Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, A', 8-16



(Α', 1-7)/ 8-16 Ο ΧΡΥΣΗΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ, ΧΡΥΣΗΙΔΑ 

Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος

οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,

πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν

ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν

οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή· 

ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε

Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς. 


Τίς τ’ ἄρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;

Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὁ γὰρ βασιλῆϊ χολωθεὶς

νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί, 

οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα

Ἀτρεΐδης· ὃ γὰρ ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν

λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ’ ἀπερείσι’ ἄποινα,

στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος

χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς, 

Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν·


Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, A', 8-16


Σημειώσεις : 

«Τίς» : = ποιός, -ά, τί = ποιό, τί· ἐν συνθέσει μὲ τὴν ἀντωνυμία οἷος, δίνει τὰ τοῖος, -α, -ον καὶ διὰ συνήθους τροπὴς κοῖος, ποῖος κοκ. Ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα qui, quoi, quand, quién(es) (θεσσαλ. κίνες; = ποῖοι; ), qué, cuándo ( < ὁ-κόταν), che, quanto ( < ὁ-κόσος), who, what, was, quiero (κυριολεκτικῶς = ἀναζητῶ· κατέληξε νὰ σημαίνει ἐπιθυμῶ, ἀγαπῶ, κάτι ἀντίστοιχον μὲ τὸ ἑλληνικὸν «πόθος» < πόθι ἐστι;, πρὸς ἀναζήτησιν τινὸς ποὺ θέλεις πολύ) , question, en-quête ( = ἔρευνα-ἀναζήτησις· ἐν/ ἰν = en/ in), conquistare ( < σύν = con + κίς· ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τριγυρίζω γύρω ἀπὸ κάτι προσπαθώντας νὰ τὸ πάρω, ἐξ οὗ καὶ σημαίνει κατακτῶ), qualitas ( = ποιότης), Qualifikation ( = προσόν, ὑπὸ τὴν ἔννοια ποιότης ἱκανὴ γιὰ ἐπιτυχία), quant à ( = ὡς πρός, σχετικῶς μὲ τὸ ποιόν), Κουασιμόδος ( < quasi modo < κοίῳ μήδει = μὲ ποιόν τρόπον· ἀπὸ τὸ τροπάριον τῆς «Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ» ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὴν φράσιν «quasi modo» ) κλπ. 

«χολωθείς» : = ὁργισμένος, < χόλος = ὁργή, ἐξ οὗ καὶ τὰ χολή (καθ' Ἱπποκράτην ὅταν ὑπερτερεῖ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος ἡ χολή, οἱ ἄνθρωποι παρουσιάζουν νευρικότητα, ὀξυθυμία· ὁμοίως γράφει καὶ ὁ Γαληνός «οἱ χολικοὶ τύποι, ὀξύθυμοι» ), χολιάζω ( = ὁργίζομαι), ἐξ οὗ καὶ πλεῖστα ἀλλόθροα συνώνυμα τοῦ θυμοῦ, ὅπως colère, collera, cólera κοκ. 

«ὤρσε» : = σήκωσε, ἀνέτειλε, ἐπέφερε· ἀόρ. τοῦ ὄρνυμι = σηκώνω, ἀνατέλλω, ξεσηκώνω, ἐξεγείρω, παροτρύνω. Ἐξ οὗ τὰ ὄρος (τὸ ἀνασηκωμένον, περιγράφει κυριολεκτικῶς τὸν τρόπον δημιουργίας τῶν ὀρέων), ὄρνις, ὁργή, ὁρμῶ, κονιορτός (τὸ ξεσήκωμα τῆς σ-κόνεως), ὄρθιος, κλπ, ἀλλὰ καὶ πλεῖστα ἀλλόθροα ὅπως orior ( = σηκώνομαι, ἀνατέλλω), orient ( = ἀνατολή), order ( = ἡ τάξις, βλ. ὀρθός), original ( = ἀρχικός, αὐθεντικός, ὁ πρῶτος ποὺ ἀνέτειλε), hurry ( = ὀρούω, σπεύδω) κλπ. 

«θοάς» : < θέω = τρέχω, ἐξ οὗ καὶ θεός (κατὰ μία ἐκδοχὴ ἐπειδὴ οἱ πλανῆτες ποὺ πλανῶνται/ θέουν πρωτολατρεύθηκαν ὡς θεοί), θάττων ( = ταχύτερος, < θέω + ᾆττω = ὁρμῶ), ἀγαθός ( < ἄγαν θεϊκός ἤ ἄγαν + θέω, διότι ὁ καλὸς πολεμιστὴς πρέπει νά' ναι καὶ ὠκύπους ὡς ὁ Ἀχιλλεύς), βοηθός, θώς ( = τσακάλι), Ναυσίθοος, θοός ( = ταχύς) κ.ἄ, ὅπως καὶ τὰ ἀλλόθροα Tau ( =δροσιά· διότι τρέχει, στάζει, ῥέει), dew κοκ. 

Ὁ Χρύσης ἦταν ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος ἀπὸ τὴν πόλιν Χρύσα καὶ εἶχε κόρην του τὴν Ἀστυνόμη, ἡ ὁποία λόγῳ τοῦ πατρός της ὠνομάσθη καὶ ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς Χρυσηίς. Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Βρισέως τοῦ ὁποίου κόρη -ἄρα καὶ ἐξαδέλφη τῆς Χρυσηίδος- ἦταν ἡ Ἱπποδάμεια, γνωστὴ ὡς Βρισηὶς λόγῳ τοῦ πατρός της. 

Ἡ Χρυσηὶς μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα ἔκανε τὸν Χρύσην, ὁ ὁποῖος κυνηγημένος ἀπὸ τὴν νόμιμον σύζυγον τοῦ πατρός του, τὴν Κλυταιμνήστρα καὶ τὸν ἐραστή της, Αἴγισθον ἔφτασε στὴν πόλιν ποὺ ὠνομάσθη ἐξ αὐτοῦ -διότι πέθανε ἐκεῖ- Χρυσούπολις -σημερινὸν Οὐσκουντάρ < Σκουτάριον- (Ἀνάπλους Βοσπόρου, 109, Διονύσιος ὁ Βυζάντιος). 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, A', 17-31

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ