Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ;

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΟΝΙΝΗΜΙ

* ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΟΝΙΝΗΜΙ Ὀνίνημι ἐκ τοῦ ἀκόμα ἀρχαιοτέρου ὀνέω ( =ὠφελῶ, εὐεργετῶ, ὑποστηρίζω ἀλλὰ καὶ προξενῶ εὐχαρίστησιν, εὐφραίνω). Τὸ μεσοπαθητικὸν ὀνίναμαι σημαίνει ἔχω κέρδος, προσπορίζομαι, χαίρω βοηθείας. Ἀπ΄αὐτὸ ἔχουν μείνει στὴν γλῶσσα μας οὐκ ὀλίγες λέξεις, ἄλλες πιὸ συνηθισμένες, ἄλλες πιὸ δυσεύρετες στὸν καθημερινὸν λόγον. Σὲ κάθε περίπτωσιν ὅμως πρόκειται γιὰ ἕνα ζωντανὸ ῥῆμα ποὺ τὰ παράγωγά του τὰ χρησιμοποιοῦμε σὲ καθημερινὴ σχεδὸν βάσιν. Κατ’ἀρχάς, ἄνευ αὐτοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ὀνομάσουμε τὰ  ΟΝΕΙΡΑ μας. Τὸ  ΟΝΑΡ ( τοῦ ὀνείρου) / ΟΝΕΙΑΡ (τοῦ ὀνείατος) κυριολεκτικῶς εἶναι ἡ ὠφέλεια ποὺ λαμβάνεις στὸν ὕπνον σου. Κι ἐδῶ μία μεγάλη, ἀλλὰ μὴ  ΑΝΟΝΗΤΗ ( =ἄχρηστη) παρὰ  ΟΝΗΣΙΜΗ ( =ἐπωφελής) γιὰ τὶς ἱστορικές μας γνώσεις παρένθεσις πρέπει νὰ ἀνοίξει, γιὰ νὰ διευκρινιστεῖ πὼς τὸ ὄνειρο ἦταν κάτι διαφορετικὸν ἀπὸ τὸ ἐνύπνιον ( <<Ὄνειρον ἐνυπνίου διαφέρει… τῷ μὲν εἶναι σημαντικόν τῶν μελλόντων, τὸ δὲ τῶν ὄντων>>, Ἀρτεμίδωρος, Ὀνειροκριτικόν). Τὸ ὄνε

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.5 : ΑΙΣΣΩ

Ἀκόμα ἕνα ῥῆμα-ἀπόδειξις πὼς τίποτα δὲν ἔχει ἀλλάξει στὴν γλῶσσα μας ἀπὸ τὴν δημιουργία της. Ἕνα ῥῆμα ποὺ ἐπιβιώνει πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Τρωικὸν πόλεμο καὶ ἕνα ῥῆμα ποὺ ἔχει ἐξυμνηθεῖ ὅσο λίγα ἀπὸ τὸν παπποῦ Ὅμηρο. ΑΪΣΣΩ ἤ ΑΙΣΣΩ σημαίνει ὁρμῶ, ἐπιδιώκω κάτι. Καὶ πῶς νὰ μὴ σημαίνει ὁρμῶ ὅταν ἐτυμολογικῶς συνδέεται μὲ τὸ ῥῆμα «ἄημι» ποὺ σημαίνει πνέω. Σὲ αὐτὸ τὸ ῥῆμα ὀφείλουν πολλὲς λέξεις τὴν ὕπαρξίν τους ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἁπλουστέρα ποὺ εἶναι ἡ αἴξ. ΑΙΞ  ὠνομάστηκε αὐτὸ τὸ ζωάκι ποὺ σήμερα λέμε κατσίκα ἤ ὑποκοριστικῶς (αἰ)γίδα. Τὸ ὄνομά του τὸ ὀφείλει στὰ χαρακτηριστικά του, ποὺ εἶναι ἡ ὁρμητικότης του καὶ τὸ χαρακτηριστικὸν πήδημά του ( «ἁλτικόν γάρ και ὁρμητικόν το ζῶον», ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ). Μάλιστα ἀπὸ τὸ κέρας μιᾶς αἰγός, τῆς Ἀμαλθείας, ἐνημερωνόμαστε πὼς ἐτρέφετο ὁ Ζεὺς ὅταν τὸν ἔκρυψε ἡ μήτηρ τού, Ῥέα ἀπὸ τὸν Κρόνον, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν φάει. Ἀπὸ τὴν τροφό του, Ἀμάλθεια λοιπόν, ὁ  ΑΙΓΙΟΧΟΣ ( > αἴξ +ἔχω) Ζεὺς ἀφοῦ ἔγδαρε τὸ δέρμα της ( μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τῆς Γαίας π

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.4: ΤΛΩ

Γιατί ὁ δεύτερος μεγαλύτερος ὠκεανὸς τῆς γῆς λέγεται Ἀτλαντικός; Τί κοινὸν ἔχει ἕνας ταλαίπωρος μὲ ἕναν ἀθλητή; Πῶς συνδέονται ἡ ἐξάρτυσις ἑνὸς φαντάρου μὲ τὴν ἀργοναυτικὴ ἐκστρατεία καὶ τὸ δολλάριο μὲ τὴν Ἰταλία; Ἡ ἀπάντησις εἶναι τὸ ῥῆμα ΤΛΑΩ-ΤΛΩ ( < ταλάω < ταλάFω < τλάFω ), τὸ ὁποῖον νεοελληνικῶς σημαίνει ὑπομένω, ἀντέχω. ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ) εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιο θόλο. Ὁ ἴδιος πέφτοντας ἀπὸ ἕνα βουνὸ τῆς βορειοδυτικῆς Ἀφρικῆς ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ ὁλόκληρη τὴν ὀροσειρά, ἡ ὁποία φέρει τὸ ὄνομά του μέχρι καὶ σήμερα, ἀλλὰ καὶ στὸν ὠκεανὸ στὸν ὁποῖον προσθαλασσώθηκε τὸν ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ . Ἀκόμα, χάριν αὐτοῦ οἱ ἰατροὶ ὀνομάζουν ἄτλαντα τὸν πρῶτον σπόνδυλον τῆς σπονδυλικῆς στήλης ἐπειδὴ εἶναι αὐτὸς ποὺ σηκώνει στούς «ὤμους» του τὸ βάρος τῆς δικῆς μας σφαῖρας, τοῦ κεφαλιοῦ. Ἀπὸ τό «τλάω» παράγεται ὅμως καὶ ὁ  ΑΘΛΗΤΗΣ ( μὲ τ

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.3: ΚΥΝΩ ΚΑΙ ΚΥΩΝ

Λέξεις-παράδειγμα πὼς δύο μόνον συλλαβὲς ἀρκοῦν γιὰ νὰ συσχετίσεις τὸν πιστὸ μιᾶς θρησκείας, μὲ τὸν σκύλο, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν ἀναιδῆ, τοὺς φιλοσόφους, τὶς Κανάριες Νήσους καὶ τὴν βοτανολογία! Ἀρκεῖ νὰ διαθέτεις φαντασία καὶ εὔπλαστη γλῶσσα! ΚΥΝΕΩ-ΚΥΝΩ σημαίνει φιλῶ, ἀσπάζομαι. Ἔχει ἐπιβιώσει στὴν γλῶσσα μας μέχρι σήμερα μέσω τοῦ συνθέτου τού, ΠΡΟΣΚΥΝΩ . Τὴν πρόθεσιν «πρός» ἐμπρὸς ἀπ’τὸ κυνῶ δὲν τὴν ἔθεσαν τυχαίως οἱ Ἕλληνες ἀλλὰ γιὰ νὰ διευκρινίσουν πὼς ὁ  ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ κάνει τὸν κόπον καὶ προσ-έρχεται γιὰ νὰ φιλήσει κάτι, νὰ προσ-φέρει τὴν λατρεία καὶ τὸν σεβασμόν του σὲ κάποιον θεόν. Κατὰ τὴν δημιουργία του, τὸ ἔτυμόν του δὲν περιεῖχε τὴν ἔννοια τῆς γονυκλισίας γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἔσκυβαν ὅταν προσέφεραν λατρεία στοὺς θεούς τους ( «οὐκ εἴθισται τοῖς Ἕλλησι προσκυνέειν», Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης). Αὐτὴ ἡ σημασία, τοῦ προσεδόθη ἀργότερα ἐπειδὴ παρατηροῦσαν πὼς οἱ βάρβαροι εἶχαν ἔθιμον νὰ προσφέρουν λατρεία στὸν μεγάλον βασιλιὰ ὑποκλινόμενοι, δηλώνοντάς του ἔτσι τὴν

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΓΛΩΣΣΑ; ΚΕΦ.:1. ΒΛΩΣΚΩ

Ποιά σχέσιν μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ γνωστὴ φράσις ἀνδρείας τοῦ Λεωνίδα «μολὼν λαβέ», ὁ μῶλος, ὁ μώλωψ, τὸ φυτὸ μανδραγόρας καὶ τὸ μουλάρι; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἐτυμολογία τους! Ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ μία μικρὴ λεξοῦλα, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα, τὸ  ΜΟΛΙΣ . Τὸ μόλις προέρχεται ἐκ τοῦ ἐπιρρήματος ΜΟΓΙΣ καὶ σημαίνει μετὰ μεγάλου κόπου, ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ προῆλθε ἡ λέξις  ΜΟΓΟΣ καὶ δηλοῖ τὸν μεγάλον κόπον, τὸν ὁποῖον σήμερα παρεμβάλλοντας ἕνα θ, γιὰ νὰ δηλώσουμε τὸ ὅτι τρέχουμε ( ἀρχ. Θ-έω) πρὸς κάτι κοπιαστικό, τὸν λέμε ΜΟΧΘΟ . Σήμερα, ἡ λέξις «μόλις» ἔχει πάρει χρονικὴ χροιά, ἀλλὰ ἡ ἱστορία ἔχει μεγάλο βάθος καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ τό «μόλις» σὲ σύνθεσιν μὲ τὸ ἴσκω ( διαφορετικὸς τύπος τοῦ εἶμι =ἔρχομαι) ἔδωσε τὸ ῥῆμα μολ-ίσκω ποὺ ἀποδίδεται σήμερα -περιφραστικῶς- ὡς ἔρχομαι μετὰ μεγάλου ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ κόπου. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ῥηματάκι πέρασε ἀπὸ διάφορα φθογγικὰ πάθη, ἄλλοτε διαλεκτικὰ κι ἄλλοτε λόγω εὐφωνίας, κι ἀπὸ μολίσκω κατέληξε μλώσκω. Ἡ γραμματικ