Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΠΟΛΛΩΝ (ΜΕΡΟΣ 5ον, Ρ-Υ)

(Ἀπόλλων Σαυροκτόνος, Λοῦβρον) 

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ Ἀρχαιολογία, Β', 10) περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος : 

«Τὴν δὲ Κυρήνην*1 ἁρπάσας ἔφερεν εἰς τὴν Λιβύην καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς τὸν Ἀρισταῖον. Ἀγαπήσας δὲ καὶ τὴν Νύμφην Βολίναν*2, ἐδυστύχησεν ἐπειδὴ ἐκείνη ἔπεσε καὶ ἐπνίγη εἰς τῆν θάλασσαν, εἰς ἀποφυγὴν τοῦ ἔρωτος. 

Τὴν δὲ Λευκοθόην*3 ἔθαψε ὁ πατὴρ αὐτῆς ζῶσαν, μαθὼν ὅτι εἶχεν ἔρωτα μὲ τὸν Ἀπόλλωνα· τὸ αὐτὸ ἔπαθε καὶ μὲ τὴν Κλυτίαν*3 καὶ μὲ ἄλλας πολλάς, καθὼς μὲ τὴν Κορωνίδα*4, Μάρπησσαν καὶ λοιπάς, ὡς ῥηθήσεται είς τοὺς οἰκείους τόπους. 

Ὅτε δὲ ἔκτιζεν ὁ Άλκάθους*5 τὰ τείχη τῶν Μεγάρων, εὑρέθη καὶ αὐτὸς ἐκεῖ συνεργὸς εἰς τὴν κτίσιν. Μαρτύριον δὲ τούτου ἦτον μία πέτρα εἰς τὰ Μέγαρα, εἰς τὴν ὁποίαν ἔβαλε τὴν κιθάραν, ὅτε ἐδούλευεν· ὅθεν ἡ πέτρα ἔλαβε τὴν μελωδία τῆς κιθάρας καὶ ἀνέδιδεν ἦχον κιθάρας, ὅτε ἐψηλάφει τὶς αὐτήν. 

Φιλονεικήσας δὲ καὶ τὸν Μαρσύαν*6 περὶ μουσικῆς καὶ νικήσας, ἔγδαρεν αὐτὸν ζῶντα, μετεμόρφωσε καὶ τὰ ὦτα τοῦ Μίδου εἰς ὦτα ὄνου, ἐπειδὴ γενόμενος κριτὴς τούτου τοῦ ἀγῶνος, ἔκρινεν ἀλόγως πρὸς χάριν τοῦ Μαρσύου· ἐτόξευσε καὶ τὰ τέκνα τῆς Νιόβης*7 καὶ τὸν Τιτυὸν καὶ ἄλλους πολλούς. 

Αἱ ἐρωμέναι αὐτοῦ ἐτελεύτησαν μὲν κακῶς καὶ ἐλεεινῶς, ὅμως αὐτὸς ἐγέννησεν ἄπειρα τέκνα ἐξ ἐκείνων καὶ ἐξ ἄλλων πολλῶν ὡς : 

Τὸν Ἀσκληπιόν, ἐκ τῆς Κορωνίδος. 

Τὸν Ἀρισταῖον*8, Ἄνθοκον, Νόμιον καὶ Ἀργαῖον, ἐκ τῆς Κυρήνης. 

Τὸν Ἐλευθερέα, τὸν Ὑπερήνορα καὶ τὸν Ὑρέα, ἐκ τῆς Αἰθούσης, θυγατρὸς τοῦ Ποσειδῶνος. 

Τὸν Λυκωρέα, ἐκ τῆς Κωρυκίας. 

Τὸν Ἀργαῖον, ἐκ τῆς Εὐβοίας. 

Τὸν Λίνον, ἐκ τῆς Οὐρανίας. 

Τὸν Δελφόν, ἐκ τῆς Θυίας. 

Τὸν Φυλακίδην, τὸν Φίλανδρον καὶ τὸν Νάξον, ἐκ τῆς Νύμφης Ἀκακαλλίδος. 

Τὸν Ἴαμον, ἐκ τῆς Εὐάδνης. 

Τὸν Χαίρωνα, ἀφ' οὗ ἡ Χαιρώνεια, ἐκ τῆς Θηροῦς. 

Τὸν Μίλητον, ἐκ τῆς Ἀρείας. 

Τὸν Ἄραβον -ἀφ' οὗ ἡ Ἀραβία-, τὸν Ἄκραιφον καὶ τὸν Ἰσμήνιον, ἐκ τῆς Βαβυλωνίας. 

Τὸν Κύκνον, ἐκ τῆς Θυρίας. 

Τὸν Μόψον*9, ἐκ τῆς Μαντοῦς. 

Τὸν Τέναρον καὶ τὸν Ἰσμήνιον, ἐκ τῆς Μελίας. 

Τὸν Ζεύξιππον, ἐκ τῆς Συλλίδος. 

Τὸν Σύρον, ἀφ' οὗ ἡ Συρία, ἐκ τῆς Σινώπης. 

Τὸν Γαλέα, ἐκ τῆς Θεμιστοῦς. 

Τὸν Ὀρφέα, τὸν Ὑμεναῖον καὶ τὸν Ἰάλεμον, ἐκ τῆς Καλλιόπης. 

Τὸν Φιλάμμωνα, ἐκ τῆς Χιόνης. 

Τὸν Χίον, ἀφ' οὑ ἡ Χίος, ἐκ τῆς Ἀνθίππης. 

Τὸν Ἄνιον, ἐκ τῆς Ῥοιοῦς. 

Τὸν Λαπίθην, τὸν Κένταυρον καὶ τὸν Κύζικον, ἀφ' οὗ ἡ Κύζικος, ἐκ τῆς Στίλβης. 

Τὸν Ἴανον ( =Ἴωνα), ἐκ τῆς Κρεούσης. 

Τὸν Εὐριπίδη, ἐκ τῆς Κλεοβούλης. 

Τὸν Δρύοπα, ἐκ τῆς Δίας. 

Τὸν Ὄαξον, ἐκ τῆς Ἀνθιλήνης. 

Τὸν Ἴδμονα, ἐκ τῆς Ἀντιανείρας. 

Τοὺς Κορύβαντας, ἐκ τῆς Θαλίας. 

Τοὺς Κουρήτας, ἐκ τῆς Ῥυτίας. 

Τὸν Θέστορα, ἐκ τῆς Ἀγλαΐας. 

Τὸν Μίλητον, τὸν Ἀμφιθέμιον καὶ τὸν Ταραμάντην, ἐξ ἄλλης Ἀκακαλλίδος. 

Τὸν Φάγρον, ἐκ τῆς Ὀρθρηΐδος. 

Τὸν Λαοδόκον καὶ τὸν Δῶρον, ἐκ τῆς Πυθίας. 

Τὸν Πάταρον, ἐκ τῆς Λυκίας, ἀφ' ὧν τὰ Πάταρα καὶ ἡ Λυκία. 

Τὸν Καστάλιον, τὸν Μελανέα, τὸν Κορωνόν, τὸν Μεγαρέα καὶ τὴν Φημονόην, ἐξ ἄλλων γυναικῶν. 

Τὴν Μοῖρα, ἐκ τῆς Σμύρνης· περὶ ὧν εἰρήσεται εἰς τοὺς οἰκείους τόπους»

(Ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, Κυρήνη) 

*1 Ἡ Κυρήνη ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν ὁμώνυμον πόλιν τῆς Λιβύης ( < ἐκ τῆς Λιβύης, κόρης τοῦ Ἐπάφου καῖ ἐγγονῆς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀργείας Ἰοῦς, «Ἔπαφος δὲ βασιλεύων Αἰγυπτίων γαμεῖ Μέμφιν τὴν Νείλου θυγατέρα, καὶ ἀπὸ ταύτης κτίζει Μέμφιν πόλιν, καὶ τεκνοῖ θυγατέρα Λιβύην, ἀφ᾽ ἧς ἡ χώρα Λιβύη ἐκλήθη. Λιβύης δὲ καὶ Ποσειδῶνος γίνονται παῖδες δίδυμοι Ἀγήνωρ καὶ Βῆλος», Βιβλιοθήκη, Β', 1,4, Ἀπολλόδωρος). 

*2 Ἡ Νύμφη Βολίνα ἔδωσε τὸ ὄνομά της στὴν πόλιν Βολίνη τῆς Ἀχαΐας καὶ στὸν ποταμὸν Βολιναῖον. Τὰ ἄκρα της τὰ ἔχει στὸ ἀκρωτήριον Δρέπανον, ποὺ ὠνομάσθη ἔτσι, ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁ Κρόνος πέταξε τὸ δρεπάνι μὲ τὸ ὁποῖον ἔκοψε τὰ γεννητικὰ ὄργανα τοῦ Κρόνου. 
«ἀπωτέρω δὲ Ἀργυρᾶς ποταμός ἐστιν ὀνομαζόμενος Βολιναῖος, καὶ πόλις ποτὲ ᾠκεῖτο πρὸς αὐτῷ Βολίνα. παρθένου δὲ ἐρασθῆναι Βολίνης Ἀπόλλωνα, τὴν δὲ φεύγουσαν ἐς τὴν ταύτῃ φασὶν ἀφεῖναι θάλασσαν αὑτήν, καὶ ἀθάνατον γενέσθαι χάριτι τοῦ Ἀπόλλωνος. ἐφεξῆς δὲ ἄκρα τε ἐς τὴν θάλασσαν ἔχει, καὶ ἐπ' αὐτῇ λέγεται λόγος ὡς Κρόνος τῆς θαλάσσης ἐνταῦθα ἔῤῥιψε τὸ δρέπανον, ᾧ τὸν πατέρα Οὐρανὸν ἐλυμήνατο: ἐπὶ τούτῳ δὲ καὶ τὴν ἄκραν Δρέπανον ὀνομάζουσιν», Ἑλλάδ. περιήγ., 7,23,4, Παυσανίας. 

*3 Ὁ ἔρως τοῦ Ἀπόλλωνος γιὰ τὴν Κλυτία καὶ τὴν Λευκοθόη, κρύβει τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεως τοῦ λιβανιοῦ καὶ τοῦ ἡλιοτροπίου. Ὁ Ἀπόλλων-Ἥλιος εἶχε ἀποκαλύψει τὴν παράνομη σχέσιν Ἄρεως-Ἀφροδίτης στὸν νόμιμον σύζυγον τῆς Ἀφροδίτης, τὸν Ἥφαιστον (οὐδὲ κρυπτὸν ὑπὸ τὸν Ἥλιον). Ἡ Ἀφροδίτη λοιπὸν γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, τὸν ἔκανε νὰ πέσει στὸν ἔρωτα τῆς Λευκοθόης καὶ νὰ παρατήσει τὴν μέχρι τότε σύντροφόν του, Κλυτία. Ἡ Κλυτία ἀπὸ τὴν ζήλεια της πῆγε στὸν πατέρα τῆς Λευκοθόης, τὸν βασιλέα τῆς Περσίας, Ὄρχαμον καὶ φανέρωσε τὸν παράνομον δεσμὸν Ἀπόλλωνος-Λευκοθόης, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ὄρχαμος νὰ τὴν θάψει ζωντανή, ὥστε νὰ μὴ βλέπει τὸ φῶς τοῦ ἀγαπημένους της Ἡλίου, μέχρι νὰ πεθάνει. Ὁ Ἥλιος-Ἀπόλλων ἀπὸ τὴν στεναχώρια του, ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ τὴν σώσει, πότισε τὸν τάφον της μὲ νέκταρ καὶ ἀρώματα καὶ ἔκανε τὸ σῶμα της νὰ βγάλει ῥίζες, μεταμορφώνοντάς την στὸ φυτὸν ποὺ βγάζει τὸ λιβάνι, ὥστε αὐτὴ νὰ ζεῖ καὶ νὰ βλέπει τὸ φῶς του γιὰ πάντα. Ἔτσι συνδέεται καὶ τὸ λιβάνι μὲ τὶς τελετὲς τοῦ Ἀπόλλωνος. 

Ὅμως καὶ ἡ Κλυτία δὲν ἔμεινε ἀτιμώρητη, γι' αὐτήν της τὴν πράξιν. Ὁ Ἀπόλλων μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν θέλησε νὰ ξαναγυρίσει σὲ αὐτήν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ Κλυτία νὰ κάθεται καὶ νὰ μαραζώνει ἀπὸ τὴν θλίψιν της γιὰ μέρες νηστικὴ ἀπὸ τροφὴ καὶ νερόν σὲ ἕναν βράχον, μέχρι ποὺ μετεμορφώθη σὲ ἡλιοτρόπιον καὶ ἀπὸ τότε στρέφει πάντα τὸ πρόσωπόν της στὸν ἀγαπημένον της Ἥλιον, ἀναζητώντας τὴν ἀγάπη του. 

*4 Ἡ Κορωνὶς εἶναι ἡ αἰτία ποὺ οἱ κόρακες ἔγιναν μαῦροι, σύμφωνα μὲ τὸν μύθον. Κάποια μέρα, ἡ Κορωνὶς ἔκανε περίπατο στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Βοίβης (μετέπειτα Κάρλας) ὅπου τὴν εἶδε ὁ θεὸς Ἀπόλλων καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε. Δὲν ἔχασε καιρὸ καὶ τὴν ἔκανε δική του. Ἡ νέα ντράπηκε νὰ ἐξομολογηθεῖ στοὺς δικούς της τὴν περιπέτειά της μὲ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν κράτησε κρυφή. Συνέχισε κανονικὰ λοιπὸν τὶς ἐτοιμασίες γιὰ τὸν γάμο της μὲ τὸν νόμιμον σύντροφόν της,Ἴσχη. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου, ὁ ἄσπρος κόραξ ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ Ἀπόλλων ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγαπᾶ τὴν Κορωνίδα, ἔσπευσε στοὺς Δελφοὺς νὰ τοῦ τὸ προφτάσει.

Ὁ θεὸς θύμωσε καὶ ὁ πρῶτος ποὺ πλήρωσε τὸν θυμόν του ἦταν ὁ κόραξ ποὺ ὁ Ἀπόλλων μετεμόρφωσε σὲ μαῦρον. Τὴν Κορωνίδα σκότωσε μὲ ἕνα βέλος ἡ Ἄρτεμις, ὅμως λίγο πρὶν καεῖ στὴν νεκρικὴ πυρὰ πρόλαβε ὁ Ἀπόλλων καὶ ἅρπαξε τὸν καρπόν τοῦ ἔρωτός τους, τὸν μεγάλον ἰατρόν, Ἀσκληπιόν.

*5 Ὁ Ἀλκάθοος ποὺ ἔχτισε τὰ τείχη τῶν Μεγάρων μετὰ τὴν καταστροφὴ ἀπὸ τοὺς Κρῆτες τοῦ Μίνωος καὶ ἵδρυσε ἐκεῖ καὶ ναὸν τῆς Ἀγροτέρας Ἀρτέμιδος καὶ Ἀπόλλωνος, ἦταν πάππος τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου (ἀπὸ τὴν κόρη του Περίβοια) καὶ τοῦ Ἰολάου (ἀπὸ τὴν κόρη του Αὐτομέδουσα), ἀλλὰ καὶ θεῖος τοῦ Ἀγαμέμνονος καὶ τοῦ Μενελάου (ἐφόσον ἦταν ὅπως καὶ ὁ Ἀτρεύς, υἰὸς τοῦ Πέλοπος).

*6 Τὸ αἷμα τοῦ γδαρθέντος Μαρσύου χύθηκε στὸν ποταμὸν Μίδα ( < ἀπὸ τὸν ὁμώνυμον βασιλέα τῆς Φρυγίας), ποὺ ἀπὸ τότε ποὺ ὠνομάσθη Μαρσύας («Μίδας τὸν ἐκ τῆς κρήνης καταρρέοντα ποταμὸν Μίδα πηγὴν ἐκάλεσε. Μετωνομάσθη δὲ Μαρσύας διὰ τοιαύτην αἰτίαν. Νικηθέντος ὑπ´ Ἀπόλλωνος Μαρσύου καὶ ἐκ δαρέντος, ἐκ τοῦ ῥεύσαντος αἵματος ἐγεννήθησαν Σάτυροί τε καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος, Μαρσύας καλούμενος, καθὼς ἱστορεῖ Ἀλέξανδρος Κορνήλιος ἐν γʹ Φρυγιακῶν», Περὶ ποταμῶν, Πλούταρχος).

*7 Ὁ θάνατος τῶν παιδιῶν τῆς Νιόβης ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος (καὶ τῆς Ἀρτέμιδος) ἦταν ἀποτέλεσμα ὕβρεως, καθῶς ἡ Νιόβη εἶχε κατὰ τὴν ἐπικρατεστέρα ἐκδοχὴ ἑπτὰ ζεύγη διδύμων παιδιῶν, ἤτοι 14 παιδιά, τὰ ὁποῖα ἦταν ὅλα ὄμορφα. Ὑπερηφανεύτηκε λοιπὸν στὴν Λητώ, πὼς μπροστὰ στὰ δικά της πανέμορφα παιδιά, ἡ ἴδια ἔχει νὰ ἐπιδείξει μόνον ἕνα ζευγάρι διδύμων (τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν). Τὸτε ἡ Λητὼ ζήτησε ἀπὸ τὰ τέκνα της, νὰ τιμωρήσουν τὴν θνητὴ αὐτὴν γυνὴ γιὰ τὸ θράσος της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκοτωθοῦν ἀπὸ τὰ βέλη τῶν Λητωϊδῶν ὅλοι οἱ Νιοβίδες, ἐκτὸς τῆς Μελιβοίας, ποὺ ἀπὸ τὸν φόβον της χλώμιασε καὶ ὠνομάζθη ἀπὸ τότε Χλωρίς, καὶ τοῦ Ἀμύκλα.

*8 Ὁ Ἀρισταῖος ἐνυμφεύθη τὴν κόρη τοῦ Κάδμου, Αὐτονόη, ἄρα καὶ δισέγγονη τῆς Λιβύης καὶ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τετράκις ἐγγονῆς τοῦ Διός, γιγνόμενος ἔτσι καὶ θεῖος ἐξ ἀγχιστείας τοῦ Διονύσου, τοῦ Λαβδάκου (παπποῦς Οἰδίποδος), τοῦ Πενθέως, τοῦ Λεάρχου καὶ τοῦ Παλαίμονος (ἑτεροθαλῶν ἀδελφῶν τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης).

*9 Ὁ Μόψος αὐτός, νίκησε τὸν μάντιν Κάλχαντα σὲ διαγωνισμὸν ποὺ εἶχαν γιὰ τὸ ποιός ἀπὸ τοὺς δυό τους εἶναι καλλίτερος στὶς προφητεῖες. Ὁ Μόψος ὡς υἰὸς τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐγγονὸς ἐκ μητρός, τοῦ Τειρεσία νίκησε τὸν ἐγγονὸν τοῦ Ἀπόλλωνος (ἐκ τοῦ υἰοῦ του, Θέστορος), μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Κάλχας νὰ μὴν ἀντέξει τὴν ντροπὴ καὶ νὰ αὐτοκτονήσει. Αὐτὸς ὁ Μόψος εἶναι ποὺ ὠνόμασε τὴν πόλιν Μόψου Ἐστία (σημερινὴ Μισίς, στὴν «Τουρκία»).

(Ἀπόλλων καὶ Δάφνη) 

Μερικὰ ἀκόμα προσωνύμια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς : 

301. Ῥηξήνωρ: ὁ διαρρηγνύων τὰς τάξεις τῶν ἀνδρῶν ἐν τῇ μάχῃ.

302. Ῥηξικέλευθος: ὁ διαρρηγνύων κέλευθον, ὁ διανοίγων δρόμους.

303. Ῥοδόχρους: ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ῥόδου, ὡς ὁ ἥλιος κατὰ τὴν δύσιν του.

304. Ῥυσίπονος: ὁ σώζων (ἐρύων) ἀπὸ τοὺς πόνους, ἄλλως Ῥύτωρ. 

305. Σαλγανεύς: «μετὰ τὴν Χαλκίδα ἐστὶν ὁ Σαλγανεὺς συνάπτων τῷ Εὐρίπῳ. ἔστι δὲ πόλις Βοιωτίας...καὶ Σαλγανεὺς Ἀπόλλων», Ἐθν., 551, Στ. Βυζ. 

306. Σαυροκτόνος: «ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος, ὡς παρέστησεν αὐτὸν ὁ Πραξιτέλης, Πλίν. 34. 19, 10», LSJ. 

«περίφημον ἄγαλμα τοῦ Πραξιτέλους, ποὺ παρίστανε τὸν Ἀπόλλωνα ἕτοιμο νὰ φονεύσει σαῦρα μὲ λίθο ἤ βέλος», LSJ. 

307. Σελαηγενέτης: ὁ γεννῶν σέλας, φῶς.

308. Σελινούντιος: λατρευόμενος εἰς Σελινοῦντα. 

«ἦν δὲ μαντεῖον τοῦ Σελινουντίου Ἀπόλλωνος», Γεωγρ., Ι', 1,3, Στράβων. 

309. Σιγαλόεις: στιλπνός, λαμπερός.

310. Σικερηνός: «ἐπίκλησις τοῦ Ἀπόλλωνος, πιθανὸν < σίκερα», LSJ. Σίκερα εἶναι ἕνα εἶδος ποτοῦ. 

311. Σιτάλκας: < σίτος + ἀλκή. 

«ὁ δὲ Ἀπόλλων οὗτος καλεῖται μὲν ὑπὸ Δελφῶν Σιτάλκας», Ἑλλάδ. περιήγ., 10,15,2, Παυσανίας. 

312. Σκιαστής: ὡς ἥλιος, ῥίπτει σκιὰν κατὰ τὴν δύσιν του.

313. Σμινθεύς: < σμίνθος ( =μῦς), ὡς καταστροφεὺς τῶν τρωκτικῶν τοῦ ἀγροῦ. 

«Γρυνεῖε, Σμινθεῦ, Πυθοκτόνε, Δελφικέ, μάντι», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 4. 

«ἱερὸν τοῦ Σμινθέως Ἀπόλλωνος», Γεωγρ., ΙΓ΄, 1,46/ 48/ 61, Στράβ. 

«ὁ Ἀπόλλων ἐκτετίμηται μέχρι Τενέδου͵ Σμινθεὺς ἢ Κιλλαῖος καλούμενος ἢ Γρυνεὺς ἤ τινα ἄλλην ἐπωνυμίαν ἔχων», Γεωγρ., ΙΓ΄, 2,5, Στράβων. 

«Σμινθεύς, ὁ ἐν τῇ Σμίνθῳ τιμώμενος. λέγεται δὲ καὶ ὁ Ἀπόλλων...σμίνθος, μῦς. καὶ ὁ Ἀπόλλων δὲ Σμίνθ[ε]ιος διὰ τὸ ἐπὶ μυωπίας φασὶ βεβηκέναι», Ἡσύχιος. 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος Σμινθέως) 

314. Σοφός: ὡς θεός, σοφός.

315. Σπερμεῖος: ὡς ἥλιος, εὐνοεῖ τὴν σπορὰν. 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ’, ἀγλαότιμος, ἰήιος, ὀλβιοδῶτα, χρυσολύρη, σπερμεῖος», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 3. 

316. Σπηλαΐτης: «ἀγάλματα οὐ μεγάλα ἐστὶν Ἡρακλέους καὶ Ἑρμοῦ τε καὶ Ἀπόλλωνος, Σπηλαῖ̈ται καλούμενοι», Ἑλλάδ. περιήγ., 10,32,5, Παυσ. 

317. Σπίνθεος: «Σπίνθεος, ἄροτρον. Ἀπόλλων», Ἡσύχιος. 

318. Σπόνδιος/ Σπόδιος: ὁ τῶν σπονδῶν.

«τῷ δὲ Ἀπόλλωνι Θηβαῖοι τῷ Σποδίῳ ταύρους ἔθυον τὸ ἀρχαῖον», Ἑλλάδ. περιήγ., 9,12,1, Παυσ. 

319. Στεμματίας: στεφανηφόρος.

320. Στρατάγιος: στρατηγός.

321. Στυρακίτης: τῆς βλαστήσεως. 

«Στυράκιον, ὄρος Κρήτης...Στυρακίτης γὰρ Ἀπόλλων», Ἐθνικά, 588, Στ. Βυζ. 

322. Σωτήρ: ὁ σώζων διὰ τοῦ θάλπους τῶν ἀκτίνων του ὡς ἱατρός.

323. Ταρραῖος: ταρσαῖος, ἐκ τοῦ τερσαίνω ( =ξηραίνω). Τερσαίνει διὰ τῆς θερμότητος τῶν ἀκτίνων του ἤ ὁ λατρευθεὶς εὶς τὴν πόλιν Τάρρα τῆς Κρήτης. 

«Τάρρα, πόλις...Κρήτης, ἐν ᾗ Ταρραῖος Ἀπόλλων τιμᾶται», Ἐθνικά, 604, Στ. Βυζ. 

324. Ταρσεύς/ Τάρσιος: ὡς ἄνω

325. Τεγυραῖος: «Τεγύρα, πόλις Βοιωτίας, ἐν ᾗ Ἀπόλλωνά φασι γεννηθῆναι. Σῆμος δ' ὁ Δήλιος τὴν Ἀπόλλωνος γένεσιν οἱ μὲν ἐν Λυκίᾳ, οἱ δ' ἐν Δήλῳ, οἱ δ' ἐν Ζωστῆρι τῆς Ἀττικῆς, οἱ δὲ ἐν Τεγύρᾳ τῆς Βοιωτίας φασίν. ὅθεν καὶ Τεγυρήιος Ἀπόλλων», Ἐθν., 611, Στ. Βυζ. 

326. Τελέστωρ: τελεστής, τελειόων.

327. Τελμισσεύς: λατρευθεὶς ἐν Τελμησσῷ. 

«Γαλεώτης οὖν ἐν Σικελίᾳ καὶ Τελμησσὸς ἐν Καρίᾳ ἦλθεν, ἔνθα Ἀπόλλωνος Τελμησσίου ἱερόν», Ἐθνικά, 196, Στ. Βυζάντιος. 

328. Τεμενίτης/ Τεμένιος: ἐν Συρακούσαις, < τέμενος ( =ναός).

329. Τεμπίτας: πιθανὸν ἐκ τοῦ τέμνω.

330. Τερμινθεύς: ἐκ τοῦ τέρμινθος/ τερέβινθος, τὸ φυτὸν ἐκ τοῦ ὁποίου παράγεται ἡ τσικουδιά. 

331. Τερψίχορος: ὁ ἐπὶ τῇ ὀρχήσει τερπόμενος.

332. Τιλφώσσιος: ὁ λατρευόμενος ἐπὶ τοῦ ὄρους Τιλφωσσίου, ἀφ' ὅπου ἔρρεε καὶ ἡ Τιλφωσσία κρήνη. 

«τὸ τοῦ Τιλφωσσίου Ἀπόλλωνος ἱερόν», Γεωγραφ., Θ΄, 2,27, Στράβων. 

333. Τιμήεις: ὁ ἄξιος τιμῶν.

334. Τιτάν: ὡς ἰσχυρός. 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ, Μεμφῖτ’, ἀγλαότιμος, ἰήιος, ὀλβιοδῶτα, χρυσολύρη, σπερμεῖος, ἀρότριε, Πύθιε, Τιτάν», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 3. 

335. Τιτυοκτόνος: ὁ φονεύσας τὸν Τιτυόν, τὸν προσβαλόντα τὴν μητέρα του Λητώ. 

«Παιάν, Τιτυοκτόνε, Φοῖβε Λυκωρεῦ», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 1. 

336. Τόξιος: ὡς διαθέτων τόξον.

337. Τοξοβέλεμνος: ὁ διὰ τοῦ τόξου βάλλων βέλεμνα ( =βέλη). 

«κύδιμε κοῦρε, κρουσιλύρη, χαροποιός, ἑκηβόλε, τοξοβέλεμνε», Ὀρφ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 6. 

338. Τοξοφόρος: ὁ τόξον φέρων. 

«χαίρει δέ τε πότνια Λητώ, οὕνεκα τοξοφόρον καὶ καρτερὸν υἱὸν ἔτικτεν», Ὁμηρ. ὕμνος, Εἰς Ἀπόλλωνα, 13-14. 

339. Τράγιος: ἐν Νάξῳ. 

«Τραγία, νῆσος πρὸς ταῖς Κυκλάσιν...ἔστι [καὶ] πόλις ἐν Νάξῳ, ἐν ᾗ Τράγιος Ἀπόλλων τιμᾶται», Ἐθν., 631, Στ. Βυζ. 

340. Τριόπας: ὁ τριόφθαλμος (Ἀνατολή, Μεσουράνημα, Δύσις).

341. Τυρβηνός: < τύρβη ( =βουή), φασαρία. Διαλύει ἀνατέλλων τὴν ἡσυχίαν τῆς νυκτός. 

«Τυρβηνός, ἐπίθετον τοῦ Ἀπόλλωνος», Ἡσύχιος. 

(Ναὸς Ἀπόλλωνος Ὑλάτου) 

342. Ὑλάτης: ὁ αὐξάνων τὴν ὕλην ( =δάσος) ἤ ὁ λατρευθεὶς ἐν Ὕλῃ, πόλις Κύπρου. 

«Ἀμαμασσός, πόλις Κύπρου, ἐν ᾗ τιμᾶται Ὑλάτης Ἀπόλλων...Ἐρύσθεια, πόλις Κύπρου, ἐν ᾗ Ἀπόλλων τιμᾶται Ὑλάτης...Τέμβρος, πόλις Κύπρου, ἐν ᾗ τετίμηται Ὑλάτης Ἀπόλλων...Ὕλη, πόλις Κύπρου, ἐν ᾗ Ἀπόλλων τιμᾶται Ὑλάτης», Έθνικά, 82/ 281/ 614/ 647, Στ. Βυζάντιος. 

343. Ὑμήττιος/ Ὑμήττης: ὁ ἐκ τοῦ Ὑμηττοῦ προβάλλων. 

«Ὑμήττης, ἐν Ὑμήττῃ ὁ Ἀπόλλων τιμώμενος», Ἡσύχιος. 

344. Ὑμναγόρας: ὁ ὕμνους ἀγείρων ( =συλλέγων).

345. Ὕπατος: ὁ ὑπέρτατος.

346. Ὑπερβόρειος: κατὰ τοὺς τρεῖς χειμερινοὺς μῆνας ὁ Ἀπόλλων μετέβαινε εὶς τοὺς Ὑπερβορείους διὰ νὰ τοὺς φωτίσῃ καὶ νὰ τοὺς θερμάνῃ, ἐγκαταλείπων τὸ Μαντεῖον εἰς τὸν Διόνυσον. 

«ἐὰν οὖν ἔρηταί τις, τί ταῦτα πρὸς τὸν Ἀπόλλωνα, φήσομεν οὐχὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν Διόνυσον, ὧ τῶν Δελφῶν οὐδὲν ἧττον ἢ τῷ Ἀπόλλωνι μέτεστιν...ἀρχομένου δὲ χειμῶνος ἐπεγείραντες τὸν διθύραμβον τὸν δὲ παιᾶνα καταπαύσαντες τρεῖς μῆνας ἀντ' ἐκείνου τοῦτον κατακαλοῦνται τὸν θεόν», Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς, Θ', Πλούταρχος.

347. Ὑπερτελεάτης: ὑπερτελῶ, ὑπερβαίνω τὸ τέλος, τὸ τέρμα.

348. Ὑποσευαντήρ: ὁ λοιμοῦ ὑποσευαντήρ, απομακρύνων τὸν λοιμόν, ἐν Καρίᾳ. 

349. Ὑψαύχην: ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸν αὐχένα, ὁ ὑπερήφανος. 

350. Ὑψήεις: ὁ ἐν ὕψει.


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», ΛΥΚΟΦΡΩΝ, «ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ,  «ΤΙΜΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ,  «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΛΟΓΟΙ/ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΑΙΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΑ», ΣΑΠΦΩ, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ», Ι. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ,  «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT», «ANECDOTA GRAECA, I. BEKKER, «DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE», ERNOUT- MEILLET, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΩΝ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΙΠΠΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΒΑΤΡΑΧΟΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΤΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΡΗΤΟΡΩΝ», ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΑΙΑΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, «ΙΚΕΤΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΛΥΚΟΝ», ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, ΗΡΩΙΚΟΣ, ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΗΣΙΟΔΟΣ, ΒΑΚΧΑΙ, ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ», ΣΚΥΛΑΞ Ο ΚΑΡΥΑΝΔΕΥΣ, «ΟΡΦΙΚΑ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ», ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟΣΤΟΛΙΟΣ, «ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΕΥΡΩΠΗ», ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ, «ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ», ΤΡΥΦΙΟΔΩΡΟΣ, «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΡΗΤΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ», ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΥΜΝΟΙ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΠΟΛΥΒΙΟΣ, «ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟΝ», ΚΟΪΝΤΟΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΑΚΟΥΣΜΑΤΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΚΛΕΑΝΘΗΣ, «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩι», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΒΙΘΥΝΙΑΚΑ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΑΛΚΑΙΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, «ΑΧΑΡΝΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΟΡΝΙΘΕΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, »ΤΡΩΑΔΕΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΡΗΣΟΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», «ΗΡΑΚΛΙΣΚΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΧΡΗΣΜΟΙ ΣΙΒΥΛΛΙΑΚΟΙ», «ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΡΕΧΘΕΥΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «CONSTANTINOPLE ANCIENT AND MODERN WITH EXCURSIONS TO THE SHORES AND ISLANDS OF THE ARCHIPELAGO AND THE TROAD», JAMES DALLAWAY, «DE DEIS GENTIUM», G. GIRALDI, «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», ΤΥΡΤΑΙΟΣ, «ETYMOLOGICAL DICTIONNARY OF THE LATIN LANGUAGE», F. E. VALPY, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, « ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΑ ΖΩΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΑΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ», ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ Ε΄΄ΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ», ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ