Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΛΕΕΙ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ ΟΤΙ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΧΡΥΣΗΙΔΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΖΗΤΑ ΝΕΟΝ ΓΕΡΑΣ. Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
(αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ ὄφρα μὴ οἶος
Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε·
λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ).
Τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων,
πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί;
οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά·
ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται,
λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τῆνδε θεῷ πρόες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
τριπλῇ τετραπλῇ τ’ ἀποτείσομεν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δῷσι πόλιν Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι».
Τὸ ἠχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 121-129
Σημειώσεις :
«ἔω» : σημαίνει πορεύομαι, βαδίζω· ἐξ οὗ τὸ εἶμι (βλ. καὶ ἴω, ἴτε) καὶ οἱ παραγωγικὲς καταλήξεις -εω, -ευς, -ειν, -ους, -εων, -ιων, -ιεις, -ιος, -ιτος, -ιμος κλπ δηλοῦσες τὴν προέλευσιν τινός (χρυσοῦς, Θηβαιεύς, παπυρεών = μέρος κατάφυτον ἐκ παπύρου), ἀλλὰ καὶ τὴν πορεία του στὸν χρόνον καὶ στὸν χῶρον (ἐξ οὗ καὶ οἱ καταλήξεις τῶν ῥημάτων σὲ -εω, π.χ. νέω = πορεύομαι διὰ τοῦ νοῦ, θέω, ποιέω/ῶ κοκ.
Ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ «λατινικόν» ...eo ( = πορεύομαι), ἐξ οὗ τὰ ἀλλόθροα καὶ σχετικὰ τοῦ «πηγαίνω, πορεύομαι» ir, ire, aiziet, ísť, jít, dir, zer κλπ, ἀλλὰ καὶ οἱ σχετικὲς καταλήξεις -io, -(i)bo, -(i)ba(m), -(ie)ro τῶν ῥημάτων στὶς «λατινογενεῖς» γλῶσσες δηλοῦσες τὴν πορεία στὸν χρόνον (βλ. σχηματισμὸν χρόνων)· τὰ vado, waden, vadear, wandeln, wander, vais, vai, andare, anar κλπ ἐκ τοῦ βάδω = βαδίζω· τὸ δὲ aller ἐκ τοῦ ἀλάομαι ( = περιφέρομαι)· τὰ gehen, go κλπ ἐκ τοῦ κιγχάνω ( = φθάνω).
«ξυνήϊα» : < ξυνός = κοινός, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς υ/οι· < συν, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν ξ/σ/κ (βλ. ἀττικὴν διάλεκτον καὶ cun/ cum < συν).
«ἐξεπράθομεν» : < ἐκ + πέρθω (ἀόρ. ἔπερσα, ἔπραθον).
«ἐξαλαπάξαι» : < ἐκ + ἀλαπάζω ( = πορθῶ, ἁλώνω -σχετικὸν τῆς ἁλ-ός, ὅπως καὶ ἡ ἅλωσις-, < λαπάσσω = ἀδειάζω, κενώνω), ἐξ οὗ ἀλαπαδνός εἶναι ὁ ἀσθενής, ὁ εὐκατάβλητος, ὁ εὐπόρθητος· καὶ λαπάρα τὰ μαλακὰ μέρη μεταξὺ πλευρῶν καὶ ἰσχίου, ἐξ ὦν ἡ λαπαροσκόπησις· ὁ λαπαρός ( = ὁ μαλακός, ὁ χαλαρός ποὺ δὲν εἶναι σφιγμένος/ φουσκωμένος ἀλλὰ δείχνει κενός, ἄδειος), ὁ λαπάς κοκ.
Σημειώσεις :
«ἔω» : σημαίνει πορεύομαι, βαδίζω· ἐξ οὗ τὸ εἶμι (βλ. καὶ ἴω, ἴτε) καὶ οἱ παραγωγικὲς καταλήξεις -εω, -ευς, -ειν, -ους, -εων, -ιων, -ιεις, -ιος, -ιτος, -ιμος κλπ δηλοῦσες τὴν προέλευσιν τινός (χρυσοῦς, Θηβαιεύς, παπυρεών = μέρος κατάφυτον ἐκ παπύρου), ἀλλὰ καὶ τὴν πορεία του στὸν χρόνον καὶ στὸν χῶρον (ἐξ οὗ καὶ οἱ καταλήξεις τῶν ῥημάτων σὲ -εω, π.χ. νέω = πορεύομαι διὰ τοῦ νοῦ, θέω, ποιέω/ῶ κοκ.
Ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ «λατινικόν» ...eo ( = πορεύομαι), ἐξ οὗ τὰ ἀλλόθροα καὶ σχετικὰ τοῦ «πηγαίνω, πορεύομαι» ir, ire, aiziet, ísť, jít, dir, zer κλπ, ἀλλὰ καὶ οἱ σχετικὲς καταλήξεις -io, -(i)bo, -(i)ba(m), -(ie)ro τῶν ῥημάτων στὶς «λατινογενεῖς» γλῶσσες δηλοῦσες τὴν πορεία στὸν χρόνον (βλ. σχηματισμὸν χρόνων)· τὰ vado, waden, vadear, wandeln, wander, vais, vai, andare, anar κλπ ἐκ τοῦ βάδω = βαδίζω· τὸ δὲ aller ἐκ τοῦ ἀλάομαι ( = περιφέρομαι)· τὰ gehen, go κλπ ἐκ τοῦ κιγχάνω ( = φθάνω).
«ξυνήϊα» : < ξυνός = κοινός, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς υ/οι· < συν, διὰ συνήθους ἐναλλαγῆς τῶν ξ/σ/κ (βλ. ἀττικὴν διάλεκτον καὶ cun/ cum < συν).
«ἐξεπράθομεν» : < ἐκ + πέρθω (ἀόρ. ἔπερσα, ἔπραθον).
«ἐξαλαπάξαι» : < ἐκ + ἀλαπάζω ( = πορθῶ, ἁλώνω -σχετικὸν τῆς ἁλ-ός, ὅπως καὶ ἡ ἅλωσις-, < λαπάσσω = ἀδειάζω, κενώνω), ἐξ οὗ ἀλαπαδνός εἶναι ὁ ἀσθενής, ὁ εὐκατάβλητος, ὁ εὐπόρθητος· καὶ λαπάρα τὰ μαλακὰ μέρη μεταξὺ πλευρῶν καὶ ἰσχίου, ἐξ ὦν ἡ λαπαροσκόπησις· ὁ λαπαρός ( = ὁ μαλακός, ὁ χαλαρός ποὺ δὲν εἶναι σφιγμένος/ φουσκωμένος ἀλλὰ δείχνει κενός, ἄδειος), ὁ λαπάς κοκ.
Ἡ συνέχεια έδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 131-147
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου