Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΑ ΦΑΓΗΣΙΠΟΣΙΑ/ ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΣΕΩΣ (Α-Ζ) 

Γράφει ὁ Χ. Βουλόδημος στὸ «Περὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων» : 

«Περὶ δὲ τῶν κυρίως ποτηρίων-ἐκπωμάτων παρατηροῦμεν ὅτι ἔκπαλαι ἐνομίζοντο τιμιώτατον κτῆμα καὶ κειμήλιον καὶ ἦσαν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησι τόσο ἄφθονα, καὶ ἡ πλαστικὴ δύναμις τῶν ἀρχαίων τεχνιτῶν κατὰ εἶδος τοσαύτη, ὥστε καὶ αὐτὴ ἡ πλουσία καὶ ζωηρὰ γλῶσσα δυσκόλως παρηκολούθει τὴν τοιαύτην ἀνεξάντλητον παραγωγικότητα τῆς τέχνης». 

Πράγματι μέχρι προσφάτως τὰ σκεύη τοιαῦτα ἐθεωροῦντο ἱερὰ κειμήλια-προῖκα καὶ διεφυλάσσοντο/ ἐκληροδοτοῦντο ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ἡ δὲ ἀφθονία διαφορετικῶν ἀγγείων-σκευῶν γιὰ φαγητό/ ποτόν*1, ὑποδεικνύει τὴν πολιτισμικὴ ἀνωτερότητα καὶ ἐξέλιξιν τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀποδεικνύεται πολλάκις ἐκ τῶν κειμένων μας, πὼς εἶχαν ἐφεύρει τεχνογνωσία καὶ κανόνες εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς πρὸς ἐπίτευξιν τῶν εὖ ζῆν καὶ ὀρθῶς πράττειν εἰδέναι (τὰ...savoir vivre/  savoir faire*2 ποῦ λέγουν σήμερα μερικοὶ βαρβαριστί...) σὲ ὅλες τὶς πτυχές τοῦ βίου τους, ὅπως καὶ στὸ φαγητόν. 

Στὴν γραμματεία μας, ἀλλὰ καὶ στὶς διάφορες ἀνασκαφὲς ποὺ ἔχουν γίνει διαχρονικῶς ἔχουν βρεθεῖ κάποια ἀπὸ τὰ ἄπειρα αὐτὰ ΣΚΕΥΗ ( < σχεῦος < σχῶ =σχέθω, κρατῶ), τὰ ὁποῖα εἶχαν τὸ καθένα τὴν δική τους χρῆσιν. Τὰ ὀνόματά τους συνήθως ὑποδηλώνουν καὶ τὴν χρῆσιν γιὰ τὴν ὁποία προορίζονται.

Ἐνδεικτικῶς μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι (πηγὴ τῶν διαφόρων ὀνομάτων τῶν ΑΓΓΕΙΩΝ ( < «ἀγγεῖον, τὸ ἔχον, τὸ συνέχον τοὺς ὄγκους», Ἀριστ. Κατ., 15) εἶναι κυρίως τὸ βιβλίον τῆς Ἄννης Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος») : 

ΑΙΑΚΙΣ, ἕνα εἶδος ποτηρίου, τὸ ὁποῖον τὸ ἀναφέρει ὁ Ἀθήναιος στοὺς «Δειπνοσοφιστάς» (23) («Αἰακίς ἡ κύλιξ καλεῖται»). Προφανῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω ( =ὁρμῶ, κινοῦμαι, ῥίχνομαι). 

Ὁμοίως ὁ Ἀθήναιος στὸ ἴδιον ἔργον ἀναφέρει καὶ ἄλλους τύπους ποτηρίων, ὅπως τὸν ΑΚΑΤΟΝ, τὸ ὁποῖον ὠνομάσθη ἔτσι λόγῳ τοῦ ὅτι μοιάζει μὲ τὸ ὁμώνυμον πλοῖον («ἄκατος ποτήριον ἐοικὸς πλοίῳ», Δειπνοσοφ., 23, Ἀθήναιος), τὸ ΑΛΕΙΣΟΝ [τὸ ὁποῖον τὸ συναντῶμεν καὶ στὸν Ὅμηρον, ἐτυμολογεῖται κατὰ τὸν Ἀθήναιον στοὺς Δειπνοσοφιστὰς (24) «ἀπὸ τοῦ ἄγαν λεῖον εἶναι ἢ ὅτι ἁλίζεται ( = συναθροίζεται) ἐν αὐτῷ τὸ ὑγρόν»], ἀλλὰ καὶ τὸ ΑΡΟΚΛΟΝ («ἄροκλον ἡ φιάλη παρὰ τῷ Κολοφωνίῳ Νικάνδρῳ», Δειπνοσοφιστές, 23, Ἀθήναιος), πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄρδω + κλῶ, τεμάχιον ἐκ τοῦ ὁποίου πίνεις, «ποτίζεσαι».  

Τὸ ΑΩΤΟΝ εἶναι τὸ μὴ ἔχον ὦτα ( =αὐτιά), δηλαδὴ λαβές. Πρόκειται γιὰ ἔκπωμα παρὰ Κυπρίοις, χωρὶς λαβές, χερούλια («ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα», Δειπν., 23, Ἀθήναιος). Ἀντιθέτως τὸ ποτήρι ποὺ ἔχει ὦτα/ λαβὲς καὶ μάλιστα καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, λέγεται ΑΜΦΩΤΟΝ ( < ἀμφί + οὖς, «ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε, χρύσεον ἄμφωτον», Ὀδύσσεια, χ', 9-10). ΑΜΦΩΞΙΣ εἶναι ἕνα ἄλλο εἶδος ξυλίνου ἐκπώματος, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν κυρίως οἱ ἀγρότες στὸ ἄρμεγμα («ἄμφωξις ξύλινον ποτήριον ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλίτας φησι, ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ οὕτως πίνοντας», Δειπνοσ., 25). 

(Ἀμφικύπελλον) 

Ὑπῆρχε καὶ τὸ ΑΜΦΙΚΥΠΕΛΛΟΝ, τὸ ὁποῖον ἦταν ΚΥΠΕΛΛΟΝ («ὠνομάσθη οὔτω ἀπὸ τῆς κυφότητος», οἷον κύφελλον, ἐξ οὗ τὰ coupe, cupa, cup), μὲ δύο μεγάλες κυλινδρικῆς διατομῆς λαβὲς δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ποὺ ἐξεφύοντο στὸ κάτω τμῆμα τοῦ λαιμοῦ, κατέληγαν στὴν βάσιν τοῦ ἀγγείου, σχηματίζοντας ἕναν κύκλον («ἀμφικύπελλα οἷον ἀμφίκυρτα ἀπὸ τῶν ὤτων, διὰ τὸ τοιαῦτα εἶναι τῇ κατασκευῇ», Δειπνοσ., 65, Ἀθήναιος). 

Ὁ Ἀθήναιος στὸ ἴδιο σύγγραμμα ἀναφέρει καὶ ἕνα εἶδος ἐκπώματος τὸ ὁποῖον ὠνομάζετο ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ ΚΕΡΑΣΕΝΙΑΥΤΟΣ («Ἀμαλθείας κέρας καὶ ἐνιαυτὸς καλούμενον», Δειπνοσοφ., 25), προφανῶς λόγῳ τοῦ μεγάλου μεγέθους του. Ὑπῆρχε καὶ ἡ ΑΜΥΣΤΙΣ ( =μονοροῦφι, φιλοποσία). Πρόκειται γιὰ ἕνα μεγάλο κύπελλον, τὸ ὁποῖον χρησίμευε στοὺς φιλοπότες, κυρίως στοὺς Θράκες ποὺ ἦταν γνωστοὶ καὶ γιὰ τὴν φιλοποσία τους («ἄμυστις, καλεῖται μὲν οὕτω πόσις τις, ἣν ἔστιν ἀπνευστὶ πίνειν μὴ μύσαντα. καλοῦσι δ᾽ οὕτω καὶ τὰ ποτήρια ἀφ᾽: ὧν ἔστι πιεῖν εὐμαρῶς», Δειπν., 25). 

Ἄλλα εἴδη ἐκπωμάτων ἦταν καὶ ἡ ΑΝΤΙΓΟΝΙΣ («Ἀντιγονίς ἔκπωμα ἀπὸ τοῦ βασιλέως Ἀντιγόνου, ὡς ἀπὸ Σελεύκου ΣΕΛΕΥΚΙΣ, καὶ ἀπὸ Προυσίου ΠΡΟΥΣΙΑΣ», Δειπνοσ., 26), ἡ ΑΝΑΦΑΙΑ/ΘΕΡΜΟΠΟΤΙΣ ( < ἀνάπτω/ θερμαίνω, «ἀναφαῖα ἡ θερμοποτὶς παρὰ Κρησίν», Δειπνοσ.), ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὰ ζεστά τους ῥοφήματα, ὡστε αὐτὰ νὰ διατηροῦνται θερμά! Ἡ ΑΡΥΤΑΙΝΑ ( < «δι' ὧν ἤρυον ἐκ κρατῆρος, ἄλλως οἰνοχόη. Κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω συνηγμένον») ἤ ΚΥΑΘΟΣ ( < κύω) ἤ ΑΝΤΛΗΤΗΡΙΟΝ ( < ἀντλῶ), ἦταν μία κουτάλα σὲ σχῆμα κυπέλλου μὲ πόδι καὶ ψηλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καμπύλη λαβή. Τὴν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀντλοῦν τὸν οἶνον ἀπὸ τὸν κρατῆρα, ὡς μέτρον γιὰ τὴν ἀνάμειξιν τοῦ οἴνου μὲ τὸ νερόν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀγγεῖον πόσεως. Ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου γράφει πὼς ἦταν εἶδος ἐλαιοδοχείου, «σκεῦος χαλκοῦν, διὰ τοῦ ὁποίου ἔχυνον εἰς τοὺς λύχνους τὸ ἔλαιον· ὡσαύτως ἐκαλεῖτο οὔτω καὶ μικρὸν ΛΕΚΑΝΙΔΙΟΝ, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ λουόμενοι εἰς τὰ λουτρὰ ἐπέχεον ὕδωρ· τῆς αὐτῆς χρήσεως ὁ ΑΡΥΤΗΡ καὶ ὁ ΑΡΥΣΤΙΧΟΣ»

(Κύαθος) 

ΑΡΓΥΡΙΣ ἦταν «εἶδος ποτηρίου, οὐ μόνον ἐξ ἀργύρου», ἄν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι «τὰς μὲν ἀργυρᾶς φιάλας, ἀργυρίδας λέγουσι». Κύπελλον ῥηχὸν καὶ πλατύστομον ἦταν ἡ ΒΑΤΙΑΚΗ/ ΒΑΤΙΑΚΙΟΝ, καὶ ἀπὸ τὸν Ἀθήναιον («Δειπνοσοφιστές», 27) ἐνημερωνόμαστε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ περσικὴ φιάλη· τὴν ανέφερε ὁ Ἀλέξανδρος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐν Ἀσίᾳ σατράπας. Ἔπειτα εἶχαν καὶ τὴν ΒΑΥΚΑΛΙΝΚΑΥΚΑΛΙΟΝ, ἐξ οὗ τὸ σημερινὸν βαυκάλιον > βουκάλιον > μπουκάλι («ἀγγεῖον ὑάλινον, τὸ βουκάλιον», LSJ). Ἡ ΒΗΣΣΑ/ΒΑΣΣΑ «πλατύτερον ἐκ τῶν κάτω, ἐστενωμένον ἄνωθεν», (Δειπν., 27), ἔδωσε μέχρι σήμερα τὴν ἔννοια τοῦ ποτηρίου, τῶν ἀντιδανείων βάζου καὶ πιάτων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀγγείου σὲ πλείστους ἀλλοθρόους (vas, vaso, Vase, vaisseau, vaisselles, vascello, vasija κοκ). 

(Κώθων) 

ΒΙΚΟΣ «ἐστὶ δὲ φιαλῶδες ποτήριον κατὰ τὸν Παριανὸν Πολυδεύκην», (Δειπν., 29), ἐξ οὗ καὶ τὸ ἰταλ. bicchiere, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντιδάνειον «μπεκρής», ὡς πίνων πολὺν οἶνον ἐκ τῶν βίκων, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ οἱ Λάκωνες στρατιῶτες, ποὺ ἔπιναν ἀπὸ τοὺς ΚΩΘΩΝΕΣ («κώθων Λακωνικός, ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς στρατείαν καὶ εὐφορώτατον ἐν γυλιῷ», Δειπν. 66) καὶ μέσῳ αὐτῶν τῶν ποτηρίων δημιουργήθηκε ἀργότερα ἡ λέξις «κωθώνι», γιὰ νὰ περιγράψει τὸν πίνοντα ἐκ κωθωνίων, τὸν μεθύστακα, τὸν ἀκρατοκώθωνα. «Ὁ κώθων, ὑδροφόρον ἀγγεῖον, χρησιμώτατον εἰς τοὺς στρατιώτας διότι ἕνεκα τοῦ σχήματός του ἠδύνατο νὰ περιληφθῇ ἐντὸς τοῦ στρατιωτικοῦ σάκκου», Ἐγκυκλοπαίδεια Ἡλίου. 

Κι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραὴς ἀναφέρει : «Σημειώσεως ἄξιος εἶναι καὶ ὁ Κώθων, διότι σημαίνει ὄχι ἁπλῶς εἶδος ποτηρίου, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν οἰνοποσία, καθῶς καὶ εἰς τοὺς Χίους σήμερον τὸ ΓΑΒΑΘΙΟΝ σημαίνει καὶ εἶδος τρυβλίου βαθυλοῦ...Κωθωνίζω, εἰς τὴν αὐτὴν σημασία τοῦ οἰνοποτῶ, τὴν ὁποία ἐφύλαξε καὶ τῶν Χίων τὸ γαβαθίζω». 

Ὑπῆρχε καὶ ὁ ΤΡΙΠΟΔΙΚΟΣ ΚΩΘΩΝ ποὺ χρησίμευε περισσότερον γιὰ τὴν τοποθέτησιν ἀρωματικῶν ἐλαίων καὶ νεροῦ, τόσον γιὰ τὶς σπονδές, ὅσον καὶ γιὰ προσωπικὴ χρῆσιν (βλ. μέρος 5ον, Πλημοχόη, Ἐξάλειπτρον). 

ΒΟΜΒΥΛΙΟΣ/ ΒΟΜΒΥΛΗ εἶναι στενόμακρον ἀγγεῖον, ποὺ στάζει λίγο καὶ παράγει βόμβον, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του («θηρίκλειον Ῥοδιακόν, οὗ περὶ τῆς ἰδέας Σωκράτης φησὶν «οἱ μὲν ἐκ φιάλης πίνοντες ὅσον θέλουσι τάχιστ᾽ ἀπαλλαγήσονται, οἱ δ᾽ ἐκ βομβυλιοῦ κατὰ μικρὸν στάζοντος»», Δειπν. 29). Ὁμοίως καὶ ἡ ΒΡΟΜΙΑΣ ( < βρόμος = μέγας θόρυβος < βρέμω, «βρομιάδες, ἔκπωμα ὅμοιον τοῖς μακροτέροις τῶν σκύφων»). 

Τὸ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΝ ἦταν εἶδος ἐκπώματος «ἔχον γράμματα ἐγκεχαραγμένα», Δειπν., 30. 

ΓΥΑΛΑΣ εἶναι «ποτηρίου εἶδος, ὡς Μαρσύας γράφει ὁ ἱερεὺς τοῦ «Ἡρακλέους οὕτως ὅταν εἰσίῃ ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν πόλιν, συναντᾶν οἴνου πλήρη γυάλαν ἔχοντά τινα, τὸν δὲ λαβόντα σπένδειν»», Δειπν. 31. Προφανῶς καὶ προέρχεται ἐκ τοῦ «ὕαλος», ὅπως καὶ τὰ glass, Glas, hielo, glacer κοκ. 

(Δεῖνος) 

ΔΕΙΝΟΣ εἶναι «καὶ τοῦτο ποτηρίου ὄνομα...Κυρηναῖοι δὲ τὸν ποδονιπτῆρα δεῖνον ὀνομάζουσιν», Δειπν. 32. Ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν κατασκευαστὴ αυτοῦ, τὸν Δεῖνον. Ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου τὴν συνδέει μὲ τὴν κελέβη, ἕνα «εὐρὺ ἀγγεῖον μετὰ μεγάλης κοιλίας, μόλις σχηματιζομένου λαιμοῦ καὶ δύο λαβῶν. Ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔφερε βάσιν, λαιμὸν καὶ λαβὰς ἐλέγετο δίνος/δεῖνος καὶ ἐτοποθετεῖτο ἐπὶ ὑποστηρίγματος». 

Τὸ ΔΕΙΡΟΚΥΠΕΛΛΟΝ ( < δειρή =τράχηλος, λαιμός + κύπελλον), εἶναι κύπελλον μὲ μακρὺ λαιμόν. 

(Τὸ χρυσὸ δέπας τοῦ Νέστορος) 

Τὸ ὁμηρικὸν ΔΕΠΑΣ/ ΔΕΠΑΣΤΡΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ δάπτω = τρώγω καὶ πίνω μετὰ βουλιμίας («περικαλλὲς δέπας Νέστορος»). Ὁ Ἀθήναιος γράφει «ἄλεισον καὶ δέπας τὸ αὐτό», Δειπν. 24. 

Τὸ ΔΑΚΤΥΛΩΤΟΝ εἶναι ὅ,τι σημαίνει τὸ ὄνομα του, «εἰς ὅ ἐστιν οἷον τε τοὺς δακτύλους ἑκατέρωθεν διείρειν», Δειπν. 34. 

Ἔπειτα ὁ ΕΛΕΦΑΣ εἶναι εἶδος ποτηρίου, («Ἐλέφας. οὕτως ἐκαλεῖτο ποτήριόν τι», Δειπν., 35), δίκρουνον, ποὺ χωρᾶ τρεῖς χοές. Προφανῶς καὶ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μεγέθους του ποὺ παρομοιάζεται μὲ αὐτὸ τοῦ ὁμωνύμου ζώου, ὅπερ ἐκ τοῦ «ἐλεφαίρω» ( =καταστρέφω, καταπατῶ, διότι τὸ ζῶον ἐλέφας ἔδιδε τὴν ἐντύπωσιν πὼς στὸ πέρασμά του θὰ καταστρέφει τὰ πάντα μὲ τὸ δυνατὸν πάτημά του). 

ΕΜΒΑΘΥΧΥΤΑΣ καὶ μὲ διαλεκτικὴ τροπὴ ΕΜΒΑΣΙΚΟΙΤΑΣ ἤ ἀλλοιῶς ΕΦΗΒΟΣ («ἔφηβος, τὸ καλούμενον ποτήριον ἐμβασικοίταν», Δειπν., 36) εἶναι εἶδος βαθέος ποτηρίου, ὅπως δηλοῖ καὶ τὸ ὄνομά του ( < ἐν + βαθύ + χέω). Ὁ ἔφηβος ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἐπί + ἥβη ( =ἡ νιότη, ἡ νεανικὴ χαρά < εἴβω = στάζω), ἐξ οὗ καὶ Ἥβη ἦταν ἡ οινοχόος τῶν θεῶν. 


*1 Σχετικῶς μὲ τὰ περὶ φαγησιποσίας ἔπλενον πάντοτε τὰ χέρια τους πρὸ τοῦ γεύματος, χρησιμοποιοῦσαν διάφορα -πάντοτε καθαρὰ- σκεύη γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες μίας πολιτισμένης καὶ εὐγενοῦς παραθέσεως γεύματος· δὲν ἔτρωγαν μὲ τὰ χέρια, ὅπως κάνουν πολλοὶ λαοὶ ἀκόμὴ καὶ σήμερα. 

Ἡ Τζιροπούλου στὸ βιβλίον Α' κύκλου σπουδῶν μαθημάτων ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς (σελ. 76) : 

«Ἦσαν ἰδιαιτέρως φιλέορτοι. Γλεντοῦσαν σὲ συμπόσια, σὲ τραπεζώματα (ἔλεγον δὲ καὶ ἐπιτραπεζώματα τὰ τῇ τραπέζῃ βρώματα), σὲ φαγοπότια (οἱ δὲ φαγησιπόσια προσαγορεὐουσι τὴν ἑορτήν) καὶ σὲ «δεῖπνα ἀπὸ συμβολῶν» (κοινῶς πάρτυ). Ἡ παράθεσις τῶν φαγητῶν ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τὶς σημερινὲς συνήθειες. 

Ἐφρόντιζον ἀκόμη ὡς καὶ τὰ ἄδεια πιάτα νὰ προσκομίζωνται ζεστά («...ἑκάστῳ πεπυρωμένα αὐτοῖς πίναξιν ἐδόθη»). Ἄρχιζαν μὲ ψάρι ἤ κρέας («ἰχθῦς πρῶτον παρατίθησι καὶ κρέα») γεύονταν μαρίδα τοῦ Φαλήρου («ἀθερίνα καὶ ἀφύη ἐν εὐκόλποισι Φαλήρου») καὶ σουβλάκια («φαληρικῆν ἀφύη» καὶ «ὀβελίσκους»). Ὅσον γιὰ τὸ ἐπιδόρπιον προτιμοῦσαν γιαούρτι μὲ μέλι («ξανθὸν μέλι καὶ γάλα σύμπακτον») ἤ ξηροὺς καρποὺς, τρωγάλια (στραγάλια). Τελείωναν μὲ «τυρὸν σικελιώτην». 

Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα τους φαγητὰ ἦταν καὶ ὁ «πατσάς» -ἤνυστρον- καὶ τὸ «μίμαρκυ» -κοκορέτσι-»

Ἐσφαλμένως τὰ φαγητὰ αὐτά, ὅπως ὁ πατσάς, τὸ κοκορέτσι, οἱ σεφταλιές...θεωροῦνται ἀλλοδαπά, ἐνῶ εἶναι ἄμιγῶς ἑλληνικὰ καὶ τὰ συναντῶμεν στὰ κείμενά μας ἀρκετὲς φορές· πολλάκις δὲ περιγράφεται καὶ ἡ παρασκευή τους, ὁπότε μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε ἀκριβῶς περὶ τίνος πρόκειται. Ὁ πανάρχαιος Ὅμηρος περιγράφει ἐναργῶς στὸ Α' (459-466) τῆς Ἰλιάδος τὴν παρασκευὴ σεφταλιῶν, σουβλακίων καὶ ἄλλων ψητῶν στὴν κνίσα-τσίκνα, ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ τρωικοῦ πολέμου! Ὄχι ἁπλῶς τὰ ἤξεραν, ἀλλὰ εἶχαν ἐφεύρει καὶ διάφορες τεχνικὲς ψησίματος, ὥστε νὰ γίνονται πιὸ νόστιμα, ὅπως ἦταν τὸ ἄλειμμα τῶν κρεάτων μὲ οἶνον. 

«...αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν, 
μηρούς τ’ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν 
δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ’ αὐτῶν δ’ ὠμοθέτησαν·
καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς ὁ γέρων, ἐπὶ δ’ αἴθοπα οἶνον
λεῖβε· νέοι δὲ παρ’ αὐτὸν ἔχον πεμπώβολα χερσίν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,
μίστυλλόν τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα».


*2 savoir ( γαλ. =ξέρω) < λατ. sapere ( =γνωρίζω, γεύομαι, αἰσθάνομαι γεῦσιν)/ sapio ( = ἔμφρων εἰμί) < sapor ( = χυμός) < ὀπός =χυμός/ σοφός. 

vivre ( γαλ. =ζῶ) < βιFόω, βιόω-ῶ < βίFος, βίος. 

faire ( =ποιῶ, κάνω) < λατ. facio-fio < φύω ( =ποιῶ, γεννῶ). 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT, «ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ», ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, «ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ-ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΟΥ 4ου-2ου αἰ. π.Χ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ», ΑΝΝΑΡΕΤΑ ΤΟΥΛΟΥΜΤΖΙΔΟΥ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΥ, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (