Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ Α', 92-120

(Α', 85-91)/ 92-120 Ο ΜΑΝΤΙΣ ΚΑΛΧΑΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ Ο ΑΠΟΛΛΩΝ ΕΧΕΙ ΧΟΛΙΑΣΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΣΤΕΙΛΕ ΤΟΝ ΛΟΙΜΟΝ. Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΑΝΑΓΚΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΧΡΥΣΗΙΔΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ 

(Θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα·

οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σὺ, Κάλχαν,

εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,

οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο

σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει

συμπάντων Δαναῶν, οὐδ’ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς,

ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι). 

Καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων·  

«Οὔ τ’ ἄρ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐδ’ ἑκατόμβης,

ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, ὃν ἠτίμησ’ Ἀγαμέμνων,

οὐδ’ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄποινα· 

τοὔνεκ’ ἄρ’ ἄλγε’ ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ’ ἔτι δώσει,

οὐδ’ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει

πρίν γ’ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην

ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην

ἐς Χρύσην· τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν». 

Ἤτοι ὅ γ’ ὣς εἰπὼν κατ’ ἄρ’ ἕζετο· τοῖσι δ’ ἀνέστη

ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων 

ἀχνύμενος· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι

πίμπλαντ’, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην·

Κάλχαντα πρώτιστα κάκ’ ὀσσόμενος προσέειπε· 

«Μάντι κακῶν οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας·

αἰεί τοι τὰ κάκ’ ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι,

ἐσθλὸν δ’ οὔτέ τί πω εἶπας ἔπος οὔτ’ ἐτέλεσσας·

καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις

ὡς δὴ τοῦδ’ ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει,

οὕνεκ’ ἐγὼ κούρης Χρυσηΐδος ἀγλά’ ἄποινα

οὐκ ἔθελον δέξασθαι, ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτὴν

οἴκοι ἔχειν· καὶ γάρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα

κουριδίης ἀλόχου, ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων,

οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ’ ἂρ φρένας οὔτέ τι ἔργα.

ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν εἰ τό γ’ ἄμεινον·

βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι·

αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ ὄφρα μὴ οἶος

Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε·

λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ». 


Τὸ ἡχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 92-120


Σημειώσεις : 

«ἀμύμων» : < στερ. ἀ + μῶμος διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς μεταξὺ διαλέκτων τοῦ ω σε ου/υ· μῶμος/μῶμαρ καὶ αἰολ. μῦμαρ. «Παρὰ τὸ μύειν, μύμων καὶ ἀμύμων, ὁ μὴ ταπεινούμενος», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα. Μῶμος-μομφὴ εἶναι κυριολεκτικῶς τὰ «μου-μου-μου», ὁ ψόγος ποὺ μουρμουρίζει κανεὶς γιὰ κάποιον. 

Ὁ Μῶμος ἦταν ὁ υἰὸς τῆς Νυκτὸς («Θεογονία», 214, Ἡσίοδος) καὶ ἡ προσωποποίησις τῆς μομφῆς-μώμου, τοῦ ψόγου, τοῦ σκώμματος καὶ τῆς εἰρωνείας (βλ. ἐξ οὗ καὶ τὸ ἔθιμον τῶν βακχευόντων Μωμογέρων καὶ τὸ μπάχαλον < βάκχαλον ποὺ προκαλοῦν μὲ τὸν θόρυβον τῶν κραυγῶν, κωδώνων καὶ τυμπάνων τους κατὰ τὰ «Θεοφάνια»). Ἐξ αὐτοῦ καὶ τὰ ἀλλόθροα momerie ( =θεατρινισμός, προσποίησις, μεταμφίεσις, μορφασμός), mummery, momear, mommeare, momo ( = χειρονομία -κοροϊδευτική- πρὸς πρόκλησιν γέλιου) κοκ. Σχετικὸν καὶ τὸ μωκάομαι-μυκάομαι ( = κάνω μορφασμούς, περιπαίζω) ἐξ οὗ καὶ μῶκος ( = ὁ ἐμπαιγμός) ποὺ κατέληξε σὲ se moquer ( =κοροϊδεύω), moqueur, mock, moquiren, mueca ( = γκριμάτσα), mocca κοκ. 

«ἀεικέα» : ἀεικής εἶναι ὁ ἀπρεπής, ὁ ἀνάρμοστος, ὁ διαπράττων ὕβριν ( < ὑπέρ), ὁ αἰσχρός· ἐκ τοῦ εἴκω ( = ὑποχωρῶ) ὁ παρακείμενος ἔοικα ( = ὁμοιάζω, καθὼς ὁ ὑποχωρῶν ὁμοιάζει, καταλήγει σύγγνωμος μὲ αὐτὸν στὸν ὁποῖον ἔχει ὑποχωρήσει), ἐξ οὗ καὶ ἀεικέλιος εἶναι ὁ δειλός. Προφανῶς τὸ ἀ εἶναι ἐπιτατικὸν καὶ ὄχι στερητικόν· «ἀείκελος ὁ ὅμοιος», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα. 

«λοιγόν» : παρὰ τὸ λείπω· λοιγός εἶναι ὁ ὄλεθρος, ἡ καταστροφή· «λεῖψιν γὰρ τῶν ἀνθρώπων ἐργάζεται», Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα. Ἐξ οὗ καὶ τὰ λοιγολαμπής ( = ὁ προκαλῶν καταστροφὴν διὰ τῆς λάμψεώς του), βροτολοιγός ( = ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς), λύμη ( = βλάβη, καταστροφή· διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς οι/υ), λοιμός, λυγρός ( = ὁ βλαβερός, ὁ ἀξιολύπητος, ὁ δυστυχής) κλπ. Ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλοδαπὰ lugubre ( = πένθιμος), lutto ( = πένθος) κλπ. 

«κρήγυον» : < κρήδυον, τὸ τῷ κέαρι ἡδύ, μὲ τροπὴ τοῦ δ σὲ γ· τὸ εὐάρεστον, τὸ ὠφέλιμον, τὸ χρήσιμον. Τὰ ἀλλόθροα cruel, cruelty, crudo, cru ( = ὁ ὠμός) κοκ σχετικὰ τῆς ὠμότητος, τῆς βίας κοκ προέρχονται ἀπὸ ἄλλη ἑλληνικοτάτη λέξιν, τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὁ Ὅμηρος, τὴν λέξιν «ὀκρυόεις» ( = ψυχρός, παγερός, κρύος, φοβερός). Κρυερός, λακωνιστὶ κρουερός εἶναι ὁ φοβερός, ὁ τρομερός. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 121-129

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ