Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΠΟΛΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 4ον, Ν-Π)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, Β', 10) περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος : 

«Ἐλθὼν δὲ ποτὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα καὶ ἰδὼν τὸν Ὑἀκινθον, ἠγάπησεν αὐτὸν ἐμπαθέστατα, ἀλλ' ἐπειδὴ κατὰ δυστυχίαν ἐφόνευσεν αὐτόν, ὡς ῥηθήσεται ἐκεῖ, καὶ φοβούμενος τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς αὐτοῦ, ἔφυγεν εἰς τὴν Τρωάδα, ἐνδεὴς καὶ δυστυχὴς ὤν εἰς ἄκρον, καὶ εὕρεν ἐκεῖ καὶ τὸν Ποσειδῶνα δυστυχέστερον· ὅθεν ἐμίσθωσαν εἰς τὸν Λαομέδοντα καὶ ἔκτισαν τὰ τείχη τῆς Τρωάδος. 

Κατ' ἄλλους δὲ ὁ Ποσειδῶν ἔκτιζε τὰ τείχη καὶ ὁ Ἀπόλλων ἔβοσκε τὰς ἀγελὰς τοῦ Λαομέδοντος· καὶ διὰ τοῦτο ὠνομάσθη Νόμιος ὁ Ἀπόλλων, ἐπειδὴ ἐχρημάτισε πολλῶν νομεὺς καὶ φύλαξ τῶν θρεμμάτων. Κατ' ἄλλους δὲ καὶ οἱ δύο ἔκτιζον τὸ τεῖχος καὶ ἐπειδὴ ἦτον πεπρωμένον νὰ πορθηθῇ καὶ νὰ ἐμπρησθῇ ἡ πόλις αὐτή, ἔλαβον καὶ τὸν Αἰακὸν συνεργόν, διὰ νὰ εἶναι ἁλώσιμον τὸ μέρος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔκτιζε αὐτός. Ἐπειδὴ τὰ ἔργα τῶν θεῶν εἶναι ἀνάλωτα καὶ ἄφθαρτα* καὶ οὔτως ἔπρεπε νὰ ἐργάζωνται αὐτοὶ ἐναντίον εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Εἰμαρμένης. Ἀφ' οὗ δὲ ἐτελείωσε τὸ τεῖχος, ὁ Λαομέδων ἀθετήσας τὴν ὑπόσχεσιν, ἔδιωξεν αὐτοὺς χωρὶς μισθὸν καὶ φοβερίζων νὰ κόψῃ τὰ ὦτα καὶ τῶν δύο καὶ νὰ τοὺς δέσει χεῖρας καὶ πόδας, ἔπειτα νὰ τοὺς στείλῃ εἰς τινας νήσους μακρὰν τῆς Τρωάδος οὖσας· ὅθεν ἔφυγον καὶ ἐκεῖθεν δυστυχέστεροι, μὴ ἔχοντες δύναμιν νὰ ἐκδικηθῶσιν, ἐξόριστοι ὄντες. 

Ὅμως ἀφ' οὗ ἐπλήρωσαν τὸν κανόνα καὶ ἀνέβησαν πάλιν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβον τὰς ἀξίας αὐτῶν, ἔπεμψαν εἰς ἐκδίκησιν, ὁ μὲν Ἀπόλλων λοιμόν, ὁ δὲ Ποσειδῶν κῆτος φοβερόν*1 καὶ πλημμύραν εἰς τὴν χώραν τοῦ Λαομέδοντος. 

Κατ' ἄλλους δέ, ἐξιλέωσε τὸν Ἀπόλλωνα, ἐπειδὴ κατέστησεν ἐκεῖ τὴν λατρείαν αὐτοῦ· ὅθεν ἦτον καὶ βοηθὸς τῶν Τρωαδιτῶν, ἐν τῷ Τρωικῷ πολέμῳ· καὶ μόνον ὁ Ποσειδῶν ὁργισθεὶς ἔπεμψε τὸ κῆτος. 

Διατριβὼν δὲ ὁ Ἀπόλλων ἐκεῖ ἐδίδαξε τὴν Κασσάνδρα*2, θυγατέρα τοῦ Πριάμου, τὴν μαντικὴν ἐπὶ συμφωνίᾳ νὰ κοιμηθῇ ἅπαξ μὲ αὐτὴν διὰ τὰ δίδακτρα. Ἐκείνη ὅμως ἀφ' οὗ ἔμαθεν, ἠρνήθη τὴν ὑπόσχεσιν· ὁργισθεὶς δὲ ὁ Ἀπόλλων, ἔλαβεν ἀπ' αὐτῆς τὴν Πειθώ, τὸ πρώτιστον προτέρημα τῆς τέχνης. Διὰ τοῦτο ἡ Κασσάνδρα ὕστερον προέλεγε μὲν ὅλα τὰ μέλλοντα, ὅμως δὲν ἔπειθεν. 

* Ὁ δὲ Αἰακὸς θέλων νὰ δοξασθῶσιν οἱ ἀπόγονοί του, κατεσκεύασεν ἴσως ἀχρεῖον τὸ τεῖχος, ἐπειδὴ πρῶτος ὁ υἰὸς αὐτοῦ, Τελαμών, ἐπήδησε εἰς τὴν πόλιν, εἰς τὸν πρῶτον Τρωικὸν πόλεμον. Εἰς τὸν δεύτερον δέ, ἐδοξάσθη ὁ ἀπόγονος αὐτοῦ, Νεοπτόλεμος· ὅθεν καὶ ἡ τοσαύτη σπουδὴ τῶν Ἑλλήνων περὶ τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τοῦ Νεοπτολέμου ὕστερον, κατὰ τὸν χρησμόν, ὅτι ἄνευ ἐκείνων ἦτον ἀδύνατον νὰ κυριευθῇ ἡ Τρωάς, τὸ πατρογονικὸν αὐτῶν κτίσμα. Διὰ τοῦτο ἴσως ὁργίσθη ὁ Λαομέδων καὶ δὲν ἐπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσιν αὐτοῦ πρὸς τὸν Ποσειδῶνα καὶ Ἀπόλλωνα, ἐπειδὴ συνεφώνησε νὰ κτίσωσιν αὐτοὶ μόνον τὸ τεῖχος καὶ ὄχι νὰ λάβωσι καὶ θνητὸν συνεργόν». 

(Ἡ Κασσάνδρα ἔχει πιαστεῖ ἀπὸ τὸ Παλλάδιον, ἱκετεύοντας τὴν Ἀθηνᾶ νὰ τὴν βοηθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν Αἴαντα τὸν Λοκρόν, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὴν ἀτιμάσει, ἀναπαράστασις ἀπὸ τὴν ὑδρία τοῦ ζωγράφου Κλεοφράδους, 5ος αἰ. π.κ.ἐ.) 

(Παραδίπλα στὴν ἴδια ὑδρία ἀναπαρίσταται ὁ Πρίαμος νὰ τραβᾶ τὰ μαλλιά του ἀπὸ τὴν θλίψιν του γιὰ τὸν θάνατον τοῦ μικροῦ ἐγγονοῦ του -υἰὸν τοῦ ἐπίσης νεκροῦ υἰοῦ τουἝκτορος-, τοῦ Ἀστυάνακτος. Τὸν Ἀστυάνακτα εἶχε πετάξει ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τροίας κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα ἐκδοχὴ ὁ Ὀδυσσεύς, οὔτως ὥστε νὰ μὴ μείνει κανεὶς ἀπόγονος τοῦ βασιλέως καὶ ζητήσει ἐκδίκησιν. Πάνω ἀπὸ τὸν Πρίαμον στέκεται ὁ Νεοπτόλεμος, ἕτοιμος νὰ σκοτώσει τὸν γέροντα. Γύρω τους Τρωαδίτες τραβοῦν ἐπίσης τὰ μαλλιά τους ἀπὸ τῆν συμφορὰ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ἡ Τροία ἔχει πέσει...)

*1 Ὁ βασιλεὺς τῆς Τροίας, Λαομέδων γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλιν του ἀπὸ τὸ κῆτος ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ Ποσειδῶν ὡς τιμωρία, συνεβουλεύθη τὸν μάντιν Φαινοδάμαντα. Ὁ χρησμὸς ἔλεγε πὼς γιὰ νὰ γλυτώσει ἡ πόλις ἀπὸ τὸ κῆτος πρέπει νὰ παραδοθεῖ σὲ αὐτὸ ἡ κόρη τοῦ βασιλέως, ἡ Ἡσιόνη. Ὁ Λαομέδων μὴ ἔχοντας ἄλλη λύσιν, ὑπάκουσε καὶ παρέδωσε τὴν κόρη του. Ὁ Ἡρακλῆς ὅμως ἐκστρατεύοντας κατὰ τὸν Ἀμαζόνων ἐκείνη τὴν περίοδον, πέρασε ἀπὸ τὴν Τροία καὶ ὑπεσχέθη στὸν βασιλέα νὰ σκοτώσει τὸ κῆτος μὲ ἀντάλλαγμα νὰ ἔπαιρνε τὰ ἄλογα τοῦ πατρός του, τὰ ὁποῖα τὰ εἶχε χαρίσει ὁ Ζεὺς στὸν Ἴλον, ἤτοι τὸν πατέρα τοῦ Λαομέδοντος. Ἀφοῦ συνεφώνησαν, ὁ Ἡρακλῆς σκότωσε τὸ κῆτος, ὅμως ὁ Λαομέδων δὲν ἐξεπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσίν του. Ἔτσι ὁ Ἡρακλῆς ἐπιστρέφοντας μετὰ ἀπὸ καιρὸν καὶ πρὸ τῶν τρωικῶν, κυρίευσε τὴν Τροία καὶ σκότωσε τὸν Λαομέδοντα καὶ τὰ παιδιά του, πλῆν δύο, τῆς Ἡσιόνης καὶ τοῦ Ποδάρκη. Τὴν Ἡσιόνη τὴν ἔδωσε στὸν σύντροφόν του, ἐπίσης Ἀργοναύτη καὶ ἀνηψιόν του, Τελαμῶνα καὶ τὸν Ποδάρκη τὸν αἰχμαλώτισε, μέχρι ποὺ ἡ Ἡσιόνη τὸν ἐξαγόρασε δίνοντας τὴν καλύπτρα της στὸν Ἡρακλῆ. Ἔτσι ὁ Ποδάρκης ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀδελφή του πλήρωσε γι' αὐτόν ( < πρίαμαι = ἀγοράζω, ἐξαγοράζω, πληρώνω τέλη), ὁ Ποδάρκης ὠνομάσθη Πρίαμος καὶ ἔμελλε νὰ μείνει στὴν ἱστορία μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα, ὡς βασιλεὺς τῆς Τροίας ἐπὶ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου. (Ἱστορ., βιβλιοθ., 4,32, Διόδ. Σικελιώτης). 

Ἡ Ἡσιόνη γέννησε ἀπὸ τὸν Τελαμῶνα τὸν τρωαδίτη Τεῦκρον, ὁ ὁποῖος πολέμησε ἀπέναντι στὸν ἀδελφόν του στὸν ἐμφύλιον αὐτὸν πόλεμον, καθῶς ὁ Τελαμῶν ἦταν πατὴρ ἀπὸ τὴν Περίβοια καὶ τοῦ Ἀχαιοῦ Αἴαντος (τοῦ Τελαμωνίου). Ἄρα ὁ Ἀχιλλεὺς δὲν ἦταν μόνον ἐξάδελφος τοῦ Αἴαντος, ἀλλὰ καὶ τοῦ Τεύκρου. Ὁ Σαλαμίνιος Τελαμῶν ὅταν ἔμαθε πὼς ὁ Αἴας αὐτοκτόνησε γιατὶ δὲν τοῦ ἔδιναν τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέως, ποὺ δικαιωματικῶς τοῦ ἄξιζαν, στεναχωρήθηκε. Γυρνώντας ὁ Τεῦκρος στὴν Σαλαμῖνα δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, καθῶς θεώρησε πὼς ὁ Τεῦκρος ἔπρεπε ὡς ἀδελφὸς ποὺ ἦταν μὲ τὸν Αἴαντα, νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ καὶ νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατόν του. Ὁ Τεῦκρος λοιπὸν ἐξόριστος κατέφυγε ὕστερα ἀπὸ χρησμόν, στὴν Κύπρον, ὅπου καὶ ἵδρυσε εἰς ἀνάμνησιν τῆς πατρίδος του, τὴν πόλιν Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου. 

*2 Τὸ πραγματικὸν ὄνομα τοῦ Πάριδος ἦταν Ἀλέξανδρος. Ἡ ἀδελφή του λοιπὸν ἐλέγετο καὶ αὐτὴ Ἀλεξάνδρα > Κασσάνδρα. Κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ ὄνομά της προέρχεται ἐκ τοῦ κέκασμαι =λάμπω, ἀστράπτω + ἀνήρ. 

Ἡ Κασσάνδρα πράγματι προφήτευε σωστὰ σύμφωνα μὲ τὸ χάρισμα ποὺ τῆς εἶχε δώσει ὁ Ἀπόλλων.  Εἶχε προειδοποιήσει πολλάκις πὼς ἡ Τροία θὰ ἔπεφτε ἐξ αἰτίας τοῦ ἀδελφοῦ της, Πάριδος καὶ ὅτι ἡ Ἑλένη ἦταν συμφορὰ γιὰ τὴν πόλιν καὶ πὼς ὁ δούρειος ἵππος εἶναι παγίδα κ.ἄ πολλά, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὴν πίστευε...

Σὲ πολλὰ γλυπτά της καὶ πίνακες ἡ Κασσάνδρα ἀναπαρίσταται νὰ προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία ἀπὸ τὸν Αἴαντα τὸν Λοκρόν. Πρᾶγμα ποὺ δὲν τὸ κατάφερε και τελικὰ ἠτιμάσθη. 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος στὴν Πομπηία) 

Μερικὰ ἀκόμα προσωνύμια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς : 

241. Ναπαῖος: ὁ λατρευθεὶς ἐν Νάπῃ, < νάπη = δασώδης κοιλάς. 

«Νάπη, πόλις Λέσβου. Ἑλλάνικος ἐν δευτέρῳ Λεσβιακῶν. ὁ πολίτης Ναπαῖος, καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος», Ἐθν., 469, Στ. Βυζ. 

242. Νεβροχαρής: < νεβρός ( =μικρὸ ἐλάφι) + χαίρομαι, χαίρεται κυνηγώντας νεβρούς.

243. Νευροχαρής: < νεῦρον ( =ἡ χορδὴ -τοῦ τόξου ἤ μουσικοῦ ὀργάνου- ) + χαίρομαι, ὁ χαίρων νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς χορδὲς τοῦ τόξου του ἤ τῆς λύρας του. 

244. Νηπενθής/ Νηπενθεύς: < στερητ. μόριον νή- + πένθος, ὁ ἀφαιρῶν ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρνούμενος τὸ πένθος. 

245. Νηφαλιεύς: < νοῦς + φῶς, ὁ νηφάλιος, νήφων.

246. Νοερός: ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νοῦν.

247. Νόμιος: ὡς προστάτης τῶν νομέων ( =ποιμένων), ἀλλὰ καὶ ὡς νομεὺς ὁ ἴδιος στὰ πρόβατα τοῦ Πύθωνος, τοῦ Λαομέδοντος καὶ τοῦ Ἀδμήτου. Ὁ  Ἀθ. Σταγειρίτης στὴν «Ὠγυγία» (Β', 10), γράφει πὼς «Νόμιον» ἔλεγαν οἱ Ἀρκάδες τὸν Ἀπόλλωνα, διότι ἦταν ὁ πρῶτος θέσας ἐκεῖ νόμους, ἤτοι ὁ πρῶτος τους νομοθέτης.

«ἁγνὸν Ἀπόλλων', ἀνδράσι χάρμα φίλοις ἄγχιστον, ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν», Πυθιόν., 9, 111-2, Πίνδαρος. 

248. Νουμήνιος: ὁ ἀνανεῶν τοὺς μῆνας.

249. Νυμφαγέτης: ὡς ἡγέτης τῶν νυμφῶν.

250. Ξανθός: ὡς χρυσὸς ἥλιος.

251. Ξοῦθος: ξανθός, βλ. ὡς ἄνω.

252. Ξυνοδοτήρ: < ξυνός ( =ὁ κοινός, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ σ-ξ καὶ τοῦ υ μὲ τὸ οι, < ξύν/ σύν) + δίδωμι, ὁ συνοδοτήρ, ὁ δίδων ἀφθόνως τὰ κοινά. 

253. Ξυνός: κοινός, αὐτὸς ποὺ εἶναι κοινὸς σὲ δύο ἀντίπαλες παρατάξεις, ὁ ἀδέκαστος, ὁ φέγγων ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. 

254. Ξυνόφρων: ὁ φρονῶν τὰ κοινά.

255. Ξυνοχαρής: ὁ χαίρων ὁμοῦ μετὰ πάντων. 

256. Οἰκιστής/ Οἰκήτωρ: προστάτης οἰκισμῶν.

257. Οἰοπόλος: ὄις ( =πρόβατον) + πέλω, ὁ βόσκων τὰ πρόβατα.

258. Οἴλιος: ἀμφιβ. ἐτυμολογίας, ἴσως ἐκ τοῦ εἴλω-ἴλη ( =πλῆθος, κοπάδι). 

259. Οἰτόσυρος/ Γοιτόσυρος: < οἶτος ( =θάνατος) + σύρω, εἴτε ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Παιᾶνος, εἴτε ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ Οὐλίου. Ὁ λατρευόμενος ἐν Σκυθίᾳ. 

«Γοῖτος, ὁ ῥύπος, τὸ πάθος», Ἡσύχιος. 

«Ἀπόλλων δὲ Γοιτόσυρος», Ἱστορ. Δ', 59, Ἡρόδοτος. 

«Γοιτόσυρον, τὸν Ἀπόλλωνα. Σκύθαι (Hdt. 4,59)», Ἡσύχιος. 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος στὴν Πομπηία) 

260. Ὀλβιοδότης: ὁ δίδων ὄλβον ( =πλοῦτον). 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ’, ἀγλαότιμος, ἰήιος, ὀλβιοδῶτα», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 2. 

261. Ὀλβιοεργός: ὁ προσφέρων ὄλβια ἔργα.

262. Ὄλβιος: ὁ πλούσιος, πλήρης ὄλβου.

263. Ὀλύμπιος: ὁ κατοικῶν εἰς Ὄλυμπον, ὡς καὶ ὁ πατήρ του Ζεύς.

264. Οὔλιος: < ὄλλυμι, ὁ καταστροφεύς. Λατρευόμενος ἐν Λίνδῳ. Ὑπονοεῖται ἡ φθοροποιὸς δύναμις τοῦ ἡλίου. Καὶ ἐκ τοῦ οὐλεῖν ( =ὑγιαίνειν), ὑπονοεῖται τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετον· ὁ ὑγιαστικὸς καὶ παιωνικός ἐν Μιλήτῳ καὶ Δήλῳ. 

«Οὔλιον δ᾽ Ἀπόλλωνα καλοῦσί τινα καὶ Μιλήσιοι καὶ Δήλιοι͵ οἷον ὑγιαστικὸν καὶ παιωνικόν· τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν͵ ἀφ᾽ οὗ καὶ τὸ οὐλὴ καὶ τό οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε», Γεωγρ., ΙΔ΄, 1, 6, Στράβων. 

265. Οὐράνιος/ Οὐρανίων: ὡς ἥλιος ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ.

266. Οὐρεσιφοίτης: ὁ φοιτῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ ὄρη.

267. Παγασαῖος/ Παγασήιος/ Παγάσης: λατρευόμενος ἐν Παγασαῖς, ὅπου ἡ Ἀργὼ ἐπήχθη. 

«Παγασίτης, Ἀπόλλων παρὰ Ἀχαιοῖς ἐν Παγασαῖς, καὶ παρὰ Θεσσαλοῖς», Ἡσύχιος. 

268. Παγκρατής: πανίσχυρος, < πᾶν + κράτος. 

269. Παιάν/ Παιήων/ Παιών: ὁ ἱατρός, ἐκ τοῦ παίω-πάFω· ὁ καταπαύων τὰς ὀδύνας. 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 1. 

270. Παλατῖνος: λατρευόμενος ἐν τῷ Παλατίνῳ λόφῳ τῆς Ῥώμης, τὸν ὁποῖον ἵδρυσε ὁ Πάλλας ὁ Ἀρκάς.

271. Παναπήμων: ὁ ἀπήμων [ < στερ. ἀ + πῆμα ( =βλάβη)] ὡς πρὸς τὰ πάντα καὶ ὁ εὐμενής.

272. Πανδερκής: παντόπτης, < πᾶν + δέρκομαι ( =ὁρῶ).

273. Πανιώνιος: θεὸς πάντων τῶν Ἰώνων καὶ κατὰ κάποιους πατὴρ τοῦ Ἴωνος, τοῦ γενάρχου τῶν Ἰώνων.

274. Πάνοπτος: ὁ παντόπτης, ὡς ἐξ ὕψους.

275. Παντοθαλής: ὁ ποιῶν τὰ πάντα νὰ θάλλουν. 

(Ἀπόλλων Παρνόπιος) 

276. Παρνόπιος: διώκτης τῶν παρνόπων ( =ἀκρίδων). 

«Ἀπόλλων χαλκοῦς, καὶ τὸ ἄγαλμα λέγουσι Φειδίαν ποιῆσαι· Παρνόπιον δὲ καλοῦσιν, ὅτι σφίσι παρνόπων βλαπτόντων τὴν γῆν ἀποτρέψειν ὁ θεὸς εἶπεν ἐκ τῆς χώρας. καὶ ὅτι μὲν ἀπέτρεψεν ἴσασι, τρόπῳ δὲ οὐ λέγουσι ποίῳ. τρὶς δὲ αὐτὸς ἤδη πάρνοπας ἐκ Σιπύλου τοῦ ὄρους οὐ κατὰ ταὐτὰ οἶδα φθαρέντας, ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐξέωσε βίαιος ἐμπεσὼν ἄνεμος, τοὺς δὲ ὕσαντος τοῦ θεοῦ καῦμα ἰσχυρὸν καθεῖλεν ἐπιλαβόν, οἱ δὲ αἰφνιδίῳ ῥίγει καταληφθέντες ἀπώλοντο», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,24,8, Παυσανίας. 

277. Παρράσιος: ὁ λατρευόμενος ἐν Παρρασίᾳ, ἐν Ἀρκαδίᾳ. 

278. Πασπάριος: ὁ λατρευόμενος ἐν Πάρῳ καὶ Πέργαμῳ. 

«Πασπάριος, ὁ Ἀπόλλων· παρὰ Παρίοις καὶ Περγαμηνοῖς», Ἡσύχιος. 

279. Παταρήιος: ὁ λατρευόμενος ἐν Πάταρᾳ. 

«Βράγχιε καὶ Διδυμεῦ, Παταρήιε, Λοξία, ἁγνέ», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 7. 

(Ναὸς Πατρώου Ἀπόλλωνος) 

280. Πατροπάτωρ: ὡς θεὸς τῶν πατέρων μας.

281. Πατρῷος: ὡς ἄνω.

282. Πλατανίστιος: ὁ προστάτις τῶν πλατάνων, λόγῳ τῶν πολλῶν πλατάνων ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸν ναόν του στὴν Ἦλιν. 

«Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Πλατανιστίου ναός», Ἑλλάδ. περιήγ., 2,34,6, Παυσανίας. 

283. Πλουτοδοτήρ: ὁ πλουτοδότης.

284. Ποίμνιος: ὡς προστάτης τῶν ποιμνίων.

285. Πολιός: ὁ φαιόχρους, ὁ λαμπρὸς καὶ σεβάσμιος, ὅθεν γηραιός, παλαιὸς ὁ ἥλιος.

286. Πολύβουλος: ὁ ἔχων πολλὰς βουλάς. 

287. Πολυκτέανος: πολύς + κτέανα ( =κτήματα), ὁ πλούσιος. 

288. Πολύχρυσος: ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἡλίου.

289. Πολυώνυμος: ὁ ποικίλως προσαγορευόμενος καὶ ὁ ἔχων πολλὴν φήμην. 

«Πολυώνυμον, τὴν μονάδα οὕτως ἐκάλουν. καὶ ἐπίθετον Ἀπόλλωνος», Ἡσύχιος. 

290. Πολύτεκνος: ὁ ἔχων πολλὰ τἐκνα, ὡς πατὴρ ὅλων· ἄνευ τῆς ἐνεργείας τοῦ ἡλίου δὲν θὰ ὑπῆρχε ζωή. 

291. Πορνοπίων: «Ῥόδιοι δὲ ἐρυθιβίου Ἀπόλλωνος ἔχουσιν ἐν τῆι χώραι ἱερόν͵ τὴν ἐρυσίβην καλοῦντες ἐρυθίβην· παρ᾽ Αἰολεῦσι δὲ τοῖς ἐν Ἀσίαι μείς τις καλεῖται πορνοπίων͵ οὕτω τοὺς πάρνοπας καλούντων Βοιωτῶν͵ καὶ θυσία συντελεῖται πορνοπίωνι Ἀπόλλωνι», Γεωγρ., ΙΓ΄, 1, 64, Στράβων. 

292. Πρηΰς: πράος.

293. Προόψιος: ὁ προορῶν. 

«Ἀπόλλωνος...Προοψίου», Ἑλλάδ. περιήγ., 1,32,2, Παυσανίας. 

294. Προσόψιος: ὁ προσβλέπων.

295. Προστατήριος: προστάτης. 

«Φοῖβε προστατήριε», Ηλέκτρα, 637, Σοφοκλῆς. 

«προστατήριος, τὸν Ἀπόλλωνα οὕτω λέγουσι, παρόσον πρὸ τῶν θυρῶν αὐτὸν ἀφιδρύοντο...οἱ μέτοικοι. καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἀπροστασίου ἐδιώκοντο», Ἡσύχιος. 

296. Προφύλαξ: ὁ προφυλάττων, ὁ προστάτης.

297. Πτῷος: ὁ προξενῶν φόβον καὶ λατρευθεὶς στὴν Βοιωτία, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἑορτὴ πρὸς τιμήν του, τὰ Πτώια. 

298. Πυθαεύς/ Πύθιος/ Ποίτιος: < Πυθώ, παλαιοτέρα ὀνομασία τῶν Δελφῶν, ἐκ τοῦ πυνθάνομαι ( =ζητῶ νὰ μάθω, πληροφοροῦμαι) καὶ ἐκ τοῦ πύθω ( =σαπίζω), ἐπειδὴ ὁ φονευθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος δράκων, ἐκεῖ ἐσάπη. 

«ὡς Πύθιος μέν ἐστι τοῖς ἀρχομένοις μανθάνειν καὶ διαπυνθάνεσθαι», Περὶ τοῦ Εἶ ἐν Δελφοῖς, Πλούταρχος. 

«Πυθίου Ἀπόλλωνος», Γεωγρ., Θ', 3,2 Στράβων. 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ’, ἀγλαότιμος, ἰήιος, ὀλβιοδῶτα, χρυσολύρη, σπερμεῖος, ἀρότριε, Πύθιε, Τιτάν», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 3. 

299. Πυθιονίκης: ὁ νικῶν εἰς τοὺς ἀγῶνας Πύθια.

300. Πυθοκτόνος/ Πυθολέτης: ὁ φονεύσας τὸν δράκοντα Πύθωνα.

«Γρυνεῖε, Σμινθεῦ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ, μάντι», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 4. 


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΠΟΛΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 5ον, Ρ-Υ)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», ΛΥΚΟΦΡΩΝ, «ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ,  «ΤΙΜΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ,  «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΛΟΓΟΙ/ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΑΙΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΑ», ΣΑΠΦΩ, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ», Ι. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ,  «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT», «ANECDOTA GRAECA, I. BEKKER, «DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE», ERNOUT- MEILLET, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΩΝ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΙΠΠΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΒΑΤΡΑΧΟΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΤΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΡΗΤΟΡΩΝ», ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΑΙΑΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, «ΙΚΕΤΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΛΥΚΟΝ», ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, ΗΡΩΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΗΣΙΟΔΟΣ, ΒΑΚΧΑΙ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ», ΣΚΥΛΑΞ Ο ΚΑΡΥΑΝΔΕΥΣ, «ΟΡΦΙΚΑ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ», ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟΣΤΟΛΙΟΣ, «ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΕΥΡΩΠΗ», ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ, «ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ», ΤΡΥΦΙΟΔΩΡΟΣ, «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΡΗΤΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ», ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΥΜΝΟΙ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΠΟΛΥΒΙΟΣ, «ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟΝ», ΚΟΪΝΤΟΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΑΚΟΥΣΜΑΤΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΚΛΕΑΝΘΗΣ, «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩι», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΒΙΘΥΝΙΑΚΑ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΑΛΚΑΙΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, «ΑΧΑΡΝΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΟΡΝΙΘΕΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, »ΤΡΩΑΔΕΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΡΗΣΟΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», «ΗΡΑΚΛΙΣΚΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΧΡΗΣΜΟΙ ΣΙΒΥΛΛΙΑΚΟΙ», «ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΡΕΧΘΕΥΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «CONSTANTINOPLE ANCIENT AND MODERN WITH EXCURSIONS TO THE SHORES AND ISLANDS OF THE ARCHIPELAGO AND THE TROAD», JAMES DALLAWAY, «DE DEIS GENTIUM», G. GIRALDI, «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», ΤΥΡΤΑΙΟΣ, «ETYMOLOGICAL DICTIONNARY OF THE LATIN LANGUAGE», F. E. VALPY, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, « ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΑ ΖΩΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΑΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ», ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ Ε΄΄ΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ», ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ