὶ ἐφανερώθη ἔμπροσθέν της μὲ τὴν κανονικὴ μορφή της καὶ ξεκίνησαν νὰ ὑφαίνουν, ἡ μὲν Ἀθηνᾶ παραστάσεις μὲ θεοὺς ποὺ τιμωροῦν τοὺς βροτοὺς ποὺ διέπραξαν ὕβριν, ἡ δὲ Ἀράχνη ὕφαινε παραστάσεις ποὺ παρουσίαζαν τοὺς θεοὺς νὰ ἐξαπατοῦν τοὺς θνητούς. Τότε ἡ Ἀθηνᾶ ἐξοργίστηκε καὶ τὴν χτύπησε καὶ ἡ Ἀράχνη ντροπιασμένη, κρεμάστηκε. Ἡ Ἀθηνὰ τῆς πέταξε τότε τὸν χυμὸν ἀπὸ τὸ βότανον τῆς Ἑκάτης. Καὶ μόλις ἔπεσε πάνω της ὁ μαῦρος αὐτὸς χυμός, ἡ κοπέλα ζωντάνεψε καὶ μετεμορφώθη σὲ ἕνα ἔντομον, ποὺ ὠνομάσθη ἀπὸ αὐτὴν ἀράχνη, καταδικασμένη ὅμως νὰ ὑφαίνει καὶ νὰ κρεμᾶται μιὰ ζωὴ καὶ αὐτὴ καὶ οἱ ἑπόμενες γενιές της.
*5 Ἡ σπειροειδὴς μορφὴ τοῦ Διός στὴν ἐρωτική του συνεύρεσιν μὲ τὴν Περσεφόνη, ἐκ τῆς ὁποίας ἐγεννήθη ὁ Διόνυσος Ζαγρεύς, σίγουρα δὲν εἶναι τυχαία. Σπειροειδὴς μορφὴ καὶ κυκλικὴ κίνησις παρατηρεῖται στὴν ἴδια τὴν φύσιν, στὸ σύμπαν· στὴν δομὴ τῶν φυτῶν, στὴν σπεῖρα τῆς χρυσῆς τομῆς (φ), στὸ ἀνθρώπινο γονιδίωμα, στὴν περιστροφὴ τοῦ σύμπαντος...
*6 Ἡ μεταμφίεσις τῶν Τιτᾶνων καὶ τὸ ἄλειμμα τῶν προσώπων τους μὲ γύψο πέρασε στὸ ἐθιμοτυπικὸν τῆς διονυσιακῆς λατρείας, ἀπὸ τὰ προσωπεῖα τῶν ἠθοποιῶν στὶς θεατρικὲς παραστάσεις πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, κατὰ τὰ Διονύσια, μέχρι καὶ τὶς μάσκες τῶν καρναβαλιστῶν ὅταν ὁ ἑορτασμὸς τῶν Μεγάλων Διονυσίων μὲ τοὺς τριημέρους διθυράμβους/ ὠδὲς κατέληξε σὲ Τρι-ώδιον καὶ Ἀπόκρηες.
*7 Καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ Διονύσου ἀπὸ τοὺς Τιτᾶνες ἔφτασε στὶς μέρες μας, ὡς θεῖα μετάληψις. Μάλιστα στὴν θεῖα κοινωνία χρησιμοποιεῖται πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Διονύσου-ἄρτος καὶ τὸ κατ' ἐξοχὴν χαρακτηριστικὸν τοῦ Διονύσου, τὸ δῶρον του στὸν ἄνθρωπον, ἤτοι ὁ οἷνος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου