Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 6ον)

(Ὑδρία)  ΑΛΛΑ ΑΓΓΕΙΑ  Γιὰ τὴν ἄντλησιν καὶ μεταφορὰ τοῦ ὕδατος ἐχρησίμευον οἱ ΥΔΡΙΕΣ/ ΚΑΛΠΕΙΣ ( < « ἐκ τοῦ καλύβη, ὡς κοῖλον τι», Λεξ. Κοῦμα). «Ἡ ὑδρία καὶ κάλπις πρὸς ἄντλησιν καὶ μεταφορὰ ὕδατος μετὰ βραχέος λαιμοῦ, εὐρείας κοιλίας καὶ μιᾶς λαβῆς· ἐν τῷ μέσῳ τῆς κοιλίας ἔφερον καὶ ἑτέρας λαβάς, ἵνα εὐκολώτερον ἐμβαπτίζουν αὐτὰ εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ἀναβιβάζουν ἐπὶ τῶν ὤμων των ἤ τῆς κεφαλῆς των, ὡς δεικνύουν αἱ παραστάσεις τῶν ὑδροφοριῶν. Τῆς καλπίδος ἐγίνετο χρῆσις καὶ κατὰ τὰς ψηφοφορίας καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν τέφρας καὶ ὀστῶν νεκρῶν» , Ἐγκυκλ. Ἡλίου.  Εἴδη ὑδρίας εἶναι καὶ ἡ ΑΜΗ ( < ἀμάομαι =συγκεντρώνω, εἶδος μεγάλης ὑδρίας), οἱ ΚΡΩΣΣΟΙ ( < κερῶ =χέω), οἱ ΚΑΔΟΙ ( < χάζω).  (Κάδος)  Στὰ ἐλαιοδοχεῖα-μυροδοχεῖα κατατάσσεται ἡ ΛΗΚΥΘΟΣ ( < ἔλαιον + κεύθω ἤ λά + κεύθω)· «Ἡ λήκυθος μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, ἐν αὐτῇ ἐφύλασσον ἔλαιον καὶ μύρον. Τὸ ἀγγεῖον τοῦτο ἔφερον μαζί των οἱ ἀγωνιζόμενοι· ὡσαύτως πλήρεις μύρου ἐτοποθέτουν πρὸς στολισμὸν τῆς νεκρικῆς κλίνης, αἵτινες συνεθάπτοντο

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 5ον)

(Οἰνοχόη)  ΑΓΓΕΙΑ ΑΝΤΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ, ΑΓΓΕΙΑ ΣΠΟΝΔΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ  Ἀνεφέρθη ἤδη στὸ πρῶτον μέρος τοῦ ἄρθρου ἡ ΑΡΥΤΑΙΝΑ ( < «δι' ὧν ἤρυον ἐκ κρατῆρος, ἄλλως οἰνοχόη. Κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω συνηγμένον» ) ἤ ΚΥΑΘΟΣ ( < κύω) ἤ ΑΝΤΛΗΤΗΡΙΟΝ ( < ἀντλῶ), ἡ κουτάλα δηλαδὴ σὲ σχῆμα κυπέλλου μὲ πόδι καὶ ψηλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καμπύλη λαβή, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀντλοῦν τὸν οἶνον ἀπὸ τὸν κρατῆρα, ὡς μέτρον γιὰ τὴν ἀνάμειξιν τοῦ οἴνου μὲ τὸ νερόν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀγγεῖον πόσεως.  (Οἰνοχόη Διπύλου  μὲ τὴν ἐπιγραφὴ :   «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ ΜΙΝ» , δηλ. «Ὅποιος ἐκ τῶν ὀρχηστῶν ὅλων ζωηρότερα χορεύσει, αὐτὸ ἐδῶ νὰ τοῦ δοθεῖ )  Ὕστερα ἔχουμε τὴν ΟΙΝΟΧΟΗ ( < οἶνος + χέω), δοχεῖον διὰ τοῦ ὁποίου ἤντλουν τὸν οἶνον ἐκ τοῦ κρατῆρος καὶ ἔχυνον αὐτὸν εἰς τὰ ποτήρια· εἶχε παχεῖαν κοιλία, λαβή, λαιμὸν καὶ ἀνοικτὸν στόμιον καὶ τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ στὶς σπονδές, γι' αὐτὸ καὶ συνήθως τὶς συναντῶμεν καὶ ἀνάμεσα στὰ διάφορα κτ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ

Τὸ ἐν Παρισίοις Μουσεῖον -κλεπταποδόχος καλλίτερα- τοῦ Λούβρου ἐναβρύνεται καὶ καμαρώνει προβάλλοντας -καί- τὴν Νίκη τῆς Σαμοθράκης.  Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1864, ἡ Νίκη μας ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν ἱερὰ γενέτειρά της, ὅταν τὴν ἔστειλαν στὴν Γαλλία, κι ἀπὸ τότε δὲν ἐπέστρεψε στὰ ἐδάφη ποὺ τὴν γέννησαν...  Πρόκειται γιὰ ἄγαλμα ὕψους 2,75 μέτρων καὶ μαζὶ μὲ τὴν πλώρη τοῦ πλοίου πάνω στὴν ὁποία στέκει, 5,12 μέτρων καὶ βάρους 2 τόννων. Τὸ ἄγαλμα τῆς Νίκης εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ παριανὸν μάρμαρον καὶ ἡ πλώρη ἀπὸ μάρμαρον τῆς Λάρδου, περιοχῆς τὴς Ῥόδου. Ὁ γλύπτης ἄν καὶ δὲν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, π ιθανότατα νὰ ἦταν Ῥόδιος στὴν καταγωγὴ καὶ λόγῳ τοῦ μαρμάρου τῆς πλώρης καὶ λόγῳ τῆς ἐπιγραφῆς ἑνὸς θραύσματος ποὺ βρέθηκε στὴν ἴδια περιοχὴ τὸ 1891 ἀπὸ τὸν Σαμπουαζῶ καὶ τὸ ὁποῖον θραῦσμα φέρει ἐγχάρακτον : «...Σ ΡΟΔΙΟΣ»· κατὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ ἀναφέρεται ὡς γλύπτης ὁ Πυθόκριτος ὁ Ῥόδιος τοῦ Τιμοχάρους καὶ ὁ λόγος δημιουργίας του γλυπτοῦ ἦταν ἡ νίκη τῶν Ῥοδίων, συμμάχων τῆς Περγάμου κατὰ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Γ'.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ

«ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΕΣ ΤΟ ΗΡΑΙΟΝ: ΕΡΜΗΝ ΛΙΘΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΟΝ ΔΕ ΦΕΡΕΙ ΝΗΠΙΟΝ, ΤΕΧΝΗ ΔΕ ΕΣΤΙ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ» , Παυσανίας, Ἡλειακά, 17,1 Στὶς 26 Ἀπριλίου (μὲ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, μὲ τὸ σημερινὸν-γρηγοριανὸν ἡ ἡμερομηνία συμπίπτει τὴν 8η Μαΐου) τοῦ 1877, μετὰ ἀπὸ 2 χρόνια ἀνασκαφῶν στὸν ναὸν τῆς Ἥρας στὴν Ὀλυμπία, ὁ Γερμανὸς ἀρχαιολόγος καὶ διευθυντὴς τῶν ἀνασκαφῶν στὴν Ὀλυμπία*1 Ernst Curtius φέρνει στὸ φῶς τὴν κεφαλὴ ἑνὸς ἀγάλματος, τὸ ἀριστερόν του χέρι καὶ τὰ πόδια. Χρειάστηκαν ἀκόμη ἕξι ἀνασκαφὲς γιὰ νὰ βρεθοῦν καὶ τὰ ὑπόλοιπα κομμάτια τοῦ ἀγάλματος· τοῦ γλυπτοῦ ἐκείνου ποὺ κατὰ πὼς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τίτλον εἶδε καὶ περιέγραψε ὁ ἴδιος ὁ Παυσανίας τὸν 2ον αἰ. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ ἄγαλμα δηλαδὴ τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ Πραξιτέλους. Τὸ γλυπτὸν ἀπεικονίζει τὸν Ἑρμῆ νὰ κρατᾶ στὸ ἀριστερόν του χέρι τὸν νεογέννητον Διόνυσον (καὶ ὅπως λέγεται στὸ δεξὶ κρατοῦσε τὸ σύμβολον τοῦ Διονύσου, ἕναν βότρυν σταφυλιοῦ τὸν ὁποῖον προέτεινε πρὸς τὸ βρέφος).  Ἐὰν κανεὶς παρατηρήσει τὸ γλυπτὸν ἀπὸ τ’ ἀριστερά, φαίνεται λυπημένο

ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ 4ον)

(Ἑλικωτὸς κρατὴρ τοῦ Κλειτία, ἀπεικονίζων μεταξὺ ἄλλων τὸ κυνήγι τοῦ Καλυδωνίου κάπρου, τὴν ἁρματοδρομία πρὸς τιμὴν τοῦ νεκροῦ Πατρόκλου, τὸν γάμον τοῦ Πηλέως μὲ τὴν Θέτιν, τὴν καταδίωξιν τοῦ Τρωίλου ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα)  ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΣΕΩΣ (Τ-Ω) ΚΑΙ ΑΓΓΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΨΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ  Ἄλλα ἀγγεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ πρόγονοί μας γιὰ νὰ πιοῦν ἦταν ὁ ΤΑΒΑΙΤΗΣ , ἕνα ξύλινον ἔκπωμα, ὅπως γράφει ὁ Ἀθήναιος (Δειπνοσοφιστές, 102), ὁ ΤΡΑΓΑΛΑΦΟΣ/ ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ , ἤτοι ἕνα εἶδος ποτηρίου μὲ ἀνάγλυφη παράστασιν τραγελάφου ἤ μὲ σχῆμα ὅμοιον τραγελάφου, ἡ ΤΡΙΗΡΗΣ , ἄλλο εἶδος ἐκπώματος ὁμοιάζον μὲ τριήρη, τὸ ΥΣΤΙΑΚΟΝ ( «ποτήριον τί» , Μέγα Ἐτυμολογικόν), ἡ ΦΙΑΛΗ ( < πιάλη < πίειν ἅλις =ἀπλήστως, «πιάλη, ἡ τὸ πιεῖν ἅλις παρέχουσα, μείζων γὰρ τοῦ ποτηρίου» , Δειπν., 103). Ἐπρόκειτο γιὰ ἀβαθὲς ἀγγεῖον, τὸ ὁποῖον εἶχε εὐρεῖα χρῆσιν στὶς σπονδές.  Ἡ δὲ ΦΘΟΪΣ/ ΦΘΟΙΣ ἦταν ὀμφαλωτὴ φιάλη (Δειπν., 106), ἐνῶ ἡ ΦΙΛΟΤΗΣΙΑ ἦταν «κύλιξ τις ἣν κατὰ φιλίαν προὔπινον» , Δειπν., 106. Ὁ ΧΟΝΝΟΣ  ( < χέω, βλ.