Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ὅταν ὁ Ἰδομενεὺς εἶδε τὸν ἰατρὸν τῶν Ἀχαιῶν, Μαχάονα νὰ τραυματίζεται ἀπὸ τὸ βέλος τοῦ Πάριδος, προσεφώνη στὸν Νηληιάδη Νέστορα νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ πεδίον τῆς μάχης, διότι :

«Ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ, πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων ( =ὁ ἰατρὸς εἶναι ἀνὴρ ἰσότιμος μὲ πολλοὺς ἄλλους ἄνδρες), ἰοὺς τ’ἐκτάμνειν ( =βέλη ἀφαιρεῖ) ἐπὶ τ’ ἥπια φἀρμακα πάσσειν ( =πασπαλίζει μὲ ἥπια φάρμακα/βότανα,-θεραπεύοντας-) », (Λ, 514, Ἰλιὰς, Ὅμηρος)

Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ καθιερώθηκε ὁ ἰατρὸς νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος ποὺ θὰ βγαίνει στὴν μάχη, καθῶς ὁ θάνατος ἑνὸς πολεμιστοῦ σημαίνει μία ἀπώλεια στὸ στράτευμα, ὅμως αὐτὸς ἑνὸς ἰατροῦ σημαίνει πολλές. 

Καὶ φυσικῶς ὁ θεῖος Ὅμηρος γράφοντας «ἰητρός» δὲν ἐννοεῖ τοὺς κατ’ἐπίφασιν σημερινοὺς, ἀργυρωνήτους δήμιους. Ἡ λέξις «ἰατρός/ἰητήρ/ἰήτωρ» ( < ἰἀομαι + παραγ. καταλ. -τηρ/τωρ/ος) ἐτυμολογικῶς σημαίνει τὸ πρόσωπον ποὺ ἐνεργεῖ ὡς ὄργανον/μέσον τῆς ἰάσεως. Ὡς πρὸς τὴν «ἴασιν», προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα «ἰάομαι» τὸ ὁποῖον σημαίνει «θεραπεύω, γιατρεύω» καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του προέρχεται ἐκ τοῦ ῥήματος «ἰαίνω» ( =θερμαίνω, ζεσταίνω καὶ συνεκδοχικῶς ἀνακουφίζω). Τὸ «ἰαίνω» προέρχεται ἐκ τοῦ «ἵημι» ( =ῥίπτω). Καὶ μελετώντας κανεὶς τὰ προαναφερθέντα ἔτυμα, ἐμφανίζεται μπροστά του ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφικὴ θεώρησις τῶν προγόνων μας περὶ τοῦ λειτουργήματος καὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἰατροῦ, ἡ ὑψηλὴ τέχνη καὶ ἡ βαθεῖα ἐπιστημονικότης!

Καὶ ἡ ἴασις καὶ ἡ θεραπεία ( < θέρω=θερμαίνω, βλ. θεραπευτής, θεράπαινα κοκ) σχετίζονται μὲ τὴν θερμότητα, μὲ τὴν ζεστασία, μὲ τὴν ἀλέα ( =θερμότης) τοῦ ἀελίου/ἡλίου, ὁ ὁποῖος ῥίπτει τοὺς ἰούς ( =βέλη) του, ἤτοι τὶς ἀκτῖνες του καθημερινῶς στὴν ὑφ-ήλιον. Ἐξ οὗ καὶ ὁ Ἀπόλλων, ὁ ἰατρὸς τῶν θεῶν, στοὺς Ὀρφικοὺς ὕμνους ἀποκαλεῖται καὶ «Ἰήιος» καὶ σχετίζεται μὲ τὸν ζωοδότην/ζωογόνον ἥλιον.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ζῆν προέρχεται ἐκ τοῦ «ζέω» ( =βράζω, εἶμαι ζεστός, «Ἀναπνέομεν γὰρ ἕως πάρεστιν ἐν ἡμῖν τὸ θερμὸν καὶ ἡ ζέσις τοῦ αἵματος», Μέγα Ἐτυμολογικόν ), καθῶς ἡ θερμότης εἶναι αὐτὴ ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ζῶντα [ ἀποδεκτὴ ὑπὸ πάντων θεώρησις ποὺ γέννησε φιλοσοφικὰ καὶ σχετικὰ τῆς φύσεως/ἀνατομίας τοῦ ἀνθρώπου ἐρωτήματα περὶ τῆς σχέσεως τῆς τελευταίας μὲ τὴν ψυχρότητα ( < ψύχω=πνέω/ φυσῶ, δροσίζω καὶ συνεκδοχικῶς ξηραίνω, ἀφ’ὅπου ἡ ψυχή, βλ. ἀναλυτικότερα «Περὶ ἀναπνοῆς», Ἀριστοτέλης, θεωρήσεις ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων «ὁ μὲν -Ἵππων- τὸ θερμὸν, πῦρ γὰρ τὴν ἀρχὴν εἶναι, ὁ δὲ -Ἡράκλειτος- τὸ ψυχρόν, ὕδωρ τιθέμενος τὴν ἀρχὴν…ὁ μὲν λέγων διὰ τοῦτο ζῆν λέγεσθαι τὰ ἔμψυχα παρὰ τὸ ζεῖν, τοῦτο δὲ τοῦ θερμοῦ, ὁ δὲ ψυχὴν κεκλῆσθαι ἐκ τοῦ ψυχροῦ», Προσωκρατικοί, 26, Diels ).

Γι’αὐτὸ καὶ ὁ ζῶν ἀποκαλεῖται καὶ ΕΝΑΙΜΟΣ ( < ἐν + αἷμα). Ὁ Γαληνὸς γράφει πὼς «Αἷμα ἔστι θερμὸν καὶ ὑγρὸν ἐν ταῖς ἀρτηρίαις», δίδοντας ἀκόμη μία προϋπόθεσιν τοῦ ζῆν, τὴν ὑγρασία. Σχετικῶς μὲ τὸ ΑΙΜΑ ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἐκ τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου τοῦ ῥήματος «αἴθω» ( =καίω), ἦσμαι > αἴσμα καὶ μὲ μετάθεσιν καὶ μεταβολὴν τοῦ σ σὲ δασεῖα < αἷμα. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ὅμηρος περιγράφοντας στὸ Υ (476) τῆς Ἰλιάδος τὴν ἀριστεία τοῦ τρομεροῦ Πηλείδη, ἀλλὰ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Αἴαντος τοῦ Λοκροῦ (Π, 333) ἐναντίον τοῦ Κλεοβούλου γράφει : «ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι». Τὸ θερμὸν αἷμα τοῦ πολεμιστοῦ δηλαδή, ποὺ ἐπιπλέον «ἔβραζε» τὴν ὥρα τῆς μάχης, ἐζέστανε τὸ ξίφος τοῦ φονιά του.

Καὶ γι’αὐτὸ καὶ ὁ Ἡσύχιος τὸ αἷμα τὸ ἀναφέρει καὶ ὡς ΦΛΕΓΜΟΝ ( < φλέγω, βλ. ἡ φλόξ/τῆς φλογός, ἡ φλέξις). Καὶ ὁ φλεγμός εἶναι σχετικὸς καὶ τῆς φλεβός, καθῶς ἡ ΦΛΕΨ  προέρχεται ἐκ τοῦ φλύω, ποὺ κυριολεκτικῶς σημαίνει «ἀναζέω, ὑπερχειλῶ ἐκ θερμότητος (καὶ ἀφοῦ ὑπερχειλῶ), εἶμαι πλήρης -ὑδάτων-» (ἐξ οὗ καὶ μεταφορικῶς ἐχρησιμοποιήθη γιὰ τοὺς πλήρεις ἀπὸ τὸ ὁ,τιδήποτε, βλ. φλύαρος =ὁ ὑπερχειλίζων καὶ κατακλύζων μὲ λόγια)». Τὸ αἷμα οἱ Σαλαμίνιοι τὸ ἔλεγαν καὶ ΕΙΑΡ/ΗΑΡ, γιατὶ πλεονάζει τὴν ἄνοιξιν/ἔαρ («τὸ αἷμα, διὰ τὸ ἐν τῷ ἔαρι πλεονάζειν*2», Λεξικὸν Σουΐδα), ποὺ ξεκινᾶ νὰ ζεσταίνει ὁ καιρός. Καὶ ὅταν ὁ ὀργανισμὸς ζεσταίνεται, οἱ φλέβες διαστέλλονται καὶ τὸ αἷμα αὐξάνεται ἐντός τους, καθῶς ὁ ὀργανισμὸς προσπαθεῖ νὰ διατηρήσει τὴν ὁμοιόστασίν του.

Τὸ πηκτὸ ἤ μετὰ κονιορτοῦ αἷμα ἐλέγετο καὶ ΒΡΟΤΟΣ (συγγενὲς τοῦ βροτός, «τὸ αἷμα ἀπὸ βροτοῦ πεφονευμένου» ) καὶ ΛΥΘΡΟΣ ἦταν τὸ ἀκάθαρτο αἷμα ( < λύμα = ἀκαθαρσία, < λούω). Ἄλλη ὀνομασία του ἦταν ΚΥΒΑΒΔΑ (Ἡσύχιος) ἐκ τοῦ κυβάς ( =σορός, λάρναξ), λέξις ἐμπνευσμένη προφανῶς ἀπὸ τὰ πεδία τῶν μαχῶν. Καὶ ΠΥΟΝ ( < πύθω =σαπίζω) ἐλέγετο τὸ σεσηπὸς αἷμα «διαπυεῖ δὲ, ἀλλοιουμένου τοῦ αἵματος καὶ θερμανθέντος, ἕως σαπὲν πῦον γένηται», Ἰπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, 1).

Τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος (συχνὰ καὶ τῶν ὑπολοίπων ζωικῶν/φυτικῶν ὑγρῶν) ἐλέγετο καὶ ΙΧΩΡ «Ἰχὼρ δ' ἐστὶ τὸ ὑδατῶδες τοῦ αἵματος διὰ τὸ μήπω πεπέφθαι ἢ διεφθάρθαι», (Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῷων μορίων, Β’,4). Ἰχὼρ ἐλέγετο πρωτίστως τὸ αἷμα ποὺ ἔρρεε στὶς φλέβες τῶν θεῶν ( < ἰκμάς= ὑγρασία, θαλερότης).

Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν ΥΓΡΑΣΙΑ ( < ὑγρός/ὑδρός, μὲ αἰολικῆ τροπὴ τοῦ δ σὲ γ) εἶναι σαφὲς  πὼς τὴν θεωροῦσαν προϋπόθεσιν τοῦ ζῆν ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιά. Ἡ πανάρχαια γλῶσσα μας διετήρησε τὴν ἀνεκτίμητης ἀξίας γνῶσιν καὶ βαθεῖαν ἐπιστημονικότητα ἐντὸς τῶν ἐτύμων της. Ἡ ΥΓΙΕΙΑ ἐτυμολογεῖται ἐκ θέματος ὑγρ- καὶ ὑγριὴς εἶναι ὁ ὑγιής. Γι’αὐτὸ καὶ συνώνυμον τῆς ὑγιείας εἶναι ἡ ΕΥΡΩΙΑ καὶ ἡ ΡΩΣΙΣ ( < ῥωόμαι =κινοῦμαι ὁρμητικῶς < ῥῶ =ὁρμῶ), ἐξ οὗ καὶ ὁ ΕΥΡΩΣΤΟΣ ( ὁ ἔχων ῥώμη/δύναμιν), ποὺ εἶναι τὸ ἀντίθετον τοῦ ΑΡΡΩΣΤΟΥ ( στερ. ἀ + ῥώννυμαι =ὑγιαίνω, δυναμώνω < ῥωόμαι) καὶ τοῦ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΥ [ < ἐκ + ἄντλος ( =ὕδωρ), ὁ ἐλαττούμενος χυμῶν/ὑγρασίας ἀπὸ τὸ σῶμα του].
Ἡ ὑγίεια λέγεται καὶ ΑΡΤΕΜΙΑ [ > ἄρτιος, ἀρτεμὲς ( =τὸ σῶον, τὸ ακέραιον κι ὄχι τὸ ἡμι-σωον/μισόν), αὐτὸ ποὺ ὁ Πλάτων ἐπαληθεύει στὸν Κρατύλο (406) ἀναφερόμενος στὴν Ἄρτεμιν «διὰ τὸ ἀρτεμές καὶ τὸ κόσμιον, διὰ τὴν τῆς παρθενίας ἐπιθυμίαν», διότι εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν πατέρα της, τὸν Δία αἰώνια παρθενία]. Τὸ ἀντίθετον τῆς ὑγίειας εἶναι ἡ ΑΡΡΟΙΗ ( στερ. ἀ + ῥῶσις), ἡ ΑΛΓΕΙΗ ( < ἄλγος), ἡ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ( στερ. ἀ + σθένος), ἡ ΑΔΥΝΑΜΙΑ, ἡ ΟΛΙΓΗΠΕΛΙΗ/ΑΝΗΠΕΛΙΗ ( < ὀλίγον/στερ. ἀ ἤ ἄνευ + πέλω =κινοῦμαι), ἡ ΝΟΣΗΣΙΣ [ < νο(ῦ)σος < ἀρνητ. μόριον νη/νω + σῷος ἤ ἐκ τοῦ στερ. νω + σεύω ( =ὁρμῶ)].

Καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικότης πὼς ὁ ὑγιὴς σχετίζεται μὲ τὴν ὑγρασία, ἐνῶ ὁ ἀλίβας [ στερ. ἀ + λείβω=στάζω, ῥέω, «Ἀλίβας, ὁ νεκρός (δι)ὅτι λιβάδα καὶ ὑγρότητα οὐκ ἔχει», (Ὡρίων)] μὲ τὸν θάνατον, τὴν ξηρότητα, τὴν ἀκαμψία, τὴν σκληρότητα ( βλ. ἀπέσκλη= ἀπέθανε), πέρασε καὶ στὴν λαϊκὴ σοφία σὲ φράσεις ὅπως «ἔπεσε ξερός/ξεράθηκε/μαράζωσε, γεμάτος ζωή» κοκ, ἀλλὰ συνάμα ἔδωσε καὶ λόγον στοὺς ἀλλοθρόους ποὺ μέσῳ τοῦ δικοῦ μας «λείβω» δημιούργησαν τὴν «δική τους» ζωή [ βλ. ἀγγλ. life, γερμ. Leben, ὁλλανδ. leven, νορβ./σουηδ./δαν. liv κοκ. Τὰ γαλλ. vie, ἰσπαν. vida, ἰταλ. vita κοκ παρήχθησαν καὶ πάλι ἀπὸ τὸν δικόν μας «βίον» ( =ἡ κατάστασις, ἡ διάρκεια καὶ ἡ ποιότης τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου < Fίς =δύναμις, βία)].

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν λέξιν «αἷμα». Οἱ Λατῖνοι δανείστηκαν τὸ αἰονάω ( < σαιFοναω =ὑγραίνω, περιχέω) καὶ ἕπλασαν τὴν λέξιν «sanguis»*1 ( «SANGUIS EX GRAECA ETYMOLOGIA VOCABULUM SUMPSIT ( =ἔλαβε τὸ ὄνομα), quod vegetetur ( =βλαστάνω) et sustentetur ( =διατηρῶ) et vivat ( =ζῶ, ζωογονῶ)» καταλήγοντας σὲ ὅσα οἱ Ἕλληνες τοὺς ἔμαθαν πὼς «Sanitas est integritas corporis et temperantia naturae ex calido et humido ( =ἡ ὑγίεια εἶναι ἡ ἀκεραιότης τοῦ σώματος καὶ ἡ φυσικὴ ἰσορροπία/ἐγκράτεια ἐκ θερμοῦ καὶ ὑγροῦ)», Etymologica, 4,5,1/4, Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης).

Ἄλλωστε καὶ οἱ λέξεις «humour, temperantia, temperamento» ποὺ κάποιοι σήμερα ἀδιάντροπα χρεώνουν σὲ διαφόρους ἀλλοδαπούς, δὲν θὰ εἶχαν κανένα ἐτυμολογικὸ καὶ λογικὸν ἀντίκρυσμα ἄνευ τῶν παρατηρήσεων τοῦ Γαληνοῦ καὶ τοῦ Ἱπποκράτους*2.

*Ἐξ οὗ καὶ τὰ γαλ. sang, ἰταλ. sangue, ἰσπαν. sangreΤὰ ἀγγλ. blood, γερμ. Blut, σκανδιν. blod κοκ προέρχονται διὰ τῆς ἴδιας λογικῆς ἐκ τοῦ «φλύω». Οἱ Φινοεσθονοὶ τὸ ἀντελήφθησαν διὰ τὼν ζώων, καὶ τὸ εἶπαν veri < Fιός ( =βέλος, δηλητήριο)] καὶ οἱ Σλαύοι τὸ ἀντελήφθησαν ὡς ἀποτέλεσμα φρικτῆς πράξεως (κρυόεις=φρικτός) καὶ τὸ εἶπαν krew, кровь κλπ.

*2 βλ. ἄρθρον «ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ;» 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)


Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία : «Ο ΕΝ ΤΗι ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Β’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΝΟΜΟΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ», «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΠΕΡΙ ΖΩΩΝ ΜΟΡΙΩΝ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΕΛΚΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΕΥΣΧΗΜΟΣΥΝΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ», Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ», ΞΕΝΟΦΩΝ, «ΙΛΙΑΣ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΑΛΚΗΣΤΙΣ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ», ΛΥΚΟΦΡΩΝ Ο ΧΑΛΚΙΔΕΥΣ, «ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΑΙΛΙΑΝΟΣ, «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΝΟΥΣΟΥ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΑΕΡΩΝ, ΥΔΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΙ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΤΟΠΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤ’ ΑΝΘΡΩΠΟΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΝΟΥΣΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΕΓΚΑΤΑΤΟΜΗΣ ΕΜΒΡΥΟΥ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΑΡΘΡΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΚΑΤ’ ΙΗΤΡΕΙΟΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΜΟΧΛΙΚΟΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣ ΟΞΕΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΟΔΟΝΤΟΦΥΪΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΣΑΡΚΩΝ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, «ΠΕΡΙ ΤΡΟΦΗΣ», ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (