Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 11ον)

ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΒΙΒΛΟΣ! (συνέχεια ἀπὸ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 10ον)

17. Ἔπειτα καὶ ποιός δὲν γνωρίζει τὸν τρόπον ποὺ συνέλαβε ἡ Παναγία τὸν Ἰησοῦ, διὰ τοῦ κρίνου, ἐξ οὗ καὶ Παρθένος… Ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ θυμίζει ἀρκετὰ τὴν σύλληψιν τοῦ Ἄρεως ἀπὸ τὴν Ἥρα. Ἡ Ἥρα ὅταν ἔμαθε πὼς ὁ Ζεὺς γέννησε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὴν Ἀθηνᾶ Σοφία, ἀπεφάσισε νὰ γεννήσει καὶ αὐτὴν τέκνον ἄνευ τῆς συμπράξεως τοῦ συζύγου της. Ἔτσι ἔλαβε ἕνα ἄνθος ἀπὸ μία Ἀνθοῦσα (Ἀνθοῦσες ἐλέγοντο οἱ νύμφες τῶν λουλουδιῶν) καὶ μυρίζοντάς το συνέλαβε τὸν Ἄρη. Ἐξ οὗ καὶ ἡ Ἀθηνᾶ καλεῖται «ἀμήτωρ» καὶ ὁ Ἄρης «ἀπάτωρ».

Παρθένος ἦταν και ἡ μήτηρ τοῦ Ἐρεχθέως, Ἀθηνᾶ. Μέχρι σήμερα δίπλα στὸν Παρθενῶνα βρίσκεται τὸ μέρος στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Ἐρεχθεύς, τὸ Ἐρέχθειον.

Μὲ ἀφορμὴ τὴν προαναφερθεῖσα Ἀθηνᾶ Παρθένον ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν καὶ ἄλλες «συμπτώσεις». Πάρα πολλὰ ἀπὸ τὰ προσωνύμια τῆς Ἀθηνᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀρτέμιδος ἔχουν καταλήξει προσωνύμια τῆς μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ. Ἴσως ἡ ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νὰ κρατήσουν κάτι ἀπὸ τὰ ἔθιμά τους, ὅταν κυνηγήθηκαν μὲ μανία νὰ τοὺς ὡδήγησε ἐκεῖ…Ἴσως κάτι ἄλλον; Σὲ κάθε περίπτωσιν γράφει τὸ λεξικὸν Σουΐδα πὼς οἱ ἱέρειες τῆς Ἀθηνᾶς ἐλεγοντο παναγεῖς, θυμίζοντας τὸ γνωστὸν προσωνύμιον τῆς Μύριαμ «Παναγία». Ἀλλὰ καὶ τὸ Μύριαμ ἀκόμη ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ «μύρα» ( =ἡ θάλασσα). Καὶ Μαίρη ἐλέγετο ἡ ἀδελφὴ τῆς Νηρηίδος Θέτιδος, μητρὸς τοῦ Ἀχιλλέως. Ἀκόμα καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ τὸ παρουσιάζουν ὅτι προέρχεται ἀπὸ δικό τους ἔτυμον, λέγουν πὼς τὸ ὄνομα αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὴν θάλασσα! 

Ἐντυπωσιακὸν εἶναι καὶ τὸ πὼς τὰ Παναθήναια, τὰ ὁποῖα ἑωρτάζοντο περίπου στὰ μέσα Αὐγούστου (28η Ἑκατομβαιῶνος, περὶ τὴν 14η Αὐγούστου) πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς, συνέχισαν μετὰ τὸν διωγμὸν τῶν «Ἐθνικῶν» νὰ ἑορτάζονται ὡς «Δεκαπενταύγουστος». Τὸ ἴδιο καὶ τὰ Νικητήρια τῆς Προμάχου Ἀθηνᾶς ἔναντι τοῦ Ποσειδῶνος, ὅταν οἱ δύο ἀνταγωνίστηκαν γιὰ τὸ ποιός θὰ δώσει τὸ ὄνομά του στὴν πόλιν τῆς Ἀθῆνας, πέρασαν στὸν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπερμάχου στρατηγοῦ! Ἄλλωστε ἡ Ἀθηνᾶ ἦταν προστάτις τοῦ δικαίου πολέμου, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκαλεῖτο καὶ «Ἐρυσίπτολις» ( < ἐρύω =προστατεύω, σώζω + πόλις) , «Ἐπιπυργίτις» ( ἡ εὑρισκομένη ἐπὶ τοῦ πύργου, στὶς ἐπάλξεις), «Ἀγέστρατος» ( < ἄγω +στρατός), «Νίκη», «Στρατηγός» κ.ἄ παρόμοια, τὰ ὁποῖα ἔγιναν προσωνύμια τῆς Μυριάμ. Ἡ Ἀθηνᾶ, ὅπως καὶ ἡ Ἄρτεμις ἐλέχθησαν καὶ «Δέσποινα» ( =δεσπότις), προσωνύμιον ποὺ ἀργότερα κατέληξε καὶ προσωνύμιον τῆς Μυριάμ.

Γράφει ἡ Ἄννα Τζιροπούλου στὴν «Καταστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν βιβλιοθηκῶν» :

«οἱ «Χαιρετισμοὶ» τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὴν Παναγία (ὅπως πολλοὶ ἄλλοι Ὕμνοι) ἔρχονται καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου. Ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμοὺς πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ…

«Χαῖρε, ἀναφωνεῖ ὁ Ὀρφικὸς ποιητής:

Χαῖρε δὲ καὶ κλῖμαξ πρὸς ούρανὸν ἀστερόεντα· εὐθυδρόμους κατάγεις, εὐθυδρόμους δ’ ἀνάγεις. Χαῖρε δ’ ἀγαλλομένη μὲν ἐν Ἑλλάδι καὶ Σαλαμῖνι...ἐν πυρὶ πῦρ ἐγένου, νῦν δὲ φλεγεῖσα φλέγεις.

Χαῖρε, ἀνακράζει καὶ ὁ Χριστιανὸς ποιητής: Χαῖρε κλῖμαξ ἐπουράνιε δι’ ἦς κατέβη ὁ Θεός, Χαῖρε γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν…

Ἀπόηχος τοῦ ὡς ἄνω ὀρφικοῦ αὐτοῦ στίχου, εὑρίσκεται εἰς τὴν «φλεγομένην βάτον», ἡ ὁποία φλεγομένη δὲν ἐφλέγετο…

Παρόμοιες μεταφορὲς ἔχουμε καὶ ἐκ τῶν τραγικῶν ποιητῶν. Ὅπως λ.χ. ἀπὸ τὸν «Ὀρέστη» τοῦ Εὐριπίδου:

«εἰς σὲ ἐλπὶς ἡ ἐμὴ καταφυγὰς ἔχει κακῶν» (στ. 448)

παράβαλε: «εἰς σὲ καταφεύγω τὴν Κεχαριτωμένην»

Καὶ κάτι ἄλλο, ἀξιοπαρατήρητο. Οἱ πρόγονοί μας ἐπίστευαν ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κρατῇ τὰς κλεῖδας τοῦ Οὐρανοῦ, ὅθεν «Ἀθηνᾶ κλειδοῦχος» ( «Καὶ κλεῖδας οἶδα δώματος, μόνη, ‐ἐκ τῶν‐ θεῶν», Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, 827).

Σήμερα, «τὰ κλειδιὰ» τοῦ οὐρανοῦ τὰ κατέχει ὁ Ἅγιος Πέτρος…

Σημειωτέον ὅτι ἡ ἀειπάρθενος Μαρία ἐταυτίσθη ὄχι μόνον μὲ τὴν Ἀθηνᾶ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Παρθένον Ἄρτεμιν, τὴν δίδυμη ἀδελφὴ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἡ ὁποία μετ’ ἐπιμονῆς ἐζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα της τὸν Δία νὰ τῆς ἐπιτρέψη νὰ παραμείνη ἐς ἀεὶ παρθένος.

«ἄι πάρθενος ἔσσομαι» ‐ἀειπάρθενος‐, (Ἀλκαῖος, Ὕμνος εἰς Ἄρτεμιν). 

Ὁ Ἀπόλλων‐Ἥλιος ἔχει δίδυμη ἀδελφὴ τὴν Ἄρτεμιν‐Σελήνην. Ἔτσι ἡ σελήνη ὑπῆρξεν ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων σύμβολον λατρείας. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν ἐτοποθέτουν ἐν εἴδει διακοσμητικοῦ στοιχείου ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς Ἀρτέμιδος... Γι’ αὐτὸ συχνά, ἀκόμη καὶ σήμερα, ἡ Παναγία εἰκονίζεται στὶς ἁγιογραφίες μὲ μία «φέτα» φεγγαριοῦ στολίδι στὶς εἰκόνες της, μέσῳ τῆς βυζαντινῆς παραδόσεως. Ἡ ἀρχαία ἀποικία τοῦ Βύζαντος τοῦ Μεγαρέως, τὸ Βυζάντιον (ὅπου ἐκτίσθη ἀργότερα ἡ «Νέα Ρώμη», ἡ Κωνσταντινούπολις) εἶχε ὡς ἔμβλημα τὴν μήνην (μηνίσκον, ἡμισέληνον) τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος Ἑκάτης. Οἱ Ἀρχαῖοι Βυζαντινοὶ τὴν ἐτοποθέτουν στὶς στέγες τῶν οἰκιῶν τους. Καὶ ἐπὶ χριστιανικοῦ Βυζαντίου ἀκόμη, πολλὰ ἀρχοντικὰ τῆς Πόλης διατηροῦσαν αὐτὸ τὸ ἔμβλημα, ἀπ’ ὅπου τὸ παρέλαβαν ἀρχικῶς οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι, καὶ μετὰ τὴν Ἅλωσιν οἱ Τοῦρκοι τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητοῦ. Ἀξιοπαρατήρητον ἐπίσης ὅτι καὶ ἡ προσωνυμία τῆς Ἀρτέμιδος «Δέσποινα Ἄρτεμις» καθώρισε ἀργότερον καὶ τὴν «Παναγία Δέσποινα». Ἡ Παρθένος Δέσποινα Ἄρτεμις ἑωρτάζετο τὴν 16ην ἀττικοῦ μηνὸς Μουνιχιῶνος ποὺ συμπίπτει περίπου μὲ τὴν 25η Μαρτίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Παναγία Δέσποινα Παρθένος καὶ ὁ Εὐαγγελισμός της. Ὁ δὲ πυρποληθεὶς Ναὸς τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, ἔγινε ἀργότερον, ἐπὶ Χριστιανισμοῦ, Ναὸς τῆς Παναγίας. Ὁμοίως τὸ Ἅγιον ὄρος, ἀφιερωμένο τότε στὴν Ἄρτεμι, σήμερα ἀνήκει στὴν Παναγία. Τελικῶς προσφωνοῦνται ὁμοίως καὶ λατρεύονται πλησίον καὶ παραπλησίως. 

Πανομοιότυπα διωλίσθησε ἡ τιμητικὴ λατρεία καὶ ἄλλων ἀρχαίων θεῶν ἢ ἡρώων καὶ προσαρμόσθηκε εἰς μετέπειτα ἁγίους τῆς Νέας θρησκείας.

Ἐνδεικτικὲς μεταφορές:

Περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Μαιμακτηριῶνος (ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὶς ἀρχὲς τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου), ἐποχὴ ποὺ ἀρχίζουν οἱ τρικυμίες στὶς θάλασσές μας (μαιμάσσω=κινῶ ὁρμητικά), οἱ πρόγονοί μας ἑώρταζον τὰ Ποσείδαια (Ποσειδώνια) ἐν εἴδει τιμητικῶν παρακλήσεων πρὸς τὸν Ποσειδῶνα, τὸν θεό τῆς θαλάσσης, τὸν Ποσειδῶνα τὸν Πελάγιον. Ὅταν κατηργήθη ἡ ἑορτὴ αὐτή, στὴν θέσι της ἐπακριβῶς ἐτοποθετήθη ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου) ὡς προστάτου τῶν Θαλασσῶν καὶ τῶν Ναυτιλλομένων. 

Ἀρωγοὶ τῶν ναυτιλλομένων ἐθεωροῦντο καὶ οἱ Διόσκουροι, οἱ κοῦροι τοῦ Διὸς Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, οἱ ὁποῖοι κατέφθανον ταχύτατα ὡς ἄγγελοι μὲ ξανθὰ φτερά, πρὸς σωτηρίαν τῶν κινδυνευόντων πλοίων… Ἡ λατρεία τῶν Διοσκούρων, τοῦ Κάστορος καὶ τοῦ Πολυδεύκους, οἱ ὁποῖοι ἐπροστάτευαν τοὺς ναυτικούς μας κατὰ τὴν θαλασσινή τους πορεία, μετεφέρθη εἰς τὴν λατρείαν τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαήλ καὶ Γαβριήλ, οἱ ὁποῖοι σήμερα προστατεύουν τὴν Ἀεροπορία…Οἱ Διόσκουροι προστάτευαν ἐπίσης τοὺς θνητοὺς ἀπὸ κακὰ πνεύματα, ἐθεράπευαν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἦσαν προστάται καὶ τῶν νεκρῶν. «Ἡ πίστις σ’ αὐτοὺς συνεχίσθηκε καὶ στοὺς Χριστιανικοὺς χρόνους» (Ἐγκυκλοπ. ΔΟΜΗ). Καὶ μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἐκ τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαήλ, συνοδεύει τοὺς νεκρούς. Τὴν λατρεία τῶν Διοσκούρων τὴν πῆραν καὶ οἱ Ρωμαῖοι. Καὶ εἶναι διάσημο τὸ μαρμάρινο σύμπλεγμά τους, στὸ Καπιτώλιον τῆς Ρώμης. Ὡς δίδυμοι ἀχώριστοι ἀδελφοί, κατεστερίσθησαν. Εἶναι ὁ ἀστερισμὸς τῶν Διδύμων. Δὲν εἶναι τυχαῖον δὲ ὅτι στὸ ἡμιθόλιον τοῦ Ἁγίου Βήματος τῆς Ἁγια‐Σοφιᾶς, ὁ Ἀρχάγγελος Ταξιάρχης ἔχει ἱστορηθῆ μὲ ἑλληνικὴ φυσιογνωμία καὶ κρατεῖ στὴν δεξιά του χεῖρα κηρύκειον». 

Καὶ πόσα ἄλλα παραδείγματα θὰ μποροῦσαν νὰ γραφτοῦν ὄχι μόνον γιὰ τοὺς Ἑβραίους, καὶ τοὺς Μωαμεθανοὺς*1 ποὺ προανεφέρθησαν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους θρησκευομένους…Ὅλοι τὰ πῆραν ὅλα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, τὰ παρήλλαξαν ἔτσι ποὺ νὰ ἁρμόζουν στὴν ψυχοσύνθεσιν τῶν μαζῶν πρὸς καθυπόταξιν καὶ τὰ παρουσιάζουν μέχρι καὶ σήμερα ὡς δικά τους! Συνδυαστικῶς μὲ τὸ κυνηγητὸν τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὰ χριστιανικὰ χρόνια, καὶ τὴν προσπάθεια τῶν ἐκχριστιανισμένων Ἑλλήνων νὰ διατηρήσουν μὲ κάποιον τρόπον ζωντανὴ τὴν παράδοσίν τους, χωρὶς νὰ καταδικαστοῦν σὲ θάνατον, ἡ κατάστασις ὡδηγεῖτο ἀργὰ καὶ σταθερὰ σὲ μία ἄνευ προηγουμένου διαστρέβλωσιν, ποὺ ὡδηγοῦσε μὲ τὴν σειρά της σὲ ἕναν ἄνευ προηγουμένου σφετερισμόν, δημιουργώντας τρομερὴ σύγχυσιν ὡς πρὸς τὸ πρακτέον ( τί χρῆ ποιεῖν) τοῦ βεβιασμένου, τοῦ χρησιμοποιημένου καὶ ὁδηγώντας μὲ τὰ χρόνια ὄχι μόνον στὴν παραχάραξιν τῆς παραδόσεως τῶν Ἑλλήνων (διότι τὰ ἑλληνικὰ ἔθιμα συνεχίστηκαν παραποιημένα πλήρως ὑπὸ τὸν μανδύα τῆς ἑκάστοτε θρησκείας), ἀλλὰ κυρίως στὴν λήθη τῶν ἀρχέγονων καὶ ἐπιστημονικῶν γνώσεων τῶν προγόνων μας καὶ τῆς ἀντικαταστάσεώς τοὺς μὲ ὑποδεέστερες ὀθνεῖες ἀπομιμήσεις χωρὶς κανένα λογικὸν ἀντίκρυσμα…

Παράδειγμα ἀποτελεῖ καὶ τὸ προαναφερθὲν χωρίον περὶ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς προσφορᾶς  τῆς σελήνης ἐπὶ τῆς Δημιουργίας, ἡ ὁποία μετετράπη σὲ ἡμισεληνοφοροῦσα Μυριάμ, ὑποκύπτοντας στὶς ἐξιουδαϊσμένες ἐπιταγές. Διότι ἀκόμα καὶ ἡ ἔκφανσίς της σελήνης σὲ ἐπίπεδον μύθου (κλειστοῦ λόγου), ὡς Ἄρτεμις δηλαδή, δὲν ἐδημιουργήθη ὑπὸ τὸ πρῖσμα δογματισμοῦ καὶ φαντασιοκοπίας μὲ σκοπὸν την χειραγώγησιν τῶν μαζῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διαιωνίσει μὲ ἀλληγορικὸν τρόπον, ὅση γνῶσιν καὶ ἐπιστημονικότητα διέθετον. Δὲν εἶναι τυχαῖον πὼς ἡ Ἄρτεμις βοηθᾶ μετὰ τὴν γέννησίν της, τὴν μητέρα της, Λητώ*2 νὰ γεννήσει εὐκολώτερα (ἐξ οὗ καὶ Ἄρτεμις- Εἰλείθυια) τὸν δίδυμον ἀδελφόν της, Ἀπόλλωνα (τὸν ὁποῖον συνεσχέτιζον μὲ τὸν ἥλιον). Φυσικῶς καὶ δὲν ἀνεφέροντο σὲ παραμύθια, ἐννοώντας πὼς ἕνα νεογνὸν βοήθησε τὴν μητέρα του νὰ ξεγεννήσει, ἀλλὰ κρύβεται νοῦς ἀληθείας καὶ προφανῶς (ἤ τουλάχιστον μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐξηγήσεις τοῦ μύθου) ἦταν νὰ παρουσιάσει τὸ φαινόμενον τῆς ἔλξεως τῶν ὑδάτων τῆς Γῆς ὑπὸ τῆς Σελήνης (βλ. παλίρροια- ἄμπωτη). Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸν πὼς οἱ Ἕλληνες, ἤδη ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιά, εἶχαν παρατηρήσει πὼς τὰ νερὰ τῶν ἐπιτόκων ἔσπαγαν εὐκολώτερα κατὰ τὴν πανσέληνον. 

Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ ἐρώτημα στὸ πῶς ἡ ἰδεολατρεία καὶ ἡ κατανόησις-ἐπεξήγησις τῆς θείας Δημιουργίας κατήντησε νὰ μπεῖ στὸ καλούπι τοῦ δογματισμοῦ καὶ τῶν θρησκειῶν, ὁ τρόπος ποὺ αὐτὸ ἐπετεύχθη ἦταν μέσῳ τοῦ πολέμου. Ἑνὸς πολέμου ὅμως ὄχι διὰ ἀρ-ετῆς καὶ ἀνδρείας ὡς ἐκπροσωποῦσε ὁ Ἄρ-ης, ἀλλὰ ἑνὸς λυσσαλέου κατευθυνομένου κυνηγητοῦ ποὺ ἀπεκεφάλιζε κυριολεκτικῶς ὁ,τιδήποτε θύμιζε Ἑλλάδα, καὶ δὴ σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔβρισκε τὴν Ἑλλάδα πληγωμένη.

Καὶ μὲ τὴν πάροδον τῶν χρόνων καὶ τὸν συνεχῆ διωγμὸν φώλιασαν καθῶς φαίνεται στὴν συνείδησιν τῶν ἀνθρώπων οἱ υἰοὶ τοῦ Ἄρεως, ὁ Φόβος καὶ ὁ Δεῖμος. Διότι μόνον ὁ φοβισμένος, ὁ ὑποτεταγμένος (ἐν προκείμενῳ καὶ) σὲ θρησκεῖες καὶ δόγματα θὰ ἀπεδέχετο νὰ κυττάζει χάμω ὡς ταπεινόφρων homo (καὶ ὅπου ταπεινόφρων ἐννοοῦν ὑποτακτικός), γιὰ νὰ μὴ σηκώσει τὰ μάτια του ποτὲ ψηλὰ ὡς ἄνθρωπος καὶ καταλάβει πὼς τὸ θεῖον καὶ ἀγαθὸν βρίσκεται ἐκτὸς τοῦ θρησκευτικοῦ σπηλαίου «ἀσφαλείας» ποὺ τοῦ ἔφτιαξαν. Γιατὶ ὁ τσοπάνης ἄρχει εὐκολώτερα χίλια πρόβατα, παρὰ ἕναν λύκον. Αὐτὰ ἀκόμα κι ἄν ξεφύγουν ἀπὸ τὴν μοῖρα τοῦ προβάτου, στὴν καλλιτέρα θὰ γίνουν κριάρια, προσφέροντας καὶ πάλιν μόνον κέρδος στὸν τσοπάνη, ὁ λύκος ὅμως εἶναι ἐπικίνδυνος. 

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πολιτικῶς ὀρθὴ «ἀνεξι-θρησκία» ἀνέχεται μόνον ὅ,τι ὑποδηλοῖ θρησκεία, ἀνέχεται τὴν ἀνέγερσιν καὶ συντήρησιν ὁποιασδήποτε μορφῆς σπηλαίου ἱκανῆς νὰ φυλάττει πρόβατα (κι αὐτὰ γιὰ ὅσον καιρὸν χρειάζεται μέχρι οἱ θρησκεῖες νὰ γονατίσουν καὶ ἔπειτα νὰ ἀφανίσουν τὸν ἄνθρωπον), ἀλλὰ ὄχι ὅ,τιδήποτε θὰ τολμοῦσε νὰ κάνει τὸ πρόβατον νὰ σηκωθεῖ στὰ πόδια του καὶ νὰ ἄρει τὸ χέρι του πρὸς τὰ πάνω. Ἐλάχιστον παράδειγμα οἱ ναοὶ τῶν Ἑλλήνων. Αὐτοὶ ἀκόμη καὶ ἄν καταφέρουν νὰ ἀποφύγουν τὴν (δολιο)φθορά, στὴν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων ἀντιμετωπίζονται μουσειακῶς κι ὅσον πιὸ μακριᾶ ἀπὸ τὴν γενέτειρά τους, τόσον τὸ καλλίτερον… Διότι ὁ Ἕλλην διαχρονικῶς ἐπαναστατοῦσε πάντοτε ἐνθυμούμενος τὸ ἔνδοξον παρελθόν του καὶ τὸ ἑλληνικὸν πνεῦμα εἶναι ἐπικίνδυνον… Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ,τιδήποτε συνδέεται μὲ τὸν ἑλληνισμὸ διαχρονικῶς ἠφανίσθη καὶ ἀφανίζεται…

Ἀξιοσημείωτον ὅμως εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Διόδωρος Σικελιώτης («Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη», Ε’, 71-75/ ΣΤ', 2, ἀπόδοσις Ἀποστόλου Παπανδρέου γιὰ τὴν «Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων» ), ὅταν διηγεῖται προϊστορικὰ γεγονότα ποὺ ἤλλαξαν καθοριστικῶς τὴν ἀνθρωπότητα (ὅπως π.χ. τὴν ἐφεύρεσιν τῆς ὑφαντουργίας, τὴν ἀνακάλυψιν τῆς σπορᾶς, τῆς καλλιεργείας καὶ τῆς ἀποθηκεύσεως τροφίμων, ποὺ ἄνευ αὐτῶν ἡ ὅποια ζωὴ θὰ ἦταν πολὺ διαφορετική, τὴν ἑλαία καὶ τὰ ὠφέλιμα παράγωγα αὐτῆς ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ-σοφία δώρισε στὴν ἀνθρωπότητα νικώντας τὸν Ποσειδῶνα, τὴν ἐφεύρεσιν τῶν γραμμάτων, τῆς ἰατρικῆς κ.ἄ πολλά) :

««Σχετικῶς μέ τούς θεούς οἱ ἄνθρωποι τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς παρέδωσαν στούς μεταγενεστέρους δύο διαφορετικές ἀντιλήψεις. Ἄλλοι δηλαδή λέγουν ὅτι οἱ θεοί εἶναι αἰώνιοι και ἄφθαρτοι, ὅπως π.χ. ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά ἄλλα τά οὐράνια σώματα, καί οἱ ἄνεμοι ἐπίσης καί ὅ,τι ἄλλο στοιχεῖο εἶναι παρομοίας φύσεως. Διότι καθένα ἀπ’ αὐτά ἔχει προαιώνια γένεσι καί διάρκεια. Λέγουν ἐπίσης ὅτι ἐγεννήθησαν καί ἄλλοι ἐπίγειοι θεοί καί γιά τίς εὐεργεσίες, πού προσέφεραν στούς ἀνθρώπους, ἐκέρδισαν ἀθάνατη τιμή καί δόξα, ὅπως π.χ. ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Διόνυσος, ὁ Ἀρισταῖος καί οἱ ἄλλοι οἱ ὅμοιοι μέ αὐτούς…

Ὁ Ζεύς ὑπερεῖχε ὅλων τῶν ἄλλων θεῶν στήν ἀνδρεία και στήν γνῶσι καί στήν δικαιοσύνη καί σέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Γι’ αὐτό καί ὅταν παρέλαβε τήν βασιλεία ἀπό τόν Κρόνο, προσέφερε πάρα πολλές καί μέγιστες εὐεργεσίες στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Πρῶτα δηλαδή ἀπ’ ὅλους αὐτός ἔθεσε νόμους σχετικῶς μέ τά ἀδικήματα καί ἐδίδαξε τούς ἀνθρώπους να συμπεριφέρωνται μεταξύ τους δίκαια, νά ἀποφεύγουν τις πράξεις βίας καί νά λύουν τίς διαφορές τους ἐπικαλούμενοι τήν κρίσι τῶν ἄλλων ἤ προσφεύγοντας στά δικαστήρια. Γενικῶς συνέβαλε τά μέγιστα στήν πρακτική πού ἔχει σχέσι με τήν πειθαρχία στούς νόμους καί τήν εἰρήνη, κι ἐπιβαλλόταν στούς ἀγαθούς μέ τήν πειθώ, ἐνῶ στούς φαύλους τούς ἐκφόβιζε μέ τήν τιμωρία καί τήν ἀπειλή. Καί διέτρεξε σχεδόν ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἐφόνευε τούς ληστές καί τούς ἀσεβεῖς εἰσάγοντας στήν κοινωνική ζωή τήν ἰσότητα καί τήν δημοκρατία…Ὁ Ζεύς τότε, καθώς λέγουν, ὄχι μόνο ἐξάλειψε τούς ἀσεβεῖς και τούς φαύλους ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἀπένειμε ἀντάξιες τιμές στούς ἀρίστους μεταξύ τῶν θεῶν καί τῶν ἡρώων, καθώς καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Καί γιά τό μέγεθος τῶν εὐεργεσιῶν του καί τήν ὑπεροχή τῆς δυνάμεώς του ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁμοφώνως τοῦ ἀνεγνώρισαν τήν αἰώνια βασιλεία καί τήν κατοικία του στόν Ὄλυμπο. Καί καθιερώθηκε νά θυσιάζουν σέ αὐτόν περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους, κι’ ὅταν μετέστη ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο στόν οὐρανό, ἐγεννήθη μία δικαία πίστις στίς ψυχές ὅλων αὐτῶν πού εἶχαν εὐεργετηθῆ, ὅτι αὐτός ἦταν κύριος ὅλων τῶν οὐρανίων φαινομένων, τῶν βροχῶν, τῶν ἀστραπῶν καί τῶν βροντῶν καί τῶν σχετικῶν. Καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τὸν λόγο τόν ὠνόμασαν Ζῆνα, διότι στήν συνείδησι τῶν ἀνθρώπων αὐτός ἦταν ὁ αἴτιος τῆς ζωῆς ὡριμάζοντας τούς καρπούς μέ τήν δημιουργία τῶν κατάλληλων κλιματολογικῶν συνθηκῶν. Πατέρα τόν ὠνόμασαν γιά τήν φροντίδα καί την ἀγάπη πού δείχνει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἐπειδή θεωρεῖται γενάρχης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπατο καί Βασιλέα τόν εἶπαν γιά τήν ὑπερτάτη ἐξουσία πού ἀσκοῦσε. Εὐβουλέα τέλος καί Πάνσοφο τόν εἶπαν γιά τήν σοφία του καί τίς σοφές συμβουλές. 

Κατά τήν μυθολογία κι ἡ Ἀθηνᾶ ἐγεννήθη στήν Κρήτη ἀπό τόν Δία, στίς πηγές τοῦ ποταμοῦ Τρίτωνος. Ὑπάρχει καί σήμερα στίς πηγές αὐτές ἕνας ἱερός ναός αὐτῆς τῆς θεᾶς, στό σημεῖο στό ὁποῖο, κατά τούς μύθους, ἐγεννήθη αὐτή ἡ θεά. Λέγουν ὅτι καί οἱ γάμοι τοῦ Διός καί τῆς Ἥρας ἔγιναν στήν περιοχή τῆς Κνωσοῦ, σ’ ἕνα μέρος πλησίον τοῦ ποταμοῦ Θήρηνος ὅπου ὑπάρχει σήμερα ἕνας ναός στον ὁποῖο κάθε χρόνο τελοῦνται ἅγιες θυσίες ἀπό τούς ντόπιους καί μιμοῦνται τήν γαμήλια τελετή, ὅπως ἐτελεῖτο ἀρχικῶς κατά τήν παράδοσι. Λέγουν ὅτι ἀπό τόν Δία ἐγεννήθησαν ἡ θεά Ἀφροδίτη καί οἱ Χάριτες, ἐπίσης ἡ Εἰλείθυια καί ἡ Ἄρτεμις ἡ βοηθός της, κι οἱ λεγόμενες Ὧρες, ἡ Εὐνομία και ἡ Δίκη καί ἡ Εἰρήνη καί ἡ Ἀθηνᾶ κι οἱ Μοῦσες. Θεοί πού ἐγεννήθησαν ἀπό τόν Δία εἶναι ὁ Ἥφαιστος καί ὁ Ἄρης καί ὁ Ἀπόλλων, ἐπίσης ὁ Ἑρμῆς κι ὁ Διόνυσος κι ὁ Ἡρακλῆς. Σέ καθένα ἀπ’ αὐτούς, συνεχίζει ὁ μῦθος, ὁ Ζεύς ἐχάρισε τήν γνῶσι ὅλων τῶν ἀνακαλύψεών του καί τῶν τελειοποιήσεών του καί προσέγραψε σέ αὐτούς τήν τιμή τῶν ἀνακαλύψεών του, ἐπιθυμῶντας μέ αὐτόν τόν τρόπο νά τούς περιβάλη μέ ἀθάνατη δόξα ἀνάμεσα στό ἀνθρώπινο γένος. 

Στήν Ἀφροδίτη ἐμπιστεύθηκε τήν νεότητα τῶν κοριτσιῶν, τήν ἡλικία κατά τήν ὁποία πρέπει νά παντρεύωνται καί την ἐποπτεία ὅλων τῶν θεμάτων πού ἔχουν σχέσι μέ τόν γάμο, τά ὁποῖα διατηροῦνται ἀκόμα καί σήμερα, μαζί μέ τίς θυσίες και τίς σπονδές, πού οἰ ἄνθρωποι προσφέρουν σέ αὐτήν τήν θεά. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θυσιάζουν πρῶτα στόν Δία τόν Τέλειο και στήν Ἥρα τήν Τελεία, πού ὑπῆρξαν οἱ πρῶτοι ἐφευρέτες τῶν πάντων, ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω. 
Στίς Χάριτες ἐδόθη ὁ στολισμός τῆς ἐμφανίσεως τοῦ προσώπου καί ἡ περιποίησις καθενός μέλους τοῦ σώματος, ὥστε νά γίνεται κομψότερο και περισσότερο θελκτικό σέ ὅποιον τό παρατηρεῖ, καί ἐπί πλέον τό προνόμιο ν’ ἀρχίζουν πρῶτες τίς εὐεργεσίες καί ἀπό το ἄλλο μέρος ν’ ἀνταμείβωνται μέ τήν ἁρμόζουσα ἀναγνώρισι οἱ εὐεργετοῦντες. 
Ἡ Εἰλείθυια ἀνέλαβε τήν φροντίδα τῶν ἐπιτόκων καί τήν ἀνακούφισι τῶν γυναικῶν πού ὑποφέρουν κατά τόν τοκετό. Γι’ αὐτό κι οἱ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες διατρέχουν κινδύνους τέτοιας φύσεως, ἐπικαλοῦνται εἰδικά αὐτήν την θεά.
Ἡ  Ἄρτεμις, λέγουν, ἀνεκάλυψε τήν θεραπεία τῶν μικρῶν παιδιῶν καί τίς τροφές οἱ ὁποῖες εἶναι κατάλληλες στήν φύσι τῶν παιδιῶν. Καί γι’ αὐτόν τόν λόγο αὐτή ἡ θεά ὀνομάζεται καί Κουροτρόφος.
Ὅσο γιά τίς Ὧρες, ὅπως λέγονται, σέ καθεμία ἀπ’ αὐτές ἀνετέθη, ὅπως δείχνει καί το ὄνομά τους, ἡ τάξις καί ὁ στολισμός τῆς ζωῆς, πού συμβάλλουν τά μέγιστα στήν ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πού νά μπορῆ καλύτερα νά κάνη εὐτυχισμένη τήν ζωή παρά μόνο ἡ εὐνομία, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ εἰρήνη.
Στήν Ἀθηνᾶ ἀποδίδουν τήν ἐξημέρωσι τῆς ἐλιᾶς και τήν καλλιέργειά της, πού τά ἔκαμε δῶρο στούς ἀνθρώπους, καθώς ἐπίσης καί τήν ἐπεξεργασία τοῦ καρποῦ της. Βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν γέννησι αὐτῆς τῆς θεᾶς ὑπῆρχε αὐτό το εἶδος τῶν δένδρων ἀνάμεσα στά ἄλλα ἀγριόδενδρα, ἀλλά ἡ περιποίησις καί οἱ γνώσεις, πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ἀκόμα καί σήμερα σχετικῶς μέ τήν καλλιέργειά της, εἶναι ἔργο δικό της. Ἡ Ἀθηνᾶ εἰσήγαγε ἐπίσης στούς ἀνθρώπους τήν κατασκευή τῶν ἐνδυμάτων καί τήν ξυλουργική τέχνη καί πολλές γνώσεις, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦνται στίς ἄλλες τέχνες. Ἐπίσης ἐπενόησε καί τήν κατασκευή τῶν αὐλῶν καί ἀνεκάλυψε τήν μουσική, πού παράγουν οἱ αὐλοί καί γενικῶς εἰσήγαγε πολλές εὐφυέστατες τεχνικές ἐφευρέσεις, γιά τίς ὁποῖες ὠνομάσθηκε Ἐργάνη. 
Στίς Μοῦσες ἐδόθη ἀπό τόν πατέρα τους ἡ ἐφεύρεσις τῶν γραμμάτων καί ὁ συνδυασμός τῶν λέξεων στήν λειτουργία τῆς ποιήσεως…

Ὁ  Ἥφαιστος, λέγουν, ὑπῆρξε ὁ ἐφευρέτης τῆς σιδηρουργίας καί τῆς κατεργασίας τοῦ χαλκοῦ, τοῦ χρυσοῦ καί τοῦ ἀργύρου καθώς καί ὅλων τῶν ἄλλων, τῶν ὁποίων ἡ ἐπεξεργασία γίνεται μέ τήν φωτιά. Ἐπίσης ἀνεκάλυψε καί ὅλες τίς ἄλλες χρήσεις τῆς φωτιᾶς καί τις παρέδωσε στούς τεχνῖτες καί σέ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ ἐργάτες πού ἀσχολοῦνται με αὐτές τίς τέχνες σέ αὐτόν τόν θεό κυρίως προσεύχονται και θυσιάζουν, καί τήν φωτιά, τόσο αὐτοί ὅσο καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τήν ὀνομάζουν Ἥφαιστο, παραδίδοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο στήν αἰώνια μνήμη καί τιμή τήν εὐεργεσία, την ὁποῖα ἐδέχθησαν ἀπό τήν ἀρχή οἱ ἄνθρωποι στήν κοινωνική τους ζωή. 

Ὁ  Ἄρης, λέγουν, ἦταν ὁ πρῶτος πού κατεσκεύασε πανοπλία, ἐξώπλισε στρατιῶτες καί εἰσήγαγε τούς πολεμικούς ἀγῶνες φονεύοντας αὐτούς πού δέν ὑπάκουαν στούς θεούς.
Τόν Ἀπόλλωνα τόν ἀναφέρουν ὡς ἐφευρέτη τῆς κιθάρας καί τῆς μουσικῆς πού παράγεται ἀπ’ αὐτήν. Κι ἀκόμα λέγουν ὅτι εἰσήγαγε τήν ἰατρική πού στηριζόταν στήν μαντική καί μέ αὐτήν ἐθεραπεύοντο κατά τούς παλαιούς χρόνους οἱ ἀσθενεῖς. Ὑπῆρξε ἀκόμα ἐφευρέτης τοῦ τόξου καί ἐδίδαξε τούς ἀνθρώπους τήν χρῆσι του καί γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ τοξική τέχνη καλλιεργήθηκε εἰδικῶς ἀπό τούς Κρῆτες καί τό τόξο ὠνομάσθηκε Κρητικό.
Γυιός τοῦ Ἀπόλλωνος καί τῆς Κορωνίδος ἦταν ὁ Ἀσκληπιός, ὁ ὁποῖος ἔμαθε ἀπό τόν πατέρα του πολλές γνώσεις πού ἀνήκουν στόν τομέα τῆς ἰατρικῆς, προχώρησε στήν ἀνακάλυψι τῆς χειρουργικῆς καί τήν παρασκευή τῶν φαρμάκων καί τήν θεραπευτική δύναμι τῶν ριζῶν, καί γενικῶς ἀνέπτυξε σέ τέτοιο βαθμό τήν ἰατρική τέχνη, ὥστε τιμᾶται ὡς ἱδρυτής καί πρώτη πηγή τῆς ἰατρικῆς.

Στόν Ἑρμῆ ἐγγράφουν τήν εἰσαγωγή τῶν πρεσβειῶν, οἱ ὁποῖες ἀποστέλλονται γιά διαπραγματεύσεις εἰρήνης στους πολέμους, γιά συμφιλίωσι καί ἀνακωχή, καθώς καί τήν εἰσαγωγή τοῦ σχετικοῦ συμβόλου, πού συνηθίζουν νά φοροῦν ὅσοι ἀποστέλλονται γιά διαπραγματεύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους καί μέ αὐτό εἶναι ἀσφαλεῖς ἀνάμεσα στούς ἐχθρούς. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἔλαβε καί τό ὄνομα Κοινός Ἑρμῆς, διότι ἡ ὠφέλεια εἶναι κοινή καί στά δύο μέρη, πού ἀντικαθιστοῦν τόν πόλεμο μέ τήν εἰρήνη. Λέγουν ὅτι αὐτός πρῶτος ἐπενόησε μέτρα καί σταθμά καί τά κέρδη πού προκύπτουν ἀπό τό ἐμπόριο καί τον τρόπο νά σφετερίζεσαι τήν περιουσία τῶν ἄλλων, χωρίς νά γίνεσαι ἀντιληπτός. Κατά τήν παράδοσι ὑπῆρξε καί κήρυκας τῶν θεῶν καί ἄριστος ἀγγελιαφόρος γιά τήν ἱκανότητά του να μεταβιβάζη μέ σαφήνεια τίς ἐντολές τίς ὁποῖες ἐλάμβανε. Γι’ αὐτό ὠνομάσθηκε Ἑρμῆς, ὄχι διότι ἐπενόησε τίς λέξεις και τόν λόγο, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ἀλλά διότι ἐτελειοποίησε περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους τήν τέχνη νά μεταβιβάζη μέ ἀκρίβεια καί σαφήνεια ἕνα ἄγγελμα. Ὑπῆρξε ἐπίσης εἰσηγητής τῆς παλαίστρας καί ἐπενόησε τήν λύρα ἀπό καύκαλο χελώνας, μετά τόν μουσικό ἀγῶνα τοῦ Ἀπόλλωνος με τόν Μαρσύα, στόν ὁποῖο, λέγουν, ὁ Ἀπόλλων ἐνίκησε και ἐπέβαλε στόν ἡττημένο ἀντίπαλο πολύ σκληρή τιμωρία, ἀλλά ἀργότερα μετενόησε κι ἔσπασε τίς χορδές τῆς κιθάρας κι ἔπαυσε γιά κάποιο χρονικό διάστημα νά ἀσχολῆται μέ τήν μουσική.
Γιά τόν Διόνυσο οἱ μῦθοι λέγουν ὅτι ἀνεκάλυψε τό κλῆμα καί τήν καλλιέργειά του, τήν οἰνοποιία καί τήν ἀποθήκευσι πολλῶν ἀπό τούς φθινοπωρινούς καρπούς, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ν’ ἀνταποκρίνωνται στίς ἀνάγκες τῆς διατροφῆς τους ἐπί πολύν χρόνο. Αὐτός ὁ θεός, λέγουν, ἐγεννήθη ἀπό τόν Δία καί τήν Περσεφόνη στήν Κρήτη, καί ὁ Ὀρφεύς διέσωσε τήν παράδοσι στίς μυστικές τελετουργίες, ὅτι εἶχε τεμαχισθῆ ἀπό τούς Τιτᾶνες.» 


*1 Τὸ ἀρχαῖον ἔμβλημα τοῦ Βυζαντίου ἐπὶ Βύζαντα «πέρασε» καὶ στὸ ἀρχαῖον νόμισμα τῆς πόλεως (τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιήθη-ἐκλάπη ὑπὸ τῶν Τοῦρκων, ὅταν πάτησαν αἰῶνες ἀργότερα τὸ πόδι τους στὴν περιοχή, ἐρχόμενοι ἀπὸ τὶς ἀσιατικὲς στέπες, γιὰ νὰ φτιάξουν τὴν σημαία τους). Τὸ νόμισμα ἀπεικόνιζε τὴν ἡμισέληνον δίπλα σὲ ἄστρον, σύμβολα διόλου τυχαίως χαραγμένα, καθῶς εἶναι γνωστὸν πὼς ὁτιδήποτε ἔφτιαχναν τότε ἦταν σὲ συνάρτησιν μὲ τὶς γνώσεις ποὺ εἶχαν καὶ σὲ πλήρη ἀντιστοιχία μὲ τοὺς ἀστερισμοὺς καὶ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος (σήμερα ἀναφέρεται ἡ μεταγενεστέρα ἐκδοχὴ περὶ τοῦ ἐμβλήματος τῆς πόλεως τοῦ Βύζαντος καὶ συνεκδοχικῶς καὶ τοῦ νομίσματος, δηλαδὴ πὼς ἀπεικόνιζαν τὴν σελήνη γιατὶ τοὺς βοήθησε τὸ φῶς της νὰ ἀποκρούσουν τὴν ἐπίθεσιν τοῦ Φιλίππου τοῦ Β’. Ὅμως τὸ Βυζάντιον εἶναι κατὰ πολὺ ἀρχαιότερον).

Ἡ ἡμισέληνος πέραν τῆς προαναφερθείσης ἐκδοχῆς τῆς Ἀρτέμιδος, συνδέεται καὶ μὲ τὴν Ἀφροδίτη, τὴν ὁποία οἱ Ἀνατολίτες συνέδεσαν μὲ τὴν θεότητα Ἰστάρ/ Ἰνάννα καὶ ὡς Ἐωθινὸς συνεδέθη μὲ τὸ ὀκτάκτινο ἄστρον. Σήμερα οἱ μουσουλμανικὲς χῶρες διατηροῦν στὴν σημαία τους τὴν ἡμισέληνον συνοδευομένη ἀπὸ ἕνα ἄστρον, ἤ καθ’ ἑαυτὸν τὸ ἀστέρι.Σχετικῶς μὲ τὸν Μωαμεθανισμὸν, ἐνδιαφέρον ἔχει κι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου στὸν υἰόν του, Ῥωμανόν (κεφ. Περὶ τῆς γενεαλογίας τοῦ Μουχοῦμετ), ὅπου ὁ πρῶτος ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ἑξῆς ἐντυπωσιακόν :

«Καὶ ἐδίδαξεν οὗτος ( =ὁ Μωάμεθ) ὁ παράφρων καὶ πεφενακισμένος τοὺς αὐτῷ πειθομένους, ὅτι ὁ φονεύων ἐχθρὸν ἤ ὁ ἀπὸ τοῦ ἐχθροῦ φονευόμενος εἰς τὸν παράδεισον εἰσέρχεται καὶ ἄλλα ὅσα φλυαρεῖ. Προσεύχονται δὲ καὶ εἰς τὸ τῆς Ἀφροδίτης ἄστρον, ὁ ( =τὸ ὁποῖον) καλοῦσι Κουβάρ, καὶ ἀναφωνοῦν ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν οὔτως· «Ἀλλὰ ουὰ Κουβάρ», ὅ ἔστιν «ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἀφροδίτη». Τὸν γὰρ Θεὸν, «Ἀλλὰ» προσονομάζουσι, «οὐὰ» ἀντὶ τοῦ «καὶ» συνδέσμου τιθέασι καὶ τὸ «Κουβάρ» καλοῦσι τὸ ἄστρον…»

Σήμερα ἡ φράσις ἐτυμολογεῖται διαφορετικῶς, πάρ’ αὐτα ἔχει ἐνδιαφέρον ἡ ἀναφορὰ σὲ ἄστρον/ Κουβάρ, καθῶς στὶς προ-Ἰσλαμικὲς πίστεις ὑπῆρχε θεότητα Χουβάλ, ἡ ὁποία γιὰ κάποιους μελετητὲς συνεδέετο μὲ τὸ νυκτερινὸ ἄστρον.

*2 Λητώ < λανθάνω, λήθη· τοὺς γέννησε στὰ κρυφὰ, καθῶς ἡ Ἥρα, ἤτοι ὁ ἀήρ κατὰ τὸν Πλάτωνα (Κρατύλος, 404), Διογένη Λαέρτιον (Ζήνων, 147), Ἐμπεδοκλῆ κοκ, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ γεννήσει, οὔτε ἐπὶ τῆς τότε ὑπαρχούσης χέρσου γῆς, οὔτε καὶ ἐπὶ τῆς τότε θαλάσσης (ἐξ οὗ καὶ ἀνεφάνη μὴ ὑπάρχον ὡς τότε νησί, ἡ Δῆλος < δηλῶ = φανερώνω). Λητὼ σημαίνει καὶ νύχτα, μὲ ὅ,τι αὐτὸ μπορεῖ νὰ συνεπάγεται ἐπὶ τῆς Δημιουργίας καὶ τῶν ὅσων ξέρουμε καὶ ἀπὸ τὸν Ἡσίοδον πὼς ἡ νύχτα γέννησε τὴν ἡμέρα, ἄρα καὶ τὸ φῶς, «Νυκτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο». 

*3 Δὲν εἶναι τυχαῖα τὰ ὀνόματα στὴν ἰεραρχία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων (ποὺ πολλοὶ ἀποκαλοῦν ποιμένες! ), ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς «ποίμνιον» ( =κοπάδι προβάτων) γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τῶν πιστῶν τῆς ἐκκλησίας. Ὡς πρὸς τὰ βασικότερα ἀξιώματα τῆς ἐκκλησίας (ἀρχιποιμενάρχες) εἶναι τὰ ἑξῆς :

1. Πατριάρχης < πατήρ + ἄρχω, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πατριᾶς, τοῦ συνόλου τῶν καταγομένων ἀπὸ τὸν ἴδιον πρόγονον (βεβαίως ὅταν λέγουν ἴδιον πρόγονον, ἐννοοῦν τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ κλπ ἀρχηγοὺς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ).

2. Ἀρχιμανδρίτης < ἄρχω + μάνδρα, αὐτὸς ποὺ ἄρχει τὴν μάνδρα ( =περιφραγμένος τόπος γιὰ κτήνη, στάβλος).

3. Ἀρχιεπίσκοπος < ἄρχω + ἐπισκοπῶ ( < ἐπί + σκοπῶ), ἐκτὸς ὅτι ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ κατασκόπου, ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐπιθεωρητής, ὁ ἔχων τὴν ἁρμοδιότητα διοικήσεως ὑποτελῶν.

Καὶ ἔπειτα ἀκολουθοῦν οἱ διάφοροι ὑπηρέτες (διάκονοι < διακονῶ =ὑπηρετῶ), βοηθοὶ μὲ διαφόρους βαθμοὺς καὶ ἁρμοδιότητες. Ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦν τὸν κλῆρον, ἐξ οὗ καὶ κληρικοί. Ὁ κλῆρος/ κλᾶρος προέρχεται ἀπὸ τὸ κλαρί ( =κλαδί), καθῶς τὰ παλαιὰ χρόνια ἡ διαδικασία κληρώσεως ἐγίνετο μὲ κλαδιά. Παράδειγμα τέτοιον μᾶς παρέχει ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ὅταν περιγράφει στὸ Γ’ τῆς Ἰλιάδος τὰ πρὸ τῆς μονομαχίας Μενελάου- Πάριδος, ὅπου «ἔπαλλον κλήρους» γιὰ νὰ δοῦν ποιός θὰ ῥίξει πρῶτος τὸ ἀκόντιον. Κληρωτίς ἦταν τὸ κράνος τοῦ Ἔκτωρος, στὸ ὁποῖο ἔρριξε ἐντὸς καθεὶς ἐκ τῶν δύο μονομάχων τὸ δικό του ξυλάκι καὶ ὁ Ἔκτωρ γυρνώντας τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔπαλλε τὸ κράνος του μέχρι νὰ ξεπηδήσει ὁ κλῆρος ἑνὸς ἐκ τῶν δύο. Ἔπεσε ὁ κλῆρος τοῦ Πάριδος (Οἱ προγονικές μας μνῆμες κράτησαν αὐτὴν τὴν γνῶσιν καὶ μέχρι σήμερα λέμε «τοῦ ἔπεσε ὁ κλῆρος/ τὸ λαχεῖον» ).

Τώρα ὡς πρὸς τοὺς κληρικούς, τὰ πρῶτα ἀγροτεμάχια ἐμοιράζοντο διὰ κληρώσεως, γι’ αὐτὸ καὶ κλῆρος εἶναι ἡ περιουσία, ἐξ οὗ καὶ κληρονομιά ( = νέμω τὸν κλῆρον), κληροδοτῶ ( = δίδω τὸν κλῆρον). Ἀντίθετον τοῦ κληρικοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεξικά (π.χ. LSJ) εἶναι ὁ λαϊκός. Κι ἄς βγάλει καθεὶς τὰ συμπεράσματά του βλέποντας καὶ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα περὶ τοῦ συσχετισμοῦ κλήρου, λαοῦ καὶ περιουσίας. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 12ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (