(Α', 8-16)/ 17-31 Η ΣΚΛΗΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΕΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ, ΧΡΥΣΗ.
Τίς τ’ ἄρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;
Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὁ γὰρ βασιλῆϊ χολωθεὶς
νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,
οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
Ἀτρεΐδης· ὃ γὰρ ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ’ ἀπερείσι’ ἄποινα,
στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς,
Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν·
«Ἀτρεΐδαι τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
ὑμῖν μὲν θεοὶ δοῖεν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες
ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ’ οἴκαδ’ ἱκέσθαι·
παῖδα δ’ ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, τὰ δ’ ἄποινα δέχεσθαι,
ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα.»
Ἔνθ’ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
αἰδεῖσθαί θ’ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·
ἀλλ’ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
«Μή σε, γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω
ἢ νῦν δηθύνοντ’ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,
μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο·
τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν
ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης,
ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν·
ἀλλ’ ἴθι μή μ’ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι».
Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, A', 17-31
Σημειώσεις :
«ἐκπέρσαι» : < ἐκ + πέρθω = καταστρέφω, λεηλατῶ· ὅπερ ἐκ τοῦ πείρω = διαπερνῶ, τρυπῶ, κι ἔτσι τὸ πέρθω ἔχει ἀρχικὴ ἔννοια «διαπερνῶ τὰ τείχη μιᾶς πόλεως, εἰσβάλλω στὴν πολιορκουμένη πόλιν». Ἐξ αὐτοῦ πλεῖστα παράγωγα ὅπως Περσεύς, πορθητής, πέρσις ( = ἅλωσις) κ.ά πολλά· ὅπως καὶ ἀμέτρητα ἀλλόθροα, π.χ. perdo ( = φθείρω, ἀπόλλυμι, χάνω), perdere, perdre, perder, perte ( = ἀπώλεια), perdita, pestis ( = φθορά, ἐπιδημία), pests ( = παράσιτα), pesticide ( = παρασιτοκτόνα -φυτοφάρμακα-, < pestis + caedo < καίνω = φονεύω, κτείνω), pestilent ( = λοιμώδης, καταστροφικός) κοκ.
«ἥνδανε» : < ἁνδάνω = προκαλῶ εὐχαρίστησιν, εἶμαι ἀρεστός· ἐξ οὗ τὰ ἡδύς ( < Fαδύς), αὐθάδης ( = ὁ ἀνδάνων εἰς τὸν ἑαυτόν του -μόνον-, ὁ ἀλαζονικός), ἡδονή, ἡσυχία ( < ἡδυχία, διὰ αἰολικῆς τροπῆς τοῦ δ σὲ σ), ἅσμενος ( = εὐχαριστημένος), Ἀριάδνη ( < ἄρι + ἁνδάνω, ἡ πολὺ ἀρεστή), ἕδνα ( = τὰ δῶρα τοῦ γάμου), ἑδανός ( = γλυκός), ἥδυσμα ( = κάθε τι ποὺ προκαλεῖ τέρψιν, ποὺ νοστιμίζει τὸ φαγητό, τὸ καρύκευμα, ἡ σάλτσα), ἡδύοσμος ( = ὁ δυόσμος ἔχει εὐχάριστην μυρωδιά, ὁσμή) κ.ἄ, ὅπως καὶ πολλὰ ἀλλοδαπά, π.χ. Ἐδέμ ( = ἐπίγειος παράδεισος), suavis ( = γλυκός, < Fαδύς), suave, sweet, süß, suavemente ( = γλυκά, ἁπαλά) κοκ.
«ἔτελλε» : < τέλλω ( = ἐκπληρώνω, φέρω εἰς πέρας), ἐξ οὗ τὰ ἐντέλλω, ἐπιτέλλω ( = δίνω ἐντολή, παραγγέλλω), τέλλομαι ( = ἐμφανίζομαι), ἀνατέλλω, κοκ· καὶ τὰ ἀλλόθροα zählen ( = λογαριάζω, βλ. λέγω), bezahlen ( = πληρώνω), tell ( = λέγω, < ἐπι-τέλλω), Anadolu ( = Ἀνατολία) κλπ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου