Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 73-83

(Α', 68-72)/ 73-83 Η ΑΓΟΡΕΥΣΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΕΩΣ ΚΑΛΧΑΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ 

(Ἤτοι ὅ γ’ ὣς εἰπὼν κατ’ ἄρ’ ἕζετο· τοῖσι δ’ ἀνέστη

Κάλχας Θεστορίδης, οἰωνοπόλων ὄχ’ ἄριστος,

ὃς ᾔδη τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,

καὶ νήεσσ’ ἡγήσατ’ Ἀχαιῶν Ἴλιον εἴσω

ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων)· 

ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν· 

«Ὦ Ἀχιλεῦ, κέλεαί με, Διῒ φίλε, μυθήσασθαι

μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος·

τοὶ γὰρ ἐγὼν ἐρέω· σὺ δὲ σύνθεο καί μοι ὄμοσσον

ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν·

ἦ γὰρ ὀίομαι ἄνδρα χολωσέμεν, ὃς μέγα πάντων

Ἀργείων κρατέει καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί·

κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ·

εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ,

ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,

ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι· σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις». 


...  


Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ Α', 73-83


Σημειώσεις : 

ἕηκε : < ἕηκα ἐπικὸς τύπος ἧκα· 

ἵημι, ἵην, ἥσω, ἧκα, εἷκα, εἵκειν 

ἵεμαι, ἱέμην, ἥσομαι/ ἑθήσομαι, ἡκάμην/ εἵμην/ εἵθην, εἷμαι, εἵμειν 

ἔοικα : < Fείκω > πρκ. τοῦ εἴκω· προέρχεται ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἕ + ἵκω ( = φτάνω), ἐπιστρέφω στὸν ἑ-αυτόν μου, παύω νὰ εἶμαι ἐπιθετικός. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει:

1. Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω καὶ ἁρμόζω

2. Ὁμοιάζω [κυρίως ὁ παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος ἔοικα ( = ἔχω ὑποχωρήσει, ἄρα εἶμαι σύγγνωμος, ὅμοιος)]

«ἦ μέν» : «ἦ μὲν», «ἦ μὴν» δωρικῶς «ἆ μὴν, ἦ μὰν, ἆ μὰν» ἀποτελοῦνται ἀπὸ δύο ἑλληνικότατες λέξεις ἰσχυρᾶς βεβαιώσεως, τὸ ὀρκωτικόν/ ἐπιβεβαιωτικὸν ἐπίρρημα «ἦ» καὶ τὸ ἰσχυρὸν βεβαιωτικὸν μόριον «μήν/ μέν/ μάν». 

Τὸ ἦ μέν*, ἦ μήν, ἠμήν, ἀμήν τὸ χρησιμοποιοῦμε ὡς σήμερα μὲ τὴν ἴδια ἔννοια ἀκριβῶς, πρὸς ἰσχυρὰν ἐπιβεβαίωσιν, ὅταν λέγομεν «ἆ μέ(ν)/ ἀμέ». 

Καὶ ἐπειδὴ μία εἶναι ἡ μητέρα τῶν γλωσσῶν, ἡ ἑλληνική, ἔτσι καὶ αὐτὸ τὸ ἔτυμόν μας πέρασε στοὺς ἀλλοθρόους, ἐν προκειμένῳ στοὺς Ἑβραίους (ποὺ καὶ αὐτοὶ ὁμιλοῦν τρομερῶς ἐκβαρβαρισμένα ἑλληνικά) ὡς «ἀμήν» καὶ σήμερα θεωρεῖται δυστυχῶς «ἑβραϊκὸν! ἔτυμον» (παρομοίως κατέληξε καὶ στοὺς Ἀνατολίτες ὡς «ἀμάν», ἐξ οὗ καὶ οἱ «ἀμανέδες»). 

«κότον» : σχετικὸν μὲ τὴν κοττίδα ( = κεφαλή), ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀποκοτιά ( = θάρρος, θράσος, τόλμη), ἀποκοτῶ ( = ἀποτολμῶ), ἀλλὀκοτος κοκ. Ἐξ αὐτοῦ καὶ πλεῖστα ἀλλόθροα ὅπως «cosser ( = κουτουλῶ), cottisure ( = κουτουλιά), cotir ( = συνθλίβω), cozzare ( = συγκρούω· ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀντιδάνειον «κοτσάρω» ) κοκ. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 84-91

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (