Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)


ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΣΕΩΣ (Ν-Σ) 

Ἄλλα ἀγγεῖα πόσεως ἦταν ἡ ΝΕΣΤΟΡΙΣ «περὶ τῆς ἰδέας τοῦ Νέστορος ποτηρίου», Δειπν., 76. Τὸ δέπας τοῦ Νέστορος, «τὸ εὔποτον ποτέριον», ἡ Νεστορίς, ἦταν διακοσμημένον ὅπως λέγει ὁ ποιητής μὲ δύο χρυσᾶ περιστέρια ἑκατέρωθεν σὲ κάθε λαβή του (βλ. κεντρικὴ εἰκόνα). Εἶχε τέσσερεις λαβές καὶ δύο πυθμένες. Ὄν γεμάτον τὸ δέπας ἦταν βαρύ, μὰ ὁ Νέστωρ, ἄν καὶ γηραιὸς τὸ σήκωνε μὲ εὐκολία (Ἰλιάς, Λ', 632 κ. ἑξ.). 

ΟΛΜΟΣ ἦταν «ποτήριον κερατίου τρόπον εἰργασμένον», Δειπν., 86. Τὸ ΟΞΥΒΑΦΟΝ ἦταν ἀφ' ἑνὸς ἀγγεῖον γιὰ νὰ τοποθετοῦν τὸ ξίδι -ὅπως καὶ ἡ ΟΞΙΣ-, ἀλλὰ ἦταν καὶ εἶδος μικροῦ πηλίνου ἐκπώματος «τὸ ὄξους δεκτικὸν σκεῦος : ἐστὶ δὲ καὶ ὄνομα ποτηρίου», Δειπν., 87. 

Ἄλλο εἶδος δέπατος ἦταν καὶ ἡ ΟΙΝΙΣΤΗΡΙΑ/ ΟΙΝΙΣΤΗΡΙΟΝ «οἱ μέλλοντες ἀποκείρεσθαι τὸν σκόλλυν ἔφηβοι, φησὶ Πάμφιλος, εἰσφέρουσι τῷ Ἡρακλεῖ μέγα ποτήριον πληρώσαντες οἴνου, ὃ καλοῦσιν οἰνιστηρίαν, καὶ σπείσαντες τοῖς συνελθοῦσι διδόασι πιεῖν», Δειπν., 88. Ὁ ΟΛΛΥΞ/ ΟΛΛΙΞ ἦταν «ξύλινον ποτήριον», Δειπν., 88. Ὑπῆρχε καὶ δέπας ὀνόματι ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΝ. Οἱ παναθηναϊκοὶ «ἦσαν δὲ καὶ ὀνύχινοι σκύφοι καὶ συνδέσεις τούτων μέχρι δικοτύλων καὶ Παναθηναικὰ μέγιστα, τὰ μὲν δίχοα, τὰ δὲ καὶ μείζονα», Δειπν., 89. 

Ὑπῆρχε καὶ κύλιξ ἐπονομαζομένη ΠΕΝΤΑΠΛΟΑ, «Ἀθήναζε ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου: τρέχειν δ᾽ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον τὸν καλούμενον ὦσχον. τρέχουσι δ᾽ ἐκ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διονύσου μέχρι τοῦ τῆς Σκιράδος Ἀθηνᾶς, καὶ ὁ νικήσας λαμβάνει κύλικα τὴν λεγομένην πενταπλόαν καὶ κωμάζει μετὰ χοροῦ. πενταπλόα δ᾽ ἡ κύλιξ καλεῖται καθ᾽ ὅσον οἶνον ἔχει καὶ μέλι καὶ τυρὸν καὶ ἀλφίτων καὶ ἐλαίου βραχύ», Δειπν., 92. 

Τὸ δὲ ΠΕΤΑΧΝΟΝ ( < πετάννυμι =ἁπλώνω) ἦταν «ποτήριον ἐκπέταλον», Δειπν., 92, μὲ πλατὺ πάτον· «πίνω πέταχνον» σημαίνει πίνω πολύ. Τὸ ΠΟΤΗΡΙΟΝ προέρχεται ἐκ τοῦ πίνειν, εἶναι ὅ,τι καὶ σήμερον. Ἡ ΠΡΙΣΤΙΣ εἶναι ἄλλον «ποτηρίου εἶδος», Δειπν., 93. 

(Πρόχους) 

ΠΡΟΧΥΤΗΣ/ ΠΡΟΧΟΥΣ ἦταν «ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ᾽ οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν», Δειπν., 94. Ἦταν περισσότερον οἰνοχόη, κανάτα πρὸς χύσιν οἴνου καὶ ὕδατος (σὰν μεγάλον μπρίκι), παρὰ ποτήριον. Ἀπὸ τὴν πρόχουν ἔφτιαξαν οἱ Γάλλοι τὸν broc/ bric καὶ οἱ Τοῦρκοι τὴν εἶπαν ibrik, ἀφ' ὅπου τὸ ἀντιδάνειον μπρίκι. 

(Ῥυτόν) 

Τὸ ΡΕΟΝ/ ΡΥΤΟΝ/ ΠΡΟΤΟΜΗ ἦταν ἀγγεῖον πόσεως, μὲ τὴν μορφὴ κεφαλῆς ζώου, συνήθως κριοῦ ἤ ταύρου, «ποτήριον καταλῆγον εἰς ὀξὺ ἄκρον καθ' ὅ ὑπῆρχε μικρὰ ὀπὴ δι' ἧς ὁ οἶνος ἔρρεεν ἐν λεπτῇ ῥοῇ». Ἐπειδὴ εἶχε τὴν μορφὴ κάποιου ζώου ὠνομάζετο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ἀντίστοιχον ζῶον ποὺ ἀναπαριστοῦσε, ἐξ οὗ καὶ ΓΡΥΨ, ΠΗΓΑΣΟΣ, ΚΑΠΡΟΣ κλπ. «Ταύτα πάντα -τὰ ποτήρια- ὠνομάσθησαν ῥυτά, διότι κάτωθεν εἶχον ὀπὴν διὰ τῆς ὁποίας ἔρρεεν ὁ οἶνος», Ἐγκυκλοπαίδεια Ἡλίου. 

(Σκύφος) 

ΡΥΣΙΣ ἦταν «φιάλη χρυσῆ», Δειπν., ΙΑ', 95. Ἀκόμα ὑπῆρχε ἡ ΡΟΔΙΑΣ ( < ῥέω, «Δειπνοσοφ., ΙΑ', 96), ὁ ΣΑΒΡΙΑΣ, τὸ ΣΑΝΝΑΚΙΟΝ, ποὺ ἔδωσε τὸ ἀντιδάνειον «τσαννάκι», τὸ ΣΚΑΛΛΙΟΝ («κυλίκιον μικρὸν ᾧ σπένδουσιν Αἰολεῖς», Δειπν., 98), ὁ ΣΚΥΦΟΣ («τὸ δὲ σκύφος ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς σκαφίδος. καὶ τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ὁμοίως ἀγγεῖον ξύλινον στρογγύλον γάλα καὶ ὀρὸν δεχόμενον...σκύφος οἷον σκύθος τις διὰ τὸ τοὺς Σκύθας περαιτέρω τοῦ δέοντος μεθύσκεσθαι», Δειπν., 101) ποὺ ἀπὸ τοὺς Ἠπειρῶτες ἐλέγετο ΛΥΡΤΟΣ (ἐκ τοῦ σκύφου, ὁ σκοῦφος, ὡς ἔχων ὅμοιον σχῆμα). Ἡ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου γράφει πὼς ἀρχικῶς ἦταν ξύλινον, πλατύστομον, μετὰ δύο λαβῶν, χρησιμοποιούμενον ἀπὸ τοὺς ἀγρότες, ἀντίστοιχον πρὸς τὸ «τάσι»· μετὰ ἔγινε πήλινον, χρυσὸ καὶ ἀργυρόν, μετὰ τορνευτῶν παραστάσεων. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 4ον)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT, «ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ», ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, «ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ-ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΟΥ 4ου-2ου αἰ. π.Χ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ», ΑΝΝΑΡΕΤΑ ΤΟΥΛΟΥΜΤΖΙΔΟΥ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΥ, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΙΤΙΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (