Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 1ον, στ. 1-179)

Τὸ ἀρχεῖον ἐδῶ :  ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ΜΕΡΟΣ 1ον, στ. 1-179) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἔργα τοῦ Ἀριστοφάνους σὲ ἐπεξήγησιν καὶ σύγχρονη ἀπόδοσιν τῆς Ἄννης Τζιροπούλου. Ὁ Ἀριστοφάνης μὲ τὸν μοναδικόν του τρόπον διδάσκει ἀλήθειες καὶ μέσῳ τῆς κωμωδίας καὶ τοῦ ἀφθόνου γέλιου ποὺ προκαλεῖ μὲ τὰ ἐρωτικὰ κυρίως ὑπονοούμενά του, περιγράφει μὲ ἐναργέστατον τρόπον, τὴν διαχρονικὴ καὶ μεγαλυτέρα τραγωδία ποὺ ζεῖ ἀνέκαθεν αὐτὸ τὸ ἔθνος, τὸν ἐμφύλιον σπαραγμόν. Οἱ Ἕλληνες διεκδικοῦντες καὶ πολεμῶντες πάντοτε γιὰ τὸ ἀνώτερον καὶ τὸ καλλίτερον, πολλάκις ἁλληλοσφάζονται, διαιροῦνται καὶ συνεπῶς ἀποδυναμώνονται.  Ὁ μὲν Ἡρόδοτος στὶς Ἱστορίες του (Η', 157) ὑπογραμμίζει τὴν μεγάλη αὐτὴν διαπίστωσιν, γράφοντας πὼς «ἁλὴς μὲν γὰρ γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλὰς χεὶρ μεγάλη συνάγεται, καὶ ἀξιόμαχοι γινόμεθα τοῖσι ἐπιοῦσι» · οἱ Ἕλληνες ὅταν ἑνωθοῦν συνάγεται μεγάλη δύναμις καὶ εἶναι ἀξιόμαχοι σὲ ὅποιον καὶ ἄν ἔρθει ἀπέναντί τους· κι ὁ Ἀριστοφάνης στὴν «Λυσιστράτην» «χτυπᾶ» καὶ ὑπενθυμίζει στὸ κοινὸν ποὺ παρακολουθεῖ,

ΠΕΡΙ ΗΛΙΚΙΑΣ

Ἀφορμὴ γι' αὐτὸ τὸ ἄρθρον στᾶθηκε ἕνα σχόλιον στὸ «Ὀνομαστικόν» (2,Β) τοῦ Ἰουλίου Πολυδεύκους, χωρίον τοῦ ὁποίου παραθέτει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον». Ἀναφέρεται λοιπὸν στὸ «Ὀνομαστικόν» τὸ ἑξῆς σχόλιον :  «Ἑπτὰ εἰσὶν ἡλικίαι καθ' Ἱπποκράτην : πρώτη ἀπὸ ἑνὸς ἕως ἑπταετοῦς, ἥτις καὶ παιδίον λέγεται· δευτέρα ἀπὸ ἑπταετοῦς ἕως τετταρεσκαιδεκάτου, ἥτις καὶ παῖς λέγεται· τρίτη ἀπὸ τετταρεσκαιδεκάτου ἕως εἰκοστοῦ πρώτου, ἥτις καὶ μειράκιον λέγεται· τετάρτη ἀπὸ εἰκοστοῦ πρώτου ἕως εἰκοστοῦ ὀγδόου, ἥτις καὶ νεανίσκος λέγεται· πέμπτη ἀπὸ εἰκοστοῦ ὀγδόου ἕως τριακοστοῦ πέμπτου, ἥτις καὶ ἀνὴρ λέγεται· ἕκτη ἀπὸ τριακοστοῦ πέμπτου ἕως τετταρακοστοῦ δευτέρου, ἥτις καὶ πρεσβύτης λέγεται· ἑβδόμη ἀπὸ τετταρακοστοῦ δευτέρου ἕως τοῦ τέλους, ἥτις καὶ γεροντικὴ λέγεται».  ( =Σύμφωνα μὲ τὸν Ἱπποκράτη οἱ ἡλικίες εἶναι ἑπτά : πρώτη -εἶναι ἡ ἡλικία- ἀπὸ 1 ἕως 7 ἔτη, ἡ ὁποία λέγεται καὶ παιδίον/ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος λέγεται καὶ μικρὸ παιδί· δευτέρα ἀπὸ 7 ἐτῶν ἕως 14, ἡ ὁποία λέγετα

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ  Στὸ προηγούμενον μέρος τοῦ ἄρθρου ἀναφέρθηκαν οἱ συνήθειες καλλωπισμοῦ τῶν ἀνδρῶν.  Ὡς πρὸς τὸν καλλωπισμὸν τῶν γυναικῶν, ἐκεῖ συναντῶμεν διάφορα σκεύη, μυρωδικὰ καὶ ἄλλα προϊόντα πρὸς ἐπίτευξιν αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ, τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι τίποτε δὲν ἔχει ἀλλάξει ὡς πρὸς τὶς συνήθειες ὀμορφιᾶς τῶν Ἑλληνίδων. Καὶ τὰ (φυσικὰ καὶ ὄχι χημικὰ) καλλυντικά τους, ὅπως τὰ ἐπονομαζόμενα βαρβαριστὶ μέικ-ἄπ, ποῦδρες, ροῦζ, κραγιόν κοκ εἶχον, καὶ τὰ μαλλιά τους τὰ ἔβαφαν μὲ φυσικὸν τρόπον, καὶ τὰ νύχια τους τὰ περιποιοῦντο καὶ τὸ σῶμα τους γενικῶς· καὶ εἶχαν διάφορα ἀντικείμενα, ὅπως σκεύη, θῆκες κ.ἄ τόσα γιὰ νὰ τὶς βοηθοῦν στὴν ἀποθήκευσιν καὶ χρῆσιν τῶν κοσμητικῶν. Ἐνδεικτικῶς περὶ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ( < καλλύνω = προσδίδω κάλλος) :   Εἶχαν τὸ ΨΙΜΥΘΙΟΝ/ΨΙΜΥΘΟΝ ( < ψήω =τρίβω), ἤτοι μία λευκὴ σκόνη ἀπὸ πετρώματα πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος -κυρίως κερουσίτη/ἀνθρακικὸν μόλυβδον καὶ κιμωλίας-, ἡ σημερινὴ ποῦδρα (ἀντιδάνειον ἐκ τοῦ παιπάλη =λεπτὸν ἄλευρον, ἐξ οὗ κα

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὸ βιβλίον «Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος» :  «Ἰδιαιτέραν σημασίαν ἔδιναν εἰς τὴν περιποίησιν τῆς ΚΟΜΗΣ , καὶ αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ἡ ἴδια ἡ λέξις, ἐκ τοῦ ῥ. κομέω-ῶ, περιποιοῦμαι ἰδιαιτέρως κι αὐτὸ ἐκ τοῦ κάμνω =κοπιάζω, πασχίζω. Πρέπει νὰ ἔχης φθάσει σὲ πολὺ ὑψηλὸν σημεῖον πολιτισμοῦ γιὰ νὰ ὀνομάσῃς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς γενειάδος, κόμη.  «κομᾷ τὴν κεφαλήν, ὅτι Ἕλλην, οὐ βάρβαρος» , ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπολλώνιος.  «κομέειν : τὸ ἐπιμελείας ἀξιοῦν».  «Κομᾶν...ἐλευθερίας σημεῖον», γράφει ὁ Ἀριστοτέλης. Τὸ «κείρεσθαι χαίτας» ( =τὸ νὰ κουρεύεις τὴν χαίτη) ἀπεκαλεῖτο «ἀνδραποδώδης θρίξ» ( =δουλικὴ τρίχα)».  Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ ξεκαθαρισθεῖ :  «Ἄλλος γυναικὸς κόσμος, ἄλλος ἀρσένων» , Τραγ. ἀδέσπ., σπαραγμ., 439.  «Κοσμεῖσθαι καὶ ψιμυθίῳ χρίεσθαι καὶ χρυσίον περιάπτεσθαι, τῷ μὲν ἀνδρί ΑΙΣΧΡΟΝ, τῇ δὲ γυναικὶ ΚΑΛΟΝ» , Δισσοὶ Λόγοι, 1,42.  Αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερα, στὴν ἐποχὴν τῆς ἐκθηλύνσεως καὶ ἐκπουστεύσεως τῶν άνδρῶν, ποὺ τοὺς βλέπεις νὰ σ

ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

(Ἀσάμινθος, Παλάτι Νέστορος, Πύλος) ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ  Γράφει ὁ Ἐπίκτητος (Διατρ., 9-16) στὸ «Περὶ καθαριότητος» σχετικῶς μὲ τὸ πῶς ὀφείλει στὴν φύσιν καὶ ἀξιοπρέπειά του νὰ ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος :  «...ἀμήχανον ἦν μύξας μὴ ῥεῖν τοῦ ἀνθρώπου τοιοῦτον ἔχοντος τὸ σύγκραμα: διὰ τοῦτο χεῖρας ἐποίησεν ἡ φύσις καὶ αὐτὰς τὰς ῥῖνας ὡς σωλῆνας πρὸς τὸ ἐκδιδόναι τὰ ὑγρά. ἂν οὖν ἀναρροφῇ τις αὐτάς, λέγω ὅτι οὐ ποιεῖ ἔργον ἀνθρωπικόν. ἀμήχανον ἦν μὴ πηλοῦσθαι τοὺς πόδας μηδὲ ὅλως μολύνεσθαι διὰ τοιούτων τινῶν πορευομένους: διὰ τοῦτο ὕδωρ παρεσκεύασεν, διὰ τοῦτο χεῖρας. ἀμήχανον ἦν ἀπὸ τοῦ τρώγειν μὴ ῥυπαρόν τι προσμένειν τοῖς ὀδοῦσι: διὰ τοῦτο ‘πλῦνον,’ φησίν, ‘τοὺς ὀδόντας.’ διὰ τί; ἵν᾽ ἄνθρωπος ᾖς καὶ μὴ θηρίον μηδὲ συίδιον. ἀμήχανον μὴ ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος καὶ τῆς κατὰ τὴν ἐσθῆτα συνοχῆς ὑπολείπεσθαί τι περὶ τὸ σῶμα ῥυπαρὸν καὶ δεόμενον ἀποκαθάρσεως: διὰ τοῦτο ὕδωρ, ἔλαιον, χεῖρες, ὀθόνιον, ξύστρα, νίτρον, ἔσθ᾽ ὅθ᾽ ἡ ἄλλη πᾶσα παρασκευὴ πρὸς τὸ καθῆραι αὐτό...τὰ ἀνθρώπου ποιῇς, εἶτα ἵνα μὴ ἀνιᾷς τοὺς ἐντυ