ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΣΕΩΣ (Τ-Ω) ΚΑΙ ΑΓΓΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΨΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Ἄλλα ἀγγεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ πρόγονοί μας γιὰ νὰ πιοῦν ἦταν ὁ ΤΑΒΑΙΤΗΣ, ἕνα ξύλινον ἔκπωμα, ὅπως γράφει ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφιστές, 102), ὁ ΤΡΑΓΑΛΑΦΟΣ/ ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ, ἤτοι ἕνα εἶδος ποτηρίου μὲ ἀνάγλυφη παράστασιν τραγελάφου ἤ μὲ σχῆμα ὅμοιον τραγελάφου, ἡ ΤΡΙΗΡΗΣ, ἄλλο εἶδος ἐκπώματος ὁμοιάζον μὲ τριήρη, τὸ ΥΣΤΙΑΚΟΝ («ποτήριον τί», Μέγα Ἐτυμολογικόν), ἡ ΦΙΑΛΗ ( < πιάλη < πίειν ἅλις =ἀπλήστως, «πιάλη, ἡ τὸ πιεῖν ἅλις παρέχουσα, μείζων γὰρ τοῦ ποτηρίου», Δειπν., 103). Ἐπρόκειτο γιὰ ἀβαθὲς ἀγγεῖον, τὸ ὁποῖον εἶχε εὐρεῖα χρῆσιν στὶς σπονδές.
Ἡ δὲ ΦΘΟΪΣ/ ΦΘΟΙΣ ἦταν ὀμφαλωτὴ φιάλη (Δειπν., 106), ἐνῶ ἡ ΦΙΛΟΤΗΣΙΑ ἦταν «κύλιξ τις ἣν κατὰ φιλίαν προὔπινον», Δειπν., 106. Ὁ ΧΟΝΝΟΣ ( < χέω, βλ. χωνί) ἦταν εἶδος ποτηρίου κατεσκευασμένου ἀπὸ χαλκόν («παρὰ Γορτυνίοις ποτηρίου εἶδος, ὅμοιον θηρικλείῳ, χάλκεον», Δειπν., 106). Ὑπῆρχαν καὶ τὰ ΧΑΛΚΙΔΙΚΑ ποτήρια («Χαλκιδικὰ ποτήρια ἴσως ἀπὸ τῆς Χαλκίδος τῆς Θρᾳκικῆς εὐδοκιμοῦντα», Δειπν., 106). Ἡ ΧΥΤΡΙΣ ἦταν μέγα ποτήριον (ἐκ τοῦ χέω), ἀλλὰ καὶ εἶδος μικρῆς χύτρας. Ὁ ΩΔΟΣ ἦταν «ποτήριον...τὸ ἐπὶ τῷ σκολίῳ διδόμενον», Δειπν., 110. Τὸ ἔδιναν γεμάτον μὲ κρασὶ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον στὰ συμπόσια, τραγουδώντας. Ὑπῆρχε καὶ ἕνα ποτήρι ὠοειδοῦς σχήματος, μὲ δύο πυθμένες, τὸ ὁποῖος ἔλεγον ῼΟΣΚΥΦΙΟΝ ( < ὠόν + σκῦφος). Ποτήρι ῳοειδὲς ἦταν καὶ τὸ ῼΟΝ (Δειπν., 110).
Ἔπειτα ὑπῆρχαν καὶ τὰ ἀγγεῖα τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποίουν πρὸς ἀνάμειξιν καὶ ἑτοιμασία τοῦ κρασιοῦ. Εἶναι γνωστὸν πὼς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἔπινον τὸν οἶνον ( < ὀνίνημι =ὀφελῶ) τους ἄκρατον, ἀλλὰ πάντοντε κεκραμμένον μὲ ὕδωρ, ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «κρασί». Τὸ ὕδωρ μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ θαλασσινόν· αὐτὸ ποὺ ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει στὰ «Αἴτια Φυσικά» (Ι') πὼς ἐβάπτιζον τὸν Διόνυσον στὴν θάλασσα, δηλαδὴ τὸν οἶνον μὲ θαλασσινὸν νερό! Καὶ ἔλεγαν καὶ ἕναν χρησμὸν ποὺ προστάζει τοὺς ψαράδες νὰ τὸ πράττουν αὐτὸ καὶ ὅσοι ζοῦν μακριὰ ἀπὸ θάλασσα νὰ βάζουν στὸν οἶνον, γύψον ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Καὶ γεννᾶται εὐλόγως τὸ ἐρώτημα, οἱ διονυσιακὲς τελετὲς ποὺ ἔχουν περάσει στὰ χριστιανικὰ ἔθιμα (καὶ ὄχι μόνον) καὶ θέλουν τὸν Χριστὸν νὰ βαπτίζεται σὲ ποτάμι, συνδέονται μὲ τὴν ἀλληγορία τοῦ Διονύσου ποὺ τὸν ἐβάπτιζον στὰ θαλασσινὰ νερά; Καὶ ὁ γύψος, τὸ ὑλικὸν ποὺ ἔφτιαχναν τὰ διονυσιακὰ προσωπεῖα, τὰ ὁποῖα κατέληξαν μάσκες τῶν Ἀποκριῶν στὶς μέρες μας, ἀναφέρεται καὶ αὐτὸς κατὰ σύμπτωσιν;
...
Ὁ Πλάτων στοὺς «Νόμους» (Α', 637d-e) ἀναφέρει πὼς δὲν ἦταν ἴδιον τῶν Ἀθηναίων τὸ νὰ πίνει κανεὶς ἄκρατον οἶνον, μὰ τῶν ἐκβαρβαρισμένων.
Ὁ Ἡσίοδος στὸ «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (596) δίνει τὴν ἀναλογία «τρὶς ὕδατος προχέειν, τὸ δὲ τέτρατον ἱέμεν οἴνου», δηλαδὴ 3 μέρη ὕδωρ καὶ ἕνα οἶνον, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἄλλοι δὲν ἐκεράννυσαν μὲ διαφορετικὲς ἀναλογίες, ὅπως 2 ὕδωρ πρὸς 1 οἶνον, 5 πρὸς δύο κοκ, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὸ ὕδωρ νὰ εἶναι περισσότερον σὲ ἀναλογία. Στὴν ἀνάμειξιν αὐτὴ χρησίμευε ὁ ΚΡΑΤΗΡ ( < κεράννυμι =ἀναμειγνύω ὑγρὸν μὲ ὑγρόν), ἀγγεῖον μεγάλο μὲ στενὴ βάσιν καὶ λαβές. Ὑπῆρχαν διαφόρων εἰδῶν κρατῆρες, ὅπως ὁ κορινθιακός, ὁ κρατὴρ μὲ τὶς ἑλικοειδεῖς λαβές, ὁ καλυκόσχημος, ὁ ὀνομασθεὶς ΠΡΟΑΡΟΝ ( < πρό + ἀρύω, «κρατὴρ ξύλινος, εἰς ὃν τὸν οἶνον κιρνᾶσιν οἱ Ἀττικοί», Δειπν. ΙΑ', 89) κ.ἄ. Οἱ κρατῆρες εἶχαν δύο λαβές, ὥστε νὰ εἶναι εὐκολωτέρα ἡ μεταφορά τους καὶ πολλάκις ἐτοποθετεῖτο ἀπὸ κάτω τους λεκάνη, τὸ ΥΠΟΚΡΗΤΗΡΙΟΝ ( < ὑπό +κρατήρ), ὥστε νὰ ἐκχύεται έκεῖ ὁ κεκραμμένος οἶνος.
Ὑπῆρχε καὶ ὁ ΚΑΛΑΘΟΣ ( < κᾶλον + θέτω), ἕνα ἀγγεῖον μὲ κυλινδρικὸν σχῆμα ποὺ ἄνοιγε πρὸς τὰ ἔξω στὸ ὕψος τοῦ χείλους καὶ διέθετε στὴν βάσιν του κάτι σὰν βρύσιν γιὰ νὰ βγαίνει τὸ κρασί. Ἀναφέρεται καὶ ὡς ἀγγεῖον, μὲ παρόμοια χρῆσιν μὲ αὐτὴ τοῦ ΨΥΚΤΗΡΟΣ/ ΨΥΓΕΩΣ, τοῦ ἀγγείου ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ ψύχουν τὸ κρασί. Ἴσως διότι καὶ αὐτὸ διέθετε στὸ πάνω μέρος του, μικρὸ ἄνοιγμα γιὰ νὰ βγαίνει τὸ κρασί.
Ὁ ψυκτὴρ ὅμως ἦταν φαρδύτερος, κυλινδρικὸς ἐπίσης, ἀλλὰ ὡμοίαζε περισσότερον μὲ βολβόν. Τὸν γέμιζαν μὲ κρύο νερὸ καὶ τὸν τοποθετοῦσαν μέσα στὸν κρατῆρα, γιὰ νὰ διατηρεῖ τὸ κρασί παγωμένον. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται πὼς στὸν ψυκτῆρα ἔβαζον κατευθεῖαν τὸ κρασί καὶ τὸν βύθιζαν σὲ παγωμένο νερό ἤ χιόνι. Ἐπίσης στὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου ἀναφέρεται πὼς τὸν ἔθεταν ἐπὶ μικροῦ τρίποδος ἐπὶ τῆς τραπέζης. Σὲ κάθε περίπτωσιν τὸ ὄνομά του ὑποδηλοῖ τὴν χρῆσιν του, ὡς μέσον ψύξεως τοῦ οἴνου.
Ὁ ΛΕΒΗΣ ( < λείβω, λοιβή =σπονδή) ἦταν βαθὺ ἀγγεῖο, συνήθως χωρὶς λαβές, μὲ μεγάλη καμπύλη στὴν μέση καὶ χρησίμευε στὴν ἀνάμειξιν τοῦ οἴνου μὲ τὸ νερό, ὅπως καὶ ὁ κρατήρ, ἀλλὰ καὶ στὸ μαγείρεμα, ὅπως καὶ ὡς ἀγγεῖον σερβιρίσματος στὰ συμπόσια, ἐξ οὗ καὶ ταυτίζεται μὲ τὸν δεῖνον καὶ συγκαταλέγεται ἀπὸ ἀρκετοὺς στὰ ἀγγεῖα πόσεως.
Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρει ἀνάμεσα στὰ ἀγγεῖα σχετικὰ τοῦ οἴνου καὶ τὶς ΡΟΔΙΑΚΕΣ ΧΥΤΡΙΔΕΣ, ἕνα ἀγγεῖον μέσα στὸ ὁποῖον ἔβραζαν διάφορα μυρωδικὰ καὶ τὰ προσέθεταν στὸ κρασί, μειώνοντας τὶς παρενέργειες τῆς μέθης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου