Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΠΕΡΙ ΟΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

* Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ νὰ βλέπει κανείς ( ἰδεῖν <  ὁρῶ) καὶ τὸ νὰ μαθαίνει κανείς ( εἰδέναι  < οἶδα) ἦταν τὸ ἴδιο πρᾶγμα, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐτυμολογική τους συγγένεια. Διότι διὰ τῆς ὁράσεως προπάντων, μπορεῖς νὰ ἀνακαλύψεις τὸν κόσμο, νὰ τὸν ἐπεξεργαστεῖς, νὰ μάθεις ἀπ’αὐτόν. Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σχολεῖον μᾶς μάθαιναν πὼς τὸ οἶδα σημαίνει «ξέρω» καὶ   εἶναι   παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος. Αὐτὸ ποὺ δὲν μᾶς δίδαξαν ὅμως, ἦταν ὁ ἐνεστὼς χρόνος αὐτοῦ τοῦ ῥήματος. Στὸν ἐνεστῶτα λοιπὸν εἶναι εἴδω <  F είδω καὶ σημαίνει σχεδὸν ὅ,τι καὶ τὸ ὁρῶ.   Κατὰ λέξιν σημαίνει «βλέποντας κάτι ἀπ’ ἔξω , πῆρα γνῶσιν κι ἔμαθα», ἄρα σὲ χρόνον παρακείμενον ποὺ τὸ μαθαίναμε στὸ σχολεῖον σημαίνει : «ἔχοντας δεῖ κάτι  πλέον ξέρω, μεμάθηκα». Αὐτὸ τὸ  F είδω εἶναι ποὺ λέμε σήμερα video  ἐκ τῆς λατινικῆς ποὺ τὸ δανείσθηκε, γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ ὁρᾶν. Ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ γιγνώσκω, γιατὶ  τὸ οἶδα δηλώνει τὴν ἀντικειμενικὴ γνῶσιν, ἐνῶ τὸ γιγνώσκω τὴν ὑποκειμενικὴ γνῶσιν. Σὲ αὐτὸ ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὸ

ΓΛΩΣΣΑ, Η ΥΠΟ ΓΝΩΣΙΝ ΑΓΟΥΣΑ ΤΑ ΕΝ ΤΗΙ ΔΙΑΝΟΙΑ

Πόσο σημαντικὸν ῥόλον διαδραματίζει στὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ὁ κῶδιξ ἐπικοινωνίας ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μιλήσει; Πῶς ἀντιλαμβάνονταν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν σημασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης; Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται καὶ μέσω τῆς ἐτυμολογίας τῶν συνωνύμων τῆς γλώσσης ποὺ ἀναλύονται παρακάτω, ἀλλὰ καὶ μέσω τῶν ἀναφορῶν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων στὰ συγγράμματά τους γιὰ τὴν σημασία της στὴν ζωή τους. Στὸ ἔργον τοῦ Ὁμήρου διαφαίνεται πὼς μία ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῶν ἡρώων τοῦ εἶναι πὼς περιπλανῶνται σὲ μέρη ἀλλογλώσσων ἀνθρώπων καὶ στεροῦνται τὸ γλυκὸ θρόισμα τῆς δικῆς τους αὐδῆς ( « ἠλᾶτο ξὺν νηυσί κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους» , Ὀδ, γ, 302, « πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους»  Οδ. Α, 183) . Κι ἐπιπλέον, ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος τοὺς ἀποκαλεῖ μέροπες ἀνθρώπους γιατὶ μερίζουν τὴν ὄπα τους ( =φωνή τους), ὁ λόγος τους εἶναι ἔναρθρος κι ὄχι ἄναρθρος. Ἀλλὰ καὶ αὐδήεις, διότι ἡ φωνή τους ὁμοιάζει μὲ ὠδή. Ἀλλὰ καὶ οἱ μεγάλοι μας τραγικοὶ κάνουν συχνὲς ἀναφορὲς σὲ αὐτήν, ἐξυψώνοντάς

ΣΤΥΜΜΕΝΟ, ΣΤΕΙΜΜΕΝΟ ή ΣΤΗΜΕΝΟ;

Ἀκόμα ἕνα παράδειγμα ὁμωνύμων ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν, ὅταν πρέπει νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε στὸν γραπτόν μας λόγον. Κι ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἁπλά! Τὸ ῥῆμα στείβω/στίβω [ συγγενὲς τοῦ στέμβω ( = κινῶ μετὰ ταχύτητος καὶ ποδοπατῶ, βλ. στέμφυλα)] σημαίνει σήμερα στραγγίζω, ἀσκῶ δύναμιν πάνω σὲ κάτι γιὰ νὰ βγάλω τὸν χυμό του, τὰ ὑγρά του. Ἡ ἀρχική του σημασία ἦταν καταπατῶ (ἐξ οὗ καὶ πάμπολλες λέξεις ὅπως στείψιμο/στίψιμο, στείφτης ἤ ἀκόμα περισσότερες -ἀπὸ μηδενισμένη βαθμίδα-, ὅπως ὁ <<στίβος>>, ὁ λεῖος χῶρος, ὁ καλὰ πεπατημένος πρὸς ἄθλησιν, τὰ <<στιβάλια>> ποὺ ἔλεγαν παλαιότερα οἱ Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα, ὁ <<στιβαρός>>, ὁ ἱκανὸς νὰ ἀσκήσει μεγάλη δύναμιν πάνω σὲ κάτι, ἤτοι ὁ ῥωμαλέος, ἡ στοίβα -ἀπὸ ἑτεροιωμένη βαθμίδα-, ἡ ὁποία δημιουργεῖται, ὅταν ἕνα πρᾶγμα τίθεται πάνω ἀπὸ ἕνα ἄλλο καὶ τὸ συμπιέζει κλπ). Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ῥῆμα μὲ τεράστια μνήμη, καθῶς μᾶς θυμίζει τὶς ἐποχὲς ὅτε οἱ γυναίκες ἔπλεναν τὰ ροῦχα στὰ ποτάμια καὶ στὶς λίμνε

ΑΗΡ, Η ΑΟΡΑΤΗ ΔΥΝΑΜΗ

                                  ΑΗΡ  ἐκ τοῦ ἄημι ( >ἀ F ημι =πνέω,φυσῶ) ἤ σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα ἀὴρ εἶναι «ὁ αἴρων τὰ ἀπὸ τῆς γῆς (Κρατύλος)», γιατὶ μὲ τὴν δύναμίν του μπορεῖ νὰ σηκώσει τὰ πάντα ἀπὸ τὴν γῆ. Ἕνα ἀπὸ τὰ 4 στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὸ σύμπαν καὶ ποὺ κατὰ τὸν Ἀναξιμένη ἀποτελεῖ τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τ’ ἄλλα τρία. Πῶς γίνεται λοιπὸν νὰ μὴν ἀποτελέσει ἀντικείμενον ἐνασχολήσεως καὶ συζητήσεως ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες; Πῶς γίνεται νὰ μὴ τοῦ δώσουν ὀνόματα ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις του, ὀνόματα ἀνεξίτηλα ποὺ γονιμοποίησαν τὸν παγκόσμιον λόγον; Παρατηρώντας λοιπὸν τὴν δύναμίν του, τὸν κινούμενον ἀέρα τὸν ὠνόμασαν ἀρχικῶς  ΑΝΕΜΟΝ  ( > ἐπιτατικό ἀ + νέμω) γιατὶ τοῦ ἔμελλε νὰ νέμεται, νὰ χωρίζεται ἀναλόγως τοῦ ἀπὸ ποῦ πνέει «Τὰ δε ἐν ἀέρι πνεόντα πνεύματα, ἀνέμους», ( Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 394) . Τὴν ἔλλειψιν ἀνέμου τὴν ὠνόμασαν ΝΗΝΕΜΙΑ ( > ἀρνητικὸν μόριον νη + ἀνεμος) ἤ  ΑΠΝΟΙΑ ( > στερ.ἀ +πνέω). Τὴν ἀνάλαφρη πνοή του τὴν ἀπεκάλεσαν ΑΝΑΦΥΣΗΜΑ γ

ΥΔΩΡ, Η ΖΩΟΓΟΝΟΣ ΔΥΝΑΜΗ

Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες τὸ  ΥΔΩΡ, ἦταν ἕνα Υγρὸ ΔΩΡον . Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ὕω ( =στέλνω βροχή, βρέχω) + δῶρον. Τὰ γράμματα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀπεικονίσουν τὶς ἔννοιες δὲν ἐτίθεντο ποτὲ τυχαίως. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸ ὕδωρ περιεῖχε τὸ γράμμα -Υ, ποὺ ὁμοιάζει μὲ κύπελλον καὶ εἶναι τὸ γράμμα τῆς συσσωρεύσεως καὶ τοῦ ὑγροῦ στοιχείου, τό -Δ τῆς δυνάμεως, τό -Ω τοῦ ἀπείρου καὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τό -Ρ τῆς ῥοῆς. Παρατηροῦσαν πὼς εἶναι ζωογόνος δύναμις καθῶς τὰ πάντα γύρω τους λίγο-πολὺ περιεῖχαν νερό. Ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ποὺ τοὺς ὠδήγησε νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοσμογονία καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὸν κλάδο τῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦσαν λοιπὸν νὰ μὴ τὸ ἐξετάσουν ἐνδελεχῶς σὲ ὅλες του τὶς μορφές, νὰ μὴ τοῦ προσάψουν διαφορετικὰ ὀνόματα ἀναλόγως μὲ τὶς ἰδιότητές του, νὰ μὴ τὸ θεωρήσουν προϋπόθεσιν τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων ( π.χ. Θαλῆς ὁ Μιλήσιος) καὶ νὰ μὴν ἀσχοληθοῦν μὲ τὰ καιρικὰ φαινόμενα; Αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα νερό, ἀπεκαλεῖτο κάποτε μὲ διάφορες ὀνομασίες μὲ συχνοτέρ

ΠΟΤΑΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἡ λέξις ποταμὸς προέρχεται ἀπ’τὸ ῥῆμα πίπτω =πέφτω, γιατὶ στὶς περισσότερες περιπτώσεις ἕνας ποταμὸς χύνεται ὁρμητικῶς πέφτοντας ἀπὸ ψηλὰ βουνά. Γράφει ὁ Ἡσίοδος στήν «Θεογονία» του : «Τηθὺς δ᾽ Ὠκεανῷ Ποταμοὺς τέκε δινήεντας, Νεῖλόν τ᾽ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ᾽ Ἀχελώιόν τ᾽ ἀργυροδίνην Νέσσον τε Ῥοδίον θ᾽ Ἁλιάκμονά θ᾽ Ἑπτάπορόν τε Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυῤῥείτην τε Κάικον Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε Εὔηνόν τε καὶ Ἄρδησκον θεῖόν τε Σκάμανδρον» . Τὰ ὀνόματα τῶν παιδιῶν τους ἔδωσαν ὄνομα στὰ μεγαλύτερα ποτάμια τῆς τότε Ἑλλάδος καὶ ἐπιβιώνουν μέχρι καὶ σήμερα, ἀκόμη κι ἄν βρίσκονται ἐκτὸς τῶν σημερινῶν μας συνόρων. Κι ὅσα δὲν ἀναφέρονται στὸν Ἡσίοδο κρύβουν μέσα τους μία ἱστορία ποὺ ἀνάγεται καὶ πάλι στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Τί σημαίνει ὅμως τὸ ὄνομά τῶν μεγαλύτερων ποταμῶν τῆς χώρας μας; Ὁ ποταμὸς τῆς Πελοποννήσου ΑΛΦΕΙΟΣ, πρώην Νύκτιμος, πῆ