Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον της «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν-Λεηλάτησις τῆς γνώσεως καὶ τῆς μυθολογίας μας» :
«Τὴν ἐποχὴν τῆς Φραγκοκρατίας ὁ Παρθενὼν ἔγινε καθολικὴ ἐκκλησία τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν σὲ τζαμὶ μὲ μιναρέ... Στὰ 1687, ὅταν οἱ Βενετοὶ ὑπὸ τὸν Μοροζίνι* πολιορκοῦσαν τὴν Ἀθήνα, ἔπεσε μιὰ ὀβίδα μέσα στὸν Παρθενῶνα καὶ προκάλεσε τὴν ἀνάφλεξι μιᾶς πυριτιδαποθήκης ποὺ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἐγκαταστήσει μέσα στὸν ναό. Ἡ ἔκρηξις ποὺ ἐπηκολούθησε μετέβαλε τὸ ἀριστούργημα τοῦ Ἰκτίνου σὲ θλιβερὰ ἐρείπια. Ἀργότερα οἱ Τοῦρκοι ἔκτισαν στὴ μέση τοῦ ἐρειπωμένου ναοῦ ἕνα μικρότερο τζαμί.
Κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν σκοτεινῶν χρόνων πολλὰ μαρμάρινα κομμάτια ἀπὸ τὰ μνημεῖα τῆς Ἀκροπόλεως γίνονταν ἀσβέστης.
Ἀργότερα μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγάλματα ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν εἰς τὸ ἐξωτερικὸ ἀπὸ ξένους ἢ καταστράφηκαν καθὼς τὰ ἔβγαζαν ἀπὸ τὴ θέσι τους γιὰ νὰ τὰ πάρουν...»
* Καὶ κατὰ τὴν μετατροπή του σὲ χριστιανικὴ ἐκκλησία τῆς Ἁγιᾶς Σοφίας- Παναγιᾶς Ἀθηνιώτισσας, ὁ Παρθενῶν ὑπέστη σοβαρότατες ζημιές, ὅπως ἦταν ἡ ἀφαίρεσις τῶν γλυπτῶν τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος, ἡ σφυροκόπησις ὅλων τῶν μετοπῶν τῆς βορείου πλευρᾶς ποὺ ἀπεικόνιζον τὸν Τρωικὸν πόλεμον. Γλύτωσε τῆς χριστιανικῆς μανίας μόνον ἡ τελευταία μετόπη, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὴν Ἥρα καὶ τὴν Ἥβη, ἐπειδὴ θύμιζε στὸν χριστιανικὸν ὄχλον τὴν Παναγιᾶ μὲ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριῆλ (βλ. εἰκόνα)! Ἀπὸ τὶς έναπομείνασες σφυροκοπημένες, 18 χάθηκαν στὸν βομβαρδισμὸν τοῦ Παρθενῶνος ἀπὸ τὸν Μοροζίνι. Καὶ ἄλλες πολλὲς καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν εἴτε στὰ πλαίσια «ἐξαγνισμοῦ» τοῦ «εἰδωλολατρικοῦ» ναοῦ, εἴτε στὰ πλαίσια τοῦ νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ἀνάγκες τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς, στὴν ὁποία τὸν μετεμόρφωσαν...
Καὶ συνεχίζει ἡ Τζιροπούλου στὸ προαναφερθὲν βιβλίον :
«Ὀρθοτάτη ἡ ἀνελικτικὴ τοποθέτησις τοῦ συντάκτου.
‐ Καταστροφὴ λόγῳ φανατισμοῦ.
‐ Ἁρπαγὴ (δηλ. κλοπή, λεηλασία, ἀρχαιοκαπηλία).
‐ Ἀκρωτηριασμοὶ τῶν μοναδικῶν αὐτῶν ἀριστουργημάτων κατὰ τὴν βιαία ἀπόσπασι.
Γι’ αὐτὸ ὁ Λιβάνιος (Ἕλλην ρήτωρ καὶ φιλόσοφος ἐξ Ἀντιοχείας) τὴν ἐποχὴ τῆς κορυφώσεως τῆς Θεοδοσιανῆς ἐντολῆς «ἐς ἔδαφος φέρειν ἅπαντα τὰ τῶν Ἕλλήνων», ἀπηύθυνε στὸν τοποθετημένο ἐπὶ τούτου Θεοδόσιον τὸν «Μέγαν» ἐπίσημη διαμαρτυρία ὅπου, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, τονίζει.
ΠΡΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΝ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ‐ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ
«...Οἱ δὲ μελανειμονοῦντες (=οἱ μαυροντυμένοι ‐ἐννοεῖ τοὺς μοναχούς‐) ὦ βασιλεῦ, κρατοῦντος τοῦ νόμου (=ἰσχύοντος τοῦ νόμου ‐σου‐) θέουσιν (=τρέχουν) ἐπὶ τὰ ἱερὰ (=ἐναντίον τῶν ἱερῶν) ξύλα φέροντες καὶ λίθους καὶ σίδηρον... καθαιρουμένων ὀροφῶν (=γκρεμίζουν τὶς ὀροφές), κατασκαπτομένων τοίχων (=κατασκάπτουν τοὺς τοίχους), κατασπωμένων ἀγαλμάτων (=σύρουν τὰ ἀγάλματα), ἀνασπωμένων βωμῶν (=ἀναποδογυρίζουν τοὺς βωμούς), τοὺς δὲ ἱερεῖς ἢ σιγᾶν δεῖ ἢ τεθνάναι (=καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει ἢ νὰ σιωποῦν ἢ νὰ πεθάνουν). (Κεφ. 6)
Οἳ φασί μεν τοῖς ἱεροῖς πολεμεῖν (=αὐτοὶ λοιπὸν ἰσχυρίζονται ὅτι καταπολεμοῦν τὰ ἱερά) ἔστι δὲ οὗτος ὁ πόλεμος πόρος τῶν μὲν τοῖς ναοῖς ἐγκειμένων (=γίνεται ὅμως ὁ πόλεμος αὐτὸς προκειμένου νὰ προσπορισθοῦν τὰ ὅσα ὑπάρχουν ἐντὸς τῶν ναῶν), ἁρπαζόντων τά τε κείμενα αὐτοῖς (=καὶ ἁρπάζουν ὅ,τι κεῖται ἐντὸς αὐτῶν) ὥστε ἀπέρχονται φέροντες (=ὥστε ἀπέρχονται μεταφέροντες αὐτά).
Τοῖς δὲ οὐκ ἀρκεῖ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ γῆν σφετερίζονται, λέγοντες τὴν τοῦ δεῖνος ἱερὰν (=καὶ σὲ ὅσους δὲν ἀρκοῦν αὐτά, τὰ ἁρπαχθέντα, σφετερίζονται καὶ τὴν γῆν, ὀνομάζοντας αὐτὴν ἱερὰν ‐γῆν‐ τοῦ ὁποιουδήποτε) (Κεφ. 11).
Καὶ ὅσα ἀγάλματα σιδήρου πεποιημένα, κέκρυπται τῷ σκότῳ διαφεύγοντα τὸν ἥλιον...» (Κεφ. 44).
Ὅσα δὲν ἐπρόλαβαν νὰ τὰ ἁρπάξουν τότε, τὰ ἰδιοποιήθηκαν ἀργότερα μὲ διαφόρους τρόπους. Οὔτε γνωρίζουμε πῶς, πότε, πόσα... Γράφει λ.χ. ὁ Νικ. Πολίτης στὸ πολύτιμο ἔργο του «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ‐ Περὶ τοῦ Βίου καὶ τῆς Γλώσσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» (Ἐκδόσεις Σακελλαρίου, Ἀθ. 1904. Ἀνατύπωσις ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ Αθ. 1998).
«Εἰς τὴν Ἀθήνα ἔχουνε μέσα εἰς τὸ Θησεῖον ἕν’ ἀρχαῖο ἄγαλμα ποὺ παρασταίνει ἕνα Μαραθωνομάχο. Τό 'χουν φυλαγμένο σὲ γυάλινη κάσσα, γιατὶ ἔχει πολύ μεγάλη ἀξία. Ἡ Ἀγγλία τὸ ζητάει, καὶ ἄν τῆς τὸ δώσωμε, μᾶς πληρώνει, λέει, ὅλα μας τὰ χρέη. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν κάνει ποτὲ νὰ τὸ δώσωμε, γιατί θάναι ντροπή μας».
Αὐτὰ τὰ θυμόταν ὁ λαός. Σήμερα ξεχασθήκανε. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἆραγε ὁ Μαραθωνομάχος μας; Ἄγνωστον. Ποῦ νὰ βρίσκεται καὶ «ὁ ἀργυρόπους δίφρος τοῦ Ξέρξου ὃς αἰχμάλωτος ἀπεκαλεῖτο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου καθεζόμενος ‐ὁ Ξέρξης‐ ἐθεώρει τὴν ναυμαχίαν ‐τῆς Σαλαμῖνος‐, ἐνέκειτο δὲ εἰς τὸν Παρθενῶνα τῆς Ἀθηνᾶς». (Λεξ. Δέκα Ρητόρων, λῆμμα Ἀργυρόπους Δίφρος, Ἁρποκρατίων).
Τελικῶς διαπιστώνουμε πὼς ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὰ Βιβλία μας...τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὰ Ἔργα Τέχνης τῶν Ἑλλήνων, καὶ μὲ τὰ λάφυρα τῶν ἐνδόξων πολέμων τους.
Ἐμπρησμοὶ
Ἁρπαγές
Λαθρανασκαφές...
Οὑδεὶς λαὸς κατεδιώχθη ποτέ τόσο, ὅσο ὁ Ἑλληνικός.
Καὶ τί δὲν μᾶς συνέτριψαν!
Καὶ τί δὲν ἀκρωτηρίασαν!
Καὶ πόσα δὲν ἅρπαξαν! ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΜΑΤΑ
Ὡρισμένα ἀπὸ αὐτά, κοσμοῦν μέχρι σήμερα τὰ Μουσεῖα τοῦ Κόσμου. Καὶ γιὰ νὰ τὰ ἀποθαυμάση κανείς, πληρώνει καὶ πανάκριβο εἰσιτήριο στοὺς «εὐγενεῖς» αὐτοὺς βαρβάρους, ποὺ ὑποδύονται τοὺς πολιτισμένους καὶ γεμίζουν τὰ Μουσεῖα* «τους» μὲ ἔργα μοναδικῆς Τέχνης ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν ἱκανοὶ νὰ φιλοτεχνήσουν καὶ οὔτε θὰ δυνηθοῦν ποτέ, εἰς τὸ μέλλον, νὰ τὸ ἐπιτύχουν.
( *Καὶ ἡ λέξις Μουσεῖον διεθνῶς εἶναι ἑλληνική. Μοῦσα, Μουσεῖον→ λατιν. Museum →ἰταλ. καὶ ἱσπ. Museo → γαλλ. Musée → ἀγγλ. καὶ γερμ. Museum. Πρβλ. καὶ τουρκ. müzic, ἀλλά καὶ ὁ Ρῶσος «μουζίκος»)
Ἐλαχίστη ἐνδεικτικὴ ἀναφορά :
Τὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον ἐπιδεικνύει τὰ Γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος, τῆς Ἀπτέρου Νίκης, σπαράγματα ἐκ τῶν Προπυλαίων, προβάλλοντάς τα ὅμως μὲ τὸ ὄνομα τοῦ κλέφτη λόρδου Ἔλγιν: «Ἐλγίνεια»! (βλ. ἀναλυτικῶς στὶς εἰκόνες).
Ο Κωστὴς Παλαμᾶς ἔχει θρηνήσει γοερὰ τὴν ἁρπαγμένη Καρυάτιδα τοῦ Ἐρεχθείου («Ἀσάλευτη ζωή» 96, 97).
«...ὦ Καρυάτιδες... κλέφτες καὶ βάρβαροι
πῆραν τὴν ἀδελφούλα σας, μείνατε πέντε...»
Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἡ ἁρπαχθεῖσα Καρυάτις.
Τί ἀπέγιναν τὰ θαυμαστὰ ἐν τῇ Ἀκροπόλει ἀγάλματα τῆς πολιούχου Ἀθηνᾶς;
«Τὸ ἐν Παρθενῶνι... ἐξ ἐλέφαντος (=ἐλεφαντοστοῦ) ἅπαν καὶ χρυσοῦ.... Τὸ ἐν Ἀκροπόλει... χαλκεοῦν, ἡ τοῦ δόρατος αἰχμὴ καὶ ὁ λόφος (=λοφίον) τοῦ κράνους, ἀπὸ Σουνίου σύνοπτα» («Ἀττικά», 1. 28.2, Παυσανίας). —«Φειδίας εἰργάζετο» (Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς, 13, 9 Πλούταρχος).
Ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι μεταφερθέντα εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐκάησαν «τυχαίως» σὲ κάποια πυρκαϊά, ἄλλοι ὅτι κατεστράφησαν, διελύθησαν, καὶ ἀπὸ τὸ πολύτιμο ὑλικό τους ὁ Θεοδόσιος ἔκανε νομίσματα (Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων κατὰ Οὐίλ. Σμίθ, Α΄ τόμος, Ἐκδ. Ἐλ. Σκέψις).
Τὴν ἴδια τύχη βρῆκε καὶ ἡ Χαλκοθήκη, καθὼς καὶ ἡ Πινακοθήκη τῶν Προπυλαίων. «Κατανοητόν». Ἐλεφαντοστοῦν, χρυσός, χαλκός. Γιὰ ἀγάλματα θὰ μιλοῦμε τώρα;
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα ἐρωτηματικά. Ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ἦσαν θαμμένοι δύο προϊστορικοὶ βασιλεῖς τῆς Ἀθήνας. Ο Ερεχθεὺς (ἐξ οὗ καὶ τὸ Ἐρεχθεῖον) καθὼς καὶ ὁ Κέκροψ, τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ ἡ Ἀθήνα ὠνομάζετο Κεκροπία.
«Ἐν Άθήνησι, ἐν τῇ Ἀκροπόλει, τάφος ἐστὶν Κέκροπος» (Εὐσέβιος Καισαρείας).
Τί ἀπέγιναν ὅλα αὐτά;
Ὅ,τι ἀπέγινε καὶ τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ ἄγαλμα τοῦ Διός, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἔργο τοῦ Φειδία κι αὐτό. Ο Παυσανίας, ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη τὴν Ὀλυμπία γύρω στὸ 160 μ.Χ. βεβαιώνει, περιγράφοντας, ὅτι ὑπῆρχε ἀκόμη στὴν θέσι του. Ὁ Θεοδόσιος τὸ μετέφερε εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅπου «κατεστράφη» καὶ αὐτὸ ἀπὸ μία μεγάλη πυρκαϊά. Χρυσελεφάντινο ἦταν. Κατέληξε στὸ νομισματοκοπεῖον, τὸ δὲ ἐλεφαντοστοῦν ἐπωλήθη. Ὁ καθεὶς μὲ τὶς ἀξίες του.
Τὴν ἴδια τύχη εἶχε ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου: ὁ Κολοσσὸς τῆς Ρόδου. Τὸ γράφει ὁλοκάθαρα ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος, εἰς τὸ ‐εὐτυχῶς‐ διασωθὲν ἔργον του «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν»»...
Προτοῦ παρατεθεῖ τὸ κείμενον τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ἀναφορικῶς μὲ τὸ ποῦ κατέληξε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ὁ Κολοσσός, χρήσιμον εἶναι νὰ σημειωθεῖ τὸ λῆμμα τοῦ λεξικοῦ Liddell- Scott καὶ ἄλλων κοινῶν (κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς) λεξικῶν σχετικῶς μὲ τὴν ἐθνικότητα τοῦ τελευταίου ποὺ ἔπιασε στὰ χέρια του τὰ κομμάτια τοῦ κολοσσιαίου ἀγάλματος :
«Ἑβραῖος, και οβραίος, -α και -αίισσα, -ο και οβριός, -ιά (AM ἑβραῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης
νεοελλ.
άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος», Λεξικὸν Liddell- Scott.
«Εβραῖος, ...για άνθρωπο υπερβολικά φιλάργυρο και γι΄ αυτό σκληρό και ανάλγητο στις οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές του· (πρβ. τσιγκούνης, τσιφούτης)
τσιφούτης ο [tsifútis] θηλ. τσιφούτα [tsifúta] & τσιφούτισσα [tsifútisa] : (οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~.
[τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄)», Λεξικὸ τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς, Ἰνστ. νεοελλην. σπουδ., Ἵδρυμα Μ. Τριανταφ.
«Εβραίος, ο, θηλ. Εβραία κ. Εβραίισσα, η, ουσ. [<μτγν. Έβραίος], ο Εβραίος· (υποτιμητικά) ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος, ο συμφεροντολόγος: «είναι τόσο Εβραίος, που δε δίνει δανεικά ούτε στον αδερφό του»», Λεξικὸν Κάτου, Κέντρον ἑλληνικῆς γλώσσας.
«τσιφούτης-ισσα...ετυμ. < τουρκ. çιfιt «Εβραίος»», Λεξικὸν τῆς ν.ἑ γλώσσας, Μπαμπινιώτης.
Γράφει λοιπὸν ὁ Κων/νος Ζ' ὁ Πορφυρογέννητος :
«Τέταρτος Ἀράβων ἀρχηγός, Οὐθμάν ( =Ὀσμὰν Ἴμπν Ἀφφάν).
Οὗτος λαμβάνει τὴν Ἀφρικὴν πολέμῳ, καὶ στοιχήσας φόρους μετὰ τῶν Ἄφρων ὑπέστρεψεν. Τούτου στρατηγὸς χρηματίζει Μαυίας ( = Μουαουίγια Ἴμπν Ἀμπὶ Σουφυάν ἤτοι Μωαυίας Α'), ὁ παραλύσας τὸν κολοσσὸν Ῥόδου καὶ πορθήσας Κύπρον τὴν νῆσον καὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῆς.
Οὗτος παραλαμβάνει καὶ νῆσον τὴν Ἄραδον ( = σημερινὸν Ἀρουάντ/ νῆσος Ρουάντ), καὶ τὴν πόλιν αὐτῆς ἐνέπρησεν ( =πυρπόλησε), καὶ τὴν νῆσον ἀοίκητον κατέστησεν ἕως τοῦ νῦν. Οὗτος τὴν νῆσον Ῥόδον καταλαβὼν καθεῖλε τὸν ἐν αὐτῇ κολοσσὸν ( =ἀφοῦ κατέλαβε τὴν νῆσον Ῥόδον κατέστρεψε τὸν ἐν αὐτῇ Κολοσσόν)... ὃν Ἰουδαῖός τις ἔμπορος ὠνησάμενος Ἐδεσσηνός ( =τὸν ὁποῖον ἀγόρασε κάποιος Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα) ϡ ʹ καμήλους ἐφόρτωσεν αὐτοῦ τὸν χαλκόν ( = καὶ σὲ 900 καμῆλες φόρτωσε τὸν χαλκὸν αὐτοῦ). Οὗτος ὁ Μαυίας ἐπεστράτευσε καὶ κατὰ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐλυμήνατο ( =κατέστρεψε) τήν τε Ἔφεσον καὶ Ἁλικαρνασσὸν καὶ Σμύρνην καὶ τὰς λοιπὰς πόλεις Ἰωνίας, ὃς καὶ γέγονεν τῶν Ἀράβων ἀρχηγὸς πέμπτος μετὰ τὴν Οὐθμὰν τελευτὴν ἔτη εἴκοσι τέσσαρα...
Ἀπεβίω οὖν ὁ Μαυίας, ὁ τῶν Σαρακηνῶν ἀρχηγός, γεγονὼς στρατηγὸς ἔτη κ ʹ ( =20), ἀμηρεύσας ( =ἡγεμονεύοντας, ἦταν ἀμιράς/ἐμίρης) δὲ ἔτη κδʹ ( =24). Καὶ ἐκράτησεν τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀράβων Ἰζίδ ( =Γιαζίντ Ἴμπν Ἀμπὶ Σουφυὰν Ἴμπν Χάρμπ Ἴμπν Οὐμαγιά), ὁ υἱὸς αὐτοῦ... Τούτου τελευτήσαντος, ἐταράχθησαν οἱ Ἄραβες τῆς Αἰθρίβου ( =Γιαθρίμπ, ἤτοι τῆς Μεδίνας), καὶ διεγερθέντες κατέστησαν ἑαυτοῖς ἀρχηγὸν Ἀβδελᾶν ( =Ἄμπντ Ἀλλάχ Ἴμπν Ἀλ-Ζουμπαγὶρ Ἴμπν Ἀλ-Αυουάμ), τὸν υἱὸν Ζουβέρ. Τοῦτο ἀκούσαντες οἱ τὴν Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην καὶ ∆αμασκὸν κατοικοῦντες Ἀγαρηνοί, ἔρχονται πρὸς Οὐσάν, ἀμηρᾶν ( =τὸν ἐμίρη) Παλαιστίνης, καὶ προβάλλονται Μαρουάμ ( =Μαρουὰν Ἴμπν Ἄλ-Χακὰμ Ἴμπν Ἀμπὶ Ἄλ- Ἀς Ἴμπν Οὐμάγια), καὶ ἱστῶσιν αὐτὸν ἀρχηγόν, καὶ κρατεῖ τῆς ἀρχῆς. Τούτου δὲ τελευτήσαντος, Ἀβιμέλεχ ( =Ἄμπντ Ἀλ-Μαλὶκ Ἴμπν Μαρουὰν Ἴμπν Ἀλ-Χακάν), ὁ υἱὸς αὐτοῦ διαδέχεται τὴν ἀρχήν... Καὶ χειροῦται τοὺς τυράννους, καὶ ἀποκτέννει τὸν Ἀβδελᾶν, υἱὸν Ζουβὲρ καὶ διάδοχον... Ἰστέον, ὅτι ὁ τῶν Ἀράβων ἀρχηγός, ὃς ( =ὁ ὁποῖος) πέμπτος ἀπὸ τοῦ Μουάμεθ ( =Μωάμεθ) ἐκράτησεν τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀράβων, οὐκ ἐκ τοῦ γένους ἦν τοῦ Μουάμεθ, ἀλλ' ἐξ ἑτέρας φυλῆς. Καὶ πρῶτον μὲν ἐχειροτονήθη στρατηγὸς καὶ ναύαρχος παρὰ Οὐθμάν, ἀρχηγοῦ τῶν Ἀράβων, καὶ ἀπεστάλη κατὰ τῆς Ῥωμαίων πολιτείας μετὰ χειρὸς ἰσχυρᾶς καὶ καταφράκτων νηῶν...
Καὶ εἰσῆλθεν ἕως τῆς Ῥόδου, κἀκεῖθεν ἐξοπλισάμενος ἀνῆλθεν ἕως Κωνσταντινούπολιν, καὶ διατρίψας χρόνον ἱκανόν, λεηλατήσας τε τὰ ἔξω τοῦ Βυζαντίου, ὑπέστρεψεν ἄπρακτος. Ἐλθὼν δὲ ἐν τῇ Ῥόδῳ καθεῖλεν τὸν κολοσσὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἱστάμενον. Ἄγαλμα δὲ ἦν τοῦ ἡλίου χαλκοῦν, κεχρυσωμένον ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν, ἔχον ὕψος πήχεις πʹ ( =80) καὶ πλάτος ἀναλόγως τοῦ ὕψους, καθὼς μαρτυρεῖ τὸ ἐπίγραμμα τὸ πρὸς τὴν βάσιν τῶν ποδῶν αὐτοῦ γεγραμμένον, ἔχον οὕτως·
Τὸν ἐν Ῥόδῳ κολοσσὸν ὀκτάκις δέκα ( =80) Λάχης ἐποίει πηχέων, ὁ Λίνδιος. Ἔλαβεν δὲ τὸν χαλκὸν αὐτοῦ καὶ διεπέρασεν αὐτὸν ἐν Συρίᾳ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν εἰς ἀγορὰν παντὶ τῷ βουλομένῳ ( =καὶ τὸν ἔστησε -τὸν χαλκὸν- στὴν ἀγορὰ νὰ τὸν πάρει ὅποιος ἤθελε)· ὠνήσατο δὲ αὐτὸν Ἑβραῖος Ἐδεσσηνός ( =τὸν ἠγόρασε αὐτὸν Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα), ἐπιφορτώσας αὐτὸν ἀπὸ θαλάσσης καμήλους ϡ' ( =900)», Πρὸς τὸν ἰδίον υἰὸν Ῥωμανόν (De administrando imperio), 20, Κων/νος Πορφυρογέννητος.
«Ὁ Λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος (εἰς τὸ ἔργον τοῦ «Κωνσταντινούπολις») καταγγέλλει ὅτι καὶ ὁ τεράστιος χάλκινος ἀνδριὰς τοῦ Ἡρακλέους, ἔργον τοῦ Λυσίππου, κατεκόπη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς νομίσματα.
Καὶ ὁ Παπαρρηγόπουλος καταγγέλλει ὅτι «Τὸ τῆς Ἥρας ἄγαλμα τὸ ὁποῖον πάλαι ποτὲ ἐκόσμει τὸ ἐν Σάμῳ ἱερὸν τῆς θεᾶς ἀνετράπη ὑπὸ τῶν σταυροφόρων ἵνα χωνευθῇ καὶ μεταβληθῆ εἰς νόμισμα» (Ζ΄154).
Πόσον τιμᾶται ὁ χαλκὸς καὶ πόσον ἀποτιμᾶται ἡ Τέχνη ἤ, ἀκριβέστερον, ἡ καλλιτεχνία;
Ὁ καθεὶς μὲ τὶς «ἀξίες» του.
Ἐπανερχόμεθα.
Τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης φημίζεται παγκοσμίως γιὰ τὴν πλουσιωτάτη συλλογὴ ἑλληνικῶν ἀριστουργημάτων.
Τὸ ἴδιο καὶ τὸ Βασιλικὸ Μουσεῖο Τέχνης Βρυξελλῶν.
Τὸ ἐν Παρισίοις Μουσεῖον τοῦ Λούβρου ἐναβρύνεται καὶ καμαρώνει προβάλλοντας τὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης καὶ τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου.
Ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης μετεφέρθη ἐπὶ γαλλικοῦ πολεμικοῦ πλοίου στὴν Γαλλία τὸ 1864, κατόπιν ἀδείας τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, δηλαδὴ τοῦ Σουλτάνου.
Ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου ἀνηρπάγη τὸ 1820, ἐπὶ γαλλικοῦ πολεμικοῦ πλοίου καὶ αὐτή. Τραβώντας την βιαίως τῆς ἔσπασαν τοὺς βραχίονες, οἱ ὁποῖοι ἐβυθίσθηκαν στὴν θάλασσα (βλ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ.
Τὸ Μουσεῖον τοῦ Βερολίνου ἐμπερικλείει καὶ ἐπιδεικνύει ὑπερήφανο, τὸν βωμὸ τοῦ Διὸς τῆς Περγάμου.
Ἡ δὲ Γλυπτοθήκη τοῦ Μονάχου ἐμπεριέχει τὰ ὅσα λείπουν, λεηλατηθέντα, ἀπὸ τὸν ἐν Αἰγίνῃ Ναὸν τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς.
Καὶ ἄλλα πάμπολλα, ὅπως τὸν περίφημο ἀμφορέα τοῦ ζωγράφου Κλεοφράδους, ἀντιπροσωπευτικὸ ἀριστούργημα τῆς ἀττικῆς ἀγγειογραφίας, μετονομασθέντα εἰς Ἀμφορέα «τοῦ Μονάχου»(!)
Οἱ τυραννοκτόνοι Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων στεγάζονται εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Νεαπόλεως (Napoli).
Καὶ οἱ διάσημοι Πολεμισταὶ τοῦ Riace, ἔργον μᾶλλον τοῦ Φειδία, εἰς τὸ Μουσεῖον τοῦ Ρηγίου (Reggio Calabria).
Τὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο τῆς Ν. Ὑόρκης εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ Κυκλαδικὰ καὶ ἀπὸ πανέμορφους Κούρους (καὶ ὄχι μόνον). Ἡ συλλογή του θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πλουσιώτερες στὸν κόσμο.
Τὸ Μουσεῖον τοῦ Βατικανοῦ καὶ τὰ Ρωσικὰ Μουσεῖα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κρυμμένα βιβλία μας, βρίθουν ἀπὸ Ἑλληνικὰ καλλιτεχνήματα.
Καί, ὦ τῆς ὕβρεως, τὸ ἀνάθημα τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, εὐχαριστήριον ἐνθύμημα τῆς νίκης ἐναντίον τῶν βαρβάρων εἰς Πλαταιάς, ἀπήχθη εἰς Κωνσταντινούπολιν.
«Οἱ δὲ Ἕλληνες, ἐκ τῶν λαφύρων δεκάτην ἐξελόμενοι, κατεσκεύασαν χρυσοῦν τρίποδα, καὶ ἀνέθηκαν εἰς Δελφοὺς χαριστήριον τῷ θεῷ», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορ. Βιβλ. ΙΑ΄. 22.
Ἡ δὲ στήλη ἡ ἀναγράφουσα καὶ τιμῶσα τοὺς νεκροὺς τῆς Ἐρεχθηίδος φυλῆς τῶν Ἀθηνῶν, τοὺς πεσόντας κατὰ τὴν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος, ἐκτίθεται εἰς τὸ Λοῦβρον! Ὡς ἁπλοῦν ἔκθεμα, ἄνευ τῶν νενομισμένων τιμῶν. Ὑπερβασία! Ὕβρις!
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πλεῖστα, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.
Μερικὰ ἐξ αὐτῶν εἶναι γνωστὸ τὸ πῶς ἐχάθησαν. Γιὰ ἄλλα ἀγνοοῦμε τὸ πῶς καὶ ποῦ κατέληξαν. Ἐνῶ γιὰ ὡρισμένα, σπουδαιότατα καὶ ἀρχαιότατα, δὲν γνωρίζουμε (οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες) οὔτε κἄν ὅτι ὑπῆρξαν, ἄν καὶ τὰ ἐναπομείναντα βιβλία μας περιέχουν σχετικὲς ἀναφορές.
Ὁ πρῶτος, λόγου χάριν, ποὺ ἐλεηλάτησε τὸν πρὸ τοῦ Φειδίου Παρθενῶνα ἦταν ὁ Ξέρξης, ὅταν θεωρώντας τὸν ἑαυτό του νικητὴ μετὰ τὴν Μάχη τῶν Θερμοπυλῶν (480 π.Χ.) καὶ τὴν ἡρωικὴ θυσία τοῦ Λεωνίδα, εἰσῆλθε «θριαμβευτὴς» στὴν Ἀθήνα ὅπου δὲν ἄφησε λίθον ἐπὶ λίθου.
«Τὸ ἱερὸν συλήσαντες, ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν Ἀκρόπολιν», Ἱστορ., Η', 53, Ἡρόδοτος.
(Δὲν ἐγνώριζε ὅτι «κάτω στὸν Πειραιᾶ στὸ λιμάνι» τοὺς ἑτοίμαζε ὁ Θεμιστοκλῆς τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος). Πρὶν φύγουν ὅμως κακὴν κακῶς, οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Μῆδοι εἶχαν ἤδη φυγαδεύσει στὴν Περσία τὰ λεηλατηθέντα Βιβλία καὶ Καλλιτεχνήματα. Αὐτά, ἀργότερα, ‐ὅπως διηγεῖται ὁ Πλούταρχος‐ τὰ ἔστελνε πίσω στὴν Ἑλλάδα ὀ Μέγας Ἀλέξανδρος προελαύνοντας στὴν Ἀσία, μὲ εἰδικὲς καθημερινὲς ἀποστολές.
Τὸ θέμα τὸ θίγει καὶ ὁ Ἀρριανὸς εἰς τὴν «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασιν» (Βιβλίον Ζ΄,19,2)
«Ὅσους δὲ ἀνδριάντας ἢ ὅσα ἀγάλματα ἢ ἄλλο ἀνάθημα ἐκ τῆς Ἑλλάδος Ξέρξης ἀνεκόμισεν ἐς Βαβυλῶνα ἢ ἐς Πασαργάδας ἢ ἐς Σοῦσα ἢ ὅπῃ ἄλλῃ (=ὅπου ἀλλοῦ) τῆς Ἀσίας, ταῦτα δοῦναι ἄγειν τοῖς πρέσβεσι· καὶ τὰς Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνας τὰς χαλκᾶς* οὕτω λέγεται ἐπενεχθῆναι (= μετεφέρθησαν) ὀπίσω ἐς Ἀθήνας, καὶ τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Κελκέας τὸ ἕδος (=βωμός)»...
*Τὰ χάλκινα αὐτὰ ἀγάλματα τῶν τυραννοκτόνων, ἀργότερα τὰ ἅρπαξαν μᾶλλον οἱ Βυζαντινοὶ καὶ ὅπως ἤδη ἀνεφέρθη, σήμερα εὑρίσκονται εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Νεαπόλεως («ὁ κλέψας τοῦ κλέψαντος»).
Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος δέ, εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι ἀφοῦ τὸ ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι ἱστορικοί, μετὰ τὴν Νίκη του εἰς τὸν Γρανικὸν Ποταμὸν (334 π.Χ.) ἔστειλε στὴν Ἀθήνα, πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, 300 ἀσπίδες περσικὲς μὲ τὴν πολυσυζητημένη διάσημη ἐπιγραφή :
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ
ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ
Ὅπως δὲ ἀναγράφει ὁ «Πλήρης Ὁδηγὸς τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν», (Ἐκδ. Κακουλίδη), «στὸ ἀνατολικὸ ἐπιστύλιο τοῦ Παρθενῶνος φαίνονται οἱ τρύπες ποὺ ἔγιναν ὅταν κρέμασαν τὶς ἀσπίδες, ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὴν Ἀθηνᾶ».
Ὡρισμένα ἀπὸ τὰ ἐναπομείναντα ἀφιερώματα‐λάφυρα, λέγεται ὅτι ἀνηρπάγησαν ὑπὸ τοῦ Νέρωνος (Δίων Προυσσαεὺς ΧΧΧΙ. 148).
Τὰ δὲ λάφυρα τὰ ἐκ τῶν Μηδικῶν Πολέμων («Ἕλληνες ἀπὸ Μήδων») ἐξηφανίσθησαν καὶ αὐτά, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τί ἀπέγιναν:
Ὁ ἀργυρόπους θρόνος τοῦ Ξέρξου, ὅπου καθισμένος ὁ «μέγας βασιλεὺς» στὴν πλαγιὰ τοῦ ὄρους Αἰγάλεω... παρακολουθοῦσε τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος.
Τὸ ξίφος τοῦ Μαρδονίου (Μαρδοχαίου) μετὰ τὴν ἧττα του στὴν Μάχη τῶν Πλαταιῶν.
Ὁ θῶραξ τοῦ στρατηγοῦ τους Μασίστιου, ἀρχηγοῦ τοῦ περσικοῦ ἱππικοῦ. Καὶ ἄλλα πολλά.
Ἆρα γε τὰ ἔκρυψαν, τὰ καταχώνιασαν, ἢ τὰ κατέστρεψαν ὁλοκληρωτικά;
Ἄγνωστον.
Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις εἶναι ὅτι τὰ «περιποιήθηκε» καὶ αὐτὰ ὁ μισέλλην αὐτοκράτωρ «Μέγας» Θεοδόσιος. («Μέγας» ὡς πρὸς τὸ νὰ καταστρέφη). Δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως μαρτυρίες, ποὺ νὰ διαιωνίζουν τὴν τόση ΔΟΞΑ.
Δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μαρτυρίες ποὺ νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀρχαιοτάτη Ἱστορία μας ἀλλὰ καὶ τὸ ἀληθὲς τῶν «προϊστορικῶν μύθων». Γι’ αὐτὸ ἅρπαξαν καὶ ἐξαφάνισαν τὸ πλοῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχε πλεύσει ὁ Θησεὺς στὴν Κρήτη, προκειμένου νὰ δηλώση εἰς τὸν Μίνωα (ὁ ὁποῖος Μίνως «πρῶτος ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἐθαλαττοκράτησε» ‐Διόδ.‐) ὅτι ἡ Ἀθήνα κατέστη καὶ αὐτὴ μεγάλη ναυτικὴ δύναμις, ὁπότε δὲν ἦτο πλέον ἀνάγκη νὰ πληρώνη εἰς τὸν Μίνωα αἱματηροὺς φόρους, προκειμένου νὰ φυλάττουν τὴν Ἀττική, τὰς νήσους καὶ τὶς ἀκτὲς τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, οἱ Κρητικὲς «ἀκταιωροί». (Στὴν οὐσία, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβολίζει ὁ μῦθος τοῦ «Μινωταύρου»).
Τὸ ἀθηναϊκὸ αὐτὸ πλοῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπλευσε ὁ Θησεὺς στὴν Κρήτη μὲ «δὶς ἑπτὰ (=14) ἄλλους νέους Ἀθηναίους», ὅπως γράφει καὶ ὁ Πλούταρχος, οἱ Ἀθηναῖοι τὸ ἐφύλαττον μέχρι τοὺς χρόνους τοῦ Ἀθηναίου πολιτικοῦ καὶ φιλοσόφου Δημητρίου τοῦ Φαληρέως (Δ΄ αἰ. π.Χ.), συντηρώντας το ἐπιμελῶς καὶ ἀντικαθιστώντας συστηματικὰ τὰ πεπαλαιωμένα ξύλα του μὲ ἄλλα καινουργῆ.
«Τὸ δὲ πλοῖον, ἐν ᾧ μετὰ τῶν ἠιθέων (=παλληκαριῶν) ἔπλευσε καὶ πάλιν ἐσώθη (=καὶ ἐγύρισε σῶος), τὴν τριακόντορον (=τριαντάκωπον), ἄχρι τῶν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες, ἄλλα δὲ ἐμβάλλοντες ἰσχυρά...», Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 23,1.
Τὸ γαλλικὸ Περιοδικὸ Le Point‐Références ἀναφέρει ὅτι τὸ πλοῖον τοῦ Θησέως συνετηρεῖτο ἐπιμελῶς (soin à la conservation) μέχρι καὶ τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα.
Τελικῶς, τί ἀπέγινεν ἡ «Θησηίς»; Ὅ,τι ἀπέγινεν καὶ ἡ ΑΡΓΩ τοῦ Ἰάσονος, ἡ ὁποία ἐφυλάσσετο καὶ διετηρεῖτο μέχρι τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος στὴν Κόρινθο...
(Γιὰ περισσότερες πληροφορίες περὶ τῆς Ἀργοῦς, βλ. «Ἑλλὰς ἡ Κυρὰ τῆς Θάλασσας» τοῦ Χρ. Ζαλοκώστα, βιβλιοπ. Ἑστία-Κολλάρος).
Ο Χρ. Ζαλοκώστας γράφει ὅτι ἡ ΑΡΓΩ ἐλαφυραγωγήθη ὑπὸ τῶν Ρωμαίων, οἱ ὁποῖοι τὴν ἀπήγαγον εἰς Ἰταλίαν. Οἱ Ρωμαῖοι ἐλεηλάτησαν ἀγρίως τὴν Κόρινθο τὸ 156 π.Χ. Τότε ἐσύλησαν καὶ τὴν περίφημη «Πινακοθήκη τῆς Σικυῶνος», τὴν πρώτη «πινακοθήκη» τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία περιελάμβανε «τὰς ἀρίστας ζωγραφίας»
(Σικυών: πόλις πλησίον Κορίνθου μὲ Σχολὲς Γλυπτικῆς καὶ Ζωγραφικῆς, γιὰ περισότερες λεπτομέρειες βλ. «Ἑλληνικὴ Ζωγραφική» Α. Τζιροπούλου‐Εὐσταθίου).
Ὁλόκληρη ἡ Ἑλλὰς ἔχει λεηλατηθῆ βάναυσα. Ἐλεηλατεῖτο μονίμως, συνεχῶς, ἀνελλιπῶς καὶ ἀδιαλείπτως.
Θὰ ἀπαιτεῖτο πολύτομος εἰδικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος Μονογραφία, προκειμένου νὰ καταγραφοῦν μεθοδικὰ καὶ ἐπισήμως οἱ (γνωστὲς) ἀπώλειες. Ἕνα ἐλάχιστον παράδειγμα:
«Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ρωμαϊκῶν λεγεώνων Φούλβιος κατώρθωσε νὰ κυριεύση τὴν Σάμην ‐τῆς Κεφαλληνίας‐ μετὰ 4 μηνῶν πολιορκίαν. Ἡ πόλις διηρπάγη, κατεστράφη, οἱ κάτοικοι ὅλοι ἐξηνδραποδίσθησαν.
Ο Μάρκος Φούλβιος ἔκαμε θρίαμβον στὴν Ρώμη... Τὸν ἐκόσμησεν μὲ λάφυρα... 235 ἀγάλματα ὀρειχάλκινα καὶ 230 ἀπὸ μάρμαρο... Ὁ Στράβων λέγει: ἡ Σάμη κατεστράφη καὶ μόνον ἴχνη ἔμειναν», Εὐ. Παρέντη «Ἱστορία τῆς Κεφαλονιᾶς», σελ. 11, ΑΘ. 1977...
...-Ἀλλὰ καὶ ὁ- χρυσοῦς Πὰν, τάμα τοῦ Μιλιτιάδου, εὑρίσκετο εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Πανὸς στὸν ἱερὸ Βράχο, μᾶς τὸ πῆραν καὶ αὐτό».
Στὴν Ἱερὰ Οἰκία τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης στὴν Δωδώνη, ἀναφέρει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά», (7, 7, 4, ἀποσπ.) πὼς ὑπῆρχαν πέραν τῆς ἱερᾶς βελανιδιᾶς καὶ χάλκινοι τρίποδες μὲ λέβητες, ὅπου καὶ ἐτοποθετήθη τὸ δωδωναῖον χαλκίον, ἀνάθημα τῶν Κερκυραίων. Αὐτὸ ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο μικροὺς κίονες, ὅπου ὁ ἕνας στήριζε ἕναν χάλκινον λέβητα καὶ ὁ ἄλλος ἕνα ἀγαλματίδιον ποὺ κρατοῦσε μαστίγιον καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου αὐτὸ ἐκινεῖτο καὶ ἔκρουε τὸν χάλκινον λέβητα, ἐκ τοῦ ὁποίου έχρησμοδότουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου