Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ ΤΟΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΠΩΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΓΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ, ΒΡΙΣΗΙΣ.
Η ΜΗΝΙΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΤΡΕΙΔΗ ΦΟΥΝΤΩΝΕΙ
Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων ( =Σὲ αὐτὸν -τὸν Ἀχιλλέα- ἀπαμειβόμενος/ἀπαντώντας εἶπε ὁ κρείων/ἄρχων Ἀγαμέμνων)·
«Μὴ δ’ οὕτως ἀγαθός περ ἐὼν θεοείκελ’ Ἀχιλλεῦ,
κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις.
ἦ ἐθέλεις ὄφρ’ αὐτὸς ἔχῃς γέρας, αὐτὰρ ἔμ’ αὔτως
ἧσθαι δευόμενον, κέλεαι δέ με τῆνδ’ ἀποδοῦναι;
ἀλλ’ εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ
ἄρσαντες κατὰ θυμὸν ὅπως ἀντάξιον ἔσται·
εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας, ἢ Ὀδυσῆος
ἄξω ἑλών· ὃ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.
Ἀλλ’ ἤτοι μὲν ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις,
νῦν δ’ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, ἐς δ’ ἑκατόμβην
θείομεν, ἂν δ’ αὐτὴν Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
βήσομεν· εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνὴρ βουληφόρος ἔστω,
ἢ Αἴας ἢ Ἰδομενεὺς ἢ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἠὲ σὺ Πηλεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ’ ἀνδρῶν,
ὄφρ’ ἥμιν ἑκάεργον ἱλάσσεαι ἱερὰ ῥέξας».
Τὸ ἠχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 131-147
Σημειώσεις :
«τεόν» : χαρακτηριστικὸν τῆς δωρικῆς διαλέκτου εἶναι πὼς χρησιμοποιεῖ πολλάκις τ ἀντί σ· ἔτσι καὶ τὸ «σύ» δωρικῶς τρέπεται σὲ τύ, ἐξ οὗ καὶ τὰ «λατινογενῆ» καὶ ἄλλα ἐκβαρβαρισμένα ἑλληνικὰ tu, Du, ty, ты, tú, κοκ, ἐκ τῶν ὁποίων καὶ οἱ ἀντίστοιχοι τύποι ἀντωνυμιῶν καὶ ἐπιθέτων, ὅπως π.χ. ἐν προκειμένῳ τῶν κτητικῶν ton, ta, tes, tien, tuo, tua, tu, tuyo, dein, deine, teu, tvoje, tavo, din, твой κοκ.
«Τηλεβόες» : Ὁ Ἀπολλόδωρος δίδει ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὸν λόγον ποὺ ὁ λαὸς τῶν Ταφίων ἐκλήθη «Τηλεβόες». Ἀναφέρει πὼς ἐκλήθησαν ἔτσι ἐπειδὴ ὁ δισέγγονος τοῦ Περσέως, Τάφιος ὁ ὁποῖος ἀπῲκισε τὰ ἐκεῖ μέρη τῶν Ἐχινάδων (Ἰόνιον πέλαγος), εἶχε φύγει μακριὰ (τήλου) ἀπὸ τὴν πατρίδα του (Μυκῆνες) :
«Ἀμφιτρύων ἐγένετο καὶ θυγάτηρ Ἀναξώ, ἐκ δὲ Μήστορος καὶ Λυσιδίκης τῆς Πέλοπος Ἱπποθόη. ταύτην ἁρπάσας Ποσειδῶν καὶ κομίσας ἐπὶ τὰς Ἐχινάδας νήσους μίγνυται, καὶ γεννᾷ Τάφιον, ὃς ᾤκισε Τάφον καὶ τοὺς λαοὺς Τηλεβόας ἐκάλεσεν, ὅτι τηλοῦ τῆς πατρίδος ἔβη», Βιβλιοθήκη, Β', 4,5, Ἀπολλόδωρος.
Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς γενεαλογίας τοῦ Περσέως, ἐνεπνεύσθησαν καὶ οἱ Ἑβραῖοι τὰ παραμύθια τους περὶ τῆς τριχὸς τοῦ Ἑβραίου Σαμψὼν ποὺ τοῦ τὴν ἔκοψε ἡ ἀλλόφυλη -Φιλισταία, ἤτοι Κρητικιά- Δαλιδὰ καὶ ἔτσι τοῦ ἀφεῖλε την δύναμιν. Πιὸ συγκεκριμένως στὸ προαναφερθὲν βιβλίον τοῦ Ἀπολλοδώρου, πληροφορούμεθα πὼς ὁ Περσεὺς εἶχε μεταξὺ ἄλλων υἰοὺς τὸν Ἀλκαῖον, τὸν Μήστορα καὶ τὸν Ἠλεκτρύωνα.
Ὁ Ἀλκαῖος γέννησε μὲ τὴν κόρην τοῦ Πέλοπος (ἀδελφὴ τοῦ Ἀτρείδου), Ἀστυδάμεια τὸν Ἀμφιτρύωνα (ἄρα ὁ Ἀμφιτρύων μὲ τοὺς Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον ἦταν πρῶτα ἐξαδέλφια).
Ὁ Μήστωρ μὲ τὴν ἄλλη κόρην τοῦ Πέλοπος, τὴν Λυσιδίκη γέννησαν τὴν Ἱπποθόη, μὲ τὴν ὁποία ἐμίγη ὁ Ποσειδῶν καὶ ἐγεννήθη τότε ὁ προαναφερθεὶς Τάφιος, πατὴρ τοῦ Πτερελάου.
Ὁ δὲ Ἠλεκτρύων (βασιλεὺς τῶν Μυκηνῶν) εἶχε κόρη τὴν Ἀλκμήνη, τὴν ὁποία ἔπειτα ἔκανε σύζυγόν του ὁ Ἀμφιτρύων καὶ μὲ τὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων εἶχαν παιδιὰ τὸν Ἡρακλῆ ἤ Ἀλκαῖον (ὅπως ὠνομάζετο ὁ πεθερὸς τῆς Ἀλκμήνης) καὶ τὸν Ἰφικλῆ.
Ὁ Ἀμφιτρύων λοιπὸν μέσῳ τῆς Ἀλκμήνης θὰ ἔπαιρνε τὸν θρόνον τοῦ πεθεροῦ του, Ἠλεκτρύωνος (ὅμως ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ἐξ αἵματος συγγενὴς τοῦ Περσέως, καθὼς πατήρ του ἦταν ὁ Ἀλκαῖος).
Τὰ παιδιὰ ὅμως τοῦ προαναφερθέντος Πτερελάου διεκδικοῦσαν ἐξ ἴσου τὸν θρόνον τῶν Μυκηνῶν, καθὼς ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἠλεκτρύωνος καὶ Ἀλκαίου, Μήστωρ ἦταν πατὴρ τῆς προγιαγιᾶς τους καὶ θεωροῦσαν πὼς ὁ θρόνος πρέπει νὰ περάσει σὲ αὐτούς.
Ἔτσι λοιπὸν πῆγαν στὶς Μυκῆνες ἐνόσῳ ἐβασίλευε ὁ Ἠλεκτρύων καὶ ἀπαίτησαν τὸν θρόνον. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἠλεκτρύων δὲν τοὺς ἔδωσε σημασία, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλεψαν τὶς βόας. Τότε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἠλεκτρύωνος ἀλληλοσκοτώθηκαν μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Πτερελάου, πλὴν δύο· τοῦ Λικυμνίου, τοῦ υἰοῦ δηλαδὴ τοῦ Ἠλεκτρύωνος, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε μικρὸς σὲ ἡλικία καὶ τοῦ Εὐήρου, τοῦ υἰοῦ τοῦ Πτερελάου, ὁ ὁποῖος ἐφύλαττε τὰ πλοῖα. Ὁ Ἠλεκτρύων τότε ὡρκίσθη ἐκδίκησιν γιὰ τὰ νεκρὰ παιδιά του καὶ ἑτοίμαζε ἐκστρατεία κατὰ τῶν Ταφίων-Τηλεβόων, ὅμως σκοτώθηκε κατὰ λάθος ἀπὸ τὸν Ἀμφιτρύωνα καὶ τότε ἀνέλαβε ἐκεῖνος τὴν ἐκδίκησιν, ὕστερα ἀπὸ παράκλησιν καὶ τῆς Ἀλκμήνης γιὰ τὰ χαμένα της ἀδέλφια.
Ὁ Ποσειδῶν ὅμως εἶχε ἐφοδιάσει τὸν ἐγγονόν του Πτερέλαον, βασιλέα τῶν Τηλεβόων μὲ μία χρυσῆ τρίχα διὰ τῆς ὁποίας παρέμενε ἀήττητος καὶ ἀθάνατος. Ἔτσι λοιπὸν κάθε προσπάθεια ἐκδικήσεως καὶ καταστροφῆς τῶν Ταφίων-Τηλεβόων θὰ ἔπεφτε στὸ κενόν. Τὴν λύσιν τὴν ἔδωσε ἡ ἐρωτευθεῖσα τὸν Ἀμφιτρύωνα, κόρη τοῦ Πτερελάου, ἡ ὁποία γιὰ τὰ μάτια τοῦ ἀγαπημένου της ἔκοψε τὴν τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ πατρός της· κι ἔτσι ὁ Ἀμφιτρύων κατάφερε νὰ ὑποτάξει ὅλα τὰ νησιά. Τὰ νησιὰ τὰ παρέδωσε τότε στοὺς συμμάχους του κατὰ τὴν ἐκστρατεία του, στὸν Ἀργεῖον Ἕλειον καὶ στὸν ἐξ Ἀττικῆς Κέφαλον, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σειρά τους ὠνόμασαν τὶς πόλεις τὶς ὁποῖες ἔχτισαν ἐκεῖ (ἡ λανία τοῦ Κεφάλου μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του ὡς Κεφαλλανία > Κεφαλληνία > Κεφαλλονιά).
«Ἑλλανία» : < ῥίζα σέλ- + λανία· ἡ φωτεινὴ γῆ. Ἀπὸ τὴν ῥίζα τοῦ φωτὸς σελ- οὐκ ὀλίγες λέξεις ἔχουν δημιουργηθεῖ κι ὅλες σχετικὲς τοῦ φωτός, τῆς λάμψεως καὶ τῶν ἐπακόλουθῶν της, ὅπως ἥλιος, σελήνη, ἱλαρός, Ἑλένη, σείριος, γέλιον, σέλας, Σελλοί, θάλλω, καλός, φαλός, Δῆλος κοκ· ἀλλὰ καὶ οἱ ἀλλόθροοι τὰ φωτεινά, ἀνοιχτόχρωμα καὶ χαρωπά τους τὰ ἐκφράζουν -καὶ αὐτά- μὲ ἐκβαρβαρισμένα ἑλληνικά. Κι ἔτσι ἔχουμε τὰ διάφορα hell (γερμ. = φωτεινός, λαμπρός), [Ἕλ/ Ἥλ] = ὁ θεός (ἥλιος), sol/ soleil/ sun κοκ.
...
Ὁ Ζεὺς μὲ τὴν νύμφη Αἴγινα (ἀδελφὴ τῆς Σαλαμῖνος, κόρες καὶ οἱ δύο τοῦ Ἀσωποῦ) λέγεται πὼς γέννησαν τὸν Αἰακόν, ἐξ οὗ καὶ ὁ Αἰακὸς ἐβασίλευε στὴν Αἰγινα καὶ ἐξ οὗ καὶ οἱ Μυρμιδόνες, καθὼς βλέποντας μυρμήγκια σὲ ἕνα δέντρον ὁ Αἰακός ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τοῦ στείλει ἀνἀλογον ἀριθμὸν ἀνθρώπων στὸ νησί.
Ἀπὸ τὴν Αἴγινα ὑπὸ τὸν Πηλέα (υἰὸν τοῦ Αἰακοῦ) μετακινήθηκαν ἀργότερα στὴν Θεσσαλία (Φθία) καὶ ἔγιναν εὑρυτέρως γνωστοὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχή τους ὑπὸ τὸν Ἀχιλλέα στὸν Τρωικὸν πόλεμον.
Πιὸ συγκεκριμένως περὶ τῆς νήσου Αἰγίνης ἡ ἱστορία λέει πὼς ἀφοῦ ὁ νεφεληγερέτης ἥρπαξε τὴν κόρη τοῦ Ἀσωποῦ τὴν μετέφερε στὴν τότε νῆσον Οἰνώνη, ἡ ὁποία καὶ μετωνομάσθη ἀπὸ τότε σὲ Αἴγινα χάριν στὴν ἀγαπημένη τοῦ Διός.
Ὁ Ἀσωπὸς συνάμα ἀναζητοῦσε τὴν κόρη του κι ὅταν ἔφτασε στὴν Κόρινθον, ἔμαθε ἀπὸ τὸν Σίσυφον, ἱδρυτὴ τῆς Ἐφύρας-νῦν Κορίνθου ( «Βιβλιοθήκη», Α’, 9,3, Ἀπολλόδωρος) -, πὼς ὁ Ζεὺς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἥρπαξε τὴν Αἴγινα. Ὁ Ἀσωπὸς τοῦ ἔδωσε ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὴν τὴν πληροφορία τὴν Πειρήνη κρήνη στὴν Κόρινθον, ὅμως ὁ Ζεὺς τὸν τιμώρησε νὰ κουβαλᾶ ἕναν βράχον σὲ μία βουνοπλαγιὰ χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ τὸν ἀνεβάσει ποτὲ στὴν κορυφή ( «Ὀδύσσεια», λ’, 594-8 ).
Κατὰ ἄλλη ἐκδοχὴ ὁ Σίσυφος τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅδη μὲ τὸν «σισύφειον ἄθλον», καθῶς ὁ Ζεὺς γιὰ τὸ προαναφερθὲν περιστατικὸν διέταξε τὸν Ἅδη νὰ ἁλυσοδέσει καὶ νὰ ῥίξει στὰ Τάρταρα τὸν Σίσυφον. Ὅμως ὁ Σίσυφος κατάφερε νὰ ἁλυσοδέσει ὁ ἴδιος τὸν Ἅδη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ στὶς μάχες, γεγονὸς ποὺ θύμωσε πολὺ καὶ τὸν Ἄρη, διότι πλέον ὁ πόλεμος ἦταν ἀνούσιος.
Ὅταν ὁ Ἅδης λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά του, τιμώρησε τὸν ὑβριστὴ Σίσυφον.
Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν γενεαλογία τοῦ Αἰακοῦ :
Ὁ Αἰακὸς μὲ τὴν Ἐνδηίδα ἔκαναν τοὺς ἀργοναῦτες (πρυμνάρχους κατὰ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία) Πηλέα καὶ Τελαμῶνα (Ὁ ἄλλος υἰὸς τοῦ Αἰακοῦ, ὁ Φῶκος ἦταν ἑτεροθαλὴς ἀδελφός τοῦ Πηλέως καὶ τοῦ Τελαμῶνος, καθῶς εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ ἄλλη μητέρα -τὴν Νηρηίδα Ψαμάθη- ). Ὁ Πηλεὺς ἔκανε μὲ τὴν ἄλλην Νηρηίδα, τὴν Θέτιν τὸν Ἀχιλλέα (Ὁ Τελαμών ἔκανε τὸν Αἴαντα -καὶ τὸν Τεῦκρον μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Πριάμου-, ἄρα καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες τῶν τρωικῶν ἦταν συγγενεῖς -ἐξάδελφοι του Ἀχιλλέως- ).
Ἡ Αἴγινα μὲ τὸν Ἄκτορα εἶχε ὅμως υἰὸν καὶ τὸν ἀργοναύτη Μενοίτιον. Ὁ Μενοίτιος ἦταν ὁ πατὴρ τοῦ Πατρόκλου. Ἄρα ὁ Πάτροκλος ἦταν εξάδελφός τοῦ πατρὸς τοῦ Ἀχιλλέως καὶ τοῦ πατρὸς τοῦ Αἴαντος καὶ τοῦ Τεύκρου.
Ὅταν σκότωσε κατὰ λάθος ὁ Τελαμὼν τὸν ἀδελφόν του Φῶκον, ὁ Αἰακὸς ἔδιωξε καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Πηλέα ἀπὸ τὴν Αἴγινα. Ὁ μὲν Τελαμὼν πῆγε καὶ ἐβασίλευσε στὴν Σαλαμῖνα, ὁ δὲ Πηλεὺς στὴν Φθία.
Ὁ υἰὸς τοῦ Τελαμῶνος μὲ τὴν ἐγγονὴν τοῦ Πέλοπος, ἄρα καὶ ἐξαδέλφη τῶν Ἀτρειδῶν, Περίβοια ἦταν ὁ Αἴας. Ὁ Τελαμὼν ὅμως εἶχε ἀποκτήσει καὶ μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Πριάμου, τὴν Ἡσιόνη, ἀκόμη ἕναν υἰόν, τὸν Τεῦκρον. Ὅταν λοιπὸν κατὰ τὰ τρωικὰ ὁ Αἴας αὐτοκτόνησε, ὁ πατήρ του Τελαμὼν δὲν συνεχώρει τὸν Τεῦκρον ποὺ δὲν προστάτευσε τὸν ἀδελφόν του. Ἔτσι ὅταν ὁ Τεῦκρος γύρισε στὴν Σαλαμῖνα μετὰ τὸν πόλεμον, ὁ Τελαμὼν τὸν ἔδιωξε καὶ τότε ὁ Τεῦκρος κατέφυγε στὴν Κύπρον, ὅπου καὶ ἵδρυσε εἰς ἀνάμνησιν τῆς πατρίδος του τὴν Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου. Γι' αὐτὸν τὸν λόγον μέχρι σήμερα τὸ ὄνομα «Τεῦκρος» εἶναι ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸν ἀπὸ τοὺς Κυπρίους οἱ ὁποῖοι κρατοῦν ζωντανὲς τὶς μνῆμες -καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον- τῆς ἱστορίας μας.
«ἐρέτας» : < ἐλαύνω < ἐκ ῥίζης ἁλ- τῆς ἁλός.
«Ἐξ αὐτοῦ τοῦ «ἐλαύνω» μὲ κουπιὰ ἀπὸ ἐλάτην τὸ σημερινὸν «λάμνω». Ὁ ἐλ-έτης (διὰ τροπῆς τοῦ λ εἰς ρ) γίνεται ἐρέτης. Καὶ ὅταν ἐρέττει ( = κωπηλατεῖ) ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἄλλου, γίνεται ὑπό-ἐρέτης = ὑπερέτης/ὑπηρέτης... Ὁ ἐλέτης/ ἐρέτης, ὁ διὰ τῶν κωπῶν ἐλαύνων, ἔγινε κωπ-ηλάτης, δηλ. ἐλατρεύς... Ἄρα λατρεία κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ὑπηρεσία, ἀλλὰ καὶ ἡ φροντὶς διὰ τὴν καθαριότητα. Μέχρι σήμερα λέγεται «λάτρα»», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.
Ἐκ τοῦ έρέσσω καὶ τὰ διάφορα ἀλλόθροα ὅπως remo, rame ( =κουπί), remare, ramer ( = κωπηλατῶ) rudder, Ruder ( =πηδάλιον), Rudern, row ( =κωπηλατῶ) κλπ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου