Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΤΥΧΗ ΜΕΡΙΚΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΓΛΥΠΤΩΝ ΜΑΣ

Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον της «Ἡ καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν-Λεηλάτησις τῆς γνώσεως καὶ τῆς μυθολογίας μας» : 

«Τὴν ἐποχὴν τῆς Φραγκοκρατίας ὁ Παρθενὼν ἔγινε καθολικὴ ἐκκλησία τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν σὲ τζαμὶ μὲ μιναρέ... Στὰ 1687, ὅταν οἱ Βενετοὶ ὑπὸ τὸν Μοροζίνι* πολιορκοῦσαν τὴν Ἀθήνα, ἔπεσε μιὰ ὀβίδα μέσα στὸν Παρθενῶνα καὶ προκάλεσε τὴν ἀνάφλεξι μιᾶς πυριτιδαποθήκης ποὺ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν ἐγκαταστήσει μέσα στὸν ναό. Ἡ ἔκρηξις ποὺ ἐπηκολούθησε μετέβαλε τὸ ἀριστούργημα τοῦ Ἰκτίνου σὲ θλιβερὰ ἐρείπια. Ἀργότερα οἱ Τοῦρκοι ἔκτισαν στὴ μέση τοῦ ἐρειπωμένου ναοῦ ἕνα μικρότερο τζαμί. 

Κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν σκοτεινῶν χρόνων πολλὰ μαρμάρινα κομμάτια ἀπὸ τὰ μνημεῖα τῆς Ἀκροπόλεως γίνονταν ἀσβέστης. 

Ἀργότερα μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγάλματα ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν εἰς τὸ ἐξωτερικὸ ἀπὸ ξένους ἢ καταστράφηκαν καθὼς τὰ ἔβγαζαν ἀπὸ τὴ θέσι τους γιὰ νὰ τὰ πάρουν...» 

* Καὶ κατὰ τὴν μετατροπή του σὲ χριστιανικὴ ἐκκλησία τῆς Ἁγιᾶς Σοφίας- Παναγιᾶς Ἀθηνιώτισσας, ὁ Παρθενῶν ὑπέστη σοβαρότατες ζημιές, ὅπως ἦταν ἡ ἀφαίρεσις τῶν γλυπτῶν τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος, ἡ σφυροκόπησις ὅλων τῶν μετοπῶν τῆς βορείου πλευρᾶς ποὺ ἀπεικόνιζον τὸν Τρωικὸν πόλεμον. Γλύτωσε τῆς χριστιανικῆς μανίας μόνον ἡ τελευταία μετόπη, ἡ ὁποία ἀπεικονίζει τὴν Ἥρα καὶ τὴν Ἥβη, ἐπειδὴ θύμιζε στὸν χριστιανικὸν ὄχλον τὴν Παναγιᾶ μὲ τὸν ἀρχάγγελον Γαβριῆλ (βλ. εἰκόνα)! Ἀπὸ τὶς έναπομείνασες σφυροκοπημένες, 18 χάθηκαν στὸν βομβαρδισμὸν τοῦ Παρθενῶνος ἀπὸ τὸν Μοροζίνι. Καὶ ἄλλες πολλὲς καταστροφὲς ποὺ συνέβησαν εἴτε στὰ πλαίσια «ἐξαγνισμοῦ» τοῦ «εἰδωλολατρικοῦ» ναοῦ, εἴτε στὰ πλαίσια τοῦ νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ἀνάγκες τῆς τρίκλιτης βασιλικῆς, στὴν ὁποία τὸν μετεμόρφωσαν... 



Καὶ συνεχίζει ἡ Τζιροπούλου στὸ προαναφερθὲν βιβλίον : 

«Ὀρθοτάτη ἡ ἀνελικτικὴ τοποθέτησις τοῦ συντάκτου.

‐ Καταστροφὴ λόγῳ φανατισμοῦ.

‐ Ἁρπαγὴ (δηλ. κλοπή, λεηλασία, ἀρχαιοκαπηλία).

‐ Ἀκρωτηριασμοὶ τῶν μοναδικῶν αὐτῶν ἀριστουργημάτων κατὰ τὴν βιαία ἀπόσπασι. 

Γι’ αὐτὸ ὁ Λιβάνιος (Ἕλλην ρήτωρ καὶ φιλόσοφος ἐξ Ἀντιοχείας) τὴν ἐποχὴ τῆς κορυφώσεως τῆς Θεοδοσιανῆς ἐντολῆς «ἐς ἔδαφος φέρειν ἅπαντα τὰ τῶν Ἕλλήνων», ἀπηύθυνε στὸν τοποθετημένο ἐπὶ τούτου Θεοδόσιον τὸν «Μέγαν» ἐπίσημη διαμαρτυρία ὅπου, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, τονίζει. 

ΠΡΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΝ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ‐ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ 

«...Οἱ δὲ μελανειμονοῦντες (=οἱ μαυροντυμένοι ‐ἐννοεῖ τοὺς μοναχούς‐) ὦ βασιλεῦ, κρατοῦντος τοῦ νόμου (=ἰσχύοντος τοῦ νόμου ‐σου‐) θέουσιν (=τρέχουν) ἐπὶ τὰ ἱερὰ (=ἐναντίον τῶν ἱερῶν) ξύλα φέροντες καὶ λίθους καὶ σίδηρον... καθαιρουμένων ὀροφῶν (=γκρεμίζουν τὶς ὀροφές), κατασκαπτομένων τοίχων (=κατασκάπτουν τοὺς τοίχους), κατασπωμένων ἀγαλμάτων (=σύρουν τὰ ἀγάλματα), ἀνασπωμένων βωμῶν (=ἀναποδογυρίζουν τοὺς βωμούς), τοὺς δὲ ἱερεῖς ἢ σιγᾶν δεῖ ἢ τεθνάναι (=καὶ οἱ ἱερεῖς πρέπει ἢ νὰ σιωποῦν ἢ νὰ πεθάνουν). (Κεφ. 6) 

Οἳ φασί μεν τοῖς ἱεροῖς πολεμεῖν (=αὐτοὶ λοιπὸν ἰσχυρίζονται ὅτι καταπολεμοῦν τὰ ἱερά) ἔστι δὲ οὗτος ὁ πόλεμος πόρος τῶν μὲν τοῖς ναοῖς ἐγκειμένων (=γίνεται ὅμως ὁ πόλεμος αὐτὸς προκειμένου νὰ προσπορισθοῦν τὰ ὅσα ὑπάρχουν ἐντὸς τῶν ναῶν), ἁρπαζόντων τά τε κείμενα αὐτοῖς (=καὶ ἁρπάζουν ὅ,τι κεῖται ἐντὸς αὐτῶν) ὥστε ἀπέρχονται φέροντες (=ὥστε ἀπέρχονται μεταφέροντες αὐτά).

Τοῖς δὲ οὐκ ἀρκεῖ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ γῆν σφετερίζονται, λέγοντες τὴν τοῦ δεῖνος ἱερὰν (=καὶ σὲ ὅσους δὲν ἀρκοῦν αὐτά, τὰ ἁρπαχθέντα, σφετερίζονται καὶ τὴν γῆν, ὀνομάζοντας αὐτὴν ἱερὰν ‐γῆν‐ τοῦ ὁποιουδήποτε) (Κεφ. 11). 

Καὶ ὅσα ἀγάλματα σιδήρου πεποιημένα, κέκρυπται τῷ σκότῳ διαφεύγοντα τὸν ἥλιον...» (Κεφ. 44). 

Ὅσα δὲν ἐπρόλαβαν νὰ τὰ ἁρπάξουν τότε, τὰ ἰδιοποιήθηκαν ἀργότερα μὲ διαφόρους τρόπους. Οὔτε γνωρίζουμε πῶς, πότε, πόσα... Γράφει λ.χ. ὁ Νικ. Πολίτης στὸ πολύτιμο ἔργο του «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ‐ Περὶ τοῦ Βίου καὶ τῆς Γλώσσης τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» (Ἐκδόσεις Σακελλαρίου, Ἀθ. 1904. Ἀνατύπωσις ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ Αθ. 1998). 

«Εἰς τὴν Ἀθήνα ἔχουνε μέσα εἰς τὸ Θησεῖον ἕν’ ἀρχαῖο ἄγαλμα ποὺ παρασταίνει ἕνα Μαραθωνομάχο. Τό 'χουν φυλαγμένο σὲ γυάλινη κάσσα, γιατὶ ἔχει πολύ μεγάλη ἀξία. Ἡ Ἀγγλία τὸ ζητάει, καὶ ἄν τῆς τὸ δώσωμε, μᾶς πληρώνει, λέει, ὅλα μας τὰ χρέη. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν κάνει ποτὲ νὰ τὸ δώσωμε, γιατί θάναι ντροπή μας».

Αὐτὰ τὰ θυμόταν ὁ λαός. Σήμερα ξεχασθήκανε. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἆραγε ὁ Μαραθωνομάχος μας; Ἄγνωστον. Ποῦ νὰ βρίσκεται καὶ «ὁ ἀργυρόπους δίφρος τοῦ Ξέρξου ὃς αἰχμάλωτος ἀπεκαλεῖτο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου καθεζόμενος ‐ὁ Ξέρξης‐ ἐθεώρει τὴν ναυμαχίαν ‐τῆς Σαλαμῖνος‐, ἐνέκειτο δὲ εἰς τὸν Παρθενῶνα τῆς Ἀθηνᾶς». (Λεξ. Δέκα Ρητόρων, λῆμμα Ἀργυρόπους Δίφρος, Ἁρποκρατίων). 

Τελικῶς διαπιστώνουμε πὼς ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη μὲ τὰ Βιβλία μας...τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τὰ Ἔργα Τέχνης τῶν Ἑλλήνων, καὶ μὲ τὰ λάφυρα τῶν ἐνδόξων πολέμων τους. 

Ἐμπρησμοὶ

Ἁρπαγές

Λαθρανασκαφές... 

Οὑδεὶς λαὸς κατεδιώχθη ποτέ τόσο, ὅσο ὁ Ἑλληνικός. 

Καὶ τί δὲν μᾶς συνέτριψαν!

Καὶ τί δὲν ἀκρωτηρίασαν!

Καὶ πόσα δὲν ἅρπαξαν! ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΜΑΤΑ 

Ὡρισμένα ἀπὸ αὐτά, κοσμοῦν μέχρι σήμερα τὰ Μουσεῖα τοῦ Κόσμου. Καὶ γιὰ νὰ τὰ ἀποθαυμάση κανείς, πληρώνει καὶ πανάκριβο εἰσιτήριο στοὺς «εὐγενεῖς» αὐτοὺς βαρβάρους, ποὺ ὑποδύονται τοὺς πολιτισμένους καὶ γεμίζουν τὰ Μουσεῖα* «τους» μὲ ἔργα μοναδικῆς Τέχνης ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξαν ἱκανοὶ νὰ φιλοτεχνήσουν καὶ οὔτε θὰ δυνηθοῦν ποτέ, εἰς τὸ μέλλον, νὰ τὸ ἐπιτύχουν. 

( *Καὶ ἡ λέξις Μουσεῖον διεθνῶς εἶναι ἑλληνική. Μοῦσα, Μουσεῖον→ λατιν. Museum →ἰταλ. καὶ ἱσπ. Museo → γαλλ. Musée → ἀγγλ. καὶ γερμ. Museum. Πρβλ. καὶ τουρκ. müzic, ἀλλά καὶ ὁ Ρῶσος «μουζίκος») 

Ἐλαχίστη ἐνδεικτικὴ ἀναφορά : 

Τὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον ἐπιδεικνύει τὰ Γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος, τῆς Ἀπτέρου Νίκης, σπαράγματα ἐκ τῶν Προπυλαίων, προβάλλοντάς τα ὅμως μὲ τὸ ὄνομα τοῦ κλέφτη λόρδου Ἔλγιν: «Ἐλγίνεια»! (βλ. ἀναλυτικῶς στὶς εἰκόνες). 


(Ἡ Διώνη ἔχουσα ξαπλωμένη πάνω της τὴν Ἀφροδίτη) 

(Ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λείπει καὶ ἡ Ἑστία. Σήμερα ἐκτίθεται καὶ αὐτὴ στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον, στὸ Λονδίνον). 

(Ἄρτεμις ἀπὸ το ἀνατολικὸν ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος. Ἐκτίθεται καὶ αὐτὴ στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 

(Ἀριστερὰ ἡ Περσεφόνη ἔχουσα δεξιά της τὴν μητέρα της, Δήμητρα. Λαξευμένες στὸ ἴδιο κομμάτι μαρμάρου. Ἄν θέλει νὰ τὶς θαυμάσει κανεὶς δὲν θὰ τὶς βρεῖ στὸν Παρθενῶνα, στὸν ὁποῖον ἐγεννήθησαν, ἀλλὰ στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον, ὅπου καὶ κατέληξαν ὑπὸ τῶν βαρβάρων...)


(Ὁ Διόνυσος ἤ ὁ Ἡρακλῆς ἤ καὶ ὁ Θησεὺς καθισμένος στὸ δέρμα ἑνὸς θηρίου καὶ κρατῶν (πλέον τὸ χέρι του εἶναι κομμένον) ἕναν κάνθαρον μὲ κρασί. Ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος κατέληξε καὶ αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα νὰ ἐκτίθεται ἀνάμεσα στὰ ὑπόλοιπα κλεψιμιὰ τοῦ Βρεττανικοῦ Μουσείου) 

(Τὰ κλεμμένα καὶ βιαίως ἀποσπασθέντα μάρμαρα τοῦ Παρθενῶνος, στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖον. Ἀπὸ τὰ 128 μέτρα ποὺ διεσώθηκαν ἀπὸ τὰ συνολικῶς 160 μέτρα τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενῶνος, τὰ 75 ἐκτίθενται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον, στὸ Λονδίνο) 

(Κεφάλι ἑνὸς ἐκ τῶν ἵππων ποὺ κοσμοῦσε τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης στὸ δεξιὸν ἄκρον τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος τοῦ Παρθενῶνος. Ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν ἵππον μέρος τῆς κάτω γνάθου καὶ τῆς κορυφῆς τοῦ κεφαλιοῦ του. Ὁ κορμὸς τῆς Σελήνης εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ ἀέτωμα καὶ βρέθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἀνασκαφῶν -βλ. ἑπομένη εἰκόνα-) 

(Ὁ κορμὸς τῆς Σελήνης) 

(Ζεῦγος ἵππων ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν ἄκρον τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος τοῦ Παρθενῶνος. Οἱ ἵπποι ἔσερναν μαζὶ μὲ ἄλλα δύο ἄλογα τὸ ἅρμα τοῦ Ἡλίου. Βρίσκονται καὶ αὐτὰ στὸ Βρεττανικὸν κλεπταποδόχον). 



(Τὴν ἀριστερὴ ἄκρη τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος τοῦ Παρθενῶνος κοσμοῦσε ὁ Κηφισός, ὁ ποταμὸς προσωποποιημένος. Ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου στὸν Ἱερὸν Βράχον, σήμερα ἐκτίθεται στὸν σκοτεινὸν Λονδίνον, στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 


(Στὸ δυτικὸν ἀέτωμα τοῦ ναοῦ ηὑρίσκετο καὶ ὁ Ἑρμῆς. Σήμερα καὶ αὐτὸ βρίσκεται στὰ ξένα) 

(Στὸ κέντρον τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος δέσποζε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ποσειδῶν, οἱ φιλονεικοῦντες γιὰ τὸ ποιός θὰ δώσει τὸ ὄνομά του στὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν. Μέρος τοῦ κορμοῦ τοῦ 3,30 μέτρων ἀγάλματος τῆς  Ἀθηνᾶς, ἐκτίθεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖον σήμερα). 

(Στὸ κέντρον τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος δέσποζε ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Ποσειδῶν, οἱ φιλονεικοῦντες γιὰ τὸ ποιός θὰ δώσει τὸ ὄνομά του στὴν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν. Μέρος τοῦ κορμοῦ τοῦ Ποσειδῶνος -ἡ μπροστινὴ ὄψις- ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον τῆς Ἀκροπόλεως καὶ τὸ πίσω μέρος τοῦ σπασμένου κορμοῦ τὸ ἐπιδεικνύουν μὲ ὑπερηφάνεια οἱ Ἄγγλοι στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον, δίπλα στὰ ὑπόλοιπα κλεμμένα τοῦ Ἔλγιν). 

(Δεξιὰ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, στὸ δυτικὸν ἀέτωμα, βρισκόταν καὶ ἡ άγγελιαφόρος Ἴρις. Τὸ κεφάλι της σήμερα έκτίθεται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον καὶ ὁ ἐναπομείνας κορμός της στὸ Λοῦβρον!) 

(Δεξιὰ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, στὸ δυτικὸν ἀέτωμα, βρισκόταν καὶ ἡ άγγελιαφόρος Ἴρις. Τὸ κεφάλι της σήμερα έκτίθεται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον καὶ ὁ ἐναπομείνας κορμός της στὸ Λοῦβρον!) 

(Ἡ Ἀμφιτρίτη ὡδηγοῦσε τὸ ἅρμα τοῦ συζύγου της, Ποσειδῶνος. Σήμερα μέρος αὐτῆς ἐκτίθεται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 

(Στὸ δεξὶ ἄκρον τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος δέσποζε καὶ ἡ Ὡρείθυια, ἡ κόρη τοῦ Ἐρεχθέως. Στολίζει καὶ αὐτὴ σήμερα τὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 

(Ἡ 10η μετόπη στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ Παρθενῶνος. Σήμερα εἶναι καὶ αὐτὴ στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον) 

(Ἡ δεύτερη μετόπη στὴν νότια πλευρὰ τοῦ Παρθενῶνος, ἀπεικονίζουσα ἕναν κένταυρον καὶ ἕναν Λαπίθη. Βρίσκεται καὶ αὐτὴ ἀνάμεσα στὰ κλεμμένα τοῦ Βρεττανικοῦ Μουσείου). 

(Στὴν 3η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ Παρθενῶνος, ἀπεικονίζεται ἕνας Λαπίθης νὰ πιάνει πηδώντας στὸν ἀέρα ἕναν Κένταυρον. Ἐκτίθεται στὸ Βρεττανικὸν Μουσεῖον καὶ αὐτή). 

(Καὶ ἡ 4η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 5η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα ἕναν Κένταυρον, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 6η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο) 

(Καὶ ἡ 7η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο) 

(Καὶ ἡ 8η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 9η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Ἡ 10η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς ἀπεικονίζει μία Λαπιθίδα νὰ μάχεται μὲ ἕναν Κένταυρον ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὴν αἰχμαλωτίσει. Αὐτὴ ἡ μετόπη βρίσκεται στὸ Μουσεῖον τοῦ Λούβρου, στὸ Παρίσι). 

(Καὶ ἡ 26η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 27η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο) 
 
(Καὶ ἡ 28η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 29η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 30η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 31η μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

(Καὶ ἡ 32α μετόπη τῆς νοτίου πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, ἀπεικονίζουσα τὴν μάχη μεταξὺ Λαπίθου καὶ Κενταύρου, βρίσκεται στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

Ο Κωστὴς Παλαμᾶς ἔχει θρηνήσει γοερὰ τὴν ἁρπαγμένη Καρυάτιδα τοῦ Ἐρεχθείου («Ἀσάλευτη ζωή» 96, 97).

«...ὦ Καρυάτιδες... κλέφτες καὶ βάρβαροι 
πῆραν τὴν ἀδελφούλα σας, μείνατε πέντε...» 

Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἡ ἁρπαχθεῖσα Καρυάτις.

Τί ἀπέγιναν τὰ θαυμαστὰ ἐν τῇ Ἀκροπόλει ἀγάλματα τῆς πολιούχου Ἀθηνᾶς; 

«Τὸ ἐν Παρθενῶνι... ἐξ ἐλέφαντος (=ἐλεφαντοστοῦ) ἅπαν καὶ χρυσοῦ.... Τὸ ἐν  Ἀκροπόλει... χαλκεοῦν, ἡ τοῦ δόρατος αἰχμὴ καὶ ὁ λόφος (=λοφίον) τοῦ κράνους, ἀπὸ  Σουνίου σύνοπτα» («Ἀττικά», 1. 28.2, Παυσανίας). —«Φειδίας εἰργάζετο» (Βίοι Παράλληλοι, Περικλῆς, 13, 9 Πλούταρχος). 

Ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι μεταφερθέντα εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐκάησαν «τυχαίως» σὲ κάποια πυρκαϊά, ἄλλοι ὅτι κατεστράφησαν, διελύθησαν, καὶ ἀπὸ τὸ πολύτιμο ὑλικό τους ὁ Θεοδόσιος ἔκανε νομίσματα (Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων κατὰ Οὐίλ. Σμίθ, Α΄ τόμος, Ἐκδ. Ἐλ. Σκέψις). 

Τὴν ἴδια τύχη βρῆκε καὶ ἡ Χαλκοθήκη, καθὼς καὶ ἡ Πινακοθήκη τῶν Προπυλαίων. «Κατανοητόν». Ἐλεφαντοστοῦν, χρυσός, χαλκός. Γιὰ ἀγάλματα θὰ μιλοῦμε τώρα;

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα ἐρωτηματικά. Ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ἦσαν θαμμένοι δύο προϊστορικοὶ βασιλεῖς τῆς Ἀθήνας. Ο Ερεχθεὺς (ἐξ οὗ καὶ τὸ Ἐρεχθεῖον) καθὼς καὶ ὁ Κέκροψ, τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ ἡ Ἀθήνα ὠνομάζετο Κεκροπία. 

«Ἐν Άθήνησι, ἐν τῇ Ἀκροπόλει, τάφος ἐστὶν Κέκροπος» (Εὐσέβιος Καισαρείας).

Τί ἀπέγιναν ὅλα αὐτά; 

Ὅ,τι ἀπέγινε καὶ τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ ἄγαλμα τοῦ Διός, ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἔργο τοῦ Φειδία κι αὐτό. Ο Παυσανίας, ὁ ὁποῖος ἐπεσκέφθη τὴν Ὀλυμπία γύρω στὸ 160 μ.Χ. βεβαιώνει, περιγράφοντας, ὅτι ὑπῆρχε ἀκόμη στὴν θέσι του. Ὁ Θεοδόσιος τὸ μετέφερε εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅπου «κατεστράφη» καὶ αὐτὸ ἀπὸ μία μεγάλη πυρκαϊά. Χρυσελεφάντινο ἦταν. Κατέληξε στὸ νομισματοκοπεῖον, τὸ δὲ ἐλεφαντοστοῦν ἐπωλήθη. Ὁ καθεὶς μὲ τὶς ἀξίες του. 

Τὴν ἴδια τύχη εἶχε ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου: ὁ Κολοσσὸς τῆς Ρόδου. Τὸ γράφει ὁλοκάθαρα ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος, εἰς τὸ ‐εὐτυχῶς‐ διασωθὲν ἔργον του «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν»»... 

Προτοῦ παρατεθεῖ τὸ κείμενον τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ἀναφορικῶς μὲ τὸ ποῦ κατέληξε ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ὁ Κολοσσός, χρήσιμον εἶναι νὰ σημειωθεῖ τὸ λῆμμα τοῦ λεξικοῦ Liddell- Scott καὶ ἄλλων κοινῶν (κυριολεκτικῶς καὶ μεταφορικῶς) λεξικῶν σχετικῶς μὲ τὴν ἐθνικότητα τοῦ τελευταίου ποὺ ἔπιασε στὰ χέρια του τὰ κομμάτια τοῦ κολοσσιαίου ἀγάλματος : 

«Ἑβραῖος, και οβραίος, -α και -αίισσα, -ο και οβριός, -ιά (AM ἑβραῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης 
νεοελλ. 
άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος», Λεξικὸν Liddell- Scott. 

«Εβραῖος, ...για άνθρωπο υπερβολικά φιλάργυρο και γι΄ αυτό σκληρό και ανάλγητο στις οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές του· (πρβ. τσιγκούνης, τσιφούτης)

τσιφούτης ο [tsifútis] θηλ. τσιφούτα [tsifúta] & τσιφούτισσα [tsifútisa] : (οικ.) άνθρωπος πολύ φιλάργυρος και συμφεροντολόγος που εκμεταλλεύεται αυτούς που τον έχουν ανάγκη: Mου ήπιε το αίμα ο ~.

[τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: `Εβραίος΄)», Λεξικὸ τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς, Ἰνστ. νεοελλην. σπουδ., Ἵδρυμα Μ. Τριανταφ. 

«Εβραίος, ο, θηλ. Εβραία κ. Εβραίισσα, η, ουσ. [<μτγν. Έβραίος], ο Εβραίος· (υποτιμητικά) ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος, ο συμφεροντολόγος: «είναι τόσο Εβραίος, που δε δίνει δανεικά ούτε στον αδερφό του»», Λεξικὸν Κάτου, Κέντρον ἑλληνικῆς γλώσσας. 

«τσιφούτης-ισσα...ετυμ. < τουρκ. çιfιt «Εβραίος»», Λεξικὸν τῆς ν.ἑ γλώσσας, Μπαμπινιώτης. 

Γράφει λοιπὸν ὁ Κων/νος Ζ' ὁ Πορφυρογέννητος : 

«Τέταρτος Ἀράβων ἀρχηγός, Οὐθμάν ( =Ὀσμὰν Ἴμπν Ἀφφάν). 

Οὗτος λαμβάνει τὴν Ἀφρικὴν πολέμῳ, καὶ στοιχήσας φόρους μετὰ τῶν Ἄφρων ὑπέστρεψεν. Τούτου στρατηγὸς χρηματίζει Μαυίας ( = Μουαουίγια Ἴμπν Ἀμπὶ Σουφυάν ἤτοι Μωαυίας Α'), ὁ παραλύσας τὸν κολοσσὸν Ῥόδου καὶ πορθήσας Κύπρον τὴν νῆσον καὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῆς. 

Οὗτος παραλαμβάνει καὶ νῆσον τὴν Ἄραδον ( = σημερινὸν Ἀρουάντ/ νῆσος Ρουάντ), καὶ τὴν πόλιν αὐτῆς ἐνέπρησεν ( =πυρπόλησε), καὶ τὴν νῆσον ἀοίκητον κατέστησεν ἕως τοῦ νῦν. Οὗτος τὴν νῆσον Ῥόδον καταλαβὼν καθεῖλε τὸν ἐν αὐτῇ κολοσσὸν ( =ἀφοῦ κατέλαβε τὴν νῆσον Ῥόδον κατέστρεψε τὸν ἐν αὐτῇ Κολοσσόν)... ὃν Ἰουδαῖός τις ἔμπορος ὠνησάμενος Ἐδεσσηνός ( =τὸν ὁποῖον ἀγόρασε κάποιος Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα) ϡ ʹ καμήλους ἐφόρτωσεν αὐτοῦ τὸν χαλκόν ( = καὶ σὲ 900 καμῆλες φόρτωσε τὸν χαλκὸν αὐτοῦ). Οὗτος ὁ Μαυίας ἐπεστράτευσε καὶ κατὰ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐλυμήνατο ( =κατέστρεψε) τήν τε Ἔφεσον καὶ Ἁλικαρνασσὸν καὶ Σμύρνην καὶ τὰς λοιπὰς πόλεις Ἰωνίας, ὃς καὶ γέγονεν τῶν Ἀράβων ἀρχηγὸς πέμπτος μετὰ τὴν Οὐθμὰν τελευτὴν ἔτη εἴκοσι τέσσαρα...

Ἀπεβίω οὖν ὁ Μαυίας, ὁ τῶν Σαρακηνῶν ἀρχηγός, γεγονὼς στρατηγὸς ἔτη κ ʹ ( =20), ἀμηρεύσας ( =ἡγεμονεύοντας, ἦταν ἀμιράς/ἐμίρης) δὲ ἔτη κδʹ ( =24). Καὶ ἐκράτησεν τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀράβων Ἰζίδ ( =Γιαζίντ Ἴμπν Ἀμπὶ Σουφυὰν Ἴμπν Χάρμπ Ἴμπν Οὐμαγιά), ὁ υἱὸς αὐτοῦ... Τούτου τελευτήσαντος, ἐταράχθησαν οἱ Ἄραβες τῆς Αἰθρίβου ( =Γιαθρίμπ, ἤτοι τῆς Μεδίνας), καὶ διεγερθέντες κατέστησαν ἑαυτοῖς ἀρχηγὸν Ἀβδελᾶν ( =Ἄμπντ Ἀλλάχ Ἴμπν Ἀλ-Ζουμπαγὶρ Ἴμπν Ἀλ-Αυουάμ), τὸν υἱὸν Ζουβέρ. Τοῦτο ἀκούσαντες οἱ τὴν Φοινίκην καὶ Παλαιστίνην καὶ ∆αμασκὸν κατοικοῦντες Ἀγαρηνοί, ἔρχονται πρὸς Οὐσάν, ἀμηρᾶν ( =τὸν ἐμίρη) Παλαιστίνης, καὶ προβάλλονται Μαρουάμ ( =Μαρουὰν Ἴμπν Ἄλ-Χακὰμ Ἴμπν Ἀμπὶ Ἄλ- Ἀς Ἴμπν Οὐμάγια), καὶ ἱστῶσιν αὐτὸν ἀρχηγόν, καὶ κρατεῖ τῆς ἀρχῆς. Τούτου δὲ τελευτήσαντος, Ἀβιμέλεχ ( =Ἄμπντ Ἀλ-Μαλὶκ Ἴμπν Μαρουὰν Ἴμπν Ἀλ-Χακάν), ὁ υἱὸς αὐτοῦ διαδέχεται τὴν ἀρχήν... Καὶ χειροῦται τοὺς τυράννους, καὶ ἀποκτέννει τὸν Ἀβδελᾶν, υἱὸν Ζουβὲρ καὶ διάδοχον... Ἰστέον, ὅτι ὁ τῶν Ἀράβων ἀρχηγός, ὃς ( =ὁ ὁποῖος) πέμπτος ἀπὸ τοῦ Μουάμεθ ( =Μωάμεθ) ἐκράτησεν τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀράβων, οὐκ ἐκ τοῦ γένους ἦν τοῦ Μουάμεθ, ἀλλ' ἐξ ἑτέρας φυλῆς. Καὶ πρῶτον μὲν ἐχειροτονήθη στρατηγὸς καὶ ναύαρχος παρὰ Οὐθμάν, ἀρχηγοῦ τῶν Ἀράβων, καὶ ἀπεστάλη κατὰ τῆς Ῥωμαίων πολιτείας μετὰ χειρὸς ἰσχυρᾶς καὶ καταφράκτων νηῶν... 

Καὶ εἰσῆλθεν ἕως τῆς Ῥόδου, κἀκεῖθεν ἐξοπλισάμενος ἀνῆλθεν ἕως Κωνσταντινούπολιν, καὶ διατρίψας χρόνον ἱκανόν, λεηλατήσας τε τὰ ἔξω τοῦ Βυζαντίου, ὑπέστρεψεν ἄπρακτος. Ἐλθὼν δὲ ἐν τῇ Ῥόδῳ καθεῖλεν τὸν κολοσσὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἱστάμενον. Ἄγαλμα δὲ ἦν τοῦ ἡλίου χαλκοῦν, κεχρυσωμένον ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν, ἔχον ὕψος πήχεις πʹ ( =80) καὶ πλάτος ἀναλόγως τοῦ ὕψους, καθὼς μαρτυρεῖ τὸ ἐπίγραμμα τὸ πρὸς τὴν βάσιν τῶν ποδῶν αὐτοῦ γεγραμμένον, ἔχον οὕτως· 

Τὸν ἐν Ῥόδῳ κολοσσὸν ὀκτάκις δέκα  ( =80) Λάχης ἐποίει πηχέων, ὁ Λίνδιος. Ἔλαβεν δὲ τὸν χαλκὸν αὐτοῦ καὶ διεπέρασεν αὐτὸν ἐν Συρίᾳ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν εἰς ἀγορὰν παντὶ τῷ βουλομένῳ ( =καὶ τὸν ἔστησε -τὸν χαλκὸν- στὴν ἀγορὰ νὰ τὸν πάρει ὅποιος ἤθελε)· ὠνήσατο δὲ αὐτὸν Ἑβραῖος Ἐδεσσηνός ( =τὸν ἠγόρασε αὐτὸν Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα), ἐπιφορτώσας αὐτὸν ἀπὸ θαλάσσης καμήλους ϡ' ( =900)», Πρὸς τὸν ἰδίον υἰὸν Ῥωμανόν (De administrando imperio), 20, Κων/νος Πορφυρογέννητος. 

«Ὁ Λεξικογράφος Σκαρλάτος Βυζάντιος (εἰς τὸ ἔργον τοῦ «Κωνσταντινούπολις») καταγγέλλει ὅτι καὶ ὁ τεράστιος χάλκινος ἀνδριὰς τοῦ Ἡρακλέους, ἔργον τοῦ Λυσίππου, κατεκόπη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς νομίσματα.

Καὶ ὁ Παπαρρηγόπουλος καταγγέλλει ὅτι «Τὸ τῆς Ἥρας ἄγαλμα τὸ ὁποῖον πάλαι ποτὲ ἐκόσμει τὸ ἐν Σάμῳ ἱερὸν τῆς θεᾶς ἀνετράπη ὑπὸ τῶν σταυροφόρων ἵνα χωνευθῇ καὶ μεταβληθῆ εἰς νόμισμα» (Ζ΄154). 

Πόσον τιμᾶται ὁ χαλκὸς καὶ πόσον ἀποτιμᾶται ἡ Τέχνη ἤ, ἀκριβέστερον, ἡ καλλιτεχνία; 

Ὁ καθεὶς μὲ τὶς «ἀξίες» του. 

Ἐπανερχόμεθα. 

Τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης φημίζεται παγκοσμίως γιὰ τὴν πλουσιωτάτη συλλογὴ ἑλληνικῶν ἀριστουργημάτων. 

(Προτομὴ τῆς Ἀφροδίτης, 330-300 πΧ. Τὸ ἴδιο τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης στὸ ὁποῖον βρίσκεται τὸ γλυπτό, λέγει πὼς ἀρχικῶς ἡ κεφαλὴ βρέθηκε σὲ ἔργα ποὺ γίνονταν στὸ Μοναστηράκι καὶ ἀργότερα, τὸ 1903, τὴν ἀγόρασε! ἀπὸ κάποιον Edward Perry Warren) 
(Κρατήρ ἀπεικονίζων τὸν θάνατον τοῦ Ἀκταίωνος, Κύμη, 470 π.Χ. Βρίσκεται καὶ αὐτὸς ὅπως καὶ ἄπειρα ἄλλα στὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης ἀπὸ τὸ 1910, ὅταν τὸ ἠγόρασε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Edward Perry Warren) 

(Πολύφημος ἀπὸ μάρμαρον Θάσου, 150 π.Χ, Ἐκτίθεται καὶ αὐτὸς στὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης) 

(Δίσκος ἀπὸ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, φτιαγμένος ἀπὸ μάρμαρον -κατὰ πᾶσα περίπτωσιν ἀπὸ τὸν Ὑμηττόν-, ὁ ὁποῖος χρονολογεῖται τὸν 6ον αἰ. π.Χ. Φέρει ἐγχάρακτη τὴν φράσιν ΕΚ ΤΟΝ Ε...ΟΝ. Πάνω του ἀναφέρεται πὼς εἶχε χαραγμένο ἕναν ἔφιππον ποῦ κρατοῦσε μία λόγχη. Ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης, στὸ ὁποῖον βρέθηκε ὕστερα ἀπὸ συνεχεῖς ἀγοραπωλησίες. Ἀρχικῶς ἦταν στὴν κατοχή... τοῦ Edward Perry Warren, ὕστερα πέρασε στὸν οἶκον Sotheby's, ὅπου ἀγοράστηκε ἔπειτα ἀπὸ πλειστηριασμὸν καὶ πέρασε στὴν συλλογὴ τοῦ A. Gallatin (ἀπογόνου τοῦ πολιτικοῦ Ἀβραὰμ Α. Γκάλλατιν καὶ συγγενῆ τοῦ τραπεζίτου Τζέιμς Γκάλλατιν, ἑβραϊκῆς καταγωγῆς), ἐκ τῆς ὁποίας ὁ δίσκος ἐδανείσθη στὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖον Τέχνης ἀπὸ τὸ 1930 ἕως τὸ 1947. Ὕστερα ἀπὸ τὸ 1948 μέχρι τὸ 1973 ὁ δίσκος ...ξαναδανείστηκε στὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης, ὅπου μετὰ ἀπὸ διαπραγματεύσεις στὴν τιμὴ ποὺ κοστολόγησαν αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητης ἀξίας πολιτιστικὸν θησαυρόν, ἐξηγοράσθη ἀπὸ τὸ Μουσεῖον στὸ ὁποῖον καὶ ἐκτίθεται...Ἄλλοι δύο παρόμοιοι δίσκοι, ὁ ἕνας μὲ ἐπιγραφή : ΤΕΛΕΣΑΡΧΟ.. ΕΚ ΤΟ.. ΕΡΙ... καὶ ὁ ἄλλος εὑρεθεὶς σὲ τάφον στὴν Ἀνάβυσσον καὶ μὲ χαραγμένη πάνω του τὴν φράσιν : ΕΚ ΤΟΝ ΕΡΙΟΝ ΕΙΜΙ, ἐκτίθενται ὁ μὲν πρῶτος στὸ Μουσεῖον τῆς Ν.Υ, ὁ δὲ δεύτερος στὸ Ἀρχαιολ. Μουσεῖον τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μύνστερ). 


(Κύλιξ τοῦ 6ου αι. π.Χ μὲ τὸν Σειληνὸν νὰ τριγυρίζεται ἀπὸ ἀθλητές καὶ ἀνάμεσά τους γεγραμμένες οἱ φράσεις : ΗΟ ΠΑΙΣ ΚΑΛΟΣ, ΗΕ ΠΑΙΣ ΚΑΛΕ ( =ὁ παῖς καλός/ ὄμορφος, ἡ παῖς καλή/ ὄμορφη). Ὕστερα ἀπὸ ἕνα ταξίδι ἀγοραπωλησιῶν τὸν ἀγόρασε καὶ αὐτὸν τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Edward Perry Warren, γιὰ 29.857, 37 δολλάρια, σύμφωνα τουλάχιστον μὲ τὰ ὅσα ἀναφέρει τὸ ἴδιο τὸ μουσεῖον). 


(Ἀττικὸς ἀμφορεὺς τοῦ 6ου αι. π.Χ., εὑρεθεὶς σὲ ἀνασκαφὲς στὸ Vulci τῆς Ἰταλίας, ποὺ ἀπὸ τὴν μία ὄψιν ἀπεικονίζει ἀθλητὲς νὰ τρέχουν στὰ Παναθήναια καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἀπεικονίζεται ἡ Ἀθηνᾶ νὰ κρατᾶ δόρυ καὶ ἀσπίδα μὲ ἕναν λευκὸν πάνθηρα. Δύο κίονες ὑπάρχουν δίπλα της μὲ τὸν ἕναν νὰ ἔχει γραμμένη δίπλα του τὴν φράσιν : ΤΟΝ ΑΘΕΝΕΘΕΝ ΑΘΛΟΝ. Ὕστερα ἀπὸ ἀγοραπωλησίες πέρασε ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ πρήγκιπος Τορλόνια στὸν Edward Perry Warren, ἐκ τοῦ ὁποίου ἠγοράσθη ἀπὸ τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης γιὰ 32.500 δολλάρια). 

(Κύλιξ τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. ἀπεικονίζων ἀθλητὴ νὰ κρατᾶ δίσκον. Ὡς δημιουργός του θεωρεῖται ὁ γνωστὸς Ἀθηναῖος ζωγράφος Ὀνήσιμος. Γύρω του ὑπάρχει ἐπιγραφὴ ποὺ γράφει : ΠΑΝΑΙΤΙΟΣ ΚΑΛΟΣ. Ὁ ἀμφορεὺς εἶναι ζωγραφισμένος περιτέχνως καὶ στὴν ἐξωτερική του ὄψιν περιμετρικῶς. Φέρει ἀθλητὲς νὰ προπονοῦνται γιὰ τὸ πένταθλον. Ἐπωλήθη καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Edward Perry Warren στὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης τὸ 1901) 

(Σκύφος τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. δημιουργηθεὶς ἀπὸ τὸν ἀγγειοπλάστη καὶ ἀγγειογράφον, Βρύγον. Ἀπεικονίζει ἀθλητὴ νὰ κρατᾶ ἁλτῆρες ἕτοιμον νὰ πηδήξει. Πίσω του δύο ἀκόντια καὶ ἐμπρός του ὁ προπονητής του ποὺ τὸν ἐπιβλέπει κρατώντας ἕνα ῥαβδί. Πίσω ἀπὸ τὸν ἀθλητὴ στέκεται ἕνα ἀγόρι ποὺ κρατᾶ ἕνα ῥαβδί, τὸ σφουγγάρι τοῦ ἀθλητοῦ καὶ μία φιάλη λαδιοῦ. Στὴν ἀπὸ πίσω πλευρὰ τοῦ ἀγγείου ἀπεικονίζεται ἀθλητὴς νὰ κρατὰ ἁλτῆρες μὲ τὸν προπονητὴ νὰ τὸν παρακολουθεῖ κρατώντας ῥάβδον. Τὸν ἀγόρασε καὶ αὐτὸν τὸ Μουσεῖο τῆς Βοστώνης ἀπὸ τὸν Edward Perry Warren γιὰ 4.000 δολλάρια!) 

(Ἀρύβαλλος-φιάλη μὲ λάδι ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀθλητές-, τοῦ 6ου π.Χ. αἰ. μὲ ταῦρον καὶ ζωγραφισμένον ἀπὸ πάνω του τὸν μαίανδρον. Ἄγνωστον πῶς κατέληξε ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα, ὅπου καὶ παρεσκευάσθη στὴν συλλογὴ τοῦ Albert Barre καὶ τοῦ Eugène Piot. Ἔπειτα πέρασε στὴν κατοχὴ τοῦ A. van Branteghem, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ πλειστηριασμὸν κατέληξε στὰ χέρια τοῦ Edward Perry Warren καὶ τὸ 1895 ἠγοράσθη ἀπὸ τὸ Μουσεῖον τῆς Βοστώνης γιὰ 29.857, 37 δολλάρια). 

(Κύλιξ τοῦ Ὀνησίμου τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. ἀπεικονίζων στὴν ἐσωτερικὴ πλευρά του ἀθλητὴ νὰ περιδένει τὰ χέρια του μὲ ἐπίδεσμον, προετοιμαζόμενος γιὰ πυγμαχία. Πίσω του ὑπάρχουν ἁλτῆρες καὶ γύρω του ἀναγράφεται ἡ φράσις : ΑΘΕΝΟΔΟΤΟΣ ΚΑΛΟΣ. 
Στὴν ἐξωτερικὴ ὄψιν τοῦ κύλικος ἀπεικονίζονται ἕξι πολεμιστὲς νὰ μάχονται γυμνοὶ κρατώντας δόρατα καὶ ἀσπίδες. Ἄγνωστον πῶς ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα βρέθηκε καὶ αὐτὸς στὴν συλλογὴ τοῦ Alfred Bourguignon, ὁ ὁποῖος τὸ μετεπώλησε στὸν Edward Perry Warren τὸ 1901, ἐκ τοῦ ὁποίου τὴν ἴδια χρονιὰ μετεπωλήθη ἐκ νέου στὸ Μουσεῖον Καλῶν Τεχνῶν τῆς Βοστώνης, ὅπου καὶ ἐκτίθεται). 

(Ἀθηναϊκὴ πελίκη τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. δεικνύουσα στεφανωμένον ἀθλητὴ μὲ τὸ ἱμάτιόν του νὰ κρατᾶ ῥαβδί. Μπροστά του στέκεται ἕνας ἐπίσης στεφανωμένος αὐλητής καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ στέκεται ἀθλητὴς ποὺ προπονεῖται γιὰ τὸ ἅλμα του καὶ ἔχει μία μπάλα δίπλα ἀπὸ τὰ πόδια του. Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ ἀγοραπωλησιῶν καὶ πλειστηριασμῶν κατέληξε στὴν πλουσία ἀπὸ ἑλληνικὲς ἀρχαιότητες συλλογὴ τοῦ Arthur S. Dewing. Τὸ ἀγγεῖον τελικῶς κατέληξε τὸ 2004 στὸ Μουσεῖον Καλῶν Τεχνῶν τῆς Βοστώνης, ὅπου καὶ ἐκτίθεται). 

(Κάνθαρος τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. τοῦ περίφημου ἀγγειοπλάστου Ἱέρωνος. Στὴν μπροστινὴ πλευρὰ ἀπεικονίζεται ὁ Ποσειδῶν νὰ ἐπιτίθεται μὲ τὴν τρίαινά του ἀρχικῶς στὸν γίγαντα Πολυβώτη. Ὁ Ποσειδῶν ἔχει καταδιώξει μετὰ τὴν γιγαντομαχία τὸν γίγαντα μέχρι τὴν Κῶ, ἐκ τῆς ὁποίας νήσου ὁ κυανοχαίτης -ὅπως φαίνεται καὶ στὸ ἀγγεῖον- ἀποκόπτει ἕνα μέρος καὶ τὸ πετᾶ μὲ δύναμιν στὸν Πολυβώτη. Ὁ τεράστιος βράχος ποὺ ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν Κῶ ῥιπτόμενος ἐπὶ τοῦ γίγαντος σχημάτισε τὴν νῆσον Νίσυρον. Ὁ γίγας ἀπεικονίζεται νὰ μὴ τὸ βάζει κάτω, παρὰ κινεῖ ἐπιθετικῶς τὸ σπαθί του κατὰ τοῦ Ἑνοσιγαίου θεοῦ. 
Στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ἀγγείου ἀπεικονίζεται ὁ στεφανωμένος Διόνυσος νὰ ἐπιτίθεται μὲ τὸν θυρσόν του καὶ ἕναν ὄφιν σὲ ἄλλον γίγαντα. Ἐκεῖ ὁ γίγας πεσμένος στὸ ἔδαφος προσπαθεῖ νὰ ἀνασύρει τὸ σπαθί του ἀπὸ τὸ ἔδαφος γιὰ νὰ ἀντεπιτεθεῖ. 
Στὴν βάσιν τοῦ κανθάρου ἀναγράφεται : ΙΕΡΟΝ ΜΕΔΟΝΤΟΣ ΕΠΟΙ(ΕΙ). 
Ἄγνωστον πῶς ὁ κάνθαρος ηὑρέθη στὰ χέρια του οἴκου Rollin and Feuardent, ὅπου τὸ 1895 ἐπωλήθη στὸν Edward Perry Warren, ἐκ τοῦ ὁποίου καὶ μετεπωλήθη στὸ ΜΚΤ τῆς Βοστώνης γιὰ 69.618, 13 δολλάρια). 

(Κασσάνδρα καὶ Παλλάδιον, χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ 1ου αἰ. π.Χ. Ἡ Κασσάνδρα στεφανωμένη μὲ δάφνες ἀποτίει φόρον τιμῆς στὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδος Ἀθηνᾶς. Ηὑρέθη στὴν Χαλκίδα Εὐβοίας καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια κατέληξε καὶ αὐτὸ στὰ χέρια τοῦ Edward Perry Warren, ἀπὸ ὅπου καὶ τελικῶς ἐπωλήθη στὸ ΜΚΤ τῆς Βοστώνης γιὰ 161.000 δολλάρια). 

(Χρυσὸ σκουλαρίκι τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. μὲ τὴν θεὰ Νίκη νὰ ὁδηγεῖ τὸ ἅρμα της. Βρέθηκε ἄγνωστον πῶς ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον στὴν συλλογὴ ἀρχαιοτήτων τοῦ Michel Tyszkiewicz καὶ ὕστερα πέρασε στὴν κατοχὴ τοῦ Edward Perry Warren, ἐκ τοῦ ὁποίου καὶ ἐπωλήθη στὸ ΜΚΤ τῆς Βοστώνης γιὰ 69.618, 13 δολλάρια). 

(Ὑδρία τοῦ 6ου π.Χ. αἰ. ἀπεικονίζουσα τὴν σκηνὴ ποὺ ὁ Ἀχιλλεὺς σέρνει μὲ τὸ ἅρμα τὸν νεκρὸν Ἕκτορα. Ἀριστερὰ στέκεται ὁ πατὴρ τοῦ Ἕκτορος, Πρίαμος καὶ δεξιὰ ἡ μήτηρ του, Ἑκάβη. Τοὺς κυττάζει ὁ Ἀχιλλεὺς νὰ θρηνοῦν γοερὰ τὸν υἰόν τους. Στὰ δεξιὰ βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Πατρόκλου μὲ τὴν ψυχή του ἐξίσου νεκροῦ ἥρωος νὰ στέκεται ἀπὸ πάνω του. Ἡ φτερωτὴ Ἴρις ἐσταλμένη νὰ ζητήσει λύτρα γιὰ τὸ σῶμα τοῦ Ἕκτορος στέκεται δίπλα στὸ ἅρμα. Στὴν ὑδρία ἀναγράφονται ξεκάθαρα τὸ ὄνομα τοῦ Ἕκτορος καὶ τοῦ Πατρόκλου. Ἄγνωστὸν πῶς βρέθηκε στὰ χέρια τοῦ Ἑβραίου διακινητὴ ἀρχαιοτήτων Robert E. Hecht, ὁ ὁποῖος τὴν πούλησε τὸ 1863 στὸ ΜΚΤ τῆς Βοστώνης. Ὁ ἴδιος ὁ Χέχτ ἰσχυριζόταν πὼς τὴν ὑδρία τὴν εἶχε ἀγοράσει ἀπὸ ἕναν Τοῦρκον τὸ 1959 στὴν Ζυρίχη). 

(Πηλίκη ἐρυθρόμορφου τύπου, τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., ἡ ὁποία ἀποδίδεται στὸν γνωστὸν ἀγγειοπλάστη καὶ ζωγράφον Εὐθυμίδη. Στὴν μία ὄψιν ἀπεικονίζονται δύο γυμνοὶ νεαροὶ νὰ πηδοῦν στὸν ἀέρα χορεύοντας ῥυθμικῶς, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. Δίπλα τους στέκεται ἕνας αὐλητὴς, ποὺ φέρει τὸ ἱμάτιόν του, καὶ ὁ ὁποῖος παίζει μουσική. Πάνω ἀπὸ τὶς φιγοῦρες ἀναγράφεται τὸ ὄνομα  ΚΑΛΙΠΙΔΕΣ, ἀνάμεσα στὸν αὐλητὴ καὶ στοὺς χορευτὲς γράφει ΑΙΝΕΑΣ καὶ ἀπὸ κάτω ἀπὸ τοὺς χορευτὲς ἀναγράφεται ἡ φράσις : ΛΕΑΓΡΟΣ ΚΑΛΟΣ. 
Στὴν πίσω ὄψιν ἀπεικονίζονται ἕνας αὐλητὴς, ποὺ ἀναγράφεται ὡς ΣΜΙΚΥΝΘΙΟΣ μὲ δύο γυμνοὺς χορευτὲς, στὴν ἴδια στάσιν μὲ τοὺς χορευτὲς τῆς μπροστινῆς ὄψεως. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Σμικυνθίου, ἀναγράφεται καὶ ἡ φράσις : ΛΕΑΓΡΟΣ ΚΑΛΟΣ ΝΑΙ ΧΙ ( = Ὁ ὄμορφος/ καλὸς Λέανδρος, ναὶ πράγματι). Τὸ 1972 ἀγοράστηκε ἀπὸ τὸ Μουσεῖον Καλῶν Τεχνῶν τῆς Βοστώνης ἀπὸ τὸν Fritz Bürki μὲ διαμεσολάβητὴ τὸν προαναφερθέντα Χέκτ). 


Καὶ φυσικῶς ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐλάχιστα τῶν ἐλαχίστων· οὔτε χίλια ἄρθρα δὲν θὰ ἔφταναν γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν ὅλα τὰ γλυπτά μας-ἀρχαιότητες, ὅσα τουλάχιστον εἶναι γνωστὸν πὼς βρίσκονται μὲ τὸν ἕναν ἤ τὸν ἄλλον τρόπον καὶ ἐκτίθενται στὴν ξενιτειά. 

Τὸ ἴδιο καὶ τὸ Βασιλικὸ Μουσεῖο Τέχνης Βρυξελλῶν.

Τὸ ἐν Παρισίοις Μουσεῖον τοῦ Λούβρου ἐναβρύνεται καὶ καμαρώνει προβάλλοντας τὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης καὶ τὴν Ἀφροδίτη τῆς Μήλου.

(Ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης, ἄγαλμα ὕψους 2,75 μέτρων καὶ συνολικῶς, μαζὶ μὲ τὴν πλώρη τοῦ πλοίου πάνω στὴν ὁποία στέκει, 5,12 μέτρων. Τὸ ἄγαλμα τῆς Νίκης εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ παριανὸν μάρμαρον καὶ ἡ πλώρη ἀπὸ μάρμαρον τῆς Λάρδου, περιοχῆς τὴς Ῥόδου, κατὰ πᾶσα πιθανότητα. Ἀνεκαλύφθη τὸ 1863 σὲ ναὸν στὴν Σαμοθράκη μαζὶ μὲ ἄλλα δύο ἀγάλματα ποὺ παριστάνουν τὴν Νίκη! Πληροφοριακῶς τὸ ἕνα ἐκ τῶν ὑπολοίπων δύο ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον Ἱστορίας τῆς Τέχνης στὴν Βιέννη καὶ τὸ ἄλλο στὸ ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον τῆς Σαμοθράκης. Σχετικῶς μὲ τὸ γλυπτὸν τῆς Νίκης ποὺ βρίσκεται, ἀπὸ τὴν μέρα ποὺ τὸ ἔκλεψαν ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη μέχρι σήμερα, στὴν Γαλλία, αὐτὸ ἀνηυρέθη στὶς 15 Ἀπριλίου τοῦ 1863 σὲ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφές, ἐπικεφαλῆς τῶν ὁποίων ἦταν ὁ διπλωμάτης καὶ ὑποπρόξενος τῆς Γαλλίας στὴν Ἀνδριανούπολιν, Κάρολος Σαμπουαζῶ. 
Μὲ τὸ ποὺ ἀντίκρυσε τὸ γλυπτὸν ὁ Γάλλος διπλωμάτης ἐπικοινώνησε μὲ τὸν πρέσβυν τῆς Γαλλίας στὴν Κων/ πολιν καὶ ὁ πρέσβυς «κανόνισε» νὰ πάρει τὴν ἔγκρισιν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ γλυπτὸν μὲ γαλλικὸν πολεμικὸν πλοῖον στὴν Γαλλία. Τὸ ἄγαλμα μετὰ ἀπὸ μία στάσιν στὴν Τουλόν, ἔφτασε τελικῶς στὸ Λοῦβρον στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1864, ἔχοντας ὑποστεῖ σημαντικὲς φθορὲς κατὰ τὴν μεταφορά του. 
Ἀπὸ τὸ γλυπτὸν ποὺ ἀντικρύζει ὁ ἐπισκέπτης σήμερα ἔλειπε τουλάχιστον ἡ μαρμάρινη βάσις-πλώρη (23 κομμάτια μάρμαρο, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 17 στηρίζονταν σὲ μιὰ ὀρθογώνια βάσιν ἕξι μαρμάρινων πλακῶν, μὲ τέτοιον εὑρηματικὸν καὶ δεξιοτεχνικὸν τρόπον, ὥστε τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ πλοῖον νὰ ἰσορροποῦν καὶ νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποκολληθεῖ τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἄλλον, καθῶς θὰ μετετοπίζετο τὸ κέντρον βάρους καὶ θὰ χανόταν ἡ ἰσορροπία. Αὐτὸ συνέβη καθῶς οἱ ἀρχαιολόγοι θεώρησαν βλέποντας τὰ σπασμένα εὑρεθέντα κομμάτια του, πὼς αὐτὰ ἄνηκαν σὲ κάποιον τύμβον. 
Τὸ 1875, Αὐστριακοὶ ἀρχαιολόγοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Alexander Conze, βρῆκαν στὸν τόπον ἀνασκαφῆς τὰ μάρμαρα τῆς πλώρης ποὺ δὲν ἀνεγνώριζαν οἱ Γάλλοι ἀρχαιολόγοι ὡς τμήμα τῆς Νίκης, καὶ βρίσκοντας δίπλα τους τετράδραχμα τοῦ Δ. Πολιορκητοῦ  ἀπεικονίζοντα τὴν θεὰ Νίκη σὲ πλώρη πλοίου κατάλαβαν περὶ τίνος πρόκειται. 


Ὅταν ἔμαθε ὁ Σαμπουαζῶ τὸ 1879 γιὰ τὰ μάρμαρα ποὺ εἶχε ἀφήσει πίσω, χωρὶς νὰ τὰ ἁρπάξει κι αὐτά, συνεννοήθηκε ἀμέσως νὰ σταλοῦν καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον. Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ γλυπτοῦ τελείωσε τὸ 1884. 
Τὸ 1891 ὁ Champoiseau ἐπέστρεψε στὴν Σαμοθράκη, θέλοντας νὰ βρεῖ καὶ νὰ κλέψει καὶ τὸ κεφάλι τῆς Νίκης, χωρὶς ὅμως νὰ τὰ καταφέρει. Τὸ 1950 Ἀμερικάνοι ἀρχαιολόγοι ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Νέας Ὑόρκης, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Karl Lehmann, ξαναέσκαψαν στὸ σημεῖον ποὺ βρέθηκε ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης καὶ βρῆκαν μία παλάμη δεξιοῦ χεριοῦ, ἡ ὁποία ἀπεδόθη στὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης. Δύο δάχτυλα ποὺ εἶχαν βρεῖ στὴν περιοχὴ οἱ Αὐστριακοὶ ἀρχαιολόγοι τὸ 1875 καὶ τὰ ὁποῖα ἐφυλάσσοντο στὸ Μουσεῖον Ἱστορίας τῆς Βιέννης, συνεδέθησαν μὲ τὴν ἀνευρεθεῖσα παλάμη καὶ ἐξετίθεντο καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον, στὸ Παρίσι. Τὸ 1952 δύο κομμάτια τοῦ γκρί μαρμάρου τῆς πλώρης ἀνεσύρθησαν καὶ αὐτὰ στὸ Λοῦβρον, ὅπου τὸ 1996 ἀναγνωρίστηκαν τελικῶς πὼς ἀποτελοῦσαν τμῆμα τῆς βάσεως τοῦ πλοίου). 

Ἡ Νίκη τῆς Σαμοθράκης μετεφέρθη ἐπὶ γαλλικοῦ πολεμικοῦ πλοίου στὴν Γαλλία τὸ 1864, κατόπιν ἀδείας τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, δηλαδὴ τοῦ Σουλτάνου. 

Ἡ Ἀφροδίτη τῆς Μήλου ἀνηρπάγη τὸ 1820, ἐπὶ γαλλικοῦ πολεμικοῦ πλοίου καὶ αὐτή. Τραβώντας την βιαίως τῆς ἔσπασαν τοὺς βραχίονες, οἱ ὁποῖοι ἐβυθίσθηκαν στὴν θάλασσα (βλ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ

Τὸ Μουσεῖον τοῦ Βερολίνου ἐμπερικλείει καὶ ἐπιδεικνύει ὑπερήφανο, τὸν βωμὸ τοῦ Διὸς τῆς Περγάμου. 

Ἡ δὲ Γλυπτοθήκη τοῦ Μονάχου ἐμπεριέχει τὰ ὅσα λείπουν, λεηλατηθέντα, ἀπὸ τὸν ἐν Αἰγίνῃ Ναὸν τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς. 

(Γλυπτὰ ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς, Γλυπτοθήκη Μονάχου) 

Καὶ ἄλλα πάμπολλα, ὅπως τὸν περίφημο ἀμφορέα τοῦ ζωγράφου Κλεοφράδους, ἀντιπροσωπευτικὸ ἀριστούργημα τῆς ἀττικῆς ἀγγειογραφίας, μετονομασθέντα εἰς Ἀμφορέα «τοῦ Μονάχου»(!) 

(Ὁ ἀμφορεὺς τοῦ Κλεοφράδους) 

(Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων) 

Οἱ τυραννοκτόνοι Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων στεγάζονται εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Νεαπόλεως (Napoli). 

(Οἱ πολεμιστὲς τοῦ Riace) 

Καὶ οἱ διάσημοι Πολεμισταὶ τοῦ Riace, ἔργον μᾶλλον τοῦ Φειδία, εἰς τὸ Μουσεῖον τοῦ Ρηγίου (Reggio Calabria). 

Τὸ Μητροπολιτικὸ Μουσεῖο τῆς Ν. Ὑόρκης εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ Κυκλαδικὰ καὶ ἀπὸ πανέμορφους Κούρους (καὶ ὄχι μόνον). Ἡ συλλογή του θεωρεῖται ἀπὸ τὶς πλουσιώτερες στὸν κόσμο. 

(Μητροπολιτικὸν Μουσεῖον Νέας Ὑόρκης) 

(Μαρμάρινος κίων ἀπὸ τὸν ναὸν τῆς Ἀρτέμιδος στὶς Σάρδεις, περίπου 3ος π.Χ, Μητροπολιτικὸν Μουσεῖον Ν. Ὑόρκης) 

Τὸ Μουσεῖον τοῦ Βατικανοῦ καὶ τὰ Ρωσικὰ Μουσεῖα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κρυμμένα βιβλία μας, βρίθουν ἀπὸ Ἑλληνικὰ καλλιτεχνήματα. 

(Ὁ Λαοκόων καὶ οἱ υἰοί του, τῶν Ῥοδίων γλυπτῶν Ἀγησάνδρου, Ἀθηνοδώρου καὶ Πολυδώρου, στὸ Μουσεῖον τοῦ Βατικανοῦ) 

Καί, ὦ τῆς ὕβρεως, τὸ ἀνάθημα τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, εὐχαριστήριον ἐνθύμημα τῆς νίκης ἐναντίον τῶν βαρβάρων εἰς Πλαταιάς, ἀπήχθη εἰς Κωνσταντινούπολιν. 

(Μέρος τῆς στήλης τοῦ τρικαρήνου ὄφεως, τοῦ ἀναθήματος τῶν Ἑλλήνων μετὰ τὶς Πλαταιὲς στὸν Ἀπόλλωνα, ἐκτίθεται σήμερα στὴν Κωνσταντινούπολιν) 

(Τμῆμα μίας ἐκ τῶν κεφαλῶν τοῦ τρικαρήνου ὄφεως, Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Κων/πόλεως) 

(Οἱ ἐγχάρακτες ἐπιγραφὲς ἐπὶ τῆς στήλης) 

«Οἱ δὲ Ἕλληνες, ἐκ τῶν λαφύρων δεκάτην ἐξελόμενοι, κατεσκεύασαν χρυσοῦν τρίποδα, καὶ ἀνέθηκαν εἰς Δελφοὺς χαριστήριον τῷ θεῷ», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορ. Βιβλ. ΙΑ΄. 22. 

Ἡ δὲ στήλη ἡ ἀναγράφουσα καὶ τιμῶσα τοὺς νεκροὺς τῆς Ἐρεχθηίδος φυλῆς τῶν Ἀθηνῶν, τοὺς πεσόντας κατὰ τὴν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος, ἐκτίθεται εἰς τὸ Λοῦβρον! Ὡς ἁπλοῦν ἔκθεμα, ἄνευ τῶν νενομισμένων τιμῶν. Ὑπερβασία! Ὕβρις! 

(Λίστα τῶν πεσόντων ἐκ τῆς Ἐρεχθηίδος φυλῆς στὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. Ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον Λοῦβρον, στὸ Παρίσι) 

Αὐτὰ καὶ ἄλλα πλεῖστα, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. 

(Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον... Κωνσταντινουπόλεως) 

Μερικὰ ἐξ αὐτῶν εἶναι γνωστὸ τὸ πῶς ἐχάθησαν. Γιὰ ἄλλα ἀγνοοῦμε τὸ πῶς καὶ ποῦ κατέληξαν. Ἐνῶ γιὰ ὡρισμένα, σπουδαιότατα καὶ ἀρχαιότατα, δὲν γνωρίζουμε (οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες) οὔτε κἄν ὅτι ὑπῆρξαν, ἄν καὶ τὰ ἐναπομείναντα βιβλία μας περιέχουν σχετικὲς ἀναφορές. 

Ὁ πρῶτος, λόγου χάριν, ποὺ ἐλεηλάτησε τὸν πρὸ τοῦ Φειδίου Παρθενῶνα ἦταν ὁ Ξέρξης, ὅταν θεωρώντας τὸν ἑαυτό του νικητὴ μετὰ τὴν Μάχη τῶν Θερμοπυλῶν (480 π.Χ.) καὶ τὴν ἡρωικὴ θυσία τοῦ Λεωνίδα, εἰσῆλθε «θριαμβευτὴς» στὴν Ἀθήνα ὅπου δὲν ἄφησε λίθον ἐπὶ λίθου. 

«Τὸ ἱερὸν συλήσαντες, ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν Ἀκρόπολιν», Ἱστορ., Η', 53, Ἡρόδοτος. 

(Δὲν ἐγνώριζε ὅτι «κάτω στὸν Πειραιᾶ στὸ λιμάνι» τοὺς ἑτοίμαζε ὁ Θεμιστοκλῆς τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος). Πρὶν φύγουν ὅμως κακὴν κακῶς, οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Μῆδοι εἶχαν ἤδη φυγαδεύσει στὴν Περσία τὰ λεηλατηθέντα Βιβλία καὶ Καλλιτεχνήματα. Αὐτά, ἀργότερα, ‐ὅπως διηγεῖται ὁ Πλούταρχος‐ τὰ ἔστελνε πίσω στὴν Ἑλλάδα ὀ Μέγας Ἀλέξανδρος προελαύνοντας στὴν Ἀσία, μὲ εἰδικὲς καθημερινὲς ἀποστολές. 

Τὸ θέμα τὸ θίγει καὶ ὁ Ἀρριανὸς εἰς τὴν «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασιν» (Βιβλίον Ζ΄,19,2) 

«Ὅσους δὲ ἀνδριάντας ἢ ὅσα ἀγάλματα ἢ ἄλλο ἀνάθημα ἐκ τῆς Ἑλλάδος Ξέρξης ἀνεκόμισεν ἐς Βαβυλῶνα ἢ ἐς Πασαργάδας ἢ ἐς Σοῦσα ἢ ὅπῃ ἄλλῃ (=ὅπου ἀλλοῦ) τῆς Ἀσίας, ταῦτα δοῦναι ἄγειν τοῖς πρέσβεσι· καὶ τὰς Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνας τὰς χαλκᾶς* οὕτω λέγεται ἐπενεχθῆναι (= μετεφέρθησαν) ὀπίσω ἐς Ἀθήνας, καὶ τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Κελκέας τὸ ἕδος (=βωμός)»... 

*Τὰ χάλκινα αὐτὰ ἀγάλματα τῶν τυραννοκτόνων, ἀργότερα τὰ ἅρπαξαν μᾶλλον οἱ Βυζαντινοὶ καὶ ὅπως ἤδη ἀνεφέρθη, σήμερα εὑρίσκονται εἰς τὸ Μουσεῖον τῆς Νεαπόλεως («ὁ κλέψας τοῦ κλέψαντος»).

Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος δέ, εἶναι γνωστὸν τοῖς πᾶσι ἀφοῦ τὸ ἀφηγοῦνται ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι ἱστορικοί, μετὰ τὴν Νίκη του εἰς τὸν Γρανικὸν Ποταμὸν (334 π.Χ.) ἔστειλε στὴν Ἀθήνα, πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, 300 ἀσπίδες περσικὲς μὲ τὴν πολυσυζητημένη διάσημη ἐπιγραφή : 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ 

Ὅπως δὲ ἀναγράφει ὁ «Πλήρης Ὁδηγὸς τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν», (Ἐκδ. Κακουλίδη), «στὸ ἀνατολικὸ ἐπιστύλιο τοῦ Παρθενῶνος φαίνονται οἱ τρύπες ποὺ ἔγιναν ὅταν κρέμασαν τὶς ἀσπίδες, ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὴν Ἀθηνᾶ». 

Ὡρισμένα ἀπὸ τὰ ἐναπομείναντα ἀφιερώματα‐λάφυρα, λέγεται ὅτι ἀνηρπάγησαν ὑπὸ τοῦ Νέρωνος (Δίων Προυσσαεὺς ΧΧΧΙ. 148). 

Τὰ δὲ λάφυρα τὰ ἐκ τῶν Μηδικῶν Πολέμων («Ἕλληνες ἀπὸ Μήδων») ἐξηφανίσθησαν καὶ αὐτά, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τί ἀπέγιναν: 

Ὁ ἀργυρόπους θρόνος τοῦ Ξέρξου, ὅπου καθισμένος ὁ «μέγας βασιλεὺς» στὴν πλαγιὰ τοῦ ὄρους Αἰγάλεω... παρακολουθοῦσε τὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. 

Τὸ ξίφος τοῦ Μαρδονίου (Μαρδοχαίου) μετὰ τὴν ἧττα του στὴν Μάχη τῶν Πλαταιῶν. 

Ὁ θῶραξ τοῦ στρατηγοῦ τους Μασίστιου, ἀρχηγοῦ τοῦ περσικοῦ ἱππικοῦ. Καὶ ἄλλα πολλά. 

Ἆρα γε τὰ ἔκρυψαν, τὰ καταχώνιασαν, ἢ τὰ κατέστρεψαν ὁλοκληρωτικά;

Ἄγνωστον.

Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψις εἶναι ὅτι τὰ «περιποιήθηκε» καὶ αὐτὰ ὁ μισέλλην αὐτοκράτωρ «Μέγας» Θεοδόσιος. («Μέγας» ὡς πρὸς τὸ νὰ καταστρέφη). Δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως μαρτυρίες, ποὺ νὰ διαιωνίζουν τὴν τόση ΔΟΞΑ. 

Δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μαρτυρίες ποὺ νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀρχαιοτάτη Ἱστορία μας ἀλλὰ καὶ τὸ ἀληθὲς τῶν «προϊστορικῶν μύθων». Γι’ αὐτὸ ἅρπαξαν καὶ ἐξαφάνισαν τὸ πλοῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχε πλεύσει ὁ Θησεὺς στὴν Κρήτη, προκειμένου νὰ δηλώση εἰς τὸν Μίνωα (ὁ ὁποῖος Μίνως «πρῶτος ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἐθαλαττοκράτησε» ‐Διόδ.‐) ὅτι ἡ Ἀθήνα κατέστη καὶ αὐτὴ μεγάλη ναυτικὴ δύναμις, ὁπότε δὲν ἦτο πλέον ἀνάγκη νὰ πληρώνη εἰς τὸν Μίνωα αἱματηροὺς φόρους, προκειμένου νὰ φυλάττουν τὴν Ἀττική, τὰς νήσους καὶ τὶς ἀκτὲς τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, οἱ Κρητικὲς «ἀκταιωροί». (Στὴν οὐσία, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβολίζει ὁ μῦθος τοῦ «Μινωταύρου»). 

Τὸ ἀθηναϊκὸ αὐτὸ πλοῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπλευσε ὁ Θησεὺς στὴν Κρήτη μὲ «δὶς ἑπτὰ (=14) ἄλλους νέους Ἀθηναίους», ὅπως γράφει καὶ ὁ Πλούταρχος, οἱ Ἀθηναῖοι τὸ ἐφύλαττον μέχρι τοὺς χρόνους τοῦ Ἀθηναίου πολιτικοῦ καὶ φιλοσόφου Δημητρίου τοῦ Φαληρέως (Δ΄ αἰ. π.Χ.), συντηρώντας το ἐπιμελῶς καὶ ἀντικαθιστώντας συστηματικὰ τὰ πεπαλαιωμένα ξύλα του μὲ ἄλλα καινουργῆ. 

«Τὸ δὲ πλοῖον, ἐν ᾧ μετὰ τῶν ἠιθέων (=παλληκαριῶν) ἔπλευσε καὶ πάλιν ἐσώθη (=καὶ ἐγύρισε σῶος), τὴν τριακόντορον (=τριαντάκωπον), ἄχρι τῶν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες, ἄλλα δὲ ἐμβάλλοντες ἰσχυρά...», Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς, 23,1. 

Τὸ γαλλικὸ Περιοδικὸ Le Point‐Références ἀναφέρει ὅτι τὸ πλοῖον τοῦ Θησέως συνετηρεῖτο ἐπιμελῶς (soin à la conservation) μέχρι καὶ τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα.

Τελικῶς, τί ἀπέγινεν ἡ «Θησηίς»; Ὅ,τι ἀπέγινεν καὶ ἡ ΑΡΓΩ τοῦ Ἰάσονος, ἡ ὁποία ἐφυλάσσετο καὶ διετηρεῖτο μέχρι τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος στὴν Κόρινθο... 

(Γιὰ περισσότερες πληροφορίες περὶ τῆς Ἀργοῦς, βλ. «Ἑλλὰς ἡ Κυρὰ τῆς Θάλασσας» τοῦ Χρ. Ζαλοκώστα, βιβλιοπ. Ἑστία-Κολλάρος). 

Ο Χρ. Ζαλοκώστας γράφει ὅτι ἡ ΑΡΓΩ ἐλαφυραγωγήθη ὑπὸ τῶν Ρωμαίων, οἱ ὁποῖοι τὴν ἀπήγαγον εἰς Ἰταλίαν. Οἱ Ρωμαῖοι ἐλεηλάτησαν ἀγρίως τὴν Κόρινθο τὸ 156 π.Χ. Τότε ἐσύλησαν καὶ τὴν περίφημη «Πινακοθήκη τῆς Σικυῶνος», τὴν πρώτη «πινακοθήκη» τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία περιελάμβανε «τὰς ἀρίστας ζωγραφίας» 

(Σικυών: πόλις πλησίον Κορίνθου μὲ Σχολὲς Γλυπτικῆς καὶ Ζωγραφικῆς, γιὰ περισότερες λεπτομέρειες βλ. «Ἑλληνικὴ Ζωγραφική» Α. Τζιροπούλου‐Εὐσταθίου). 

Ὁλόκληρη ἡ Ἑλλὰς ἔχει λεηλατηθῆ βάναυσα. Ἐλεηλατεῖτο μονίμως, συνεχῶς, ἀνελλιπῶς καὶ ἀδιαλείπτως. 

Θὰ ἀπαιτεῖτο πολύτομος εἰδικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος Μονογραφία, προκειμένου νὰ καταγραφοῦν μεθοδικὰ καὶ ἐπισήμως οἱ (γνωστὲς) ἀπώλειες. Ἕνα ἐλάχιστον παράδειγμα:

«Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ρωμαϊκῶν λεγεώνων Φούλβιος κατώρθωσε νὰ κυριεύση τὴν Σάμην ‐τῆς Κεφαλληνίας‐ μετὰ 4 μηνῶν πολιορκίαν. Ἡ πόλις διηρπάγη, κατεστράφη, οἱ κάτοικοι ὅλοι ἐξηνδραποδίσθησαν.

Ο Μάρκος Φούλβιος ἔκαμε θρίαμβον στὴν Ρώμη... Τὸν ἐκόσμησεν μὲ λάφυρα... 235 ἀγάλματα ὀρειχάλκινα καὶ 230 ἀπὸ μάρμαρο... Ὁ Στράβων λέγει: ἡ Σάμη κατεστράφη καὶ μόνον ἴχνη ἔμειναν», Εὐ. Παρέντη «Ἱστορία τῆς Κεφαλονιᾶς», σελ. 11, ΑΘ. 1977... 

...-Ἀλλὰ καὶ ὁ- χρυσοῦς Πὰν, τάμα τοῦ Μιλιτιάδου, εὑρίσκετο εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Πανὸς στὸν ἱερὸ Βράχο, μᾶς τὸ πῆραν καὶ αὐτό». 

Στὴν Ἱερὰ Οἰκία τοῦ Διὸς καὶ τῆς Διώνης στὴν Δωδώνη, ἀναφέρει ὁ Στράβων στὰ «Γεωγραφικά», (7, 7, 4, ἀποσπ.) πὼς ὑπῆρχαν πέραν τῆς ἱερᾶς βελανιδιᾶς καὶ χάλκινοι τρίποδες μὲ λέβητες, ὅπου καὶ ἐτοποθετήθη τὸ δωδωναῖον χαλκίον, ἀνάθημα τῶν Κερκυραίων. Αὐτὸ ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο μικροὺς κίονες, ὅπου ὁ ἕνας στήριζε ἕναν χάλκινον λέβητα καὶ ὁ ἄλλος ἕνα ἀγαλματίδιον ποὺ κρατοῦσε μαστίγιον καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου αὐτὸ ἐκινεῖτο καὶ ἔκρουε τὸν χάλκινον λέβητα, ἐκ τοῦ ὁποίου έχρησμοδότουν.

«ὅτι ἡ παροιμία «τὸ ἐν Δωδώνῃ χαλκίον» ἐντεῦθεν ὠνομάσθη: χαλκίον ἦν ἐν τῷ ἱερῷ ἔχον ὑπερκείμενον ἀνδριάντα κρατοῦντα μάστιγα χαλκῆν, ἀνάθημα Κορκυραίων: ἡ δὲ μάστιξ ἦν τριπλῆ ἁλυσιδωτὴ ἀπηρτημένους ἔχουσα ἐξ αὑτῆς ἀστραγάλους, οἳ πλήττοντες τὸ χαλκίον συνεχῶς, ὁπότε αἰωροῖντο ὑπὸ τῶν ἀνέμων, μακροὺς ἤχους ἀπειργάζοντο, ἕως ὁ μετρῶν τὸν χρόνον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ ἤχου μέχρι τέλους καὶ ἐπὶ τετρακόσια προέλθοι: ὅθεν καὶ ἡ παροιμία ἐλέχθη «ἡ Κερκυραίων μάστιξ»».
Τμῆμα τοῦ Δωδωναίου χαλκίου ἐκτίθεται σήμερα στὸ μουσεῖον τοῦ Λούβρου, στὸ Παρίσι.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (