Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 84-91


Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΧΑΝΤΟΣ

«ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,
ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι· σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις».

Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

«Θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα·
οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σὺ, Κάλχαν,
εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,
οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο
σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει
συμπάντων Δαναῶν, οὐδ’ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς,
ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι».

Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 84-91


Σημειώσεις :

«ἀπαμειβόμενος» : ἀνταλλάσσω, ἀλλὰ καὶ ἀλλάζω θέσιν εἰς τὸν τόπον, ἤτοι κινοῦμαι· «ἀμείβου» = φύγε, κινήσου, «κουνήσου», ἐξ οὗ τὰ ἀμοιβή, ἀμοιβάς (λόγῳ τοῦ ὅτι μεταβάλλεται, δὲν ἔχει συγκεκριμένον σχῆμα), ἀμευσίπορος ( = τὸ σημεῖον ποὺ διασταυρώνονται οἱ δρόμοι), ἀμεύομαι ( = διέρχομαι, κυριαρχῶ), διαμευστής ( = ὁ ἀλαζών) κοκ· ἀλλὰ καὶ πλεῖστα ἀλλόθροα ὅπως τὰ movere, move, mouvoir, muovere ( = κινοῦμαι), émouvoir ( = συν-κινοῦμαι), moment ( = λεπτόν, στιγμὴ τῆς ῥοῆς τοῦ χρόνου), motion ( = κίνησις), moteur, motor, motivo, mobile, movie ( = κινηματο-γραφική ταινία), mob ( = ὄχλος, κινούμενοι πολλοὶ μαζεμένοι), mutual ( = ἀμοιβαῖος), mutazione ( = μεταβολή) κοκ.

Τὸ «ἀμείβω» θεωρεῖται συνώνυμον τοῦ «πληρώνω». Τὸ «πληρώνω» προέρχεται ἐκ τοῦ πληρόω-ῶ ( = γεμίζω, καθιστῶ τὶ πλῆρες), τὸ ὁποῖον συνεκδοχικῶς σημαίνει καὶ ἐπανδρώνω τὴν ναῦν διὰ πληρώματος· καὶ αὐτὸ πάλι συνεκδοχικῶς κατέληξε νὰ σημαίνει καὶ ἀμείβω τὸ πλήρωμα.

Παλαιότερα ἐπληροῦντο καὶ μὲ ἅλας γιὰ τὴν παροχὴ κάποιας ἐργασίας τους (ἐξ οὗ καὶ -διὰ τροπὴ τῆς δασείας σὲ σ- τὰ s-alary, salaire, salario κλπ), καθῶς τὸ ἅλας εἶναι ἀπαραίτητον γιὰ τὴν ἐπιβίωσιν, τόσον ὡς τροφή, ὅσον καὶ ὡς συντηρητικόν, ἀπολυμαντικόν, ἀγγειοδιασταλτικὸν κοκ.

«ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» : Ἡ φράσις εἶναι παραφθορὰ τοῦ χωρίου τῆς «Ἀπολογίας Σωκράτους» (21δ) «ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι» ( = αὐτὰ τὰ ὁποῖα δὲν ξέρω καὶ οὔτε/ δὲν νομίζω ὅτι -τά- ξέρω). Καὶ γι' αὐτὸ γράφει καὶ ὁ Κικέρων στὸ Academica (1,16) :

«...scire se putent, ipse se nihil scire id unum sciat», τὰ ὁποῖα βέβαια ἅπαντα χωρία σχετίζονται μὲ τὸν χρησμὸν τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναγγείλει κάποτε στὸν φίλον τοῦ Σωκράτους, Χαιρεφῶντα, πὼς σοφώτερος ὅλων εἶναι ὁ Σωκράτης.

Ὁ Σωκράτης λοιπὸν διερωτώμενος γιατί λέει τέτοια πράγματα ἡ Πυθία, θέλησε νὰ ἐρευνήσει τὸ θέμα καὶ τριγυρνοῦσε διαλεγόμενος μὲ τοὺς λογιζομένους ὡς σοφοὺς τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νὰ ἀποδείξει στὸ Μαντεῖον ὅτι σφάλλει. Ὅμως διαλεγόμενος μαζί τους κατάλαβε ὅτι ἦταν πράγματι σοφώτερος, διότι αὐτὸς τουλάχιστον δὲν θεωροῦσε πὼς ξέρει αὐτὰ τὰ ὁποῖα δὲν ξέρει.

Ἡ φράσις ἀποδίδεται αὐτούσια στὸν Σωκράτη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον στὴν οὐσία του εἶναι ἐσφαλμένον.


«ἐποισόμενος» : < ἐπιφέρω.

Ἐνεστ.: φέρω, ἐξ οὗ ἄπειρα παράγωγα τόσον ἑλληνικά, ὅσον καὶ ἐκβαρβαρισμένα ἑλληνικά, ὅπως ὑποφορά, ἀναφορά, διαφορά, φορητός, φαρέτρα, φέρετρον, φερνή ( = προῖκα), φέρμα ( = τέκνον), φώρ ( = ὁ κλέπτης), αὐτόφωρος, καταφέρνω, ἐπιφέρω, παραφέρομαι, ἀποφέρω, φοράς ( = γόνιμη), συμφέρον, φόρος, ἀνυπόφορος, δορυφόρος, ἑωσφόρος, εὔφορος, πληροφορῶ, καρποφορῶ, κυκλοφορία, φορτίζω, φορτηγόν, δίφρος, καλοριφέρ, fertility ( = γονιμότης), fortune ( = ἡ τύχη < fero < φέρω· γιὰ τὸν Ἕλληνα ἡ τύχη τεύχεται, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀλλοθρόους εἶναι ὅτι τοὺς ἔλθει), φουρτοῦνα ( < fortunale di mare), frigorifero ( = τὸ φέρων Fρῖγος, ἤτοι τὸ ψυγεῖον), lanifero ( = ὁ φέρων λᾶνον/ ἔριον), lucifer ( = ὁ τὴν λυκὴν φέρων), offer ( = προσφέρω), referto ( = ἀναφορά), suffrir ( < sub < ὑπό + fero < φέρω), congestion ( < cum < σύν + gero < fero < φέρω· = ἡ συμφόρησις) κλπ.

Πρτ.: ἔφερον

Μέλλ.: οἴσω, ἐξ οὗ τὰ οἰσοφάγος, οἶμος ( = ὁδός), ἕτοιμος ( = ὁ ἔχων τὴν ὁδὸν παρεσκευασμένην), κυδοιμός ( = ὁ θόρυβος τῆς μάχης, ἡ πρὸς τὴν δόξαν/ κῦδος ὁδός), προοίμιον ( = πρόλογος, πρό-δρομος), ὀϊστός ( = βέλος), εὐπάροιστος ( = εὐμετακόμιστος), ἀνοιστός ( = αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀναφερθεῖ), ἐξοιστέος ( = αὐτὸς ποὺ πρέπει νὰ ὁδηγηθεῖ ἐκτός), δυσύποιστος ( = ὁ δυσκόλως ὑποφερόμενος), παροιμία ( = τὸ παροδικὸν διήγημα καὶ τὸ γνωμικόν, καθῶς ὅσα κοινωφελῆ εὕρισκον παρὰ τὰς λεωφόρους ὁδοὺς ἀνέγραφον, ὥστε νὰ τὰ διαβάζουν ὅσοι διέρχονται ἀπό ἐκεῖ καὶ νὰ πολλαπλασιάζεται ἡ γνῶσις, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταλαμβάνουν ὅσοι περισσότεροι γίνεται τῆς ὠφελείας αὐτῆς. «Οὔτω καὶ τὰ τῶν σοφῶν ἀποφθέγματα γνωθῆναί φασι καὶ τὰ Πυθαγορικὰ παραγγέλματα», Συναγωγή, Διογενιανός.

Ἀόρ.: ἤνεγκον ἐξ οὗ τὰ διηνεκής (δια-φέρων, διερχόμενος ἀσταματήτως), ποδηνεκής ( = αὐτὸς ποὺ φτάνει μέχρι τὰ πόδια), δουρηνεκής ( = ὁ ἀπέχων ἀπόστασιν ὅσον μία βολὴ δόρατος), κεντρηνεκής ( = ὁ φερόμενος διὰ κεντρίσματος, ὁ ὑποκινούμενος), ἕνεκα ( = κατὰ συνέπεια), ὄγκος ( = μέγεθος, ὑπο-φορά, κόπος), διένεξις ( = διαφορά), βεληνεκές ( = ἡ ἀπόστασις ποὺ διανύει τὸ βλῆμα ἀπὸ τὸ σημεῖον βολῆς του ἕως τὸ σημεῖον πτώσεώς του), συμπεριενεκτέος ( = ὁ προσαρμοσμένος σὲ κάτι, ὁ συμπεριφερόμενος ἀναλόγως) κλπ.

Πρκ.: ἐνήνοχα

Ὑπερσ.: ἐνηνόχειν


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 92-120

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ