Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

(Ἀσάμινθος, Παλάτι Νέστορος, Πύλος)

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ 

Γράφει ὁ Ἐπίκτητος (Διατρ., 9-16) στὸ «Περὶ καθαριότητος» σχετικῶς μὲ τὸ πῶς ὀφείλει στὴν φύσιν καὶ ἀξιοπρέπειά του νὰ ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος : 

«...ἀμήχανον ἦν μύξας μὴ ῥεῖν τοῦ ἀνθρώπου τοιοῦτον ἔχοντος τὸ σύγκραμα: διὰ τοῦτο χεῖρας ἐποίησεν ἡ φύσις καὶ αὐτὰς τὰς ῥῖνας ὡς σωλῆνας πρὸς τὸ ἐκδιδόναι τὰ ὑγρά. ἂν οὖν ἀναρροφῇ τις αὐτάς, λέγω ὅτι οὐ ποιεῖ ἔργον ἀνθρωπικόν. ἀμήχανον ἦν μὴ πηλοῦσθαι τοὺς πόδας μηδὲ ὅλως μολύνεσθαι διὰ τοιούτων τινῶν πορευομένους: διὰ τοῦτο ὕδωρ παρεσκεύασεν, διὰ τοῦτο χεῖρας. ἀμήχανον ἦν ἀπὸ τοῦ τρώγειν μὴ ῥυπαρόν τι προσμένειν τοῖς ὀδοῦσι: διὰ τοῦτο ‘πλῦνον,’ φησίν, ‘τοὺς ὀδόντας.’ διὰ τί; ἵν᾽ ἄνθρωπος ᾖς καὶ μὴ θηρίον μηδὲ συίδιον. ἀμήχανον μὴ ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος καὶ τῆς κατὰ τὴν ἐσθῆτα συνοχῆς ὑπολείπεσθαί τι περὶ τὸ σῶμα ῥυπαρὸν καὶ δεόμενον ἀποκαθάρσεως: διὰ τοῦτο ὕδωρ, ἔλαιον, χεῖρες, ὀθόνιον, ξύστρα, νίτρον, ἔσθ᾽ ὅθ᾽ ἡ ἄλλη πᾶσα παρασκευὴ πρὸς τὸ καθῆραι αὐτό...τὰ ἀνθρώπου ποιῇς, εἶτα ἵνα μὴ ἀνιᾷς τοὺς ἐντυγχάνοντας...σαυτὸν ἄξιον ἡγῇ τοῦ ὄζειν: ἔστω, ἴσθι ἄξιος. μή τι καὶ τοὺς παρακαθίζοντας, μή τι καὶ τοὺς συγκατακλινομένους, μή τι καὶ τοὺς καταφιλοῦντας; ἢ ἄπελθ᾽ εἰς ἐρημίαν πού ποτε, ἧς ἄξιος εἶ, καὶ μόνος δίαγε κατόζων σεαυτοῦ. δίκαιον γάρ ἐστι τῆς σῆς ἀκαθαρσίας σὲ μόνον ἀπολαύειν». 

( =Θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴ στάξουν οἱ μύξες τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς ἔχει αὐτὸ τὸ σύγκραμα στὴν μύτη του. Γι' αὐτὸ ἡ φύσις ἐποίησε τὰ χέρια καὶ τὶς ἴδιες τὶς μύτες ὡς σωλῆνες, ὥστε νὰ ἐκβάλουν τὰ ὑγρά. Ἄν κάποιος λοιπὸν ῥουφᾶ τὶς μύξες του, λέγω ὅτι δὲν ποιεῖ ἔργον ποὺ ταιριάζει σὲ ἄνθρωπον. 

Θὰ ἦταν ἀδύνατον ὅταν κάποιος πορεύεται μὲ τὰ πόδια του -μέσα ἀπὸ ἀκάθαρτα μέρη-, τὰ πόδια του νὰ μὴ λασπώνονται καὶ νὰ μὴ βρωμίζουν ἐντελῶς. Γι' αὐτὸ ἡ φύσις παρεσκεύασε τὸ νερό καὶ τὰ χέρια. 

Θὰ ἦταν ἀδύνατον ὅταν τρῶς κάτι νὰ μὴ παραμένει κάτι ῥυπαρὸν στὰ δόντια. Γι' αὐτὸ λέγεται τὸ «πλῦνε τὰ δόντια -σου-». Γιατί; Γιὰ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ὄχι θηρίον ἤ γουρουνόπουλον. 

Θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴ παραμείνει κάτι ῥυπαρόν, καὶ ἀναγκαῖον νὰ καθαρισθεῖ, στὸ σῶμα ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἐνδύματος. Γι΄ αὐτὸ ὕδωρ, ἔλαιον, χέρια, πετσέτα, ξύστρα (ὥστε νὰ ξύσεις μὲ αὐτὴν τὴν βρωμιά, ὅ,τι κάνει τὸ σφουγγάρι), σαποῦνι, καὶ ὅποια ἄλλη παρασκευὴ εἶναι ἀπαραίτητη ὥστε νὰ καθαρισθεῖ τὸ σῶμα...(-νὰ εἶσαι καθαρός, πρῶτον γιὰ) νὰ ποιεῖς αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν σὲ ἄνθρωπον, καὶ ἔπειτα γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖς -μὲ τὴν βρωμιά σου- τοὺς γύρω σου...ἄν νομίζεις πὼς σοῦ ἀξίζει νὰ βρωμᾶς, ἄς εἶναι, ἄς εἶσαι ἄξιος, ἀλλὰ οἱ καθίζοντες δίπλα σου, οἱ συγκατακλίνοντες μαζί σου καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ ἀσπάζονται -πιστεύεις πὼς ἀξίζουν τὸ ἴδιο;- ἤ φύγε κάποτε κάπου στὴν ἐρημιά, τῆς ὁποίας ἄξιος εἶσαι καὶ μόνος δίαγε τὸν βίον σου, μυρίζοντας μόνος του τὸν ἑαυτόν σου. Γιατὶ εἶναι δίκαιον τὴν ἀκαθαρσία σου νὰ τὴν ἀπολαύεις μόνος σου). 

Οἱ Ἕλληνες ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων πρόσεχαν πολὺ τὸ εὖ καὶ ἀνθρωπίνως ζῆν, γι' αὐτὸ καὶ εἶχαν θέσει ἀπὸ πολὺ νωρὶς τρόπους καλῆς καὶ ὀρθῆς συμπεριφορᾶς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ βίου τους. Δὲν εἶναι μόνον τὰ ἑκατομμύρια ἑλληνικὰ εὑρήματα ποὺ καθημερινῶς φέρνουν στὸ φῶς τὸν ἐξελιγμένον πολιτισμόν τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ γλῶσσα ἔχει διατηρήσει τὴν ποικιλομορφία καὶ τὴν ἀνεπτυγμένη τεχνογνωσία τῶν προπατόρων μας. 

Σχετικῶς μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς τοῦ πολιτισμοῦ ἐνημερωνόμαστε ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος» : 

«Καὶ ἐρχόμαστε στὴν τρίτη κατηγορία λέξεων, τῶν ὁποίων ἡ δημιουργία καὶ ὕπαρξις φανερώνουν πολιτισμένα ὄντα καὶ πολιτισμένη κοινωνία. Μὲ τάξι, κανόνες συμπεριφορᾶς καὶ κυρίως καθαριότητα. Εἶναι οἱ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. 

«Νῦν δὲ ζάπεδον ( =δάπεδον) καθαρόν, καὶ χεῖρες ἁπάντων -καθαραί- καὶ κύλικες...», διαβάζουμε στὴν Α' Ἐλεγεία τοῦ Ξενοφάνους ποὺ ἀναφέρεται σὲ Συμπόσιο. Διότι ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος «καὶ περὶ ἐσθῆτα ἐστὶ καθαρός, καὶ περὶ οἴκησιν», TLG, Corpus Aristotelicus, 12,50a. 

Γιὰ τὴν ἔννοια «καθαρίζω δι' ὕδατος», «πλένω», ὑπάρχουν πολλὲς λέξεις. 

Τὸ ῥ. ΠΛΥΝΩ, κυριολεκτικῶς σημαίνει πλένω ἐνδύματα ἤ καὶ ἀντικείμενα. Ἒξ οὗ καὶ τὰ σημερινὰ «πλυντήρια» καὶ παλαιότερα «πλυσταριά» ἤ «πλύστρα» κλπ. 

ΝΙΠΤΩΝΙΖΩ σημαίνει πλένω μέρος τοῦ σώματος. Ἐξ οὗ καὶ «νιπτήρ», «ποδονιπτήρ». Ὁ Πολυδεύκης εἰς τὸ «Ὀνομαστικὸν» καταγράφει : 

«νίψασθαι τὸ πρὸ τῆς τροφῆς, ἀπονίψασθαι δὲ μετὰ τὴν τροφήν». 

Τὸ δι' αὐτὴν τὴν χρῆσιν ὕδωρ ἀπεκαλεῖτο «ΧΕΡΝΙΨ», ἐκ τοῦ «χεῖρας νίπτω». Ὑπάρχει καὶ εἰδικώτερον ῥῆμα ΧΕΡΝΙΠΤΟΜΑΙ =πλένω τὰ χέρια μου, κυρίως πρὸ τῆς θυσίας (Ἰλιάς, Α', 449). 

Ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον διδομένη κύλιξ ( =ποτήρι, ἐξ οὗ τὸ κυλικεῖον) ὠνομάζετο ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΙΣ. Ὁ Δρόμων ὁ κωμικὸς περιγράφει : Ἐσπεύδαμε γιὰ τὸ φαγητὸ καὶ ὁ παῖς ( =ὁ μικρὸς δοῦλος) περιεῖλε τὰς τραπέζας, ἐπέχων νίμματα καὶ ΑΠΕΝΙΖΟΜΕΘΑ καὶ λαβόντες τοὺς στεφάνους ἐστεφανούμεθα («Ψάλτρια», 20). Εἰς τὰ Συμπόσια ἔφερον στεφάνους εἰς τὴν κεφαλήν. 

ΚΛΥΖΩ =βρέχω, ἀποπλύνω. Διευκρινίζει ὁ ἀρχαῖος σχολιαστής : «πλῦναι ἐσθῆτα, νίψαι πρόσωπον ἤ ἄκρα, κλύσαι ποτήριον ἤ ἀγγεῖον». Ὁ δὲ Πολυδεύκης εἰς τὸ «Ὀνομαστικόν» : «οἱ οἰνοχόοι τὰ ἐκπώματα ἐκπλυνόντων τε καὶ διανιπτόντων καὶ καθαιρόντων, καὶ τὰς φιάλας ἐπὶ τῶν δακτύλων ἄκρων ὀχείτωσαν ( =ἔφερον) προσφέροντες τοῖς συμπόταις εὐλαβῶς (6, 95, πρβλ. Ἡλιόδ. Αἰθ. 7, 27,2). 

ΑΠΟΠΡΟΣΩΠΙΖΟΜΑΙ σημαίνει «τὸ ἀπονίπτεσθαι καὶ μᾶσθαι τὸ πρόσωπον»

ΚΑΤΑΙΟΝΑΩ (ἐτυμ. κάτω, κατά + ἀΐσσω =κινῶ ὁρμητικῶς + νάω =ῥέω) σημαίνει ἐπιχέω, καταβρέχω· καταιόνησις ἐλέγετο τὸ σημερινὸν ἀντιδάνειον «ντούς». 

«Ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ ( =λεκάνη) καταιωνησθέντες». 

Τὸ ῥῆμα ΛΟΥΩ σημαίνει πλένω ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Εἶναι συγγενὲς τοῦ ῥ. λύω, δηλαδὴ χαλαρώνω. 

«Τὸ λουτρόν -ἤ λοετρόν- τοὺς μὲν συνδεδεμένους τὸ σῶμα καὶ σκληρούς, εὐκινήτους ποιεῖ καὶ ἐκλύει», Ἀριστοτ. Προβλ, 873α. 

Εἶναι λύσις ἀκαθαρσίας, γι' αὐτὸ λῦμα σημαίνει ῥύπος. Ἐκ τοῦ λούω, τὰ λουτρόν, λουτήρ, λουτρών... 

Τὸ ῥ. ΑΠΟΛΥΜΑΙΝΩ σημαίνει ἀποβάλλω τὰ λύματα, καθαρίζω, ἐξυγιαίνω. Τὸ λούομαι ὀνομάζεται καὶ ΥΔΡΑΙΝΟΜΑΙ· «ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροΐ εἴμαθ' ἑλοῦσα» ( = ἐλούσθη καὶ ἐφόρεσε καθαρὰ ἰμάτια) γρἀφει ὁ Ὅμηρος ἀναφερόμενος στὴν Πηνελόπη (δ, 750). Ἐνῶ ΠΥΡΙΑΤΗΡΙΟΝ εἶναι τὸ λουτρὸν δι' ἀτμοῦ (Ἀριστοτ. Προβλήματα). Ἄλλως ΙΔΡΩΤΗΡΙΟΝ. Καὶ ΑΓΧΡΙΑΝΑΣΘΑΙ = τὸ λούσασθαι (Ἡσύχιος). 

ΛΟΥΤΡΩΝ ὀνομάζεται τὸ ἰδιωτικόν, ΒΑΛΑΝΕΙΟΝ ἀποκαλεῖται τὸ δημόσιον λουτρόν. 

Ὡς πρὸς τὸ βαλανεῖον (τὸ ὁποῖον μέσω τοῦ λατ. balneum ἐπέρασε σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες ὡς bagno, bain, bath, Bad κλπ) «τινὲς λέγουσι παρὰ τὸ ἀποβάλλειν τὰς ἀνίας» (ἄρα τὸ ἴδιο σκεπτικὸ μὲ τὸ λύω), ἄλλοι ὅμως «ἐκ τῶν βαλάνων τῶν καιομένων διὰ τὴν θέρμανσιν τοῦ ὕδατος», Μέγα Ἐτυμολογικόν. 

«Βαλάνους γὰρ ἔθος εἶχον ὑποκαίειν*1» συμπληρώνει ὁ γραμματικὸς Χοιροβοσκός. 

(Σημ.: Τὰ βαλανεῖα, τὰ δημόσια λουτρά, εἶναι καθαρῶς ἑλληνικὴ καταβολή. Οἱ Ῥωμαῖοι παρέλαβον ἐκ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαίων, οἱ Βυζαντινοί. Ὁ Λ. Κάσσον -Τὸ ταξίδι στὸν Ἀρχαῖο κόσμο, ἐκδ ΜΙΕΤ, σελ. 263- γράφει : «τούρκικο λουτρό : τᾶ λουτρὰ αὐτὰ ὀνομάστηκαν τουρκικὰ ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἄγγλους ἐπισκέπτες τῆς Κων/πολης, οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὰ «ρωμαϊκά» λουτρά...ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα πὼς ἦταν τουρκικὴ ἐφεύρεσις»)». 

Τὸ ὅτι τὸ λουτρόν λύει καὶ ἀποβάλλει τὰς ἀνίας, ἐπιβεβαιοῦται καὶ ἀπὸ τὴν ὁμηρικὴ λέξιν «ΑΣΑΜΙΝΘΟΣ» ποὺ σημαίνει λουτήρ, μπανιέρα. Λέγεται ἀσάμινθος ἐπειδὴ τὴν ἄσην τοῦ σώματος (δηλ. τὸ κακῶς ἔχειν, τὸν κορεσμόν, τὸν ῥύπον, τὴν κ-άσην ποὺ λέγουν στὰ Δωδεκάνησα) μινύθει =ἐλαττώνει, ἀφαιρεῖ (Μέγα Ἐτυμολογικόν). 

Καὶ προκαλεῖται «ἔκλυσις ἀνίας», ἀναψυχή. Ὅμηρος : «λοεσσάμενος τε, τεταρπόμενός τε φίλον κῆρ» (ο,310) ( =ἐλούσθη καὶ ἔτερψε τὴν καρδίαν του). 

«Ἐς ἀσάμινθον...-ὕδωρ- κατὰ κρατὸς τε καὶ ὤμων, ὅφρα μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γυίων», Κ, 358 ( =Στὴν ἀσάμινθον νερὸ ἔπεφτε στὸ κεφάλι καὶ στοὺς ὤμους μέχρι ὅτου ἀφήρεσε τὸν θυμοφθόρον κάματον ἀπὸ τὰ μέλη του). 

Ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι καὶ τὸ ὅτι ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Διομήδης, ἐπιστρέφοντες ἀπὸ τὴν μάχη, πρῶτα «τὸν ἱδρῶ τὸν πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ», Κ, 570 καὶ κατόπιν «ἐς ἀσαμίνθους εὐξέστους ( =καλοσκαλισμένες) βάντες ἐλούσαντο»

Ἄρα πράγματι ἡ ἀσάμινθος, τὴν ἄσην τοῦ σώματος μινύθει. 

Ἡ ἀσάμινθος, ὁ λουτήρ λέγεται ἐπίσης ΛΟΥΤΗΡΙΟΝ, ΠΥΕΛΟΣ (δηλ. λεκάνη, κυρίως ὅπου τοὺς πυρούς =σιτάρια πλύνουσι, πυρέλους τινὰς ὄντας ἐκβολῇ τοῦ ρ, πυέλους· πυοὺς δὲ λέγουσι καὶ δίχα τοῦ ρ τοὺς πυρούς. Εἰσὶ δὲ σκαφίδες ἐν αἷς λούονται· Ἐν ὑπομνήματι τῆς Ὀδυσσείας, 19, 553), ΔΕΞΑΜΕΝΗ ( < δέχομαι), ΚΑΦΑ (λακων.), ΜΑΚΤΡΑ ( =μέγας λουτὴρ βαλανείου, < μάσσω), ΤΕΥΧΟΣ (μτφ, < τεύχω), ΕΜΒΑΣΙΣ (μτφ, < ἐν + βαίνω), ΔΡΟΙΤΗ ( =ξύλινος λουτήρ -«ἀργυροτοίχου δροίτης», Ἀγαμέμν, 1540-, < δρῦς), ΕΑΡΟΣ/ΕΑΡΟΝ

Τελικῶς ἀφοῦ λουσθοῦν καὶ ἀλείψουν τὸ σῶμα τους, τότε μόνον παρακάθηνται εἰς τὸ δεῖπνον : «Τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ, ἐφιζανέτην δείπνῳ». 

«Ἀπρεπὲς ἥκειν εἰς τὸ συμπόσιον σὺν ἱδρῶτι πολλῷ καὶ κονιορτῷ», Ἀριστοτ. Σπαράγμα, 175, 1507). 

Πολιτισμένη λοιπὸν συμπεριφορά, πολιτισμένες πράξεις, ποὺ γεννοῦν λέξεις Πολιτισμοῦ. Λέξεις πολιτισμοῦ, ὅπως καὶ αἱ κατωτέρω λ.χ.: 

ΝΙΤΡΟΝ, ΣΜΗΓΜΑ ( =σάπων)· «σμήματα ἰρινόμικτα» =ἀρωματισμένα μὲ ἴριδα. 

ΟΔΟΝΤΟΣΜΗΓΜΑ ( =ὀδοντόπαστα). Ὁ Γαληνὸς εἰς τὸ «Περὶ Συνθέσεως Φαρμάκων» δίδει συνταγὴν ὀδοντοσμήγματος ἤ ὀδοντοτρίμματος : «κριθή, πόα, μαστίχη Χίου». Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Στράβων ἀπορεῖ καὶ διερωτᾶται ἐὰν κανεὶ μπορῇ νὰ θεωρήση ὅτι ζοῦν «ἐν διαγωγῇ», δηλ. ἐν πολιτισμῷ, οἱ Κάνταβροι καὶ οἱ ὅμοροι αὐτοῖς (διάφορα βαρβαρικὰ φύλα) οἱ ὁποῖοι σμήχονται τοὺς ὀδόντας «οὔρῳ ἐν δεξαμεναῖς παλαιουμένῳ» (Γεωγραφ., Γ', Γ, 165), δηλ. μὲ οὔρα ποὺ παραμένουν καὶ γίνονται παληὰ μέσα σὲ εἰδικὲς πρὸς τοῦτο, δεξαμενές! 

ΟΔΟΝΤΟΤΡΙΠΤΗΡ = ὀδοντόβουρτσα. 

ΩΤΟΓΛΥΦΙΣ (πρὸς καθαρισμὸν τῶν ὤτων). 

Ὡς ὀδοντογλυφίδες δέ, ἐχρησιμοποίουν πτερὰ καταλλήλως ὀξυμένα : «μετὰ τὸ δεῖπνον, ἀεὶ πτερῷ διακαθαίρεσθαι τοὺς ὀδόντας», Διόδ. Σικελ, 21,16,4. 

Επίσης εἶχαν καὶ εἰδικώτερες λέξεις διὰ τὰ διάφορα ΜΑΚΤΡΑ ( =πετσέτες, ἐκ τοῦ μάσσω =σφουγγίζω) : ΠΡΟΜΑΞΙΟΝ, ΠΡΟΣΟΨΙΟΝ (σκούπιζαν τὸ πρόσωπον), ΧΕΙΡΟΜΑΚΤΡΟΝ ( =σκούπιζαν τὰ χέρια τους), ΧΕΙΡΕΚΜΑΓΕΙΟΝ ( < χεῖρ + ἐκμάσσω =σκουπίσω, ἀκουμπῶ σὲ μαλακὴ ὕλη, ἐξ οὗ καὶ ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ζυμώνω καὶ τοῦ ἀποτυπώνω, βλ. ἐκμαγεῖον), ΠΟΔΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΡΙΝΟΜΑΚΤΡΟΝ, ΚΑΨΙΔΡΩΤΙΟΝ ( =μανδήλιον*2 ἐκ τοῦ κάπτω + ἱδρώς), ΩΜΟΛΙΝΟΝ ( =μάκτρον ἐκ άκατεργάστου λινοῦ) κλπ... 


*1 Μὲ ἀφορμὴ τὴν καῦσιν τῶν βαλάνων στὰ βαλανεῖα πρὸς θέρμανσιν τῶν ὑδάτων νὰ ἀναφερθεῖ πὼς οἱ βάρβαροι μὲ ἡγεμόνα τὸν Ἐμίρη Ἄμρ ἴμπν ἀλ Ἄς, ὅταν κατέλαβον τὸ 641 τὴν μεγάλη Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας, τὰ βιβλία της, τὰ γεμάτα σοφία καὶ γνῶσιν, τὰ διωχέτευσαν στὰ 4.000 λουτρὰ τῆς πόλεως, γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς καύσιμη ὕλη, καθῶς θεωρήθηκαν ἄχρηστα πρὸς τὴν σοφία τοῦ Κορανίου! Ἡ «λογική» τους ἦταν πὼς ἄν γράφουν παρόμοια μὲ τὸ ἱερὸν κοράνι τους δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὰ κρατήσουν, καθῶς περιττεύουν! Ἄν πάλι γράφουν διαφορετικὰ πράγματα ἀπὸ τὸ Κοράνι, τότε εἶναι κατὰ τῆς θρησκείας τους καὶ πρέπει νὰ καταστραφοῦν! Ἡ καταστροφὴ ποὺ συνέβη στὴν βιβλιοθήκη εἶναι τεραστία, ἄν σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι άπαιτήθηκαν 6 ὁλόκληροι μῆνες γιὰ νὰ καοῦν ὅλα αὐτὰ στὰ 4.000 λουτρᾶ ποὺ διέθετε ἡ Ἀλεξάνδρεια. 

*2Τὸ ΜΑΝΔΗΛΙΟΝ εἶναι ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ μανδύας». 


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ», ΓΑΛΗΝΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ,  «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (