ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΣΕΩΣ (Η-Μ)
Ἄλλα εἴδη ἀγγείων πόσεως ἦταν καὶ ἡ ΗΔΥΠΟΤΙΣ ( < ἡδύς + πίνω), τὸ ὁποῖον ὅπως δηλοῖ καὶ τὸ ὄνομά του ἦταν κατάλληλον γιὰ ἡδύποτα (λικέρ < λείβω). Ἦταν ποτήρι ἐλαφρὺ καὶ κατεσκευάζετο ἀπὸ τοὺς Ῥοδίους κυρίως, οἱ ὁποῖοι ὅπως γράφει καὶ ὁ Ἀθήναιος τὸ δημιούργησαν πρὸς ἀνταγωνισμὸν τοῦ ἀθηναϊκῆς κατασκευῆς ποτηρίου, τῆς θηρικλείου («Ῥοδίους ἀντιδημιουργήσασθαι πρὸς τὰς Ἀθήνησι θηρικλείους», Δειπν., 37).
Ἔπειτα ὑπῆρχε καὶ τὸ ΗΘΑΝΙΟΝ ( < ἠθμός, ἐξ οὗ ἡ διήθησις), τὸ ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, τὸ ὁποῖον πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ («τὸ δέπας ἐν ᾧ διέπλευσεν ὁ Ἡρακλῆς τὸν Ὠκεανὸν· εἶναι μέν φησιν Ἡλίου, λαβεῖν δ᾽ αὐτὸ παρ᾽ Ὠκεανοῦ τὸν Ἡρακλέα. μήποτε δὲ ἐπεὶ μεγάλοις ἔχαιρε ποτηρίοις ὁ ἥρως, διὰ τὸ μέγεθος παίζοντες οἱ ποιηταὶ καὶ συγγραφεῖς πλεῖν αὐτὸν ἐν ποτηρίῳ ἐμυθολόγησαν», Δειπν., 38), ὁ ΗΜΙΤΟΜΟΣ («ἡμίτομος ἔκπωμά τι παρ᾽ Ἀττικοῖς ἀπὸ τοῦ σχήματος οὕτως ὀνομασθέν», Δειπν., 40), ἡ ΘΗΡΙΚΛΕΙΟΣ κύλιξ («κατασκευάσαι δὲ λέγεται τὴν κύλικα ταύτην Θηρικλῆς ὁ Κορίνθιος κεραμεύς, ἀφ᾽ οὗ καὶ τοὔνομα ἔσχε», Δειπνοσ., 41) -ἴσως ὁ «θεριακλῆς» νὰ συνδέεται καὶ μὲ τὴν ἀκατάπαυστη πόσιν ἀπὸ τὴν θηρίκλειον κύλικα, ἄν ὄχι μὲ τὴν θηριακή =ἀντίδοτον δηλητηρίου, ἐκ τῆς ὁποίας λέξεως σχημάτισαν τὴν ἀντίστιχη λέξιν γιὰ τὸ «ὄπιον» οἱ Ἀνατολίτες.
Τὸ δὲ ΙΣΘΜΙΟΝ ποὺ ἐλέγετο ἕνα εἶδος ποτηρίου ἀπὸ τοὺς Κυπρίους («Κυπρίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν», Δειπν. 44) πρέπει νὰ θύμιζε τὰ σημερινὰ ποτήρια, νὰ ἦταν δηλαδὴ σὰν ἰσθμός ( =λαιμός), μακρόστενον. Ὁ ΚΑΔΙΣΚΟΣ ( < χάζω, = μικρός κάδος, «ποτηρίου εἶδος...δίωτον ἐπίθημα ἔχοντα», Δειπν. 46) ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τοῦ Ἀθηναίου καταλαβαίνουμε πὼς εἶχε δύο λαβές, «ὦτα». Ἐχρησιμοποιεῖτο καὶ ὡς ἔκπωμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς γραμματείας μας φαίνεται πὼς ἐχρησιμοποιεῖτο κυρίως ὡς κάλπη («εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα, εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον», Ἡσύχιος).
Ὁ ΚΑΝΘΑΡΟΣ («ὅτι μὲν πλοίου ὄνομα κοινόν, ὅτι δὲ καὶ ποτήριόν τι οὕτω καλεῖται...ἀπὸ Κανθάρου κεραμέως ὠνομάσθη τὸ ἔκπωμα», Δειπν., 47-48) ὠνομάσθη ἐκ τοῦ κεραμέως Κανθάρου. Πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος ποτηρίου μὲ πολλὲς παραλλαγές, μὲ κύριον χαρακτηριστικὸν τὸ λεκανοειδές του, ἐξ οὗ καὶ κάνθαρος ὠνομάσθη καὶ ὁ κεντρικὸς λιμὴν τοῦ Πειραιῶς, ἀλλὰ καὶ ἕνα εἶδος πλοίου (ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ποὺ προέκυψε καὶ ἡ λέξις «καράβι», ἐκ τοῦ κεράμβυκος, κανθάρου κερασφόρου). Ὑπάρχουν διάφοροι τύποι κανθάρου, ἄλλοι ἔχοντες ὡς χαρακτηριστικὰ τὸ λεπτὸ πόδι μὲ τὸ φαρδὺ σῶμα καὶ τὶς δύο λαβὲς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν βάσιν τοῦ σώματος καὶ καταλήγουν στὸ χεῖλος τοῦ ἐκπώματος, ξεπερνώντας ὅμως τὸ ὕψος τῶν χειλέων, ἄλλοι ἔχοντες παχύ, χαμηλὸ πόδι καὶ τῶν ὁποίων οἱ λαβὲς δὲν ξεπερνοῦν τὸ χεῖλος τοῦ ἐκπώματος, ἄλλοι μὲ ψηλὸ, χοντρὸ πόδι καὶ μία λαβή (μονωτός κάνθαρος), ἄλλοι ἔχουν σχήμα προσώπου στὸ κοῖλον τοῦ ἐκπώματος κ.ἄ. Ἦταν ἱερὸν τοῦ Διονύσου καὶ τῶν θιασωτῶν του, οἱ ὁποῖοι ἔφερον αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας των.
Τὸ ΚΑΛΠΙΟΝ («ποτηρίου τι γένος Ἐρυθραίου», Δειπν., 49) εἶναι ἕνα εἶδος ποτηρίου, σὰν μία μικρὴ ὑδρία. Τὸ ΚΑΡΧΗΣΙΟΝ («ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα, ἐστὶ δὲ ἱκανῶς ἐπίμηκες τὸ ποτήριον τὸ καρχήσιον, καὶ τάχα διὰ τὸ ἀνατετάσθαι οὕτως ὠνόμασται. ἀρχαιότατον δ᾽ ἐστὶ ποτήριον τὸ καρχήσιον, εἴ γε ὁ Ζεὺς ὁμιλήσας Ἀλκμήνῃ ἔδωκε δῶρον αὐτὸ τῆς μίξεως», Δειπν., 49) εἶναι εἶδος ἐκπώματος στενότερον στὴν μέση του ἀφ' ὅτι στὸν πάτον καὶ τὸ χεῖλος του, τὸ ὁποῖον τὸ ἔδωσε δῶρον ὁ Ζεὺς στὴν ἀγαπημένη του, Ἀλκμήνη.
Γιὰ τὴν ΚΕΛΕΒΗ γράφει ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφιστές, 50) πὼς «κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ συνήθως ἔταττον, ἀφ᾽ οὗ λέγεται καὶ ὁ λέβης». Ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου γράφει πὼς ἡ κελέβη ἦταν εὐρὺ ἀγγεῖον μετὰ μεγάλης κοιλίας, μόλις σχηματιζομένου λαιμοῦ καὶ δύο λαβῶν. Ἐὰν αὐτὴ δὲν ἔφερε βάσιν, λαιμὸν καὶ λαβὰς ἐλέγετο δίνος/δεῖνος καὶ ἐτοποθετεῖτο ἐπὶ ὑποστηρίγματος.
Γιὰ τὸ ΚΕΡΑΣ ( < ἠχοποίητον ἐκ τοῦ ἤχου κρ..κρ, κράτς ποὺ κάνουν τὰ... κέρατα τῶν ...κρ-ιῶν ὅταν χτυποῦν τὶς ...κάρες τους, ποὺ μᾶς ἔδωσε μέχρι σήμερα τὸ «κέρασμα»· γράφει ὁ Ἀθήναιος, μεταξὺ ἄλλων πὼς τὸ δημιούργημα τοῦ Διονύσου, τὸν οἶνον οἱ παλαιοὶ τὸν ἔπιναν ἀρχικῶς εἰς κέρατα βοδιῶν, ἐξ οὗ καὶ ὁ Διόνυσος ἀπεικονίζεται καὶ ὡς κερασφόρος, ἀλλὰ λέγεται καὶ ταῦρος· «τοὺς πρώτους λέγεται τοῖς κέρασι τῶν βοῶν πίνειν ἀφ᾽ οὗ τὸν Διόνυσον κερατοφυῆ πλάττεσθαι ἔτι τε ταῦρον καλεῖσθαι ὑπὸ πολλῶν ποιητῶν. ἐν δὲ Κυζίκῳ καὶ ταυρόμορφος ἵδρυται. ὅτι δὲ τοῖς κέρασιν ἔπινον δῆλον ἐκ τοῦ καὶ μέχρι : νῦν λέγεσθαι, ὅταν συμμίσγωσι τῷ οἴνῳ τὸ ὕδωρ, κεράσαι φάσκοντες. καὶ τὸ ἀγγεῖον δ᾽ ἐν ᾧ κιρνᾶται ὁ οἶνος κρατὴρ ἀπὸ τοῦ συγκιρνᾶσθαι ἐν αὐτῷ τὸ ὕδωρ, ἀπὸ τοῦ κέρατος, οἱονεὶ κερατήρ, ἀπὸ τοῦ εἰς κέρας ἐγχεῖσθαι τὸ πόμα. διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν ἡ τῶν κεράτων κατασκευή, καλοῦσι γοῦν ἔνιοι ταῦτα ῥυτά. καὶ τῶν ποιητῶν δὲ πολλοὶ παράγουσι πίνοντας τοὺς ἀρχαίους κέρασι», Δειπν. 51.
Ὁ ΚΕΡΝΟΣ ( < κεράννυμι) εἶναι «ἀγγεῖον κεραμεοῦν, ἔχον ἐν αὑτῷ πολλοὺς κοτυλίσκους ( =ποτηράκια) κεκολλημένους», Δειπν. 52, μέσα στὰ ὁποῖα ἔβαζαν διάφορα συνοδευτικά, πέραν τοῦ οἴνου, ὅπως μέλι, καρπούς, γάλα, λάδι, τυριά. Περισσότερον ἦταν σὰν μία πιατέλα μὲ βαθουλώματα, μὲ τὴν ὁποία κερν-οῦσαν διάφορα κεράσματα. Ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τὶς ἱερὲς τελετὲς στοὺς θεούς, ὅπου μὲ αὐτὸν προσέφεραν διαφόρους καρποὺς στοὺς θεούς. Τὸ ἀγγεῖον αὐτὸ τὸ ἔφερε μία ἱέρεια ἤ ἱερεύς, ὁ/ἡ κερνοφόρος ἤ κερνᾶς. Κέρνοι πολυπλακώτεροι, δηλαδὴ ἔχοντες στὸ μέσον ψηλὸν λαιμόν, ἐχρησιμοποιοῦντο καὶ στὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ εὑρεθὲν πλῆθος τους κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς στὴν Ἐλευσῖνα.
Ἐκ ξύλου κισσοῦ κατεσκεύαζον ἕνα εἶδος ἐκπώματος μονωτοῦ, δηλ. ἔχοντος μία λαβή, τὸ ΚΙΣΣΙΝΟΝ ἤ ΚΙΣΣΥΒΙΟΝ. Ἄν καὶ ὁ Νίκανδρος γράφει πὼς τὰ ἀρχαῖα ἐκπώματα ἐλέγοντο κισσύβια διότι στὸν Διδυμαῖον Δία ἔκαναν σπονδὲς μὲ φύλλα κισσοῦ («Κλείταρχος δέ φησιν Αἰολεῖς τὸν σκύφον κισσύβιον καλεῖν Μαρσύας δὲ κύπελλον καὶ τὸ ξύλινον ποτήριον. Εὔμολπος δὲ γένος τι ποτηρίου, ἴσως, φησίν, κατ᾽ ἀρχὰς ἐκ κισσίνου κατασκευασθὲν ξύλου. Νίκανδρος δὲ ὁ Κολοφώνιος ἐν τῷ πρώτῳ τῶν Αἰτωλικῶν γράφει: ἐν τῇ ἱεροποιίῃ τοῦ Διδυμαίου Διὸς κισσοῦ σπονδοποιέονται πετάλοισιν, ὅθεν τὰ ἀρχαῖα ἐκπώματα κισσύβια φωνέεται», Δειπν., 53).
Τὸ δὲ ἔκπωμα ποὺ ὠνόμαζον ΚΙΒΩΡΙΟΝ, προφανῶς ὡμοίαζε στὸ ὁμώνυμον τμῆμα τοῦ φυτοῦ κολοκασία, τὸ κιβοῦρι. Γράφει ὁ Ἀθήναιος σχετικῶς : «ποτηρίου εἶδος εἶναι, καὶ τάχ᾽ ἂν εἴη τὰ λεγόμενα σκυφία διὰ τὸ κάτωθεν εἰς στενὸν συνῆχθαι ὡς τὰ Αἰγύπτια κιβώρια», Δειπν., 54.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ ΚΟΝΔΥ, ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφιστές, 55) γράφει πὼς εἶναι ποτήριον ἀσιατικόν, ἀπαντώμενον στὴν Καππαδοκία. Ἐπρόκειτο γιὰ σφαιρικό, ἄωτον ἀγγεῖον πόσεως. Ὁ Νικόμαχος ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων ἀναφέρει, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀθήναιον (Δειπν., 55), πὼς «τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν, τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος ἀστρολογικὸς ὡς ὁ κόσμος ἐξ οὗ τῶν θεῶν τὰ θαύματα καὶ τὰ καρπώσιμα γίνεσθαι ἐπὶ γῆς: διὸ ἐκ τούτου σπένδεσθαι». Ἐκ τοῦ σχήματος τοῦ κόνδυος, ἡ λατινικὴ condyla, ἤτοι ἡ σημερινὴ γόνδολα.
Ὕστερα, ὑπῆρχε καὶ ἕνα εἶδος ποτηρίου ποὺ ἐλέγετο ΚΟΝΩΝΕΙΟΣ («κυλίκων Κονωνείων ζεῦγος», Δειπν. 55). Γιὰ τὸν ΚΟΤΥΛΟΝ γράφει ὁ Ἀθήναιος «τὰ μόνωτα ποτήρια κότυλοι...Πάμφιλος δὲ ποτηρίου φησὶν εἶναι γένος, ἴδιον δ᾽ εἶναι Διονύσου», Δειπν., 56. Ἡ δὲ ΚΟΤΥΛΗ ἦταν ποτήρι «ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον», Δειπν. 57. Κι ἀπὸ αὐτὸ ἔλεγον κοτύλη κάθε τι κοῖλον , ὅπως τὰ κοιλώματα τῶν ἀρθρώσεων, τὸ κοῖλον τῆς παλάμης, τὸ κούτελον κ.ἄ. Σὲ ἄλλες πηγές, ὅπως ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου ὁ κότυλος καὶ ἡ κοτύλη δὲν διαφέρουν («Ἡ κοτύλη ἤ ὁ κότυλος, κοῖλον μετὰ δύο λαβῶν ἤ καὶ μιᾶς, βάσεως, ἄνευ λαιμοῦ καὶ ἀνοικτοῦ στομίου· τοῦτο ἐχρησιμοποίουν καὶ ὡς ποτήριον, ἵνα πίνουν οἶνον καὶ διὰ νὰ ἀντλοῦν ἐκ τοῦ κρατῆρος· ἀλλὰ καὶ ὡς μέτρον ὑγρῶν καὶ ξηρῶν εἰδῶν· τὸ ἥμισυ αὐτῆς ἐλέγετο ἡμικοτύλιον»).
Ἡ ΚΟΤΤΑΒΙΣ ἦταν ἄλλο εἶδος ποτηρίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἔριχναν τὸ κρασὶ ὅταν ἔπαιζαν τὸ παιχνίδι «κότταβος» («ἆθλα κοτταβεῖα καλούμενα, εἶτα κύλικες αἱ πρὸς τὸ πρᾶγμα χρήσιμαι», Δειπν., 58). Τὸ ΚΡΑΤΑΝΙΟΝ ἦταν εἴδος μεγάλου ποτηριοῦ (γι' αὐτὸ καὶ ἀρκετοὶ τὸ ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κρατῶ + ἀνία), συνήθως ἀργυροῦ. Τὸ ΚΡΟΥΝΕΙΟΝ ( < κρουνός) ἦταν ἄλλο εἶδος ἐκπώματος, ὅπως καὶ ἡ ΚΥΑΘΙΣ ἤ ΚΥΑΘΟΣ («κοτυλῶδες ἀγγεῖον», Δειπν., 59, βλ. ἀρύταινα).
Ἡ ΚΥΛΙΞ ἦταν κεραμικὸ ἔκπωμα καὶ ὠνομάσθη ἔτσι «ἀπὸ τοῦ κυλίεσθαι τῷ τροχῷ: ἀφ᾽ ὧν καλεῖται τό τε κυλικεῖον, ἐν ᾧ τίθεται τόπῳ τὰ ποτήρια κἂν ἀργυρᾶ τυγχάνῃ ὄντα, καὶ τὸ κυλικηγορεῖν, ὅταν ἐπὶ τῇ κύλικί τις ἀγορεύῃ», Δειπν., 60. Ὑπῆρχαν διαφόρων εἰδῶν κύλικες, μὲ πόδες, ἄποδες, ψηλὲς καὶ χαμηλές (Χαλκιδίζουσα), εἴτε μὲ ἴσια (χειλεωτή), εἴτε μὲ ὀξέα χείλη (Ἀργεία), εἴτε μὲ κοῖλα χείλη, μὲ καμπυλωτὲς ἤ ἴσιες λαβές καὶ μὲ κωνοειδῆ (Χία), εὐθεῖα ἤ κοίλη βάσιν...
Τὸ ΚΥΜΒΙΟΝ ἦταν μικρὸ κύπελλον/ κύμβη, «κοῖλον καὶ μικρόν, στενόν, παρόμοιον πλοίῳ». Τὸ ΚΥΠΕΛΛΟΝ/ ΚΥΠΗ/ ΚΥΠΑ, ποὺ γέννησε τὰ σημερινὰ ἀντιδάνεια «κοῦπα», «κουβά», τὴν «κοππέλλα» ( < coppella, κύπελλον τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιεῖτο ὡστε νὰ ραφινάρουν τὸν χρυσὸν καὶ τὸ ἀσήμι, ἐξ οὗ καὶ ἡ φράσις «oro di coppella», μτφ. ἡ χρυσή, ἡ φίνα νεαρά), ἴσως καὶ ἡ κιπά, τὸ κοῖλον καπέλο ποὺ φοροῦν οἱ Ἑβραῖοι, ὠνομάσθη «ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος», Δειπν., 65, οἷον κύφελλον, κύπελλον.
Ἡ λέξις «κύπελλον» ποὺ χαρακτηρίζει τὸ ἔπαθλον ποὺ παίρνει ὁ νικητὴς σὲ κάποιον ἀγῶνα, ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, καθῶς διάφορα μεταλλικὰ κύπελλα, ἀλλὰ καὶ ἄλλα εἴδη ἀγγείων, ὅπως οἰνοχόες (βλ. οἰνοχόη Διπύλου, μὲ τὴν ἐπιγραφὴ : «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ ΜΙΝ», δηλ. «Ὅποιος ἐκ τῶν ὀρχηστῶν ὅλων ζωηρότερα χορεύσει, αὐτὸ ἐδῶ νὰ τοῦ δοθεῖ), λέβητες, ὑδρίες, φιάλες κλπ, ἐδίδοντο ὡς ἔπαθλα στοὺς νικητὲς τῶν ἀγώνων. Ὁ Πίνδαρος στοὺς «Νεμεονίκους», 9-10, ἀναφέρει ὡς ἔπαθλον σὲ ἀγῶνες στὴν Σικυῶνα καὶ σὲ ἀγῶνες στὸν Μαραθῶνα πρὸς τιμὴν τῶν πεσόντων στοὺς Περσικοὺς πολέμους, ἀργυρὲς φιάλες. Γιὰ τὸν ἴδιον λόγον δίδονται καὶ μετάλλια ( < μέταλλον), ἀπὸ μέταλλα διαφορετικῆς ἀξίας, ἀναλόγως τῆς θέσεως τοῦ ἀθλητοῦ. Ἔτσι ὁ πρῶτος παίρνει χρυσόν, ὁ δεύτερος ἀσημένιον καὶ ὁ ἑπόμενος χάλκινον μετάλλιον.
Τὸ ΛΑΒΡΩΝΙΟΝ/ ΛΑΒΡΩΝΙΑ ἦταν ἔκπωμα περσικόν «ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος ὠνομασμένον. πλατὺ δ᾽ ἐστὶ τῇ κατασκευῇ καὶ μέγα: ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα», Δειπν., 68.
Ἡ ΛΑΚΑΙΝΑ ἦταν ἄλλο εἶδος ἐκπώματος ἐπιχωριάζον εἰς τὴν Λακωνία, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του («κυλίκων εἶδος οὕτως λεγόμενον ἢ ἀπὸ τοῦ κεράμου, ὡς τὰ Ἀττικὰ σκεύη, ἢ ἀπὸ τοῦ σχήματος ἐπιχωριάσαντος ἐκεῖ», Δειπν., 69). Ὁ δὲ ΛΑΦΥΚΤΗΣ ἦταν «κύλιξ μεγάλου μεγέθους», ( < λαφύσσω/ λάπτω =τρώω λαίμαργα, καταβροχθίζω). Ὁμοίως καὶ ἡ ΛΕΠΑΣΤΗ «μεγάλη, τοῦτο δὲ τὸ ποτήριον ὠνομάσθη ἀπὸ τῶν εἰς τὰς μέθας καὶ τὰς ἀσωτίας πολλὰ ἀναλισκόντων, οὓς λαφύκτας καλοῦμεν. κύλικες δ᾽ ἦσαν μεγάλαι...ἀφ᾽ ἧς ἔστι λάψαι, τουτέστιν ἁθρόως πιεῖν», Δειπν., 70.
Τὸ ΛΕΣΒΙΟΝ/ ΛΕΣΒΟΝ ἦταν ἔκπωμα γυάλινον («Λέσβιόν ὅτι ποτηρίου εἶδος...ἐξ ὑέλου», Δειπν., 71), εἴτε διότι ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Λέσβον, εἴτε ἐκ τοῦ λείβω =στάζω, σπένδω, χύνω. Τὸ ΛΟΥΤΗΡΙΟΝ, ὅπως καὶ ὁ ΛΕΒΗΣ συγκαταλέγονται ἀπὸ τὸν Ἀθήναιον στὰ ἀγγεῖα πόσεως, (Δειπν., 50/ 71), ἀλλὰ οἱ περισσότερες ἀναφορὲς στὴν γραμματεία μας, ὅπως καὶ ἡ ἴδια τους ἡ ἐτυμολογία, ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα πὼς ἐπρόκειτο περισσότερον γιὰ τελετουργικὰ ἀγγεῖα.
Τὸ ΛΥΚΙΟΥΡΓΕΣ ἦταν ἄλλο εἶδος ποτηρίου καὶ ὠνομάσθη ἔτσι ἐκ τινὸς ὀνόματι Λύκωνος «φιάλαι τινὲς οὕτως καλοῦνται ἀπὸ Λύκωνος τοῦ κατασκευασαμένου...ὑπὸ Λυκίου φησὶ κατεσκευασμένας. ἦν δὲ οὗτος τὸ γένος Βοιώτιος ἐξ Ἐλευθερῶν, υἱὸς Μύρωνος τοῦ ἀνδριαντοποιοῦ», Δειπν., 72. Ὁ ΜΑΝΗΣ ἤ τὸ ὑποκοριστικόν του ΜΑΝΙΟΝ ἦταν ἄλλον εἶδος κεραμικοῦ ἐκπώματος (Δειπν., 75). Ὑπῆρχαν καὶ τὰ ΜΕΛΗ («μέλη, οὕτω καλεῖταί τινα ποτήρια ὧν μνημονεύει Ἀνάξιππος ἐν Φρέατι», Δειπν., 73), τὸ ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ («μετάνιπτρον ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἐπὴν ἀπονίψωνται διδομένη κύλιξ...ἔνιοι δὲ τὴν μετὰ τὸ νίψασθαι πόσιν, ὡς Σέλευκος ἐν Γλώσσαις», Δειπν., 73) καὶ ὁ ΜΑΣΤΟΣ/ ΜΑΣΘΑΛΙΣ/ ΜΑΘΑΛΙΣ, ποτήριον ἔχον σχἦμα μαστοῦ. Λέγεται ὅτι ἐποιήθη συμφώνως πρὸς τὸ μέγεθος τοῦ στήθους τῆς ὡραίας Ἑλένης («Παφίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν. μαθαλίδας Βλαῖσος ἐν Σατούρνῳ», Δειπν., 74).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου