Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ (ΜΕΡΟΣ 5ον, Ρ-Υ)

(Τὸ χάλκινο ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, ὕψους 2,35 μ. βρέθηκε τυχαίως θαμμένον μαζὶ μὲ ἄλλα ἀγάλματα τῆς Ἀρτέμιδος, ἑνὸς κούρου, ἀσπιδῶν καὶ μίας Ἑρμαϊκῆς στήλης, ὕστερα ἀπὸ ἐργασίες στὸ σύστημα ὑδρεύσεως-ἀποχετεύσεως τοῦ Πειραιῶς, τὸν Ἰούλιον τοῦ 1959, στὴν διασταύρωσιν Φίλωνος καὶ βασιλέως Γεωργίου Α΄) 
Όλες οι αντιδρά

Συνεχίζει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης στὴν «Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία» (τομ. Β', κεφ. Δ') περὶ τῆς Ἀθηνᾶς : 

«Ἐνομίζετο δὲ εὑρέτις τῆς πολεμικῆς τέχνης, τῆς ἀσπίδος, τοῦ δόρατος καὶ τῆς κατασκευῆς τῶν ἁμαξῶν διὰ τοῦ σιδήρου· ἔτι δὲ τῆς μουσικῆς, ποιητικῆς, τῆς ταλασιουργίας ( =ὑφαντουργική)· οἷον τὸ ὑφαίνειν, κλώθειν, ῥάπτειν, λευκαίνειν, βάφειν, κεντᾶν καὶ ὅλων τῶν γυναικείων ἔργων· τῆς φυτείας τῶν ἐλαιῶν καὶ τῆς κατασκευῆς τοῦ ἐλαίου· τῆς τεκτονικῆς, γλυπτικῆς, ἰατρικῆς καὶ πασῶν τῶν ἐλευθέρων τεχνῶν· καὶ ὅσα ἔργα κατεσκεύασεν, ὅλα ἐφάνησαν ἀρεστὰ εἰς τὸν Δία· ὅθεν ἐνομίζετο θεὰ προστάτις καὶ ἔφορος πάσης τῆς σοφίας καὶ ἀλληγορεῖται εἰς τὴν φρόνησιν· 

ἐνομίζετο δὲ καὶ φύλαξ τῶν πυλῶν τῶν τε πόλεων καὶ οἴκων· αὐτὴ ἐφηῦρε πρώτη καὶ τοὺς αὐλούς καὶ ἔπαιζεν αὐτούς*· ἀλλ' ἡ Ἥρα καὶ ἡ Ἀφροδίτη περιέπαιζον αὐτὴν διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ προσώπου καὶ τοῦ στόματος, ὑπὸ τοῦ φυσήματος καὶ διεστραμμένου ἐξογκώματος τῶν παρειῶν· αὐτὴ ὅμως δὲν τὸ ἐπίστευεν. Ὅθεν άνέβη εἰς τὸ ὄρος Ἴδην καὶ αὐλοῦσα ἔβλεπε τὸ πρόσωπον αὐτῆς εἰς μίαν πηγήν· καὶ πληροφορηθεῖσα, ἔρριψε τοὺς αὐλοὺς καταρωμένη καὶ λέγουσα νὰ ἔχῃ κακὸν τέλος, ὅποιος λάβῃ αὐτούς· ηὗρε δὲ αὐτοὺς ὕστερον ὁ Μαρσύας καὶ ἐδοκίμασε τὸ τοιοῦτον τέλος. 

* Κατὰ τινας δέ, αὐτὴ ἔφηῦρε καὶ τὴν Σάλπιγγα ἤ αὐτὸν τὸν αὐλὸν ἐννοοῦσι καὶ Σάλπιγγα· τῶν δὲ σαλπίγγων εἴδη ἕξ κατὰ τοὺς ἀρχαίους· πρῶτον μὲν εἶδος ἦτον τὸ εὑρεθὲν ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς· ὅθεν οἱ Ἀργεῖοι, ὡς καὶ ὁ Λυκόφρων, ὠνόμαζον τὴν Ἀθηνᾶ Σάλπιγγα· δεύτερον δὲ ἡ τῶν Αἰγυπτίων, ἡ ὁποία ἦτον στρογγύλη καὶ ὠνόμαζον αὐτὴν Χνούην· ταύτην δὲ μετεχειρίζοντο εἰς τὰς θυσίας, καλοῦντες τὸν λαόν σαλπίζοντες μὲ αὐτήν. 

Τρίτον δὲ ἡ τῶν Γαλατῶν*1, ἡ ὁποία ἦτον μικρὰ καὶ χωνευτή, ἔχουσα κώδωνα θηριόμορφον καὶ αὐλὸν μολύβδινον, ἦτον καὶ ὀξύφωνος· ὠνόμαζον δὲ αὐτὴν Κάρνηξ οἱ Κελτοί*2· Κώδωνα δὲ ἔλεγον τὸ πρὸς τὸ τέλος πλατὺ μέρος τῆς σάλπιγγος καὶ αὐλὸν τὸ ἀκριανὸν μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον φυσῶσιν οἱ σαλπισταί. 

Τέταρτον δὲ ἡ Παφλαγονική*3 ἡ βαρύφωνος καὶ ἀναφυσιτή, Βόινος ὀνομαζομένη, ἐπειδὴ ὁ κώδων αὐτῆς ἦτον βοὸς προτομή. 

Πέμπτον δὲ ἡ Μηδική*4, ὀγκόφωνος, ἔχουσα κώδωνα βαρύφωνον καὶ τὸν αὐλὸν καλάμινον. 

Καὶ ἕκτον ἡ Τυρσηνική*5, ὀξύφωνος πολύ, αὐλὸν ὅμοιον τῆς Φρυγίας*6 ἔχουσα καὶ τὸν κώδωνα κυρτόν, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει καὶ ὁ Σοφοκλῆς ἐν Αἴαντι μαστιγοφόρῳ. 

Πρῶτος ἔφερεν εἰς τοὺς Ἕλληνας τὴν Τυρσηνικὴ σἀλπιγγα ὁ Ἀρχώνδας, ὅστις ἦλθε σύμμαχος τῶν Ἡρακλειδῶν· ἦτον δὲ τόσον ὀξύφωνος καὶ μελωδική, ὥστε ἐγνωρίζετο μεταξὺ πολλῶν ἡ τυρσηνικὴ σἀλπιγξ». 

(Ἡ Παλλὰς Ἀθηνᾶ, ἔργον τοῦ Βιντσέντζο Τζιουστινιάνι, ἀποτελεῖ ἀντίγραφον ἀγάλματος τοῦ 5ου π.κ.ἐ αἰ. 
Τὸ 2 μέτρων καὶ 25 ἑκατοστῶν γλυπτὸν εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ παριανὸν μάρμαρον καὶ ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖον τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ Παλλὰς κρατᾶ στὸ δεξί της χέρι δόρυ, ὅπου στὴν βάσιν του καὶ στὰ πόδια τοῦ ἀγάλματος βρίσκεται ἕνας ὄφις, ὁ ὁποῖος κατὰ πᾶσα πιθανότητα συμβολίζει τὸν Ἐριχθόνιον. Ἡ θεὸς φέρει στὸ στῆθος τὸ γοργόνειον καὶ στὸ κεφάλι της, περικεφαλαία, ὡς θεὸς τῆς σοφίας καὶ στρατηγικῆς τοῦ πολέμου ποὺ εἶναι

*1 Οἱ Γαλάτες ( «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Ε', 24, Διόδωρος Σικελιώτης) πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἡρακλέους, τὸν Γαλάτη, τὸν ὁποῖον τὸν ἔκανε μὲ τὴν κόρη ἐπιφανοῦς ἀνδρὸς ποὺ ἐβασίλευε στὴν Κελτική. Ἡ πριγκήπισσα ἐνῶ ἠρνεῖτο νὰ ὑπανδρευθῇ, ὅταν ἀντίκρυσε τὸν Ἡρακλῆ μετὰ τὴν ἐκστρατεία ἐπὶ τοὺ Γηρυόνου -ὅταν αὐτὸς περιπλανώμενος κατήντησε στὴν Κελτικὴ καὶ ἔχτισε πόλιν ποὺ ὠνομάστηκε Ἀλησία [ < ἄλη =περιπλάνησις, ἡ σημερινὴ Ἀλίζ (Alise-Sainte-Reine)]- τὸν ἐθαύμασε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σωματική του ὑπεροχή κι ἐμίγη μὲ αὐτὸν γεννώντας του τὸν υἰόν τους, Γαλάτη, ὁ ὁποῖος προεἶχε πολὺ ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς του καὶ στὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Ὅταν λοιπὸν ὁ Γαλάτης ἀνδρώθηκε σὲ ἡλικία, διαδέχτηκε τὴν βασιλεία τοῦ πατρός του καὶ γενόμενος περιβόητος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, αὐτούς ποὺ ὑπέταξεν σὲ αὐτὸν, τοὺς ὠνόμασε λόγω τοῦ ὀνόματός του, Γαλάτες καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ, Γαλατία προσηγορεύθη. Καὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους καὶ τὰ χαρακτηριστικά τους ὠνομάστηκε μετέπειτα καὶ ἡ Γαλλία. 

Γράφει ὁ Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης στὸ «Etymologica», (14,25) πὼς ἡ Γαλλία ὠνομάσθη ἔτσι λόγῳ τῆς λευκότητος τοῦ δέρματος τῶν κατοίκων της :

«Gallia, a candore ( < κάνδαρος ὁ ἄνθραξ καὶ candeo =τὸ καίω, συνεκδοχικῶς ἡ λάμψις, ἡ λευκότης) populi ( =τῶν ἀνθρώπων, τοῦ λαοῦ) nuncupata est ( < nomen + capio < ὄνομα +κάπτω, ἁρπάζω, παίρνω, = προσηγορεύθη). Γάλα enim, Graece, lac ( < γα-λακ-τος) est».

Καὶ ὁ Στράβων λέγει στὰ «Γεωγραφικά», (4,1,14) πὼς τοὺς Γαλάτες ὅλους οἱ Ἕλληνες τοὺς ὀνομάζουν Κελτούς, διότι οἱ ἀρχαῖοι Κέλτες, οἱ κατοικοῦντες τὴν μεσημβρινὴν Γαλλίαν πῆραν ἀργότερα τὸ ὄνομα «Γαλάτες» :

«τοὺς σύμπαντας Γαλάτας Κελτοὺς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων προσαγορευθῆναι». 

*2 Σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα «Κέλτες/Κελτική» ὅπως προανεφέρθη στὸ ἄρθρον περὶ Ἰταλίας γράφει ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεὺς στὴν Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία (ΙΔ’, 1) πὼς Κελτική λέγεται, εἴτε ἀπὸ κάποιον γίγαντα Κέλτον -υἰὸν τοῦ Πολυφήμου-, ὁ ὁποῖος κυριάρχησε ἐκεῖ, εἴτε ἀπὸ τὸν υἰὸν τοῦ Ἡρακλέους και τῆς Ἀτλαντίδος Ἀστερόπης, τὸν Κέλτον, ποὺ ἦρχε ἐκεῖ καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά στὴν χώρα, εἴτε ἐπειδὴ ὅταν πῆγαν οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ, ἐπειδὴ φύσηξε βίαιος ἄνεμος, ἐξώκειλαν (ἔκελσαν) τὰ καράβια. 

Ἔτσι δὲν προκαλεῖ καμμία ἐντύπωσις καὶ ἡ «κελτική» λέξις γιὰ τὴν σάλπιγγα, ὡς κάρνηξ/ κάρνυξ, ἡ ὁποία ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὴν μητέρα της ἑλληνικὴ καὶ τὴν λέξιν κάρνος ( =βόσκημα), ὅπερ ἐκ τοῦ κείρω (βλ. καὶ τὰ κρητικὰ «κουράδια» καὶ τὸν Κάρνειον Ἀπόλλωνα ὡς προστάτην τοῦ ποιμνίου), συγγενικὴ τῆς ἠχοποίητης, ἐκ τοῦ κρ...κρ... τῶν κερ-άτων τῶν κρ-ιῶν, λέξεως «κάρ-α» καὶ τοῦ κρ-έατος. Ἡ λέξις πέρασε καὶ μέσῳ τῆς κόρης τῆς ἑλληνικῆς, τῆς λατινικῆς γλῶσσης σὲ πλεῖστες ἄλλες γλῶσσες-ἐγγόνια τῆς ἑλληνικῆς καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ λῆμμα γιὰ τὸ κρέας, τὴν σάρκα, ὅπως carne, chair κλπ, τὸ κέρας, ὡς horn, corno κλπ καὶ πολλὰ ἄλλα ἀντίστοιχα τῶν προαναφερθέντων λημμάτων, ὅπως charcutier ( =ὁ ἀλλαντοπώλης, ὡς πωλῶν κρέατα), cerf, cervo ( =τὸ ἐλάφι, ὡς ἔχον κέρατα), cornare ( = σαλπίζω μὲ τὴν σάλπιγγα, κορνάρω), incarnation ( = ἐνσάρκωσις, ἐν = αἰόλ. ἰν), carnear ( =σφάζω) κοκ.  

*3 «Παφλαγονία, ἀπὸ Παφλαγόνος τοῦ Φινέως παιδός», Ἐθνικά, 513, Στ. Βυζάντιος. 

Ἄν ἀναλογιστοῦμε πὼς στὰ περισσότερα κείμενα τῆς ἀρχαίας γραμματείας μας, ὁ Φινεὺς θεωρεῖται ἐγγονὸς τοῦ Ποσειδῶνος καὶ ἐπίγονος τοῦ Διός, τότε ὁ Παφλαγών εἶναι μία γενιὰ πιὸ κάτω ἀπὸ αὐτούς. 

*4 Οἱ Μῆδοι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτον -Ἱστορίαι, 7,62-, ὠνομάζοντο Ἄριοι, μέχρι ποὺ πῆγε στὰ μέρη τους ἡ Μήδεια (κόρη του βασιλέως Αἰήτη καὶ ἀνηψιὰ τῆς Κίρκης, ἀπὸ τὴν Κολχίδα. Σύντροφος τοῦ Ἰάσονος) ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα καὶ αὐτοὶ ἤλλαξον τὸ ὄνομά τους σὲ Μῆδοι. Αὐτὰ τὰ ἔλεγαν οἱ ἴδιοι οἱ Μῆδοι, ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος. 

*5 Οἱ Τυρσηνοί/Τυρρηνοί/Τρυσηνοί/Τρουσηνοί/Τροῦσκοι-Τοῦσκοι καὶ ἀργότερα ἀποκαλούμενοι Ἐτροῦσκοι ἦταν ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΝ φῦλον -θαυμαστοὶ μεταλλωρύχοι-, τὸ ὁποῖον ἐκινήθη πρὸς Δυσμὰς καὶ ἀφίχθη στὴν Ἰταλία, «ἐφ’ἐσπερίην ἅλα ( =δυτικὴ θάλασσα) βάντες ( < βαίνω), αὐτόθι νηήσαντο ( =ἔπλευσαν) σὺν ἄνδρασι Τυρρηνοίσι», ὅπως γράφει καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Περιηγητής.

«Οἱ Τυρρηνοὶ τοίνυν παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις Ἑτροῦσκοι καὶ Τοῦσκοι προσαγορεύονται. οἱ δ᾽ Ἕλληνες οὕτως ὠνόμασαν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ Τυρρηνοῦ Ἄτυος͵ ὥς φασι͵ τοῦ στείλαντος ἐκ Λυδίας ἐποίκους δεῦρο. ἐπὶ γὰρ λιμοῦ καὶ ἀφορίας ὁ Ἄτυς͵ εἷς ( =ἕνας) -ἐκ- τῶν ἀπογόνων Ἡρακλέους καὶ Ὀμφάλης», (Στράβων, Γεωγραφ., Ε,2,2). 

«λέγονται καὶ Τυρρηνοί οἱ Ἀδριᾶται, ἀπὸ Τυρρηνοῦ... κατὰ Δωρίδα διάλεκτον, ἀφ' οὗ κατὰ ἀφαίρεσιν καὶ γράμματος προσθέσει τύραννος ἐκλήθη», Ἐθνικά, 643, Στ. Βυζάντιος.

«ἔλεξαν γὰρ δή τινες Ἡρακλέους υἱὸν εἶναι τὸν Τυρρηνὸν ἐξ Ὀμφάλης τῆς Λυδῆς γενόμενον· τοῦτον δ´ ἀφικόμενον εἰς Ἰταλίαν ἐκβαλεῖν τοὺς Πελασγοὺς ἐκ τῶν πόλεων οὐχ ἁπασῶν, ἀλλ´ ὅσαι πέραν ἦσαν τοῦ Τεβέριος ἐν τῷ βορείῳ μέρει. ἕτεροι δὲ Τηλέφου παῖδα τὸν Τυρρηνὸν ἀποφαίνουσιν, ἐλθεῖν δὲ μετὰ Τροίας ἅλωσιν εἰς Ἰταλίαν», Ῥωμ. ἀρχαιολ., Α', 28,1, Διον. Ἁλικαρνασσεύς.

«Ἄλλοι λένε πὼς ἁλισκομένης τῆς Τροίας, κάποιοι ἔφυγαν, ἐπέτυχον πλοῖα καὶ φερόμενοι ὑπὸ τῶν πνευμάτων ( =τῶν ἀνέμων), προσέπεσαν στὴν Τυρρηνία», Ῥωμύλος, 2 Πλούταρχος. 

Τυρρηνία διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τοῦ -ρρ μὲ τὸ -ρσ < Τυρσηνία < τύρσις=ὁ πύργος, ἐκ τοῦ τείρω =τρύω/τρυπῶ/ὀρύσσω, τὰ πελασγικὰ τείχη. 

*6 Οἱ Φρύγες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡρόδοτον -Ἱστορίαι, 7,73-, ὠνομάζοντο Βρίγες, ὅσον καιρὸν ἦταν στὴν Εὐρώπη καὶ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τοὺς Μακεδόνες· ὅταν ὅμως μετενάστευσαν στὴν Ἀσία μαζὶ μὲ τὸν τόπον, ἤλλαξον καὶ τὸ ὄνομα. 

Καὶ γνωρίζοντας τὶς διαφορὲς τῶν διαλέκτων δὲν προκαλεῖ καμμίαν ἐντύπωσιν καὶ ἡ «ἀλλαγή» τοῦ ὀνομάτος τους (Φρύγες ἀντὶ Βρίγες). Διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὰ σύμφωνα ποὺ ἤλλαξαν εἶναι ἴδιας ποιότητος (χειλικά), γνωρίζουμε πὼς οἱ σύνοικοί τους Μακεδόνες ἀντὶ γιὰ τὰ δασέα ἄφωνα (χ,φ,θ) χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἀντίστοιχά τους ψιλόπνοα (κ,π,τ)/μέσα (γ,β,δ). Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν βασιλέα τους τὸν ἔλεγαν «Βίλιππον» ἀντὶ «Φίλιππον». Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ γνωρίζοντας καὶ τὴν συνήθη ἐναλλαγὴ ι-υ (Βίβλος-Βύβλος) κατέληξαν νὰ γράφονται μὲ ὕψιλον. 

Ἡ μετακίνησίς τους αυτὴ προφανῶς ἔγινε ἤδη ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιὰ καὶ εἶχαν ἐκβαρβαριστεῖ, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Πλάτων διὰ στόματος Σωκράτους στὸν «Κρατύλον» (410) ἀναφερόμενος στὸ κοινὸν λεξιλόγιον Ἑλλήνων-Φρυγῶν τοὺς ὀνομάζει «βαρβάρους». 

Οἱ «γλωσσολόγοι» ὁμολογοῦν πὼς πράγματι παρατηροῦν μία γλωσσικὴ ὁμοιότητα-συγγένεια μεταξὺ ἑλληνικῆς καὶ φρυγικῆς, ἀφ’ ἑνὸς ὡς πρὸς τὸ λεξιλόγιον καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὡς πρὸς τὴν μορφολογία (οἱ Φρύγες εἴχαν 3 γένη, πτωτικά, συλλαβικὴ αὔξησιν στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους κ.ἄ, ἀκριβῶς ὅπως συμβαίνει στὰ ἑλληνικά), ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς διαφεύγει τί γράφουν οἱ ἀρχαῖοι μας συγγραφεῖς, τοὺς διαφεύγει ἡ «λεπτομέρεια» ποὺ ξεχνοῦν νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ διδάξουν περὶ τῶν διαφοροποιήσεων τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων, τοὺς διαφεύγει καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μετακινήσεως τῶν Βριγῶν ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἡρόδοτος καὶ καταλήγουν στὸ «ἐπιστημονικὸν» συμπέρασμα πὼς ἁπλῶς τὰ φρυγικὰ συνδέονται μὲ τὰ ἑλληνικά. 

Μερικὰ ἀκόμα προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς εἶναι τὰ ἑξῆς : 

212. Ῥητή: ἡ περίφημη, ἡ ξακουστή. 

«Παλλὰς μουνογενές...ῥητή, μεγαλώνυμος», Ὀρφ. ὕμν. Ἀθηνᾶς, 3. 

213. Ῥυσίπτολις/ Ῥυσίπολις: ἡ τὴν πόλιν σώζουσα ( < ἐρύω=σώζω). 

«ῥυσίπολις γενοῦ, Παλλάς», Ἑπτὰ ἐπὶ Θῆβας, 129-130, Αἰσχύλος. 

214. Σαΐτις: ἡ εἰς Σάιν λατρευομένη, βλ. «Τίμαιον» Πλάτωνος.

215. Σακέσπαλος: ἡ τὸ σάκος ( =ἀσπίδα) πάλλουσα, φιλοπόλεμος. 

«σακέσπαλος Ἀτρυτώνη», Τὰ μετὰ τὸν  Ὅμηρον, 514, Κόιντος Σμυρναῖος. 

216. Σάλπιγξ: ἡ σαλπίζουσα πρὸς πόλεμον, λατρευομένη ἐν Ἄργει, βλ. καὶ εἰσαγωγικὸν κείμενον. 

«Σάλπιγγος Ἀθηνᾶς, ἱερὸν παρὰ Ἀργείοις», Ἡσύχιος. 

«Σάλπίγξ (ὡς ἐφευρέτις τῆς σάλπιγγος)», Λεξ. ἑλλην. ἀρχαιολ. Ἀλ. Ῥαγκαβής. 

217. Σαόμβροτος/ Σαοσίμβροτος: ἡ σώζουσα τοὺς βροτούς.

«μειλιχόβουλε, σαόμβροτε», Ὕμνος εἰς Ἀθηνᾶ, Πρόκλος. 

218. Σαόπτολις: ἡ σώζουσα τὰς πόλεις.

219. Σεμνή: σεβαστή (ἐκ τοῦ σέβομαι, σεβνός > σεμνός).

«Παλλὰς μουνογενές, μεγάλου Διὸς ἔκγονε σεμνή», Ὀρφ. ὕμν. Ἀθηνᾶς, 1. 

220. Σθενιάς: ἡ σθένος ἐμπνέουσα. 

«Ἀθηνᾶν τε σέβουσι Πολιάδα καὶ Σθενιάδα», Ἑλλάδ. περιήγ., 2,30,6, Παυσανίας. 

221. Σκιάς: ἡ προστατεύουσα ὑπὸ τὴν σκιὰν τῆς ἀσπίδος της. 

222. Σκυλλανία/ Σκυλλανίς/Σκυλλητία/ Σκυλήτρια: ἡ πολεμική, < σκύλλω =κατασπαράσσω, σκῦλα =λάφυρα πολέμου. 

«σκυλλανίς, ἡ πολεμική. ἴσως ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν», Ἡσύχιος

223. Σκιράς: ἐκ τοῦ μάντεως Σκίρου, ὁ ὁποῖος ᾠκοδόμησε ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς στὸ Φάληρον.  

224. Σουνιάς: λατρευομένη ἐν Σουνίῳ.

225. Σοφή/ Σοφία: ὡς κατ' ἐξοχὴν τὰ ἔργα σοφίας προστατεύουσα.

226. Σταθμία: ἡ τὰ πάντα σταθμίζουσα ὡς πολεμικὴ καὶ σοφή. Βλ. καὶ «Πόλεμος πάντων μὲν πατὴρ ἐστί, πάντων δὲ βασιλεύς», Ἡράκλειτος. 

«Σταθμία, ἐπίθετον Ἀθηνᾶς», Ἡσύχιος. 

227. Στρατηγός: ἡ ἄγουσα τὸν στρατόν.

228. Σικυωνία: ἀπὸ τὴν πόλιν Σικυῶνα. 

229. Συλλανία: «Διὸς Συλλανίου καὶ Ἀθανᾶς Συλλανίας ἱερὸν ἱδρυσάμενον», Λυκοῦργος, 6, Πλούταρχος. 

230. Σωσάνδρα: ἡ σώζουσα τοὺς ἄνδρας τής ἐν πολέμῳ. 

231. Σώτειρα: ὡς συντρέξασα εἰς τὴν Ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Διὸς Σωτῆρος, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐν Πειραιεῖ «Δισωτήριον». 

«Σώτειρα, ἡ Ἀθηνᾶ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν», Ἡσύχιος. 

«Σώτειρα, Λαοσσόη, Ἀτρυτώνη», Λεξ. ἑλλην. ἀρχαιολ., Ἀλ. Ῥαγκαβής. 

232. Ταυροβόλος: ὡς δυνατή, κατα-βάλλει καὶ τοὺς ταύρους. 

«προσωνυμία τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Ἀθηνᾶς στὴν Ἄνδρον», LSJ. 

233. Ταυροπόλος: κοινὸν ἐπίθετον ὁμοῦ μετὰ τῆς Ἀρτέμιδος. 

«Ταυροπόλαι, ἡ Ἄρτεμις, καὶ ἡ Ἀθηνᾶ», Ἡσύχιος. 

234. Τελχινία: σχέσις μὲ ἱερεῖς Τελχῖνες, < θέλγω. 

«προσωνυμία τῆς Ἀθηνᾶς, πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας οἱ Τελχῖνες ἔκτισαν καὶ βωμόν», LSJ. 

«Τελχινίᾳ, καὶ Τριτὼ, Τριτωνὶς, Τριτογενὴς, Τριτογένεια», Λεξ. ἑλλην. ἀρχαιολ. Ἀλ. Ῥαγκαβής. 

235. Τιθρωνή: Ἀπὸ τὴν πόλιν Τιθρώνιον τῆς Φωκίδος. Ἡ λατρευομένη ἐν Τιθρωνίῳ. 

236. Τολμήεσσα: τολμηρή. 

237. Τριτογένεια/ Τριτώ/ Τριτογενής: ὡς γεννηθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός ( < τριτώ = κεφαλή) : «Δημόκριτος, ἐτυμολογῶν τὸ ὄνομα Τριτογένεια, φησὶν ὅτι ἀπὸ τῆς φρονήσεως τρία ταῦτα συμβαίνει : τὸ εὖ λογίζεσθαι, τὸ εὖ λέγειν καὶ τὸ πράττειν ἅ δεῖ», Σχόλ. εἰς Ὅμηρον. 

Καὶ ὁ Διογ. Λαέρτιος: «Τριτογένεια, τοῦτο δέ ἐστιν ὅτι τρία γίνεται ἐξ αὐτῆς, ἅ πάντα ἀνθρώπινα... τὸ βουλεύεσθαι καλῶς, λέγειν ἀναμαρτήτως, πράττειν ἅ δεῖ», Βίος Δημοκρ.,  46). 

«ἀλκήεσσαν Τριτογενῆ», Ὁμηρ. ὕμν., εἰς Ἀθηνᾶν, 18, 4. 

«Τριτογενής, ἐπιθετικῶς ἡ Ἀθηνᾶ. ἀπὸ τοῦ τρεῖν ἐνγεννᾶν τοῖς πολεμίοις· ἢ τῷ παρὰ Τρίτωνι, τῷ ποταμῷ Λιβύης, ἐμφανισθῆναι», Ἡσύχιος. 

«Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη Τριτογένεια», Ἀσπὶς Ἡρακλέους, 197, Ἡσίοδος. 

«γλαυκώπιδα Τριτογένειαν», Θεογονία, 924, Ἡσίοδος. 

«Τριτογένεια, λύτειρα κακῶν, νικηφόρε δαῖμον», Ὀρφ. ὕμν, Ἀθηνᾶς, 13. 

«Παλλάς, Τριτογένεια», Ὕμνος εἰς Ἀθηνᾶ, Η', 7,3, Πρόκλος. 

Σχετικῶς μὲ τὸν χαρακτηρισμὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὡς «Τριτογένεια» γράφει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης ( «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη», Α’, 12/ Ε’, 72) :

«ὠνομάσθαι δὲ αὐτὴν Τριτογένειαν ἀπὸ τοῦ τρὶς μεταβάλλειν αὐτῆς τὴν φύσιν κατ’ ἐνιαυτόν, ἔαρος καὶ θέρους καὶ χειμῶνος»

( = Ὠνομάσθηκε καὶ Τριτογένεια ἐπειδὴ μεταβάλλει τὴν φύσιν της τρεῖς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου, σὲ ἄνοιξιν καὶ καλοκαίρι καὶ χειμῶνα)

«μυθολογοῦσι δὲ καὶ τὴν Ἀθηνᾶν κατὰ τὴν Κρήτην ἐκ Διὸς ἐν ταῖς πηγαῖς τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ γεννηθῆναι· διὸ καὶ Τριτογένειαν ὀνομασθῆναι»

( =Λέγουν δὲ καὶ γιὰ τὴν Ἀθηνᾶ πὼς γεννήθηκε στὴν Κρήτη ἀπὸ τὸν Δία στὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ Τρίτωνος· γι’ αὐτὸ καὶ ὠνομάσθηκε Τριτογένεια). 

Ὁ Πλούταρχος στὸ «Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης» (24) σχετίζει τὴν σελήνη καὶ μὲ τὴν Ἀθηνᾶ : 

«...οὔτω τὴν σελήνην, Ἀθηνᾶν λεγομένην καὶ οὖσαν...»

(πέραν τοῦ συσχετισμοῦ τῆς σελήνης μὲ τὴν παρθένον Ἄρτέμιν, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἑκάτη κατὰ ἄλλους). Ὀνομάζει δὲ τὴν σελήνη «Τριοδῖτιν», ἐφ' ὅσον κινεῖται ἐπὶ τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου σὲ μῆκος, πλάτος καὶ βάθος ταυτόχρονα. 

Στὸν ὕμνον στοὺς Pap. Gr. Mag. (4, 2524) ἡ σελήνη καλεῖται ὡς «τρίκτυπος, τρίφθογγος, τρικάρανος, τρινακία, τριπρόσωπος, τριαύχενος, τριοδῖτις, τρισσοῖς ταλάροισιν ἔχουσα φλογὸς ἀκάματον πῦρ,  ἔχουσα τρεῖς μορφές» κ.ἄ παρόμοια ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα μαζὶ μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα πὼς διόλου τυχαίως συνεσχετίσθη καὶ μὲ τὴν τρίμορφον φωσφόρονἝκάτη, τὴν θεά σχετικὴ τοῦ Κάτω Κόσμου, τῆς θαλάσσης... 

Ἴσως μὲ αὐτὰ δεδομένα νὰ ἐξηγεῖται καὶ τὸ προσωνύμιον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς «γλαυκῶπις» καθῶς καὶ πάλι στὸ προαναφερθὲν σύγγραμμα τοῦ Πλουτάρχου (21) μαθαίνουμε πὼς ὅταν γίνεται ἡ ἔκλειψις τῆς σελήνης κοντὰ στὴν αὐγή, παίρνει χρῶμα γαλανὸ καὶ λαμπερόν, γι' αὐτο καὶ οἱ ποιητὲς καὶ ὁ Ἐμπεδοκλῆς τὴν χαρακτηρίζουν «γλαυκῶπιν».  

238. Τριτομηνίς: ἐπειδή «τῇ τρίτῃ τοῦ μηνὸς δοκεῖ γεγενῆσθαι ἡ Ἀθηνᾶ», Λεξ. Σουΐδα. 

«Δι' ὁ παρ' Ἀθηναῖοις ἡ τρίτη ἱερὰ μέρα καλεῖται», Σχόλ. Λυκόφρ., 520. 

239. Τριτωνίς: «ὡς γεννηθεῖσα παρὰ τὸν χείμαρρον τῆς Βοιωτίας Τρίτωνα, ἤ ὅτι ἀπελούσατο ἐν τῷ Τρίτωνι τῷ Λιβύης ποταμῷ», Σουΐδας. Ὁ Ἀθ. Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, τόμ., Β', κεφ. Δ') λέγει καὶ πὼς ἐκεῖ ποὺ ἐγεννήθη ἡ Ἀθηνᾶ «πλησίον ἦτον καὶ ποταμὸς Τρίτων καλούμενος· ὅθεν ὠνομάσθη καὶ Τριτωνίς...Κατ' ἄλλους δέ, ἀνέθρεψεν αὐτὴν ὁ Τρίτων εἰς τὴν Λιβύαν, ὅστις εἶχε καὶ θυγατέρα Παλλάδα καλουμένην, τὴν ὁποία ἐφόνευσε ἡ Ἀθηνᾶ». 

240. Ὑγίεια: ὁ τίτλος αὐτὸς τῆς ἀπεδόθη ἐπειδὴ ἐθεράπευσε τὸν Μνησικλῆ, τὸν ἀρχιτέκτονα τῶν Προπυλαίων, ὅταν αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὸ ἰκρίωμα (σκαλωσιά). 

241. Ὑπερδεξία: ἐξαιρετικῶς ἐπιδέξια. 


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΑΘΗΝΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον, Φ-Ω)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΦΑΙΔΡΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», ΛΥΚΟΦΡΩΝ, «ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ», ΝΟΝΝΟΣ ΠΑΝΟΠΟΛΙΤΗΣ,  «ΤΙΜΩΝ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΣΑΙ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ,  «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΟΙ», ΠΙΝΔΑΡΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΛΟΓΟΙ/ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΑΙΛΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΑ», ΣΑΠΦΩ, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ», Ι. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ,  «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT», «ANECDOTA GRAECA, I. BEKKER, «DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE», ERNOUT- MEILLET, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΗΘΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΙΩΝ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΙΠΠΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΒΑΤΡΑΧΟΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΑΙ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΝΑΥΚΡΑΤΙΤΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΡΗΤΟΡΩΝ», ΑΡΠΟΚΡΑΤΙΩΝ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΑΙΑΣ», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ, «ΙΚΕΤΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΛΥΚΟΝ», ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, «ΗΡΩΙΚΟΣ», ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, «ΑΣΠΙΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΛΙΒΥΗΣ», ΣΚΥΛΑΞ Ο ΚΑΡΥΑΝΔΕΥΣ, «ΟΡΦΙΚΑ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΠΑΡΟΙΜΙΩΝ», ΜΙΧΑΗΛ ΑΠΟΣΤΟΛΙΟΣ, «ΕΛΕΝΗΣ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΕΥΡΩΠΗ», ΜΟΣΧΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ, «ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ», ΤΡΥΦΙΟΔΩΡΟΣ, «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΡΗΤΟΡΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ», ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΥΜΝΟΙ», ΠΡΟΚΛΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΠΟΛΥΒΙΟΣ, «ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟΝ», ΚΟΪΝΤΟΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΘΑΥΜΑΣΙΩΝ ΑΚΟΥΣΜΑΤΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ», ΚΛΕΑΝΘΗΣ, «ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩι», ΣΟΦΟΚΛΗΣ, «ΒΙΘΥΝΙΑΚΑ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΑΛΚΑΙΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, «ΑΧΑΡΝΕΙΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΟΡΝΙΘΕΣ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΤΡΩΑΔΕΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΡΗΣΟΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», «ΗΡΑΚΛΙΣΚΟΣ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, «ΧΡΗΣΜΟΙ ΣΙΒΥΛΛΙΑΚΟΙ», «ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΡΕΧΘΕΥΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «CONSTANTINOPLE ANCIENT AND MODERN WITH EXCURSIONS TO THE SHORES AND ISLANDS OF THE ARCHIPELAGO AND THE TROAD», JAMES DALLAWAY, «DE DEIS GENTIUM», G. GIRALDI, «ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ», ΤΥΡΤΑΙΟΣ, «ETYMOLOGICAL DICTIONNARY OF THE LATIN LANGUAGE», F. E. VALPY, «ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ», ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ, «ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ», ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ, « ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΤΑ ΖΩΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΑΙΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ», ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ», ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ, «ΕΙΚΟΝΕΣ», ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (