Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον)


ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ

Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος» : 

«Ἰδιαιτέραν σημασίαν ἔδιναν εἰς τὴν περιποίησιν τῆς ΚΟΜΗΣ, καὶ αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ἡ ἴδια ἡ λέξις, ἐκ τοῦ ῥ. κομέω-ῶ, περιποιοῦμαι ἰδιαιτέρως κι αὐτὸ ἐκ τοῦ κάμνω =κοπιάζω, πασχίζω. Πρέπει νὰ ἔχης φθάσει σὲ πολὺ ὑψηλὸν σημεῖον πολιτισμοῦ γιὰ νὰ ὀνομάσῃς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς γενειάδος, κόμη. 

«κομᾷ τὴν κεφαλήν, ὅτι Ἕλλην, οὐ βάρβαρος», ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπολλώνιος. 

«κομέειν : τὸ ἐπιμελείας ἀξιοῦν». 

«Κομᾶν...ἐλευθερίας σημεῖον», γράφει ὁ Ἀριστοτέλης. Τὸ «κείρεσθαι χαίτας» ( =τὸ νὰ κουρεύεις τὴν χαίτη) ἀπεκαλεῖτο «ἀνδραποδώδης θρίξ» ( =δουλικὴ τρίχα)». 

Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ ξεκαθαρισθεῖ : 

«Ἄλλος γυναικὸς κόσμος, ἄλλος ἀρσένων», Τραγ. ἀδέσπ., σπαραγμ., 439. 

«Κοσμεῖσθαι καὶ ψιμυθίῳ χρίεσθαι καὶ χρυσίον περιάπτεσθαι, τῷ μὲν ἀνδρί ΑΙΣΧΡΟΝ, τῇ δὲ γυναικὶ ΚΑΛΟΝ», Δισσοὶ Λόγοι, 1,42. 

Αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, στὴν ἐποχὴν τῆς ἐκθηλύνσεως καὶ ἐκπουστεύσεως τῶν άνδρῶν, ποὺ τοὺς βλέπεις νὰ στολίζονται βαρβαρικῶς καὶ ὑπερμέτρως, νὰ ἀλείφονται, νὰ καλλωπίζονται καὶ νὰ λικνίζονται πολλάκις κιόλας, συμπεριφερόμενοι ὡσὰν γυναῖκες, δὲν ξανάχε προηγούμενον στὰ ἑλληνικὰ δεδομένα! 

Ὁ Ἕλλην ἀνὴρ δὲν ἐκοσμεῖτο ὡς οἱ βάρβαροι. Δὲν ἔφερε ὑπερμέτρως πολυτελῆ ἐνδύματα («ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι», Ἰκέτιδες, 235, Αἰσχύλος). 

Δὲν ἔφερε κοσμήματα («χρυσῷ βαρβάρῳ χλιδήματι», Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, 74, Εὐριπίδης). 

Δὲν ἐχρησιμοποιοῦσε μῦρα, μυρωδικά, ἀρώματα (ἄρωμα = εὐώδης καρπὸς γῆς, ἀρούρης). 

Γράφει ὁ Βουλόδημος, είς τὸν «Ἰδιωτικὸν βίον τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων» : 

«Ὁ Ὅμηρος, εἰδὼς τὴν τοῦ μύρου φύσιν, οὐκ εἰσήγαγε μύροις ἀλειφομένους τοὺς ἥρωας, ἀλλὰ μόνον ἀλειφομένους ἐλαίῳ, ἐκτὸς τοῦ θηλυπρεποῦς καὶ ἀνάλκιδος Πάριδος...

Οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐξήλαυνον τῆς Σπάρτης τοὺς κατασκευάζοντας τὰ μύρα, ὡς διαφθείροντας τὸ ἔλαιον. Ὁ Σόλων ἀπηγόρευσε διὰ νόμου τὸ μυροπωλεῖν τοὺς ἄνδρας, ὁ δὲ Σωκράτης ἐπέτρεπεν αὐτὰ τὸ μέγιστον ταῖς γυναιξί, οὐδαμῶς δὲ τοῖς ἀνδράσιν, οἷς ἐπιτρέπει μόνον τὴν ἀπὸ τοῦ, ἐν τοῖς γυμνασίοις, ἐλαίου ὀσμήν. Διότι τὸ ἀλείφεσθαι μύρῳ οὐδὲν ἀνδρεῖον ἔχει, οὐδ' ἐλεύθερον... 

Καὶ ὁ Σοφοκλῆς καταδεικνύει τὴν άντίθεσιν τῆς μυραλοιφίας καὶ τῆς δι' ἁπλοῦ ἐλαίου χρήσεως, παρεισάγων τὴν μὲν ἱμερόεσσαν θεὰν Ἀφροδίτην μύρῳ ἀλειφομένην καὶ κατοπτριζομένην, τὴν δὲ θεὰν τῆς φρονήσεως καὶ πολεμικῆς ἀρετῆς Ἀθηνᾶν, ἐλαίῳ χριομένην καὶ γυμναζομένην...». 

Καὶ ὁ Ἐπίκτητος (9, Γ', 226) γράφει : 

«Τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον· τοῦτο κόσμει καὶ καλλώπιζε...Ἀνὴρ εἶ ἤ γυνή; 

Ἀνήρ. 

Ἄνδρα οὖν καλλώπιζε, μὴ γυναῖκα. Ἐκείνη φύσει λεία γέγονε καὶ τρυφεά...Σύ, ὡς ἀνὴρ ἄρεσον...». 

Τελεία καὶ παῦλα. Οὔτε φροῦ-φροῦ, οὔτε ἀρώματα, οὔτε στολισμένοι καὶ λαμπυρίζοντες ὡς βάρβαροι ἤ κίναιδοι, προσέχοντες τὸν νοῦν καὶ τὸ σῶμα τους φυσικῶς, ὥστε αὐτὰ νὰ εἶναι ἕτοιμα νὰ τελέσουν τὸ ἑαυτῶν ἔργον, ὡς ἀνδρικά· ἤτοι ἕτοιμα γιὰ μάχες, γιὰ πόλεμον, γιὰ ἄρσιν οἰκογενειακήν, κοινωνικήν, πολιτικήν (ἀνήρ < ἄνω + αἴρω. Ἄν ὁ ἀνὴρ δὲν εἶναι ἀνήρ, ἄν δηλαδὴ ἔχει χαμηλὸ φρόνημα καὶ φρόνησιν, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται καὶ γιὰ τὸ σῶμα, ἀργὰ ἤ γρήγορα ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία, ἡ πολιτεία θὰ καταστραφεῖ. Κι αὐτὸ φαίνεται πὼς τὸ γνωρίζουν καλὰ οἱ διοικοῦντες ποὺ ἐκθηλύνουν καὶ ἀποδυναμώνουν παντὶ τρόπῳ τὰ τείχη-ἀντίστασιν τῶν κοινωνιῶν, ἤτοι τοὺς ἄνδρας). 

... 

Ὅσοι ἄνδρες δέ, συμπεριφέροντο ἄνευ μέτρου ὡς πρὸς τὴν περιποίησιν καὶ γενικῶς στὸν βίον τους, ἐσχολιάζοντο στὴν ἀγορὰ περιπαικτικῶς. Γενικῶς ἐσχολίαζον καὶ ἀστεΐζονταν μὲ τὰ κακῶς κείμενα καὶ ἔθετον καὶ παρατσούκλια, ὡς γίνεται μέχρι σήμερα ἐν εἴδει ἀστείου : 

«ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας» ὁ Λυσικράτης (ἥτοι ἔβαφε μαῦρα τὰ μαλλιά του), «γραῖαν ἔγημεν» ὁ Φιλῖνος (ἥτοι ἔγαμεν γριάν). «Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς τὴν τρίχα τὴν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ξανθιζόμενος». 

Ὁ Αἰλιανός (7,20), διασώζει τὸ ἑξῆς ἀνέκδοτον : «Ἔφτασε στὴν Λακεδαίμονα Χῖος ἀνήρ, ὤν ἤδη γέρων...καὶ τὴν γκρίζα τρίχα του, προσπάθησε μὲ βαφὴ νὰ ἀφανίσει. Ἀφοῦ παρῆλθε, ἔχοντας πεῖ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε φτάσει στὴν Λακεδαίμονα, ὁ Ἀρχίδαμος σηκώθηκε ὄρθιος καὶ εἶπε : «Τί ὑγιὲς θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτός, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον στὴν ψυχή του τὸ ψεῦδος, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του περιφέρει;»». 

΄Ὁ Ἀριστοφάνης πολλάκις στὶς κωμωδίες του διακωμωδεῖ τοὺς «εὐρυπρώκτους» καὶ «λακκοπρώκτους», ὅπως ἀποκαλεῖ τοὺς κιναίδους. 

Τὸν Ἐπικράτην τὸν ἔλεγαν Σακεσφόρον, διότι ἔτρεφε μακρὰ γενειάδα, ἦταν σὰν νὰ ἔφερε σάκον-ἀσπίδα στὸ πηγοῦνι του. Αὐτοὺς πιὰ ποὺ ἔτρεφαν μακρὰν γενειάδα μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ παρουσιάζονται ὡς σοφοί, «κουλτουριάρηδες», τοὺς γελοιοποιοῦσαν «εἰς τὸ τρέφειν πώγωνα, δοκεῖ σοφίαν περιποιεῖν». 

Τὸν Ἡγήσιππον τὸν φώναζαν ἀστεϊζόμενοι Κρωβύλον ( = κόρυμβος, κότσος μαλλιῶν), διότι ἔπιανε κότσον τὰ μαλλιά του. Τὸν Ἀντιφάνη ποὺ ἀγαποῦσε τὸν οἶνον καὶ ἔπινε μέχρι μέθης μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι καὶ παχύς, τὸν φώναζαν Ἀσκόν, κ.ἄ πολλὰ ποὺ τὰ ἀναφέρει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον Α' ἔτους τῶν μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν, στὸ κεφάλαιον περὶ ἀρχαιοελληνικῶν συνηθειῶν ποὺ διατηροῦνται ὡς σήμερα. 

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος») 

Σχετικῶς μὲ τὸ κύριον θέμα τοῦ ἄρθρου, περὶ περιποιήσεως τῶν ἀνδρῶν, νὰ γραφτεῖ πὼς γενικῶς οἱ Ἕλληνες ἐσέβοντο τὸ σῶμα τους καὶ τὸν ἀνδρισμόν τους. 

ΔΕΝ τρυποῦσαν τὰ αὐτιά τους. Ὁ Ξενοφῶν, ὅταν στὴν Ἀνατολὴ συνήντησε Ἕλληνα μισθοφόρον μὲ ἐνώτια ( =σκουλαρίκια) εἶπε : 

«Οὔτος καὶ τὴν πατρίδα καταισχύνει καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ὅτι Ἕλλην ὤν τοιοῦτος ἐστίν...Ἐπεὶ ἐγὼ αὐτὸν εἶδον ὥσπερ Λυδόν, ἀμφότερα τὰ ὦτα τετρυπημένον», Κύρ. Ἀνάβ., 3,1,30. 

Καταισχύνει τὴν Ἑλλάδα, διότι τὸ τρύπημα τῶν αὐτιῶν ἐχαρακτήριζε τοὺς ΔΟΥΛΟΥΣ καὶ ΔΕΝ ἥρμοζε σὲ ἐλευθέρους ἄνδρας, ὅπως ἦσαν οἱ Ἕλληνες. 

ΔΕΝ στιγμάτιζαν τὸ σῶμα τους, ἤτοι δὲν εἶχαν δερματοστιξία... τατουάζ, ὅπως οἱ βάρβαροι, οἱ ὁποῖοι ὡς ὑπήκοοι τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, ὤφειλον νὰ εἶναι στιγματίαι :  

«Στιγμάτιζον δὲ πάντες οἱ μὲν ἐς καρπούς (χειρῶν), οἱ δὲ αὐχένας καί... ἅπαντες στιγματοφοροῦσι», Περὶ πένθους, 121, Λουκιανός. 

ΔΕΝ περιετέμνοντο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀπηχθάνοντο τὴν περιτομὴ τῶν σημιτικῶν λαῶν. Σημίτης σημαίνει σημαδεμένος, ὁ ἔχων σῆμα. 

Γράφει ὁ Ἰώσηπος (Γιοσὲφ Μπὲν Μαθιά) εἰς τὸ «Κατὰ Ἀπίωνος» ὅτι ὁ Ἕλλην γραμματικὸς Ἀπίων «τὴν τῶν αἰδοίων χλευάζει περιτομή». 

Μέχρι σήμερα οἱ Σημῖτες δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ ἐκπολιτισθοῦν κατὰ πὼς φαίνεται, καθῶς θεωροῦν ὄχι μόνον ἀπαραίτητον, ἀλλὰ καὶ ὅσιον νὰ μαζεύονται καὶ νὰ ἑορτάζουν τὸ κόψιμο μέρους τοῦ πέους τῶν μωρῶν τους καὶ νὰ ῥουφοῦν μάλιστα ἐκ τῆς πληγῆς... τὸ «ἱερὸν αἷμα»! 

Ἀκόμη οἱ Ἕλληνες ΔΕΝ εὐνουχίζοντο, οὔτε εὐνούχιζαν ἄλλους, οὔτε κὰν δούλους, οὔτε βαρβάρους. Ἐσέβοντο τὸν γόνον τὸν ὁποῖον ἡ κάθε γενεὰ ὤφειλε νὰ μεταβιβάσει στὴν ἑπομένη. Ὁ Ὀρέστης λ.χ. μαθαίνοντας ὅτι ὁ λαὸς τῶν Μυκηνῶν τὸν κατεδίκασε εἰς θάνατον θλίβεται καὶ θεωρεῖ συμφορὰ τὸ ὅτι πεθαίνοντας δὲν θὰ ἀφήσει πίσω του τέκνα (Ὀρέστης, 664, Εὐριπίδης). Ἀλλοῦ φαίνεται πὼς εἶχε παιδιά, ὁπότε δὲν τὸν ἐνδιέφερε ὁ θάνατος, καθῶς θὰ πέθαινε τὸ σῶμα του καὶ ὄχι τὸ ὄνομά του. 

Αὐτὸ τὸ ὄνομα δυστυχῶς πολλοὶ σήμερα τὸ χαρίζουν στὰ προστάγματα τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, παραμένοντες ἄτεκνοι ἀπὸ ἐπιλογὴ καὶ ἀνεχόμενοι τὴν ἀντικατάστασίν τους ἀπὸ ἐπήλυδες ποὺ ἔχουν εἰσβάλει γιὰ τὰ καλὰ στὴν πατρίδα μας, ποὺ οἱ ἀνθέλληνες διοικοῦντες τὴν ἐννοοῦν ὡς «κυψέλη ἐνσωματώσεως ἀλλοδαπῶν». 

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος») 

... 

Ἡ πεποίθησις τῶν Ἑλλήνων νὰ διαιωνίζουν τὸν γόνον τους, τοὺς ὡδήγησε στὸ νὰ στέλνουν στοὺς πολέμους ὅσους εἶχαν ἤδη τέκνα. Ἀκόμη καὶ σὲ περιπτώσεις λειψανδρίας, οἱ ἄτεκνοι ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέφουν σῶοι προκειμένου νὰ διαιωνίσουν τὸν γόνον τῶν πατέρων τους. 

Ὁ Αἰσχύλος στὶς «Εὐμένιδες» (στ. 185)  τοὺς Ἀνατολίτες εὐνούχους τοὺς ἀποκαλεῖ «σπέρματος ἀποφθορά». Ἡ ἑλληνικὴ Ἀνθολογία καθορίζει τὸν εὐνοῦχον ὡς «μιαρὰ κεφαλή». 

Ὁ εὐνουχισμὸς ἐθεωρεῖτο ΥΒΡΙΣ. Ὁ Ἱπποκράτης δὲν παραλείπει νὰ περιλάβει τὴν πεποίθησιν αὐτὴν καὶ στὸν ὅρκον του : «Οὐ τεμέω δέ, οὐδὲ μὴν αἰτοῦντας» ( =δὲν θὰ καταστήσω κανέναν ἐκτομία, ἀκόμη καὶ ἄν μοῦ ζητηθεῖ). 

Ἀκόμη, ἡ συνάντησις μὲ εὐνοῦχον, πίθηκον καὶ Αἰθίοπα (ὁ ἔχων καμμένη ὄψιν, ὁ νέγρος), ἐθεωρεῖτο κακὸς οἰωνός... 

... 

Ὡς πρὸς τὴν περιποίησιν τοῦ σώματος τῶν ἀνδρῶν, στὰ κείμενά μας ἐνημερωνόμαστε περὶ αὐτοῦ. Ἤδη ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Ὁμήρου παρατηροῦμεν τοὺς ἄνδρας νὰ παίρνουν τὸ λουτρόν τους στὴν ἀσάμινθον καὶ ἔπειτα νὰ ἀλείφονται μὲ ἑλαιόλαδον στὸ σῶμα καὶ στὰ μαλλιά τους. Ἔπειτα νὰ ντύνονται μὲ καθαρὰ ἰμάτια. 

Ὁ Ὅμηρος παραθέτει καὶ τὴν συνήθεια τῶν Ἑλλήνων νὰ ἀλείφουν τὰ πόδια τους «λίπ' ἐλαίῳ», προτοῦ βάλουν τὰ ὑποδήματά τους*2. Τὸ «ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῖς ἐδήσατο καλὰ πέδιλα» καὶ τὰ «λιπαροῖσι πόδεσι» ποὺ ἀναφέρει συνεχῶς ὁ Ὅμηρος, ἐσφαλμένως ἀποδίδεται ὡς «πόδια χοντρά, γεμάτα λίπος!». Τὰ πόδια ἦταν λιπαρὰ λόγῳ τοῦ ἐλαίου ποὺ ἔβαζαν πρὶν βάλουν τὰ ὑποδήματά τους! 

Τὴν χρῆσιν τοῦ ἐλαίου στὸ σῶμα τὴν συναντῶμεν ἄλλωστε συνέχεια καὶ στὶς προετοιμασίες τῶν ἀθλητῶν στοὺς διαφόρους ἀγώνες, ὅπως στὰ Ὀλύμπια, Πύθια κλπ. Ὅπου μετὰ τὸν ἀγῶνα μὲ τὴν χρῆσιν στλεγγίδος, ξύστρας, ἀπεστλεγγίζοντο, δηλαδὴ ἀφαιροῦσαν εὐκολώτερα λόγῳ τοῦ ἐλαίου, τὴν σκόνη καὶ τὸν ἱδρῶτα ἀπ' τὸ σῶμα τους καὶ ὕστερα ἐλούοντο στὴν ἀσάμινθον. 

Ὁμοίως καὶ ὁ Ὀδυσσεύς, ὅταν γυρνᾶ ἀπὸ τὴν μάχη μὲ τὸν Διομήδη πρῶτα «τὸν ἱδρῶ τὸν πολλὸν ἀπενίζοντο ἐν θαλάσσῃ», (Κ, 570), δηλ. πρῶτα ξεπλένονται στὰ νερὰ τῆς θαλάσσης καὶ ἔπειτα «ἒς ἀσαμίνθους εὔξεστους βάντες ἐλούσαντο», δηλ. ἐλούοντο στὶς καλοσκαλισμένες «μπανιέρες». Πράξεις ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ! 

Ἀλλὰ καὶ πρὸ τῶν μαχῶν, οἱ πολεμιστὲς περιποιοῦνταν τὰ σώματα καὶ τὴν κόμη τους, ὥστε νὰ εἶναι ἀξιοπρεπεῖς ὅταν συναντοῦσαν τὸν κόσμον τοῦ Ἅδου. 

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα τὸ περιστατικὸν ποὺ περιγράφει στὶς «Ἱστορίες» του (7, 208 κ.ἑξ.) ὁ Ἡρόδοτος, μὲ τὸν κατάσκοπον ποὺ ἔστειλε ὁ Ξέρξης στὸ στρατόπεδον τοῦ Λεωνίδα. Ὁ κατάσκοπος πρὸ τῆς μάχης εἶδε τοὺς Λακεδαιμονίους ἄλλους νὰ γυμνάζονται κι ἄλλους νὰ χτενίζουν τὰ μαλλιά τους. 

«Παραξενεύτηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέαμα καὶ τοὺς μετροῦσε· κι ἀφοῦ τὰ παρετήρησε ὅλα μὲ ἀκρίβεια, γύρισε πίσω ἔφιππος ἀνενόχλητος· διότι κανένας δὲν τὸν κατεδίωκε, οὔτε κὰν ἔδιεχναν νὰ τὸν προσέχουν. Γύρισε πίσω κι ἔλεγε στὸν Ξέρξη ὅλα ὅσα εἶχε δεῖ. 

Ἀκούγοντάς τον ὁ Ξέρξης, δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί πραγματικὰ συνέβαινε, δηλαδὴ πὼς αὐτοὶ ἑτοιμάζοντο νὰ σκοτωθοῦν καὶ νὰ σκοτώσουν ὅσο πιὸ πολλοὺς μποροῦσαν· ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν τοῦ φαίνονταν γελοῖα, κάλεσε τὸν Δημάρατον, τὸν υἰὸν τοῦ Ἀρίστωνος, ποὺ βρισκόταν στὸ στρατόπεδον. Κι ὅταν ἔφτασε, τὸν ῥωτοῦσε τὰ καθέκαστα, θέλοντας νὰ καταλάβει αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Λακεδαιμόνιοι. Κι ἐκεῖνος ἀπεκρίθη : «...Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἦλθαν γιὰ νὰ δώσουν μάχη μὲ μᾶς γιὰ τὸ πέρασμα τοῦ στενοῦ καὶ γι' αὐτὸ προετοιμάζονται. Γιατὶ ἔχουν τὸν ἀκόλουθον νόμον : ὅταν εἶναι νὰ δώσουν μάχη ζωῆς ἤ θανάτου, τότε στολίζουν τὸ κεφάλι τους»

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος») 

Ἀκόμα ἡ περιποίησις τῆς κόμης καὶ τῆς γενειάδος τους ἐθεωρεῖτο καὶ σημεῖον ἐλευθέρου ἀνδρός* ( «Κομᾶν, καλόν. Ἐλευθέρου γὰρ σημεῖον», Ῥητορική, Α', 9,27, Ἀριστοτέλης), καθῶς οἱ ἐχθροὶ ἐσυνήθιζον νὰ κουρεύουν «γουλί» τοὺς αἰχμαλώτους τους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Γράφει ὁ Φιλόστρατος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἀγαπημένη του : 

«Ποιός ἐσένα, καλή μου σὲ κούρεψε, ὡς ἀνόητος καὶ βάρβαρος, αὐτὸς ποὺ δὲν φροντίζει γιὰ τὰ δῶρα τῆς Ἀφροδίτης...πράγματι ἔπαθες τὰ πάντα τὰ ἐκ πολεμίων· ἐγὼ λοιπὸν δὲν θὰ κούρευα οὔτε αἰχμάλωτον, τιμώντας τὸ κάλλος», Ἐπιστ. ξα'. 

Καὶ ὄχι μόνον...Ἡ περιποίησις τῆς κόμης καὶ τὴς γενειάδος εἶναι καὶ δεῖγμα πολιτισμοῦ*1. 

Ὁ Ποσειδῶνιος σχολιάζοντας τὶς βαρβαρικὲς συνήθειες καὶ τὴν ἀμέλεια τῶν Γαλατῶν πρὸς τὴν καθαριότητα τῆς γενειάδος τους, μᾶς πληροφορεῖ : 

«Οἱ δὲ Γαλάται...τὰ γένεια...μετρίως ὑποτρέφουσιν...τὰς δὲ ὑπήνας ἀνειμένας ἐῶσιν ( =τὰ μουστάκια τους τὰ ἀφήνουν ἀτημέλητα), ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι ( =ὥστε καλύπτονται τὰ στόματά τους). Διόπερ ἐσθιόντων μὲν αὐτῶν καὶ πινόντων ἐμπλέκονται ταῖς τροφαῖς ( =Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὅταν τρῶνε καὶ πίνουν -ἡ γενειάδα τους- ἐμπλέκεται μὲ τὶς τροφές)», Σπάραγμα, 169, 54. 

Γράφει χαρακτηριστικῶς δὲ καὶ ὁ Ἀγαθίας ὁ Σχολαστικός (12,24) περὶ τῆς «περιποιήσεως» τῶν βαρβάρων : «ὥσπερ οἱ τῶν Τούρκων καὶ Ἀβάρων ἀπέκτητοι ( =ἀχτένιστοι) καὶ αὐχμηροὶ ( =σκονισμένοι) καὶ ῥυπῶντες ( =βρώμικοι)». 

Οἱ Ἕλληνες ἦταν πάντα, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ὅμηρος «καρηκομόωντες», δηλ. τὸ κεφάλι-κάρα τους τὴν περιποιοῦντο. Ἡ ἔλλειψις περιποιήσεως τῆς κόμης ἐκτὸς ἀπὸ δεῖγμα ἀνελευθερίας καὶ ἀπολιτίστου ἀνθρώπου ὅμως, ἦταν καὶ σημεῖον τεραστίας συμφορᾶς. Ὁ Πολυνείκης στὸν «Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ» (1260) τοῦ Σοφοκλέους συμπονεῖ τὴν πανάθλια ἐμφάνισιν τοῦ κατατρεγμένου Οἰδίποδος, ὁ ὁποῖος εἶναι «κρατὶ δ' ὀμματοστερεῖ, κόμη δι᾽ αὔρας ἀκτένιστος». 

Ὁμοίως καὶ ἡ Ἠλέκτρα συμπονεῖ τὸν ἀδελφόν της κι ἐπίσης κατατρεγμένον, Ὀρέστη, τὸν ὁποῖον οἱ συμφορὲς καὶ οἱ Ἐρινύες ποὺ τὸν κατεδίωκον, δὲν τοῦ ἄφησαν νοῦν γιὰ νὰ περιποιηθεῖ τὸν ἑαυτόν του : «Ὦ βοστρύχων πινῶδες ( =ῥυπαρό) ἄθλιον κάρα, ὡς ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας», Ὀρέστης, 225-6, Εὐριπίδης. 

Ἡ περιγραφὴ μιᾶς τέτοιας εἰκόνας, σὰν τοῦ Ὀρέστου καὶ τοῦ Οἰδίποδος, γιὰ ἕναν Ἕλληνα, δεικνύει τὸν βαθμὸν τῆς συμφορᾶς του καὶ τῆς δυστυχίας στὴν ὁποία ἔχει περιπέσει. 

Εἶναι χαρακτηριστικὸν στὴν γραμματεία μας πὼς οἱ Ἕλληνες ὅταν πενθοῦσαν, τραβοῦσαν τὰ μαλλιά τους καὶ ἔπειτα τὰ ἔκοβαν, ἐξ οὗ καὶ ὁ Ἀπόλλων, ὡς θεὸς τοῦ φωτὸς καὶ ἀπενθής, καθῶς ἀπεχθάνετο τὸ σκότος τοῦ θανάτου, ἐλέγετο καὶ ἀκερσοκόμης, δηλαδὴ μὴ κείρων τὴν κόμην του. 

Ἐξ οὗ καὶ ἡ ἔκφρασις «ἄντε νὰ κουρεύεσαι» ποὺ λέγεται ὑβριστικῶς, καθῶς ὑπονοεῖ πὼς κάποιος εὔχεται σὲ κάποιον ἄλλον νὰ τὸν βρεῖ τέτοια συμφορὰ καὶ πένθος, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ νὰ κόψει τὰ μαλλιά του. 

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκφρασις «τραβάω τὰ μαλλιά μου», ποὺ διασώζεται ἐπίσης ὡς τὶς μέρες μας καὶ λέγεται ὅταν μία κατάστασις εἶναι ἀπελπιστική. 

Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιου πένθους, ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορεῖται τὸν θάνατον τοῦ θείου του, Πατρόκλου «χερσὶ κόμην ἤσχυνε δαΐζων ( =τραβώντας τὰ μαλλιά του μὲ τὰ χέρια του, ἐντρόπιαζε τὴν κόμη του), τὴν ὁποία κόμην ἔπειτα ἔκοψε καὶ ἔριξε στὴν νεκρικὴ πυρὰ τοῦ φίλου καὶ συγγενῆ του· 

ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος φυλακισμένος στὸ δεσμωτήριον, χαϊδεύοντας τὸ κεφάλι τοῦ μαθητή του Φαίδωνος, τοῦ εἶπε «αὔριον...ἴσως, ὦ Φαίδων, τὰς καλὰς ταύτας κόμας ἀποκερῇ» ( =αὔριο, Φαίδων, ἴσως τὴν ὄμορφή σου αὐτὴ κόμη θὰ τὴν κουρέψεις), ἐννοώντας πὼς ὁ ἴδιος αὔριο θὰ πιεῖ τὸ κώνειον καὶ θὰ πεθάνει, ὁπότε καὶ θὰ προκαλέσει πένθος στὸν μαθητή του. 

Αὐτὰ τὰ λίγα, ἀλλὰ βασικὰ τῶν πεποιθήσεων τῶν Ἑλλήνων περὶ τῶν ὁρίων περιποιήσεως τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ κυρίως περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἰδεώδους σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὰ βαρβαρικὰ ὅποια ἰδεώδη. 


* Ὁ Πλούταρχος στὸν Βίον τοῦ Λυκούργου (16) γράφει πὼς μεταξὺ τῶν ὅσων ἐπέβαλλε ἡ σπαρτιάτικη ἀγωγή, ὥστε νὰ σκληραγωγηθοῦν οἱ νέοι τῆς Σπάρτης, ἦταν καὶ τὸ ξύρισμα γουλὶ τῶν μαλλιῶν τους, ὅταν τὰ παιδιὰ μεγάλωναν λίγο σὲ ἡλικία («τῆς ἡλικίας προερχομένης ἐπέτεινον αὐτῶν τὴν ἄσκησιν, ἐν χρῷ τε κείροντες καὶ βαδίζειν ἀνυποδήτους παίζειν τε γυμνοὺς ὡς τὰ πολλὰ συνεθίζοντες· γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς ἄνευ χιτῶνος ἤδη διετέλουν, ἓν ἱμάτιον εἰς τὸν ἐνιαυτὸν λαμβάνοντες, αὐχμηροὶ τὰ σώματα καὶ λουτρῶν καὶ ἀλειμμάτων ἄπειροι»). 

*1 Ὑπῆρχαν βεβαίως καὶ κουρεία ( < κείρω) στὰ ὁποῖα ἔκειρον τὴν κόμη τους, τὸ γενεῖον τους, ξύριζαν τὸν πώγωνά τους, γι' αὐτὸ καὶ οἱ κουρεῖς διέθετον ΞΥΡΟΥΣ ( =ξυραφάκια), ΜΑΧΑΙΡΙΔΕΣ ( =ἄλλο εἶδος ξυραφιοῦ), ΔΙΠΛΗΝ ΜΑΧΑΙΡΑΝ ( =ψαλίδι), ΚΑΤΟΠΤΡΑ, ΘΡΟΝΟΥΣ, ΜΑΚΤΡΑ κλπ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἄρχιζαν νὰ ξυρίζουν τὸν πώγωνα καὶ συνήθως οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ σοφιστὲς διετήρουν αὐτόν, ἐξ οὗ καὶ ἡ φράσις «ἐκ πώγωνος σοφός». 

Οἱ κτένες τους ἦταν φτιαγμένες ἀπὸ ξύλον ἤ ἐλεφαντοστοῦν ἤ ἀπὸ μέταλλον καὶ γιὰ νὰ κάνουν τὶς τρίχες τους λεῖες χρησιμοποιοῦσαν κάποιο ἔλαιον ἤ ἄλλον εὐῶδες. 

*2 Καὶ πρὸ τοῦ ὕπνου, ἤ γενικῶς πρὶν ξαπλώσουν στὴν κλίνη τους ἔλυνον πάντοτε τὰ ὑποδήματά τους καὶ ἔπλενον τὰ πόδια τους μὲ καθαρὸ νερό. 


Ἡ κόμη σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἐνδεικτικῶς : 

Ἀγγλ.: hair < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα

Γερμ./ Ὁλλανδ.: Haar < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα

Ἰταλ.: capelli < λατ. caput = ἡ κεφαλή < κάπος =τὸ πνεῦμα < κάπω =πνέω (κάπυς = «τὸ πνεῦμα καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ κεφαλή, ὑπὸ Ρωμαίων κάπουτ κέκληται, ἀπὸ τοῦ ὑψηλοτέρου εἶναι τοῦ ἄλλου σώματος καὶ αὐτὴν πεπνεῖσθαι», Ἡσύχιος· εἴτε ἐκ τοῦ κέπω =σκεπάζω, σ-κέπω, ὡς καλύπτουσα καὶ περιέχουσα τὰ ὄργανα, ἐξ οὗ καὶ ἄλλα λεξικὰ τὸ συνδέουν καὶ μὲ τὸ capio ( =συγ-κρατῶ) < ἅπτω-κάπτω ( =ἁρπάζω, κρατῶ)

Γαλ.: cheveux < ὡς ἄνω

Ἰσπαν/ Πορτογ..: cabello/ cabelo < ὡς ἄνω

Δαν./ Νορβ./ Σουηδ.: hår < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα 

Ἰσλανδ. :hár < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα

Οὐγγρ.: haj < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα

Ρωσ.: волосы < οὖλος < Fόλσος =μάλλινος 

Πολων.: włosy < οὖλος

Τσεχ.: vlasy < οὖλος

Λευκορωσ.: валасы < οὖλος

Ἀραβ.: شعر [shaear] < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα 

Ἑβρ.: שיער [sear] < κάρ = τὸ κεφάλι, ἡ τρίχα 


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΠΕΡΙ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ», ΓΑΛΗΝΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ,  «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ», ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΥ». 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (