Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

«Καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ καὶ μέλος ἔχουσιν αἱ λέξεις καὶ ῥυθμὸν καὶ μεταβολὴν καὶ πρέπον, ὥστε ἐπὶ ταύτης ἡ ἀκοὴ τέρπεται μὲν τοῖς μέλεσιν, ἄγεται δὲ τοῖς ῥυθμοῖς, ἀσπάζεται δὲ τὰς μεταβολάς», Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, ΙΑ', Διον. Ἁλικαρνασσεύς. 

Ἡ κατάργησις τοῦ πολυτονικοῦ ἐν μία νυκτί τοῦ 1982 ἐπέφερε ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ σὲ μία γλῶσσα ποὺ πολεμᾶται μὲ μεγάλη λύσσα ἀπὸ τοὺς ἀνθέλληνας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων θεωροῦνται καὶ «φιλόλογοι»- «γλωσσολόγοι»! 

Ἡ ἔλλειψις δὲ τῆς γνώσεως τῶν ὀλίγων αὐτῶν κανόνων προσῳδίας ἔχει καταστήσει ἐμφανῆ τὰ ἀποτελέσματά της, καθῶς οἱ Ἕλληνες πλέον σήμερα στὴν πλειονότητά τους δὲν ἐννοοῦν τὴν ἁρμονία ποὺ διδάσκει ἡ γλῶσσα μας, καταντώντας πολλάκις ἀνάρμοστοι, μιμούμενοι τὴν φθογγὴ καὶ πλέον καὶ τὶς συνήθειες ὀθνείων τῆς ἑλληνικῆς κοσμοαντιλήψεως στοιχείων (βλ. π.χ. τὸν νεγρικὸν «πολιτισμὸν» τῶν γκέτο, μὲ τὶς βαρειὲς ἁλυσίδες καὶ τὴν ἄνευ συμφωνίας περιβολὴ καὶ τρόπους, ποὺ ἀποτελεῖ ἐνδυματολογικὴ ἄποψιν πλέον καὶ στὰ σχολεῖα!)· δυσαρμονία τὴν  ὁποία χαμένοι στὴν ἀσυμμετρία καὶ ξενομανία τους ὁρισμένοι βρίσκουν ἁρμονικὴν καὶ ἔμμετρον. 

Κατέληξε ἡ νεολαία τοῦ ἔθνους ποὺ γέννησε τὴν μουσική, τὴν μολπή, τὸ μέτρον, τὸν ῥυθμὸν, τὴν ᾠδὴ νὰ τέρπεται ἀπὸ τὴν δυσήχεια τῶν δυσθρόων ἀλλοτρίων βαγμάτων. 

Ἐπίσης ἡ κατάργησις τοῦ πολυτονικοῦ ὡδήγησε βαθμιαίως τοὺς Ἕλληνας νὰ ἀγνοοῦν τὸ ἐννοιολογικὸν περιεχόμενον τῶν ἑλληνίδων λέξεων! ποὺ φθέγγουν, καθῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ διανοηθοῦν τὸ ἔτυμον τοῦ λόγου των (τουτ' ἔστιν ἡ διάνοια ἀποσυνδέεται σταδιακῶς ἀπὸ τὴν ἐκφράζουσα αὐτὴν, γλῶσσα, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων σὲ συμβατικὴ σκέψιν καὶ συνεννόησιν). 

Συνάμα μὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιον τῆς γραμματικῆς «ἐκτὸς διδακτέας ὕλης» δημιουργοῦνται κενὰ καὶ ἀνεξήγητες «ἐξαιρέσεις», οἱ ὁποῖες ἀργὰ ἤ γρήγορα, διευκολύνσεως ἕνεκα καταργοῦνται, συμπαρασύροντας στὴν κατάργησιν αὐτὴ καὶ ὁλόκληρα κεφάλαια ἱστορίας, τὰ ὁποῖα ξαναγράφονται ἀπὸ κάποιους «ἐπιστήμονες» πάνω σὲ θεμέλια διαφόρων ὑποθετικῶν θεωριῶν καὶ ἀνυπάρκτων λαῶν. 

Σημειωτέον ὅτι ἡ γενικοτέρα αὐτὴ τάσις καταργήσεως τῆς ἑλληνίδος μολπῆς, ἔχει συμπαρασύρει τελευταίως καὶ τὰ σημεῖα στίξεως, τὰ ὁποῖα εἴτε παραλείπονται, εἴτε δὲν ἔχουν οὐσιαστικὸν ῥόλον ὑπάρξεως -καθῶς οἱ σύγχρονοι ἀναγνῶστες τὰ ἀγνοοῦν-, εἴτε σημειώνονται μὲ «ἀλλότριον» τρόπον δεικνύοντα ξενομανία (τὸ ἐρωτηματικὸν γιὰ παράδειγμα, δεικνύον παῦσιν (·) τοῦ ὁμιλητοῦ καὶ ἀναμονὴ ἀποκρίσεως ὑπὸ τοῦ συνομιλητοῦ (,), ἤτοι τὸ σύμβολον ;, ἔχει πλέον ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ quaestio, ἤτοι τὸ ?. Τὰ εἰσαγωγικὰ «...», ἐξαμερικανίστηκαν καὶ αὐτὰ σὲ ''...''). 

Πολλάκις δὲ παρατηρεῖται οἱ μαθητές, ἀκόμη καὶ τῶν ἀνωτέρων καὶ ἀνωτάτων βαθμίδων! νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀναγνώσουν ὀρθῶς, καθ' ὑπόκρισιν, κατὰ προσῳδία καὶ κατὰ διαστολὴν τὴν μητρικήν τους γλῶσσα! 

«Ἀνάγνωσίς ἐστι ποιημάτων ἤ συγγραμμάτων ΑΔΙΑΠΤΩΤΟΣ προφορά. Ἀναγνωστέον δὲ καθ' ΥΠΟΚΡΙΣΙΝ, κατὰ ΠΡΟΣῼΔΙΑΝ, κατὰ ΔΙΑΣΤΟΛΗΝ· ἐκ μὲν γὰρ τῆς ὑποκρίσεως τὴν ἀρετήν, ἐκ δὲ τῆς προσῳδίας τὴν τέχνην, ἐκ δὲ τῆς διαστολῆς τὸν περιεχόμενον νοῦν ὁρῶμεν· ἵνα τὴν μὲν τραγῳδίαν ἡρωϊκῶς ἀναγνῶμεν, τὴν δὲ κωμῳδίαν βιωτικῶς, τὰ δὲ ἐλεγεῖα λιγυρῶς, τὸ δὲ ἔπος ἐντόνως, τὴν δὲ λυρικὴν ποίησιν ἐμμελῶς, τοὺς δὲ οἴκτους ὑφειμένως καὶ γοερῶς». 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣῼΔΙΑ; 

«Προσῳδία ἐστὶ ποιὰ τάσις ἐγγραμμάτου φωνῆς ὑγιοῦς, κατὰ τὸ ἀπαγγελτικὸν τῆς λέξεως ἐκφερομένη μετά τινος τῶν συνεζευγμένων περὶ μίαν συλλαβήν», Καθολικὴ Προσῳδία, Αἴλιος Ἠρωδιανός. 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝΟΣ; 

«Τόνος ἐστὶ φωνῆς ἀπήχησις ἐναρμονίου, ἤ κατὰ ἀνάτασιν ἐν τῇ ὀξείᾳ, ἤ κατὰ ὁμαλισμὸν ἐν τῇ βαρείᾳ, ἤ κατὰ περίκλασιν ἐν τῇ περισπωμένῃ», Τέχνη Γραμματική, Διονύσιος ὁ Θρᾶξ. 

... 

ΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΔΑΣΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΨΙΛΗ; 

Οἱ κανόνες πνευματισμοῦ τῶν λέξεων ἔχουν ἀναφερθεῖ προηγουμένως σὲ ἕνα μόλις ἄρθρον (ΠΕΡΙ ΔΑΣΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΑΣΥΤΗΤΟΣ). 

ΠΟΤΕ ΒΑΖΟΥΜΕ ΟΞΕΙΑ, ΠΟΤΕ ΒΑΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ; 

Ὅσον γιὰ τοὺς κανόνες τονισμοῦ, ἀρχικῶς πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς οἱ τόνοι εἶναι τρεῖς : 

Ὀξεῖα (ά), βαρεῖα (ὰ) καὶ ὀξυβαρεῖα ἤ περισπωμένη (ᾶ)

Τὸ ἄν θὰ ὀξύνουμε, βαρύνουμε ἤ περισπάσουμε τὸν τόνον τῆς φωνῆς ἐξαρτάται ἀπὸ τὴν ποσότητα τῶν φωνηέντων (π.χ. δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ περισπάσει/ ἀνεβοκατεβάσει τὸν τόνον τῆς φωνῆς προφέροντας ἕνα βραχὺ φωνῆεν, διότι δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει ἐκ τῶν πραγμάτων ὁ ἴδιος ὁ -βραχύς- χρόνος τοῦ φωνήεντος), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν «παρτιτούρα», καθῶς οἱ συλλαβὲς εἶναι κυριολεκτικῶς νότες καὶ ὁ ὀρθὸς τονισμός τους καὶ στὸν γραπτὸν λόγον ἀποσκοπεῖ στὴν διατήρησιν τῆς προσῳδίας καὶ μελωδικότητος ποὺ διέπει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. 

Τουτ' ἔστιν οἱ κανόνες τονισμοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ γραμματικὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ κανόνες ἁρμονίας. Ὁ μὴ γιγνώσκων ἑλληνικὴ γραμματικὴ καὶ τὴν σωστὴ ἐκφορὰ τῆς ἑλληνίδος φωνῆς δικαίως ἐκλήθη βάρ-βαρος, ἐφ' ὅσον προκαλεῖ βαβούρα μὲ τὰ δύσθροα βάγματά του, ἀλλὰ εἶναι καὶ κυριολεκτικῶς ἀνάρμοστος καὶ ἄρρυθμος, ἐφ' ὅσον δὲν ἔχει ῥυθμὸν καὶ ἁρμονία. 

Εὐτυχῶς καὶ ἡ γλῶσσα διδάσκεται ἤδη ἀφ' ὅταν τὸ ἔμβρυον βρίσκεται ἐντὸς τῆς κοιλίας τῆς μητρός καὶ συλλαμβάνεται διὰ τῆς ἀκοῆς, περνώντας ἔτσι ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀλώβητος τῶν συγχρόνων κανόνων «γραμματικῆς» ποὺ θέλουν τὸν τόνον «δυναμικόν», -ποὺ ἀκόμη καὶ αὐτὸς πλέον καταργεῖται αὐθαιρέτως! κατὰ τὶς ἐπιταγὲς διαφόρων «γλωσσολόγων», οἱ ὁποῖοι εἴτε εἶναι κωφοί, εἴτε ἀνόητοι, εἴτε ἀνθέλληνες γιὰ νὰ ἀπαιτοῦν νὰ διδάσκονται ἀκόμα καὶ τὰ ἐρωτηματικᾶ «τίίίί;, ποιόόός» ἄνευ τόνου!- 

... 

Οἱοδήποτε ὄν, εἴτε ὁμιλοῦν, εἴτε κραυγάζον δύναται νὰ ὀξύνει, βαρύνει, περισπάσει τὴν φωνήν του μόνον διὰ φωνηέντων. Ἄνευ αὐτῶν δὲν δύναται νὰ ὑπάρξει γλῶσσα. Ἀκόμα καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἀναπτυγμένον γλωσσικὸν σύστημα προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ λόγου (δεῖγμα ὑπαναπτύκτου σκέψεως- βαρβαρομυθίας) ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ φθέγξουν/ γράψουν μὲ κάποιον «κρυφόν» τρόπον φωνήεντα, διότι καθίσταται ἀδύνατος ἡ ἐκφορὰ καὶ κατανόησις λόγου (βλ. ἑβραϊκά, τσέχικα, π.χ. «Strč prst skrz krk» κοκ). 

Στὴν μητέρα τῶν γλωσσῶν -καὶ- τὰ φωνήεντα εἶναι σεπτά/ ἑπτά : 

α,ε,η,ι,ο,υ,ω 

Ἐξ αὐτῶν τὸ ἐ-ψιλόν ( =γυμνόν, λεπτόν, μικρόν) καὶ τὸ ὀ-μικρόν εἶναι, ὅπως δηλοῖ ἐναργέστατα τὸ ὄνομά τους, ΒΡΑΧΕΑ («τὰ βραχέα...μιᾷ πληγῇ πνεύματος καὶ τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ βραχὺ κινηθείσης, ἐκφέρεται», Περὶ συνθ. ὀνομ., Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς). 

Ἐν ἀντιθέσει τὸ ἦτα (ε τεταμένον) καὶ τὸ ὠ-μέγα εἶναι ΜΑΚΡΑ, διαρκοῦν ὅσον δύο βραχέα χρονικῶς («τεταμένον λαμβάνει καὶ διηνεκῆ τὸν αὐλὸν τοῦ πνεύματος», Περὶ συνθ. ὀνομ., Διον. Ἁλικαρνασσεύς). 

Ἔτσι τὸ ὄμικρον (ο), γίνεται ὠμέγα (οο) καὶ τὸ ἔψιλον (ε), ἦτα (εε/ει «οὐ γὰρ ἦτα ἐχρώμεθα ἀλλὰ εἶ τὸ παλαιόν», Κρατύλος, 426, Πλάτων), ὅπως ἀκριβῶς στὰ ξερός/ ξηρός, ὁ σίδερος/ σίδηρος, μαγερειό/ μαγειρειό. 

«Τὸ η, κατὰ τὴν βάσιν τῆς γλώττης ἐρείδει τὸν ἦχον, ἀλλ' οὐκ ἄνω καὶ μετρίως ἀνοιγομένου τοῦ στόματος», Περὶ συνθ. ὀνομ., Διον. Ἁλικαρνασσεύς. 

Ἐνῷ τὸ ε, «τὴν πληγὴν ( =χτύπημα, < πλήττω) λαμβάνει περὶ τὴν ἀρτηρίαν ( =τραχεῖαν) μᾶλλον ( =περισσότερον)», Περὶ συνθ. ὀνομ., Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς. 

Τὸ πρόβλημα ποὺ τίθεται κατὰ τοὺς «ἐρασμῖτες» στὸ παράδειγμα εἶναι ἀρχικῶς ἡ ἀδυναμία τους νὰ ἐναρμονίσουν τὰ ὄργανα τοῦ συστήματος ἐκφορᾶς ἤχου (πρᾶγμα λογικὸν γιὰ τοὺς ἀλλοθρόους, διότι ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τοῦ ἤχου τῆς ἑκάστοτε γλώσσης συμβαίνει κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ὅταν τὸ ῥινοστοματικόν σύστημα «ἐκπαιδεύεται» ἀναλόγως, μὲ δεδομένον πὼς τὰ ἐμπλεκόμενα ὄργανα ἀντιλήψεως καὶ ἀναπαραγωγῆς ἤχου λειτουργοῦν ὁμαλῶς καὶ ἐφ' ὅσον ὁ ὀργανισμὸς δέχεται τὰ ἀνάλογα ἠχητικὰ ἐρεθίσματα)· καὶ ἔπειτα εἶναι καὶ ἡ ἀδυναμία τους νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ «τέμπο», τὴν ταχύτητα προφορᾶς τῶν φθόγγων, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατότητα ἀντιλήψεως ὑπὸ τῶν προγόνων μας τῆς παραμικρῆς χρονικῆς διαφοροποιήσεως κατὰ τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἑκάστοτε φθόγγου. Ἐν ὀλίγοις οἱ ὑποστηρικτὲς αὐτῆς τῆς βαρβαροφωνίας προσπαθοῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἑλληνικὴ αὐδὴ χωρὶς νὰ συνυπολογίζουν τὸ παλμικὸν μέτρον, ἤτοι ἄνευ ῥυθμικῆς ἀγωγῆς· σὰν νὰ προσπαθεῖ κάποιος νὰ παίξει μουσικὴ πολὺ γρήγορης ῥυθμικῆς διαβαθμίσεως (presto), χρησιμοποιώντας βραδεῖα ταχύτητα (largo). 

Ἀξιοσημείωτον εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς πὼς οἱ προπάτορές μας στὴν ἀρχαιότητα κατενόουν ἀκόμα καὶ τὸ 1/64 τῆς νότας! Ἀκόμα κι ἄν σήμερα κάποιος Ἕλλην δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κατανοήσει, ἔχει ἐκ γενετῆς ἐκπαιδευτεῖ καὶ διαμορφώσει ἀκουσίως τὸ φωνητικόν του σύστημα ἔτσι, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ προφέρει αὐτὴν τὴν κλασματικὴν σχέσιν, κατὰ τὴν ἐκφορὰ τῶν φθόγγων κατὰ τὸ μέτρον. 

Ἡ ἐπεξήγησις λοιπὸν -ἰδιαιτέρως ὑπὸ τῶν ἀλλοθρόων- τῆς διαρκείας καὶ διαφοροποιήσεως μεταξὺ ο καὶ ω, ε καὶ η, ἤ ἀκόμα χειρότερα ἡ ἐπεξήγησις τοῦ πῶς προέφερον οἱ πρόγονοί μας τὶς διφθόγγους, ἀπαιτεῖ πέραν ἀπὸ βαθεῖαν γνῶσιν μουσικῆς καὶ ἰδιαίτερον ταλέντον μουσικῆς αντιλήψεως. Δι' ὅ γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ διαφοροποίησις μεταξὺ τῶν χρόνων τῶν φωνηέντων κάλλιον καὶ ὀρθότερον εἶναι νὰ ἀκούσει κανεὶς τὴν ἑλληνικὴ λαλιά, εἰδικῶς ὅπως διασώζεται στὶς ντοπιολαλιές, διότι ἡ γλῶσσα διαιωνίζεται φύσει ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ διὰ προφορικῆς παραδόσεως. Οἱ ἐρασμικὲς καὶ ἄλλου τύπου προσεγγίσεις πέραν τοῦ ὅτι γεννοῦν χασμῳδία, ξεπερνοῦν τὰ μουσικὰ μέτρα καὶ καταπατοῦν κάθε κανόνα τονισμοῦ. Τὸ γελοῖον τῆς ὅλης ὑποθέσεως εἶναι προφανὲς καὶ γίνεται ἀντιληπτὸν ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἕναν νήπιον ἑλληνόπαιδα, ὅταν προσπαθήσει κανεὶς «ἐπιστημονικῶς» καὶ «ἐρασμικῶς» νὰ τὸν πείσει πὼς οἱ πρόγονοί του προέφεραν Α-ἰ-α-ί-α, χουγί-ε-ι-α, Ε-ὐ-μα-ί-ο-ι-ο κοκ κι ὄχι Αἰαία, ὑγιεία, Εὐμαίοιο... 

... 

Ἐν συντομίᾳ ὡς πρὸς τὴν χρονική τους διάρκεια : 

Τὰ Ε καὶ Ο εἶναι ΒΡΑΧΕΑ. 

Τὰ Η καὶ Ω εἶναι πάντοτε ΜΑΚΡΑ. 

Τὰ ὑπόλοιπα φωνήεντα, Α, Ι, Υ μπορεῖ νὰ διαρκέσουν καὶ βραχέως, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μακρότερον χρόνον, ἄρα θεωροῦνται ΔΙΧΡΟΝΑ (ἔχουν δύο χρόνους, ἄλλοτε εἶναι βραχέα καὶ ἄλλοτε μακρά). 

Οἱ δίφθογγοι, ἤτοι τὰ αι, αυ, ει, ευ, οι, ου, ηυ, υι (κύριες δίφθογγοι), ᾳ, ῃ, ῳ (καταχρηστικὲς δίφθογγοι) εἶναι ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΕΣ*1.  

Μόνον οἱ ΟΙ/ ΑΙ λαμβάνονται ΒΡΑΧΕΙΕΣ ὅταν βρίσκονται ἀκάλυπτες στὸ ΤΕΛΟΣ μίας ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΗΣ ΚΛΙΤΗΣ λέξεως, π.χ. στὴν λέξιν «μοῦσαι» τὸ αι εἶναι βραχύ, στὴν λέξιν «ἄνθρωποι» τὸ οι εἶναι ἐπίσης βραχύ. Ἀλλὰ «ταῖς μούσαιΣ, τοῖς ἀνθρώποιΣ», τὰ αι/οι εἶναι μακρά*2.
Στὴν λέξιν «Ἑρμαῖ» τὸ αι εἶναι μακρόν, διότι ἡ λέξις εἶναι συνῃρημένη (Ἑρμέαι > Ἑρμαῖ). Ἐξαίρεσιν ἀποτελεῖ ἡ κατάληξις τῶν δικαταλήκτων* συνῃρημένων ἐπιθέτων σὲ -ους < οος < οFος, στὴν ὀνομαστικὴ πληθυντικοῦ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν τονισμὸν λαμβάνεται ὡς βραχεῖα, π.χ. οἱ εὔνοοι = εὖνοι καὶ ὄχι εὔνοι. 

*Δικατάληκτα λέγοντα τὰ ἐπίθετα τὰ ἔχοντα τρία γένη, ἀλλὰ δύο καταλήξεις (μία κοινὴ γιὰ τὸ ἀρσενικὸν καὶ θηλυκὸν γένος, καὶ μία γιὰ τὸ οὐδέτερον), π.χ. ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν. Ἀντιστοίχως τρικατάληκτα εἶναι τὰ ἐπίθετα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν διαφορετικὴ κατάληξιν γιὰ ἕκαστον γένος, π.χ. ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν. 

Στὰ -ἄκλιτα μέρη τοῦ λόγου- ἐπιρρήματα καὶ ἐπιφωνήματα τὰ αι/οι, ὅταν βρίσκονται ἐντελῶς στὸ τέλος τῆς λέξεως εἶναι καὶ πάλιν μακρὰ, π.χ. ποποῖ, ὀτοτοῖ, οἴκοι ( = στὸν οἶκον)*3· ἀλλὰ οἱ οἶκοι (πρόκειται γιὰ οὐσιαστικὸν, ὁπότε τὸ οι στὸ τέλος τῆς ΚΛΙΤΗΣ αὐτῆς λέξεως εἶναι βραχύ. Τὸ πρῶτον οι εἶναι ἐπίσης μακρὸν σύμφωνα μὲ τὸν γενικὸν κανόνα περὶ διφθόγγων). 

Ἐπίσης εἶναι τὸ ΟΙ καὶ τὸ ΑΙ ΜΑΚΡΑ στὴν κατάληξιν εὐκτικῆς, π.χ. λύσαι, λύοι*4. 

... 

Οἱ λέξεις χωρίζονται σὲ συλλαβές. Ἡ τελευταία συλλαβὴ (ἡ μέτρησις ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς λέξεως) ὀνομάζεται ΛΗΓΟΥΣΑ (διότι σὲ αὐτὴ λήγει ἡ λέξις), ἡ προτελευταία ΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ καὶ ἡ προηγουμένη τῆς προτελευταίας ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ (ἄ-πει-ρον < ἄ = προπαραλήγουσα, πει = παραλήγουσα, ρον = λήγουσα). 

Κάθε συλλαβὴ λογίζεται εἶτε μακρά, εἴτε βραχεῖα ἀναλόγως μὲ τὴν ποσότητα τοῦ φωνήεντος ἤ διφθόγγου ποὺ περιέχει. Ἔτσι ἔχουμε συλλαβές : 

1. Φύσει μακρές, ἐὰν ἔχουν μακρὸ φωνῆεν ἤ δίφθογγον, π.χ. κοί-τη, κρού-ω. 

2. Φύσει βραχεῖες, ἐὰν ἔχουν βραχὺ φωνῆεν καὶ ἡ ἑπόμενη συλλαβὴ (ἄν ὑπάρχει) ἔχει ἄλλο φωνῆεν ἤ φωνῆεν + ἕνα ἁπλὸ σύμφωνον*5 (δηλ. ὄχι δύο + σύμφωνα ἤ ἕνα διπλοῦν, ἤτοι ζ, ξ, ψ), π.χ. ἀ-έ-ρες, φύ-γε-τε. 

3. Θέσει μακρές. Πρόκειται γιὰ συλλαβὲς ποὺ ἐνῷ ἔχουν βραχὺ φωνῆεν, αὐτὸ ἐκλαμβάνεται ὡς πρὸς τὴν ἐκφορὰ μακρόν, διότι ἀκολουθεῖ διπλοῦν σύμφωνον (ξ, ψ, ζ) ἤ δύο + σύμφωνα, π.χ. ἐ-χθρός (τὸ ε εἶναι ποσοτικῶς βραχύ, ἀλλὰ ἐκλαμβάνεται ὡς μακρὸν λόγῳ τῆς θέσεώς του πρὸ τριῶν συμφώνων), τό-ξον (τὸ πρῶτον ο εἶναι θέσει μακρόν, λόγῳ τοῦ ὅτι προηγεῖται διπλοῦ συμφώνου, ξ < χσ, κσ, γσ), ἄλ-λος (το α εἶναι θέσει μακρόν). 

... 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ 

Ὁ πρῶτος κανὼν τονισμοῦ εἶναι καταγεγραμμένος -καὶ αὐτός- φύσει στοὺς ἔχοντας μητρικὴ τὰ ἑλληνικά. 

1. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΕΞΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ, π.χ. ἐπικίνδυνος, ἀλλὰ ἐπικινδυνότατος/ λέγομαι, ἀλλὰ λεγόμεθα. 

2. Ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι ΜΑΚΡΑπροπαραλήγουσα ΔΕΝ τονίζεται*6, π.χ. ὁ Ὅμηρος, ἀλλὰ τοῦ Ὁμήρου/ οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ τῶν ἀνθρώπων/ σύνηθες, ἀλλὰ συνήθης. 

3. Ἡ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑ καὶ πᾶσα ΒΡΑΧΕΙΑ συλλαβή, ΟΞΥΝΕΤΑΙ, π.χ. πείθομαι, λόγος. 

4. ΜΑΚΡΑ παραλήγουσα πρὸ ΜΑΚΡΑΣ ληγούσης τονιζομένη, ΟΞΥΝΕΤΑΙ, π.χ. θήκη, κώμη, μήτηρ, παύω. 

5. ΜΑΚΡΑ παραλήγουσα πρὸ ΒΡΑΧΕΙΑΣ ληγούσης τονιζομένη, ΠΕΡΙΣΠΑΤΑΙ, π.χ. κῆπος, μῆτερ, παῦε. 

6. Ἡ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΟΣ ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ τονιζομένη ἐπὶ τῆς ΛΗΓΟΥΣΗΣ, ΟΞΥΝΕΤΑΙ*7, π.χ. ἡ τιμή, τὴν τιμήν, ὦ τιμή/ αἱ φωναί, τὰς φωνάς, ὦ φωναί. 

7. Ἡ μακροκατάληκτος ΓΕΝΙΚΗ καὶ ΔΟΤΙΚΗ τονιζομένη ἐπὶ τῆς ΛΗΓΟΥΣΗΣ, ΠΕΡΙΣΠΑΤΑΙ, π.χ. τοῦ κριτοῦ, τῷ κριτῇ, τῶν κριτῶν, τοῖς κριταῖς. 

8. Ἡ ΘΕΣΕΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ συλλαβὴ ὡς πρὸς τὸν τονισμόν λογαριάζεται ὡς ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΗ, π.χ. αὖ-λαξ (παρόλον ποὺ τὸ βραχὺ α πρὸ τοῦ ξ εἶναι θέσει μακρόν, ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν λογαριάζεται ἡ βραχεῖα φύσις του· ἔτσι μακρὸν αυ πρὸς βραχέος α, περισπᾶται, βλ. 5ον κανόνα), κλῖ-μαξ, τά-ξις. 

9. Τῶν ὀνομάτων ΟΠΟΥ ΤΟΝΙΖΕΤΑΙ Η ΕΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΕΚΕΙ ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ, ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ Η ΛΗΓΟΥΣΑ, π.χ. ὁ ἄν-θρω-πος, τὸν ἄν-θρω-πον, οἱ ἄν-θρω-ποι, ἀλλὰ τῶν ἀν-θρώ-πΩν, τοὺς ἀν-θρώ-πΟΥς, τοῦ ἀν-θρώ-πΟΥ κοκ. Ἀναγκαστικῶς ὁ τόνος πίπτει στὴν παραλήγουσα, διότι ἐφ' ὅσον ἡ λήγουσα εἶναι μακρὰ δὲν μπορεῖ νὰ τονιστεῖ ἡ προπαραλήγουσα (βλ. 2ον κανόνα). 

10. Ἡ ἐκ ΣΥΝΑΙΡΕΣΕΩΣ προερχομένη ΛΗΓΟΥΣΑ μιᾶς λέξεως, ὅταν τονίζεται ΠΕΡΙΣΠΑΤΑΙ*8, π.χ. τιμάω-τιμῶ, ποιέω-ῶ, ΕΚΤΟΣ ΑΝ πρὸ τῆς συναιρέσεως ὠξύνετο ἡ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΝῌΡΗΜΕΝΩΝ ΣΥΛΛΑΒΩΝ, π.χ. ἐστα-ώς, ἐστώς/ κλη-ίς, κλῄς. 

11. Κατὰ τὴν σύνθεσιν τῶν λέξεων ὁ τόνος ἀνεβαίνει στὴν τελευταία συλλαβὴ τοῦ πρώτου συνθετικοῦ, ἄν τὸ ἐπιτρέπει ἡ λήγουσα, π.χ. πᾶν + σοφός = πάν-σο-φος, ὑψηλός + φρήν = ὑψηλόφρων, εὖ + καιρός = εὔ-και-ρος (ἡ προπαραλήγουσα τονιζομένη ὀξύνεται, βλ. 3ον κανόνα), τοῦ ὑψηλό-φρο-νΟΣ, ἀλλὰ τοῦ παν-σό-φΟΥ, τοῦ εὐ-καί-ρΟΥ. 

12. ΒΑΡΕΙΑ τίθεται ΜΟΝΟΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΗΓΟΥΣΗΣ ΜΙΑΣ ΛΕΞΕΩΣ ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΟΞΕΙΑΣ, ΟΤΑΝ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΥΤΗΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΙΟΝ ΣΤΙΞΕΩΣ Ἤ ΛΕΞΙΣ ΕΓΚΛΙΤΙΚΗ, π.χ. ὁ ἀγαθὸς ἀνὴρ τιμᾷ τοὺς σοφοὺς ἄνδρας/ Τό τε (λέξις ἐγκλιτική, ἄρα ἡ προηγουμένη λέξις θὰ ὀξυνθεῖ) βαρβαρικὸν καὶ τὸ ἑλληνικόν (ἀκολουθεῖ σημεῖον στίξεως, ὁπότε τὸ «ἑλληνικόν» θὰ ὀξυνθεῖ). 

Ἔτσι ἀναλόγως σὲ ποία συλλαβὴ τονίζεται μία λέξις, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ τόνου ποὺ παίρνει, ἡ λέξις χαρακτηρίζεται : 

ΟΞΥΤΟΝΟΣ, ἄν ἔχει ὀξεῖα ἐπὶ τῆς ληγούσης, π.χ. ἀνήρ. 

ΠΑΡΟΞΥΤΟΝΟΣ, ἄν ἔχει ὀξεῖα ἐπὶ τῆς παραληγούσης, π.χ. κώμη. 

ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΟΣ, ἄν ἔχει ὀξεῖα ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης, π.χ. ἄνθρωπος. 

ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ, ἄν ἔχει περισπωμένην ἐπὶ τῆς ληγούσης, π.χ. τιμῶ. 

ΠΡΟΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ, ἄν ἔχει περισπωμένην ἐπὶ τῆς παραληγούσης, π.χ. κῆπος. 

ΒΑΡΥΤΟΝΟΣ, (ἄν ἔχει βαρεῖα ΑΝΤΙ ΟΞΕΙΑΣ ἐπὶ τῆς ληγούσης, π.χ. ἀνὴρ) καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ΑΝ ΔΕΝ ΟΞΥΝΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΗΓΟΥΣΗΣ, π.χ. λύω. Ἔτσι οἱ περισπώμενες, παροξύτονες, προπαροξύτονες καὶ προπερισπωμένες λέξεις εἶναι καὶ βαρύτονες. 

... 

ΑΤΟΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ 

ΔΕΚΑ μονοσύλλαβες λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ΔΕΝ παίρνουν τόνον, διότι πάντοτε προφέρονται λίαν στενῶς μὲ τὴν ἑκάστοτε ἑπομένη λέξιν, γι' αὐτὸ καὶ λέγονται ἄτονες ἤ προκλητικές. Αὐτὲς εἶναι : 

Τὰ ἄρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ· 

οἱ προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ἐξ)· 

τὰ μόρια εἰ, ὡς, οὐ (οὐκ/ οὐχ)

Ἐν συνθέσει, ὅταν παύουν νὰ εἶναι μονοσύλλαβες, τονίζονται, π.χ. οὔτις, ἥδε, ὥστε, ἔξω κοκ. Οἱ προερχόμενες λέξεις ἐκ συνενώσεως ἐγκλιτικῶν διατηροῦν τὸν ἀρχικόν τους τόνον, π.χ. εἰ + τέ = εἴτε καὶ ὄχι εἶτε (ὡς θὰ ὄφειλε νὰ γίνει ὅταν μακρὸν βρίσκεται πρὸ βραχέος). 

Τὸ ἄτονον μόριον οὐ ὀξύνεται ὅταν ἀμέσως μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει σημεῖον στίξεως, π.χ. πῶς γὰρ οὔ; 

... 

ΕΓΚΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ-ΕΓΚΛΙΣΙΣ ΤΟΝΟΥ 

Μερικὲς μονοσύλλαβες ἤ δισύλλαβες λέξεις συμπροφέρονται μὲ τὴν ἑκάστοτε προηγουμένη λέξιν, ἐγκλίνουν, στηρίζονται πάνω σὲ αὐτὴν καὶ γι' αὐτὸ ὁ τόνος αὐτῶν μεταβιβάζεται στὴν λήγουσα τῆς προηγουμένης λέξεως, ὡς ὀξεῖα ἤ ἀποβάλλεται, π.χ. ὁ ἄνθρωπός μου, λέγει τι. 

Ἐγκλιτικὲς λέξεις εἶναι : 

οἱ τύποι τῶν προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν μοῦ, μοί, μέ/ σοῦ, σοί, σέ/ οὗ, οἵ, ἕ· 

οἱ τύποι τῆς ἀορίστου ἀντωνυμίας τὶς, τὶ πλὴν τοῦ τύπου αὐτῆς ἄττα ( = τινά, κάποια, μερικά)· 

οἱ δισύλλαβοι τύποι τῆς ὁριστικῆς ἐνεστῶτος τῶν ῥημάτων εἰμὶ* καὶ φημί

τὰ ἐπιρρήματα πού, ποί, ποθέν, πώς, πὴ ἤ πῄ, ποτέ· 

τὰ μόρια γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νύν, ῥά, κε, θήν· 

τὸ πρόσφυμα δέ, π.χ τοιόσδε, Ἀθήναδε ( =πρὸς τὴν Ἀθῆνα)· διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ σύνδεσμον δε. 

... 

Ὁ τόνος τῶν ἐγκλιτικῶν : 

1. Μεταβιβάζεται στὴν λήγουσα τῆς προηγουμένης λέξεως (ὡς ὀξεῖα), ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι προπαροξύτονος ἤ προπερισπωμένη ἤ ἄτονος ἤ ἐγκλιτική, π.χ. ἄνθρωπός τις (στὰ ν.ἑ συμβαίνει αὐτὸ μὲ τὴν κτητικὴ ἀντωνυμία ὥστε αὐτὴ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν προσωπική, π.χ. ὁ δάσκαλός μου εἶπε = ὁ δικός μου δάσκαλος εἶπε· ὁ δάσκαλος μοῦ εἶπε = ὁ δάσκαλος εἶπε σὲ ἑμένα), στρατιῶταί τινες, ἔν τινι τόπῳ, εἴ τίς φησί μου ταῦτα (ὁ τόνος τοῦ «τίς» ἔχει ἀνέβει ὡς ὀξεῖα στὸ ἄτονον «εἰ»· ὁ τόνος τοῦ «φησί» ἔχει μεταβιβαστεῖ ὡς ὀξεῖα στὸ «τίς»· ὁ τόνος τοῦ «μοῦ» ἔχει μεταβιβαστεῖ ὡς ὀξεῖα στὸ «φησί»). 

2. Ἀποβάλλεται σὲ ὅλα τὰ ἐγκλιτικά, ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι ὀξύτονος ἤ περισπωμένη, π.χ. καλόν ἐστι (ὁ τόνος τοῦ «ἐστί» ἔχει ἀνέβει ὡς ὀξεῖα στὴν προηγουμένη λέξιν), ὁρῶ σε, καλῶ τινα. 

Ἀποβάλλεται μόνον στὰ μονοσύλλαβα ἐγκλιτικὰ ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι παροξύτονος, π.χ. λέγει τι, παιδεύω σε. 

3. Διατηρεῖται ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις εἶναι παροξύτονος καὶ τὸ ἐγκλιτικὸν δισύλλαβον, π.χ. φίλοι τινές. 

Ἤ ὅταν ἡ προηγουμένη λέξις ἔχει πάθει ἔκθλιψιν ἤ πρὶν τὸ ἐγκλιτικὸν ὑπάρχει σημεῖον στίξεως, π.χ. πολλοὶ δ' εἰσὶν ἀγαθοί/ Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν. 

Διατηρεῖται καὶ ὅταν ὑπάρχει ἔμφασις ἤ ἀντιδιαστολή, π.χ. παρά σοῦ, ταῦτα σοὶ λέγω. 

* Μερικὰ ἐγκλιτικὰ μὲ ὁρισμένες λέξεις ἑνώνονται καὶ γράφονται ὡς μία λέξις, π.χ. ὅδε, ὅσπερ, τοιόσδε, οὔτε, ὥσπερ, ὥστε κλπ. 

* Τὸ «ἐστί» ἀνεβάζει τὸν τόνον στὴν πρώτη συλλαβή (ἔστι) ὅταν : 

Βρίσκεται στὴν ἀρχὴ φράσεως ἤ μετὰ ἀπὸ σημεῖον στίξεως, π.χ. Ἔστιν οὖν... 

Σημαίνει «εἶναι πιθανόν», π.χ. ἔστι μὲν εὔδειν. 

Ἕπεται τῶν εἰ, καί, μή, οὐκ, ὡς, ἀλλά, τοῦτον, π.χ. τουτ' ἔστιν. 

Βρίσκεται σὲ φράσεις ὅπως : ἔστιν ἅ, ἔστιν ὅτε, ἔστιν ὅπως. 

... 

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ 

ΠΟΣΟΤΗΣ ΔΙΧΡΟΝΩΝ 

Α 

Τὸ α στὸ τέλος τῶν πρωτοκλίτων ὀνομάτων ( = ἀρσενικὰ λήγοντα σὲ -ας/ -ης, π.χ. νεανίας/ πολίτης· καὶ θηλυκὰ λήγοντα σὲ -α/ -η, π.χ. θάλασσα, πολιτεία/ ψυχή) εἶναι κατὰ κανόνα ΜΑΚΡΟΝ (Τὸ ἰων. η γίνεται δωρικὸν α, π.χ. φήμη = δωρικῶς φάμα). Ἀλλά : 

1. Ἀπὸ τὰ ΑΡΣΕΝΙΚΑ ΠΡΩΤΟΚΛΙΤΑ ὀνόματα σὲ -ης, σχηματίζουν τὴν ΚΛΗΤΙΚΗ ΕΝΙΚΟΥ σὲ ΒΡΑΧΥ α : 

Τὰ ΕΘΝΙΚΑ, π.χ. ὦ Πέρσα, ὦ Σκύθα· 

Τὰ λήγοντα σὲ -ΤΗΣ, π.χ. ὦ πολῖτα, ὦ δέσποτα· 

Τὰ λήγοντα σὲ -ΑΡΧΗΣ, -ΜΕΤΡΗΣ, -ΠΩΛΗΣ, -ΤΡΙΒΗΣ, -ΩΝΗΣ κλπ ἔχοντα δεύτερον συνθετικὸν ῥῆμα, π.χ. ὦ γυμνασιάρχα, ὦ γεωμέτρα, ὦ βιβλιοπῶλα, ὦ παιδοτρίβα, ὦ τελῶνα, ὦ πατριδολάτρα. 

2. Τῶν ΘΗΛΥΚΩΝ ΠΡΩΤΟΚΛΙΤΩΝ εἰς -α, τὸ α αὐτὸ εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, ἐὰν ΠΡΟ ΑΥΤΟΥ ὑπάρχει ΦΩΝΗΕΝ ἤ Ρ, π.χ. πολιτεία, ὥρα. 

Εἶναι ΒΡΑΧΥ, ἄν ΠΡΟ ΑΥΤΟΥ ὑπάρχει ΣΥΜΦΩΝΟΝ ἐκτὸς τοῦ ῥ, π.χ. θάλασσα, ἡ μᾶζα· καὶ μάλιστα στὴν γενικὴ καὶ δοτικὴ ἑνικοῦ τρέπεται σὲ -η, τῆς θαλάσσης, τῇ θαλάσσῃ/ τῆς μάζης, τῇ μάζῃ. 

Στὸν δυικὸν ἀριθμὸν τὸ α εἶναι πάντοτε ΜΑΚΡΟΝ, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί προηγεῖται αὐτοῦ, π.χ. τὼ μούσα, τὼ γλώσσα, τοῖν μάζαιν (κι ἔτσι καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει κανεὶς ἄν πρόκειται γιὰ ἑνικὸν ἡ δυικὸν ἀριθμόν, π.χ. μοῦσα = μία μοῦσα, μούσα = δύο). 

Εἶναι ΒΡΑΧΥ στὰ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ (κι ἔτσι ἐπιτρέπει νὰ τονιστεῖ καὶ ἡ προπαραλήγουσα), π.χ. εὐσέβεια, ἀλήθεια, Χαιρώνεια. 

Εἶναι ΒΡΑΧΥ στὰ ὀνόματα γαῖα, γραῖα/ μαῖα, μυῖα, μοῖρα/ πεῖρα, πρῷρα/ σφαῖρα, σφῦρα, σπεῖρα

Τὸ -α αὐτὸ εἶναι στὴν αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ ἐνικοῦ ὅ,τι καὶ στὴν ὀνομαστική, π.χ. τὴν πολιτείαν (εἶναι μακρόν γιατὶ ἔτσι εἶναι καὶ στὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ), τὴν θάλασσαν, ὦ μᾶζα (εἶναι βραχύ, διότι εἶναι καὶ στὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ). 

Τὸ α στὴν κατάληξιν τῶν ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ κάθε κλίσεως εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. τὰ δῶρα, τὰ μῆλα, τὰ ποιήματα, ἐκεῖνα, γενναῖα κοκ. Στὰ οὐδέτερα ὀνόματα εἰς -αρ εἶναι καὶ πάλι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἦπαρ, στέαρ, φρέαρ, ὕπαρ, μὲ ἐξαίρεσιν τὰ μονοσύλλαβα τὰ ὁποῖα συνήθως ἔχουν τὸ α ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ψάρ, ψᾶρες (ἰων. ψῆρες), Κάρ, Κᾶρες (ἰων. Κῆρες). 

Τὸ α στὶς καταλήξεις αἰτιατικῆς τῶν τριτοκλίτων ὀνομάτων εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. τὴν ἀκτῖνα, τοὺς κλητῆρας. Ἐξαιροῦνται τὰ τριτόκλιτα εἰς -ευς, γεν. -εως, ὅπου τὸ α στὶς καταλήξεις εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ὁ βασιλεύς, τὸν βασιλέα, τοὺς βασιλέας. 

Ἀκόμα ἔχουν τὸ Α ΒΡΑΧΥ

Τὰ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ εἰς -ΑΝΟΣ, π.χ. Δάρδᾰνος, Σίκᾰνος·
ἀλλὰ τὰ ΕΘΝΙΚΑ, τὰ κύρια ΟΞΥΤΟΝΑ καὶ τὰ λήγοντα εἰς -κρανος ἔχουν τὸ α τὴς καταλήξεως ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. Γερμᾱνός, Ἀσιᾱνός, τρίκρᾱνος. 

Τὰ περισσότερα λήγοντα σὲ -ΑΚΟΣ, -ΑΛΟΣ, -ΑΜΟΣ, -ΑΤΟΣ, π.χ. μαλᾰκός, ἁπᾰλός, ἰτᾰμός, δυνᾰτός. 

Τὸ α ποὺ ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα σὲ δύο σύμφωνα γιὰ λόγους προσῳδίας εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἀνδρ-ά-σι, πατρ-ά-σι, μητράσι. 

Ὁμοίως καὶ τὸ στερητικὸν α εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἄτιμος, ἄθυμος·
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀθάνατος, ἀκάματος, ἀνέφελος, ὅπου τὸ στερητικὸν α λογαριάζεται ὡς ΜΑΚΡΟΝ

Τὸ ἄτονον α στὴν λήγουσα τῶν ῥημάτων τῆς ὁριστικῆς εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἔλυσα. Διότι ὅταν βρίσκεται στὴν λήγουσα τονιζόμενον, ἔχει προκύψει ἀπὸ συναίρεσιν, ὁπότε εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. τιμᾶ. 

Τὸ παραληκτικὸν α στὴν ῥηματικὴ κατάληξιν -ασι τοῦ γ' πληθυντικοῦ προσώπου ενεργητικοῦ παρακειμένου καὶ τοῦ γ' πληθ. τῶν εἰς -μι εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. εἰλήφασι, διδόασιν. Σὲ ὅλες τὶς ἄλλες καταλήξεις τὸ παραληκτικὸν α εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἐλύσαμεν. 

Στὰ συνῃρημένα ὀνόματα ἀνεξαρτήτως κλίσεως τὸ α εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἡ μνᾶ ( < μνάα), τὰ ὁστᾶ ( < ὀστέα). 

Τὸ α τοῦ θέματος τῶν ἐνρινολήκτων ὀνομάτων εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ὁ παιάν, τοῦ παιᾶν-ος (τὸ θέμα λαμβάνεται πάντοντε ἐκ τῆς γενικῆς τοῦ ἑνικοῦ. Ὅταν τὸ τελευταῖον γρᾶμμα τοῦ θέματος/ χαρακτὴρ εἶναι ἔνρινον, τότε τὰ ὀνόματα αὐτὰ λέγονται ἐνρινόληκτα· Τὰ ἔνρινα εἶναι τὸ μ καὶ τὸ ν). 

Τὸ α στὸ τέλος τῶν ἐπιρρηματικῶν δοτικῶν εἶναι ΜΑΚΡΟΝ (ὅ,τι εἶναι δηλαδὴ καὶ στὴν δοτική), π.χ. κρυφᾷ, λάθρᾳ, δημοσίᾳ, πέρᾳ κοκ. Στὸ τέλος τῶν ὑπολοίπων ἐπιρρημάτων εἰς -α καὶ στὰ ἀριθμητικὰ ὀνόματα εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. σφόδρα, ἀνάποδα, δέκα. 

Τὰ εἰς -αν ἐπιρρήματα ἔχουν τὸ α ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἄγαν, λίαν. 

Τὸ α στὴν λήγουσα τῆς προστακτικῆς τῶν ῥημάτων εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, διότι ἔχει προκύψει ἀπὸ συναίρεσιν, π.χ. τίμα < τίμαε. 

Ὁμοίως καὶ ὅσα α ἔχουν προκύψει ἀπὸ συναίρεσιν σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα εἶναι ΜΑΚΡΑ, π.χ. κοιμᾶται < κοιμάεται, ὁρᾶν < ὁράειν. 

Τὸ α στὶς καταλήξεις τῶν ἀρσενικῶν μετοχῶν σὲ -ας εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ὁ ἀγγείλας. Τὸ α στὶς ἀντίστοιχες καταλήξεις τῶν θηλυκῶν καὶ οὐδετέρων μετοχῶν εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἡ λύσασα, τὸ μεῖναν, ὦ λοῦσαν. Τὸ βραχὺ α τοῦ θηλυκοῦ τύπου ἀκολουθεῖ τοὺς κανόνες τῶν πρωτοκλίτων θηλυκῶν τὰ ὁποῖα πρὸ τῆς καταλήξεως -α τῆς ονομαστικῆς ἑνικοῦ, ἔχουν σύμφωνον εκτὸς ρ, καὶ στὴν γενικὴ καὶ δοτικὴ ἑνικοῦ, ἐκτείνει τὸ βραχὺ α σὲ η, π.χ. ἡ λύσασα, τῆς λυσάσης, τῇ λυσάσῃ (κατὰ τὸ μοῦσ-α)/ λελυκυῖα, τῆς λελυκυίας, τῇ λελυκυίᾳ (ὅπως τὰ πρωτόκλιτα προπαροξύτονα, π.χ. ἡ ἀλήθεια, τῆς ἀληθείας, τῇ ἀληθείᾳ). 

Τὰ ἐκ τῶν ῥηματικῶν ῥιζῶν (F)αγ- (ἄγω, ἄγνυμι), (F)αδ- (ἀνδάνω) παράγωγα ἐκ συνθέσεως ἔχουν τὸ α ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. λοχᾱγός, ναυᾱγεῖν, αὐθάδης. 

... 

Ι 

Ἔχουν τὸ δίχρονον ι ΒΡΑΧΥ

Τὰ ΕΠΙΘΕΤΑ λήγοντα εἰς -ΙΝΟΣ, -ΙΟΣ, -ΙΚΟΣ, -ΙΜΟΣ, π.χ. ἀνθρώπινος, ὅσιος, πολιτικός, ὠφέλιμος. 

Τὸ ι στὴν κατάληξιν -ιας τῶν πρωτοκλίτων ὀνομάτων εἶναι κατὰ κανόνα ΒΡΑΧΥ, π.χ. λοχίας. Ὁμοίως καὶ τὰ κλινόμενα κατὰ τὴν πρώτην κλίσιν σὲ -υας, π.χ. ὁ μανδύας. 

Τὸ ι στὶς καταλήξεις τῶν τριτοκλίτων ὀνομάτων εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. τῷ κέρατι, τοῖς κρατῆρσι. 

Τὰ παραγόμενα ἀπὸ ῥήματα ὀνόματα σὲ -ιτης ἔχουν συνήθως τὸ ι ΒΡΑΧΥ, π.χ. τίτης < τίω. 

Τὸ ι στὸ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ ἀφωνολήκτων τριτοκλίτων δικαταλήκτων ΕΠΙΘΕΤΩΝ εἶναι ΒΡΑΧΥ, π.χ. τὸ ἄχαρι, τὸ εὔελπι. 

*Ἀφωνόληκτα λέγονται τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων τὸ τελευταῖον γράμμα τοῦ θέματος (τὸ θέμα λαμβάνεται ἀπὸ τὴν γενικὴ ἑνικοῦ) εἶναι ἄφωνον (κ,γ,χ,τ,δ,θ,π,β,φ· διότι μὲ αὐτοὺς τοὺς φθόγγους δὲν μπορεῖς νὰ φωνάξεις). 

Τὰ παράγωγα ἐξ ἄλλων ὀνομάτων ὀνόματα μὲ κατάληξιν -ιτης, -ιτις ἔχουν συνήθως τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. πολίτης < πόλις, ὁπλίτης < ὅπλον, τεχνῖτις < τέχνη. Ὁμοίως καὶ τὰ σὲ -ιτη, π.χ. Ἀφροδίτη. 

Τὰ εἰς -ΙΛΟΣ, -ΙΛΟΝ ΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ ἔχουν τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ὅμῑλος ἄργῑλος, πέδῑλον. 

Τὰ εἰς -ΙΝΟΣ, -ΙΝΟΝ ΠΡΟΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ καὶ τὰ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ ἔχουν τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἰκτῖνος, κάμῑνος, ὕσγινον, σέλινον, κύμινον κλπ. Ὁμοίως καὶ τὰ χαλῑνός, ἐρῑνός, Κωνσταντῖνος ἔχουν τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ

Τὰ ΔΙΣΥΛΛΑΒΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ εἰς -ΙΜΟΣ, -ΙΛΟΣ, -ΙΝΟΣ, -ΙΟΣ ἔχουν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ΜΑΚΡΟΝ τὸ ι, π.χ. ψιλός, πῖλος, πρῖνος, δῖνος κοκ. 

Τὸ δεικτικὸν -ι εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. τουτί, οὐτωσί. 

Τὰ εἰς -ι παράγωγα ἐπιρρήματα ἔχουν τὸ ι ΜΑΚΡΟ ὡς ἄνωθεν, π.χ. νυνί·
ἐκτὸς τῶν παραγομένων ἀπὸ ῥήματα εἰς -ζω, ληγόντων σὲ -ιστί, -αστι, τὰ ὁποῖα ἔχου τὸ ι ΒΡΑΧΥ, π.χ. δωριστί, ὀνομαστί, ἀνδριστί. 

Τὸ ι στὸ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΥΔΕΤΕΡΩΝ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ποτήρι(ον), (ἐ)νοίκι(ον). 

Τὸ ι τοῦ θέματος τῶν ἐνρινολήκτων ὀνομάτων (π.χ. ὁ δελφίς, τοῦ δελφίν-ος· τὸ θέμα λαμβάνεται πάντοντε ἐκ τῆς γενικῆς τοῦ ἑνικοῦ) εἶναι ΜΑΚΡΟΝ

Τὰ εἰς -ιων, γεν. -ιονος ἔχουν γενικῶς τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. κίων, κίονος/ βραχίων, βραχίονος/ Ἀμφίων, Ἀμφίονος. Ἐξαιροῦνται τὰ χιών, ἠἱών ( =αἰγιαλός) καὶ τὰ πατρωνυμικά, π.χ. Κρονίων, Κρονίωνος καὶ ἐπικῶς Κρονίονος· τὰ ὁποῖα ἔχουν τὸ ι ΒΡΑΧΥ

... 

Υ 

Ἔχουν τὸ υ ΒΡΑΧΥ

Τὰ λήγοντα εἰς -ΥΧΟΣ, π.χ. ἥσυχος. 

Τὰ λήγοντα εἰς -ΥΡΟΣ, ἄν πρὸ αὐτῶν ὑπάρχει ΒΡΑΧΕΙΑ συλλαβή, π.χ. βδελῠρός, λᾰμῠρός. Ἄν ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΜΑΚΡΑ συλλαβή, τότε εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἰσχῡρός, ὀϊζῡρός. 

Τὰ εἰς -ΥΡΑ ἔχουν τὸ υ ΒΡΑΧΥ, π.χ. λύρα, θύρα, ἐκτὸς ἄν πρόκειται γιὰ ΠΡΟΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ ΥΠΕΡΔΙΣΥΛΛΑΒΑ· τότε τὸ υ εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἄγκῡρα, ὄλῡρα. 

Τὰ παράγωγα ἀπὸ ῥήματα ὀνόματα σὲ -υτης ἔχουν συνήθως τὸ υ ΒΡΑΧΥ, π.χ. θύτης < θύω, δύτης < δύω. 

Τὰ εἰς υ ἐπιρρήματα βραχυκαταληκτοῦν, π.χ. πάνῠ. Στὸ «ἀντίκρυ» τὸ τελικὸν υ λαμβάνεται διττῶς. 

Ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ

Τὰ παράγωγα ἐξ ἄλλων ὀνομάτων ὀνόματα μὲ κατάληξιν -υτης/ -υτις, ἔχουν συνήθως τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. πρεσβύτης, πρεσβῦτις < πρέσβυς. 

Τὰ εἰς -ΥΤΟΣ σύνθετα ΕΠΙΘΕΤΑ (ἐκ τοῦ δακρύω καὶ ἐκ τοῦ τρύω) ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἀδάκρῡτος, ἄτρῡτος. 

Τὰ εἰς -ΥΔΟΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ὠρῡδόν. 

Τὰ ΔΙΣΥΛΛΑΒΑ εἰς -ΥΛΟΝ ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. φῦλον, σκῦλον, ἀλλὰ ξύλον. 

Τὰ εἰς -ΥΜΗ, -ΥΝΗ ΠΑΡΟΞΥΤΟΝΑ ΔΙΣΥΛΛΑΒΑ ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. λύμη, ζύμη, μύνη. 

Τὰ σύνθετα μὲ Β' ΣΥΝΘΕΤΙΚΟΝ τὶς λέξεις ΛΥΠΗ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΨΥΧΗ, ΘΥΜΟΣ, ΚΥΡΟΣἔχουν το υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. περίλυπος, ἐπικίνδυνος, εὔψυχος, ἄθυμος, ἔγκυρος. 

Τὰ ΥΠΕΡΔΙΣΥΛΛΑΒΑ εἰς -ΥΝΟΣ, ἄν πρὸ τοῦ υ δὲν ὑπάρχει σ, π.χ. κίνδῡνος, εὔθῡνος, βόθῡνος, λάγῡνος. Ἐξαιροῦνται τὰ ἔχοντα β' συνθετικὸν τὸ «γυνή», τὰ ὁποῖα ἔχουν τὸ υ ΒΡΑΧΥ, π.χ. ἀνδρόγῠνος. 

Ὡς ῥηματικὴ κατάληξις στὸ β' ἑνικὸν τῆς ὁριστικῆς ἐνεστῶτος καὶ γ' ἑνικὸν τοῦ παρατατικοῦ τῶν ῥημάτων εἰς -υμι, τὸ υ εἶναι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. κρεμάννυς, ζώννυς/ ἐδείκνυ, ἐζεύγνυ. 

Γενικῶς στὰ εἰς -νυμι τὸ υ εἶναι ΜΑΚΡΟΝ στὸν ἑνικὸν τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ καὶ στὸ β' ἑνικὸν πρόσ. προστακτικῆς τοῦ ἐνεργητικοῦ ἐνεστῶτος, π.χ. δείκνῡμι, δείκνῡς, δείκνῡσι/ ἐδείκνῡν, ἐδείκνῡς, ἐδείκνῡ/ δείκνῡ, ἀλλὰ δείκνῠμεν, δεικνῠναι κοκ. (στὰ ἔχοντα φωνῆεν πρὸ τῆς καταλήξεως -μι ῥήματα τῆς β' συζυγ. ἰσχύει ὁ ἴδιος κανών, ἀλλὰ δὲν τίθεται θέμα καθῶς ἡ διαφορὰ τῆς ποσότητος εἶναι προφανής, π.χ. τίθημι, τίθης, τίθησι, ἀλλὰ τίθεμεν, τίθετε, τιθέασι κοκ στὸν ἐνεργ. πρτ ὁριστ. καὶ στὸ β' ἑν. προστ. ἐνεργ. ἐνεστ.· τὸ η εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων μακρὸν καὶ τὸ ε βραχύ). 

... 

ΓΕΝΙΚΩΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ 

1. Τὰ ῥήματα σὲ -ύω, -ίω ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουν τὸ δίχρονον ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. λύω, θύω, πρίω, κυλίω.
Συνήθως ἄν ἡ προηγουμένη τοῦ διχρόνου συλλαβὴ εἶναι ἀνεξαρτήτως θέσεως βραχεῖα, π.χ. ἀνύω, ἀρτύω ( =διατάσσω), μεθύω, ἑλκύω, τανύω ἤ ἄν τὰ ῥήματα ἔχουν παραλλήλους τύπους τῆς β' συζυγίας (σὲ -υμι), π.χ. δείκνυμι/ δεικνύω, μείγνυμι/ μειγνύω, τότε τὸ δίχρονον εἶναι ΒΡΑΧΥ

* Τὰ τίω (τίνω, τῑ-/ τῐν-) καὶ φθίω (φθίνω, φθῑ-, φθῐν-) κατὰ μὲν τοὺς Ἀττικοὺς ἔχουν τὸ ι ΒΡΑΧΥ, κατὰ δὲ τοὺς ἐποποιοὺς ΜΑΚΡΟΝ. Γι' αὐτὸ καὶ θεωροῦνται ἐξαίρεσιν στὸν κανόνα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πίω/ πίνω (πῐ-, πῑν- < πιF). 

Τὰ αΐω, ἐσθίω καὶ οἱ δεύτεροι τύποι τῶν εἰς -ιζω ῥημάτων ἔχουν τὸ ι ΒΡΑΧΥ, ὅπως καὶ τὸ προηγούμενον αὐτῶν φωνῆεν, π.χ. ἀτίω/ ἀτίζω ( =δὲν τιμῶ, < στερ. ᾰ + τίω), μᾰστίω/ μαστίζω. 

Σημαντικὴ ἐξαίρεσις εἶναι τὰ ΒΛΥΩ/ ΒΡΥΩ, ΠΤΥΩ, ΜΥΩ, ΚΥΩ, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὸ υ ΒΡΑΧΥ

2. Τὰ σὲ -ινω, -υνω, -ιρω, -υρω στὸν ἐνεστώτα, παρατατικὸν καὶ ἀόριστον α' ἐνεργητικῆς καὶ μέσης φωνῆς ἔχουν τὸ δίχρονον ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. κρίνω, ἀμβλύνω, καθαίρω, σύρω, διότι προέρχονται ἀπὸ ἀφομοίωσιν μὲ ἀντέκτασιν, π.χ. κρῐν + Fω > κρῐν-νω = κρῑνω/ καθᾰρ + Fω > καθᾰρρω = καθαίρω. Σὲ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους χρόνους ΒΡΑΧΥ, π.χ. κέκρῐκα, κέκρῐμαι, ἐκρίθην. 

3. Τὰ ῥήματα σὲ -άζω, -ίζω, -ύζω, -πτω, -ττω ἤ -σσω, -λλω, -ανω, κατὰ κύριον λόγον ἔχουν τὸ δίχρονον ΒΡΑΧΥ, π.χ. φράζω, ὑβρίζω, ἐγγύζω, ἅπτω, ἀλλάττω ἤ ἀλλάσσω, γράφω, ψάλλω, θιγγάνω*. 

* Τὰ ἠχοποίητα γρύζω < γρῦ, κράζω < κράFγ- < κρά, ἰΰζω < ἰΰ, ἀλαλάζω < ἀλαλαί κοκ ἔχουν τὸ δίχρονον ΜΑΚΡΟΝ

ΜΑΚΡΟΝ ἔχουν τὸ δίχρονον καὶ τὰ κύπτω, ῥίπτω, νίπτω, κηρύττω, νίφω, πράττω, φρίττω, θράττω

ΜΑΚΡΟΝ εἶναι καὶ τὸ ι στὴν παραλήγουσα τοῦ παρακειμένου τῶν ἐχόντων ἄφωνον χαρακτῆρα ῥημάτων, π.χ. πέφρικα (ῥ. φρικ-). 

Τὰ ἔχοντα ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ (τελευταῖον γράμμα τοῦ θέματος) ΑΦΩΝΟΝ (κ,γ,χ,π,β,φ,τ,δ,θ) τῶν ὁποίων ἡ ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΟΣ ΡΙΖΑ ἄρχεται ἀπὸ δύο σύμφωνα, ἔχουν τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. θλίβω (ῥ. θλιβ-, ἡ ὁποία ἄρχεται ἐκ δύο συμφώνων θλ-), τρίβω, πνίγω, βρίθω· νείφω ( =χιονίζω) > νίφω (πιθανὸν ἀπὸ ῥίζα Fνιφ-) ἔχει ἐπίσης τὸ ι μακρόν. 

Τὰ ΔΙΣΥΛΛΑΒΑ ΡΗΜΑΤΑ τὰ ὁποῖα ἔχουν ΑΦΩΝΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ καὶ πρὸ αὐτοῦ υ, ἔχουν τὸ υ ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ψύχ-ω, βρύχ-ω, τύφ-ω, φρύγ-ω. Ἐξαιρεῖται τὸ γλύφω, τὸ ὁποῖον βραχυπαραληκτεῖ

Τὰ περισσότερα ΣΥΝῌΡΗΜΕΝΑ ῥἠματα μὲ ΔΙΣΥΛΛΑΒΟΝ ῥίζα ἔχουν στὴν ἀρκτικὴ συλλαβὴ τὸ ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. βῑνέω, δῑνέω, δῑφάω, κῑνέω, νῑκάω, σῑγάω, τῑμάω κλπ. Ὁμοίως καὶ τὰ ΥΠΕΡΔΙΣΥΛΛΑΒΑ ΣΥΝῌΡΗΜΕΝΑ ἔχουν τὸ μέσον ι ΜΑΚΡΟΝ, π.χ. ἀκρῑβόω (ῥ. ἀκριβο-), ἀγῑνέω κλπ. Ἐξαιροῦνται τοῦ γενικοῦ αὐτοῦ κανόνος τὰ παραγόμενα ἐκ βραχυπαραλήκτων ( = τὰ ἔχοντα βραχεῖα παραλήγουσα) ὀνομάτων, π.χ. φίλος > φῐλέω, ἄδῐκος > ἀδῐκέω. 

... 

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ 

Τὰ ἐρωτηματικὰ τί, γιατί φύσει ΟΞΥΝΟΝΤΑΙ, π.χ. Τί εἶπες; Γιατί μίλησες; 

Τὸ αἰτιολογικὸν γιατὶ ( =ἐπειδή) φύσει ΒΑΡΥΝΕΤΑΙ, π.χ. Ἔφυγε γιατὶ ἦταν ἄρρωστος. 

Τὸ δεικτικὸν μόριον νά, ΟΞΥΝΕΤΑΙ, π.χ. νά τος πάλι. 

Ὁ σύνδεσμος νὰ, ΒΑΡΥΝΕΤΑΙ, π.χ. πῆγε (ἱ)νὰ ἐργαστεῖ/ῇ. 

Τὰ ἀναφορικὰ πού, πώς ( =ὅτι), ΟΞΥΝΟΝΤΑΙ, π.χ. ἄκουσα ποὺ ἦλθες, εἶπε πὼς ἦταν καλό. 

Τὰ ἐρωτηματικὰ ποῦ, πῶς, ΠΕΡΙΣΠΩΝΤΑΙ, π.χ. ποῦ πῆγες; Πῶς πῆγες; 

Στὰ ν.ἑ ἡ διαφοροποίησις τοῦ κτητικοῦ «μοῦ, σοῦ, τοῦ» ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἀντωνυμία γίνεται διατηρώντας τὸ κτητικὸν ἄτονον καὶ τὴν ἀντωνυμία τονιζομένη, π.χ. Ὁ πατήρ μου ( =ὁ δικός μου) εἶπε/ Ὁ πατὴρ μοῦ ( =σὲ ἑμένα) εἶπε. 

Τὸ ὀρκωτικὸν μά, ΟΞΥΝΕΤΑΙ, π.χ. μὰ τὸν θεόν. 

ἀντιθετικὸς σύνδεσμος μὰ ( =ἀλλά) ΒΑΡΥΝΕΤΑΙ, π.χ. Φώναζα, μὰ δὲν μ' ἄκουγες. 

Τὸ προτρεπτικὸν μόριον/ ἐπίρρημα γιά < εἴα καὶ τὸ διαζευκτικὸν γιά < ἠέ = ἤ, ΟΞΥΝΟΝΤΑΙ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ λέξεις ἐκ τῶν ὁποίων ἐσχηματίσθησαν, π.χ. γιά πές! Σήμερα γιά =ἤ αὔριο; 

Τὸ γιὰ ἐκ τοῦ διὰ ΒΑΡΥΝΕΤΑΙ, π.χ. Γιὰ ἐκεῖνον τὸν σκοπὸν ἐταξίδεψε. 

... 


*1 Διότι κατὰ γενικὸν κανόνα ἔχουν προέλθει ἀπὸ συναίρεσιν φωνηέντων < φωνήεντος-δίγαμμα (π.χ. πλόFος > πλόος > πλοῦς/ ἀνθρώπο-Fι > ἀνθρώπωι > ἀνθρώπῳ/ ἈτρείδαFο > Ἀτρείδαο > Ἀτρείδου/ πολέμο-Fο > πολέμοιο > πολέμου/ μούσαFσ(ιν)> μούσαις). Οἱ κανόνες τονισμοῦ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐξάγουμε τὸ συμπέρασμα πὼς τὸ δίγαμμα ἦταν ἀνεπαίσθητον καὶ πὼς συνίζανε καὶ ἴσως γι' αὐτὸ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΩΣ κατηργήθη στὸν γραπτὸν λόγον μετὰ τὸ 403 π.κ.ἐ. 

*2 Στὴν πραγματικότητα στοὺς προαναφερθέντες τύπους «μούσαις, ἀνθρώποις» ἔχει συμβεῖ σὲ ἀπωτάτους χρόνους συναίρεσις, πολὺ πρὸ τῆς «καταργήσεως» τοῦ δίγαμμα, < μούσαFσιν < μούσαισ(ιν) < μούσαις· ἀνθρώποFσιν < ἀνθρώποισ(ιν) < ἀνθρώποις, ἐφ' ὅσον οἱ τύποι θεωροῦνται ἀσυναίρετοι στοὺς μελετώντας κείμενα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀρχαιοτέρα ὅλων δωρικὴ διάλεκτος ἔχει κρατήσει στοὺς τύπους της τὴν ἀπαλοιφὴ τοῦ δίγαμμα στὴν κατάληξιν τῆς ὀνομαστικῆς πληθυντικοῦ, π.χ. στὰ δευτερόκλιτα, ὁπότε ἀπὸ τὸν τονισμὸν λέξεων ὅπως π.χ. ἀνθρώποι ἀντὶ ἄνθρωποι, συμπεραίνει κανεὶς πὼς τὸ οι οἱ Δωριεῖς σὲ ἀρχαιοτάτους χρόνους τὸ «τραβοῦσαν» χρονικῶς [οῖ]. 

Κατ' ἀναλογίαν πρὸς τὰ δευτερόκλιτα ἀσυναίρετα οὐσιαστικά, τὸ -οι τῆς καταλήξεως τῶν δευτεροκλίτων συνῃρημένων ἐπιθέτων λογαριάζεται ἐπίσης βραχὺ ὅταν δὲν τονίζεται (δικατάληκτα τριγενῆ), παρ' ὅτι ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ συναίρεσιν, π.χ. οἱ εὔνοοι = εὖνοι, ἀλλὰ οἱ χρύσεοι = χρυσοῖ. 

Ὁμοίως κατ' ἀναλογίαν πρὸς τὴν ὀνομαστικὴ ἑνικοῦ, ὀξύνεται καὶ ἡ αἰτιατικὴ ἑνικοῦ τῶν ἀκαταλήκτων διπλοθέμων σὲ -ώ, π.χ. ἡ ἠχώ, τῆς ἠχόFος = ἠχοῦς, τὴν ἠχόFι = ἠχοῖ, ἀλλὰ τὴν ἠχό-α = ἠχὼ καὶ ὄχι ἠχῶ, σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα. 

 *3 οἴκοι ( < οἴκο-Fι, =στὸν οἶκον, πρόκειται γιὰ τὴν ἀρχαία τοπικὴ πτῶσιν ἡ ὁποία εἴτε συγχωνεύτηκε μὲ τὴν δοτική, εἴτε κατέληξε ἐπίρρημα, δηλαδὴ ΑΚΛΙΤΟΝ μέρος τοῦ λόγου, ὁπότε τὸ οι στὸ τέλος εἶναι μακρόν. Τὸ πρῶτον οι εἶναι ἐπίσης μακρὸν σύμφωνα μὲ τὸν γενικὸν κανόνα περὶ διφθόγγων). 

*4 Διότι προέρχονται ἀπὸ συναίρεσιν (λύσα-ῑ, λύο-ῑ). 

*5 Στὰ σύμφωνα προσμετρῶνται καὶ τὰ ἡμίφωνα ῥ, λ/ μ, ν. 

*6 Φαινομενικῶς ἐξαιροῦνται τὰ ἀττικόκλιτα ὀνόματα σὲ -ως, τὰ ὁποῖα παρ' ὅτι λήγουν σὲ μακρὸν (-ως/ -ω/ -ῳ, π.χ. δύσερως, ἴλεως, ἀξιόχρεως) τονίζονται στὴν προπαραλήγουσα. Αὐτὸ συμβαίνει διότι ἔχει συμβεῖ ἀντιμεταχώρισις, δηλαδὴ ἔχουν ἀνταλλάξει τὸν χρόνον τους δύο γειτονικὰ φωνήεντα, π.χ. ὁ ἴλη-ος = ἴλε-ως (τὸ μακρὸν η ἔγινε βραχὺ ε καὶ τὸ βραχὺ ο ἐτράπη στὸ ἀντίστοιχον μακρόν του, ω), ἀξιόχρει-ος = ἀξιόχρεως κοκ. 

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀρχαιοτέρους ἰωνικοὺς τύπους τῆς γενικῆς τῶν πρωτοκλίτων, π.χ. Πηλειάδεω = Πηλειάδου (βλ. Ὅμηρον). 

Ὁμοίως καὶ τὰ τριτόκλιτα φωνηεντόληκτα σὲ -ις/ -υς (γεν. -εως), π.χ ἡ πόλις, τῆς πόλη-ος = πόλε-ως (τὸ μακρὸν η ἔγινε βραχὺ ε καὶ τὸ βραχὺ ο ἐτράπη στὸ ἀντίστοιχον μακρόν του, ω), τοῦ πελέκεF-ος/ πελέκηος = πελέκεως, ἄστυ-ος = ἄστεως κοκ. Ὁμοίως κατ' ἀναλογίαν καὶ ἡ γενικὴ πληθυντικοῦ, π.χ. τῶν πόλεων, τῶν πελέκεων, τῶν ἄστεων κλπ. 

Ἀλλὰ δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο γιὰ τὸν δυικὸν ἀριθμὸν τῶν προαναφερθέντων τριτοκλίτων σε -ις/ -υς (γεν. -εως), ὁ ὁποῖος τονίζεται σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα, π.χ. τοῖν πολέοιν καὶ ὄχι τοῖν πόλεοιν, τοῖν ἀστέοιν κοκ. 

Ὁμοίως συμβαίνει καὶ μεταξὺ διαλεκτικῶν διαφοροποιήσεων, π.χ. στὴν βοιωτικὴ διάλεκτον τὸ αι, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ η. Ἔτσι σὲ λέξεις λήγουσες κατὰ κανόνα σὲ βραχὺ αι, τὸ τελικὸν βοιωτικὸν η θεωρεῖται καὶ αὐτὸ μακρόν, π.χ. τύπτομαι = τύπτομη/ λεγόμεναι = λεγόμενη. 

*7 Οἱ ΜΟΝΟΣΥΛΛΑΒΟΙ τύποι τῶν φωνηεντολήκτων τριτοκλίτων ὀνομάτων σὲ -υς, γεν. -(υ)ος, ὅπως καὶ ἡ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΥ ΟΛΩΝ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, ὅταν τονίζεται ΠΕΡΙΣΠΑΤΑΙ, π.χ. ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς/ τοὺς ἰ-χθῦς ( < ἰχθύ-ας), ἀλλὰ ὁ ἰ-χθύς, τὸν ἰ-χθύν, ὦ ἰ-χθύ/ ὁ βοῦς < βοFος, τὸν βοῦν, τὰς γράFς > γραῦς. 

*8 Δὲν ἰσχύει γιὰ τὰ συνῃρημένα δευτερόκλιτα ὀνόματα στὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ τοῦ δυικοῦ ἀριθμοῦ, π.χ. ἐνῷ τὸ ὀστέ-ον = ὀστοῦν, τοῖς ὀστέοις = ὀστοῖς, τοῖν ὀστέοιν = ὀστοῖν, ἡ ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ τοῦ δυικοῦ εἶναι τὼ ὀστέω = ὀστώ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (