ΑΓΓΕΙΑ ΑΝΤΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ, ΑΓΓΕΙΑ ΣΠΟΝΔΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Ἀνεφέρθη ἤδη στὸ πρῶτον μέρος τοῦ ἄρθρου ἡ ΑΡΥΤΑΙΝΑ ( < «δι' ὧν ἤρυον ἐκ κρατῆρος, ἄλλως οἰνοχόη. Κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω συνηγμένον») ἤ ΚΥΑΘΟΣ ( < κύω) ἤ ΑΝΤΛΗΤΗΡΙΟΝ ( < ἀντλῶ), ἡ κουτάλα δηλαδὴ σὲ σχῆμα κυπέλλου μὲ πόδι καὶ ψηλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καμπύλη λαβή, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀντλοῦν τὸν οἶνον ἀπὸ τὸν κρατῆρα, ὡς μέτρον γιὰ τὴν ἀνάμειξιν τοῦ οἴνου μὲ τὸ νερόν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀγγεῖον πόσεως.
Ὕστερα ἔχουμε τὴν ΟΙΝΟΧΟΗ ( < οἶνος + χέω), δοχεῖον διὰ τοῦ ὁποίου ἤντλουν τὸν οἶνον ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἔχυνον αὐτὸν εἰς τὰ ποτήρια· εἶχε παχεῖαν κοιλία, λαβή, λαιμὸν καὶ ἀνοικτὸν στόμιον καὶ τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ στὶς σπονδές, γι' αὐτὸ καὶ συνήθως τὶς συναντῶμεν καὶ ἀνάμεσα στὰ διάφορα κτερίσματα ἀρχαίων τάφων.
Ἀκόμα εἶχαν καὶ τὶς ΟΛΠΕΣ ( < ἔλπος/ ἔλφος = βούτυρον, ἔλαιον -βλ. λεξ. Ἡσυχίου-, διότι ἡ κυρία χρῆσις του ἦταν ὡς ἐλαιοδοχείου), τοὺς ΛΑΓΗΝΟΥΣ (κοινῶς «λαγῆνι» < λά =λίαν + γῶ = χωρῶ, ΛΕΚΑΝΙΣ), τὶς ΚΟΤΥΛΕΣ (ἐκτενέστερα στὸ 2ον μέρος τοῦ ἄρθρου) καὶ τοὺς ΠΡΟΧΟΥΣ (ἀναλύεται στὸ 3ον μέρος) ὡς ἀγγεῖα -καί- παραθέσεως τοῦ κρασιοῦ. Ὑπῆρχαν καὶ οἱ ΠΡΟΣΩΠΟΥΤΤΕΣ/ ΠΡΟΣΩΠΟΕΣΣΕΣ, «ἀγγεῖα χάλκινα ἔχοντα ὡς διακόσμησιν πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Γιὰ τὶς σπονδὲς ἐχρησιμοποιοῦσαν ἐπίσης ΦΙΑΛΕΣ (ἀναλύεται στὸ 4ον μέρος), ΠΛΗΜΟΧΟΕΣ ( < πλήμη < πλήσμη + χέω), «σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν, ὥς φησι Πάμφιλος. χρῶνται δὲ αὐτῷ ἐν Ἐλευσῖνι τῇ τελευταίᾳ τῶν μυστηρίων ἡμέρᾳ, ἣν καὶ ἀπ᾽ αὐτοῦ προσαγορεύουσι Πλημοχόας», Δειπν., 93, ἤ ΕΞΑΛΕΙΠΤΡΑ ( < ἐξαλείφω).
Πρόκειται γιὰ ἀγγεῖα σὲ σχῆμα σβούρας καὶ χεῖλος ποὺ στρέφεται πρὸς τὰ μέσα μὲ κυλινδρικὸν κάλυμμα ποὺ διέθετε λαβή. Ὑπῆρχε καὶ ὁ ΤΡΙΠΟΔΙΚΟΣ ΚΩΘΩΝ ποὺ χρησίμευε περισσότερον γιὰ τὴν τοποθέτησιν ἀρωματικῶν ἐλαίων καὶ νεροῦ, τόσον γιὰ τὶς σπονδές, ὅσον καὶ γιὰ προσωπικὴ χρῆσιν.
Ἀκόμα χρησιμοποιοῦσαν ΛΕΒΗΤΕΣ ( < λοιβή = σπονδἠ, < λείβω) καὶ ΛΗΚΥΘΟΥΣ ( < ἔλαιον + κεύθω, βλ. μέρος 6ον).
Ὁ ΓΑΜΙΚΟΣ ΛΕΒΗΣ εἶχε σχῆμα παρόμοιον μὲ τοῦ λέβητος, αλλὰ διέφερε στὸ ὅτι ὁ γαμικὸς διέθετε εὐρὺ καὶ ὑψηλὸν πόδι μὲ κωνικὸν σχῆμα, ἐνσωματωμένον στὸ κυρίως ἀγγεῖον καὶ οἱ λαβές του ξεκινοῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ κατέληγαν κοντὰ στὰ χείλη. Ἐπίσης, εῖχε κάλυμμα σὲ τρουλοειδὲς σχῆμα. Τὸν ἔφεραν γεμάτον νερὸ στὶς γαμικὲς τελετές, γιὰ τὸ γαμήλιον λουτρόν καὶ γι' αὐτὸ ἦταν περιτέχνως διακεκοσμημένον.
Ἡ ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ εἶναι ἕνα ἀγγεῖον μακρόστενον μὲ πολὺ ὑψηλὸν λαιμόν, σὰν χοάνη μὲ μεγάλες λαβές. Χρησίμευε γιὰ τὴν μεταφορὰ καὶ τὴν ἀποθήκευσιν τοῦ νεροῦ καὶ τὴν χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ σὲ ἐπικήδειες καὶ γαμήλιες τελετές. Πρὸς ἰδία χρῆσιν ἀναφέρεται στὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου καὶ ἡ ΠΕΛ(Λ)ΙΚΗ. Ὁ Ἀθήναιος ὅμως γράφει πὼς ἡ ΠΕΛΛΗ/ ΠΕΛΛΙΚΗ/ ΠΕΛΛΙΣ εἶναι ποτήριον-ἀγγεῖον γάλακτος· «ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα...ποτήριον μὲν οὐκ ἦν, δι᾽ ἀπορίαν δὲ κύλικος ἐχρῶντο τῇ πελλίδι», Δειπν., 91.
Τὰ ΛΟΥΤΗΡΙΑ ( < λούω) ἦταν λεκάνες μὲ προχόη καὶ ἐχρησιμοποιοῦντο στὶς νεκρικὲς τελετές. Ὡς κτερίσματα συναντᾶνται συχνὰ καὶ ἄλλος τύπος ἀγγείου, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται ΩΟΝ, καὶ ἔχει ὠοειδὲς σχῆμα (ἀναλύεται στὸ 4ον μέρος).
Ὑπῆρχαν καὶ τὰ ΛΟΙΒΕΙΑ/ ΛΟΙΒΑΣΙΑ ( < λοιβή =σπονδή), ὅπου ἐτοποθέτουν τὸ ἔλαιον γιὰ τὶς διάφορες σπονδές καὶ τὰ ΣΠΟΝΔΕΙΑ ( < σπένδω), ὅπου ἐτοποθέτουν τὸν οἶνον («λοιβάσιον κύλιξ, ὥς φησι Κλείταρχος καὶ Νίκανδρος ὁ Θυατειρηνός... ᾧ τὸ ἔλαιον ἐπισπένδουσι τοῖς ἱεροῖς, σπονδεῖον δὲ ᾧ τὸν οἶνον, καλεῖσθαι λέγων λοιβίδας καὶ τὰ σπονδεῖα ὑπὸ Ἀντιμάχου τοῦ Κολοφωνίου», Δειπν. ΙΑ', 71).
Γιὰ τὴν ἀποθήκευσιν τῶν διαφόρων ἀγαθῶν (ὅπως οἱ διάφοροι καρποί, τὸ ἐλαιόλαδον, τὰ σιτηρά/δημητριακά) χρησίμευαν πολὺ οἱ ΠΙΘΟΙ, κοινῶς τὰ ΠΙΘΑΡΙΑ [ < πυθμήν, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς ι-υ, < κεύθω =κρύβω, καλύπτω), κυθήν, πλεονασμῷ τοῦ μ καὶ διὰ συνήθους τροπῆς τοῦ κ σὲ π] καὶ οἱ ὁμοιάζουσες μὲ πιθάρι, ΣΤΑΜΝΕΣ/ ΣΤΑΜΝΟΙ ( < ἵστημι), ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐφύλαττον τὸν οἶνον, ἐλιές, σύκα καὶ τὰ ἐν ἅλμῃ διατηρούμενα εἴδη, τὰ ὁποῖα τοὺς χρησίμευαν στὰ ὑπερπόντια ταξίδια τους, καθῶς μπορεῖ νὰ περνοῦσαν καὶ μῆνες ὁλοκλήρους χωρὶς φρέσκια τροφή.
Χρήσιμος καὶ σὲ εὑρεῖα χρῆσιν ἦταν καὶ ὁ ΑΜΦΙΦΟΡΕΥΣ/ ΑΜΦΟΡΕΥΣ ( < ἀμφί + φέρω, ὁ ἔχων δύο λαβὰς ἀμφοτέρωθεν). Πρόκειται γιὰ ἀγγεῖον -σὲ γενικὲς γραμμὲς- ἔχον στενὸν λαιμὸν καὶ εὐρεῖα κοιλία, βραχὺ πόδι καὶ μὲ δύο λαβὲς (ὦτα) ἑκατέρωθεν τοῦ λαιμοῦ, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομά του ἀμφιφορεύς καὶ μὲ συλλαβικὴ ἀνομοίωσιν, ἀμφορεύς.
Οἱ ἀμφορεῖς ἦταν κυρίως κατασκευασμένοι ἀπὸ πηλόν, ἤ ἦταν ἀκόμη καὶ χάλκινοι καὶ χρησίμευαν γιὰ τὴν ἀποθήκευσιν τοῦ ἐλαιολάδου, τοῦ οἴνου, διαφόρων σιτηρῶν καὶ καρπῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ νεροῦ, καθῶς καὶ ὡς τεφροδόχοι (ὅπως ὁ παναθηναϊκὸς ἀμφορεὺς τῆς Βεργίνας), ἀλλὰ δίδονταν καὶ ὡς ἔπαθλα σὲ ἀγῶνες (ἐξ οὗ καὶ πλεῖστοι ποὺ ἔχουν βρεθεῖ ἀπεικονίζουν κάποιο ἄθλημα).
Ὑπάρχουν διάφοροι τύποι ἀμφορέων, ὅπως ὁ ἐρετρικός, ὁ παναθηναϊκός, ὁ νικοσθένειος, ὁ ὀξυπύθμενος, ὁ τυρρηνικός, κ.ἄ.
Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον)
Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΕΣ», ΑΘΗΝΑΙΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELL- SCOTT, «ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ», ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, «ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ-ΜΕΤΑΛΛΙΝΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΟΥ 4ου-2ου αἰ. π.Χ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ», ΑΝΝΑΡΕΤΑ ΤΟΥΛΟΥΜΤΖΙΔΟΥ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΥ, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΑΙΤΙΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου