Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 9ον)

(Πῖδαξ τοῦ Ὠρίωνος στὴν Μεσσίνα τῆς Ἰταλίας) 

ΤΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΒΙΒΛΟΣ! (συνέχεια ἀπὸ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 8ον)

9. Ἄλλη τυχαία σύμπτωσις φαίνεται πὼς εἶναι καὶ ἡ ἱστορία τῆς στείρας Σάρρας καὶ τοῦ Ἀβραὰμ, οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν παιδιὰ μέχρι ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν Ἀβραὰμ τρεῖς ἄγγελοι καὶ ἐκεῖνος τοὺς παρέθεσε γεῦμα, στὸ ὁποῖον τοῦ ἀνεκοίνωσαν πὼς θὰ ἀποκτήσει παιδί, τὸν λεγόμενον Ἰσαάκ.

Ὅμως αὐτὴ ἡ ἱστορία θυμίζει τὴν κατὰ πολὺ προγενεστέρα γέννησιν τοῦ Ὠρίωνος! στὴν ὁποία ἔχουν ἀναφερθεῖ πολλοὶ Ἕλληνες καὶ ξένοι, ὅπως ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης (Διονυσιακά, ΙΓ', 96-101 «οἵ θ᾽ Ὑρίην ἐνέμοντο, θεηδόχον οὖδας ἀρούρης, ξεινοδόκου μεθέπουσαν ἐπωνυμίην Ὑριῆος, ἧχι Γίγας ἀπέλεθρος ἀπειρογάμων ἀπὸ λέκτρων Ὠρίων τριπάτωρ ἀπὸ μητέρος ἄνθορε Γαίης, εὖτε θεῶν τριγόνοισιν ἀεξηθεῖσα γενέθλαις εἰς τόκον αὐτοτέλεστον ἐμορφώθη» ), ὁ Ὑγῖνος, ὁ Παλαίφατος, Decharme ( «Ὑριεὺς ἐδέχθη ἐν τῷ ἀνακτόρῳ αὑτοῦ ΤΡΕΙΣ θεοὺς, τὸν Δία, τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὸν Ἑρμῆν. Ὡς ἀμοιβὴν τῆς φιλοξενίας, οἱ ἀθάνατοι ὑπέσχοντο νὰ δώσωσι τέκνον εἰς τὸ ἄκαρπον γῆρας τοῦ Ὑριέως. Ἐγονιμοποίησαν τὸ θυσιασθὲν δέρμα τοῦ βοόςκαὶ μετὰ πάροδον ἐννέα μηνῶν ἐγεννήθη Ὠρίων» ).

Ὁ μῦθος λέει πὼς ὁ Ὑριεύς (υἰός τοῦ Ποσειδῶνος καὶ τῆς Ἀλκυόνης, βασιλεὺς τῆς Ὑρίης Βοιωτίας) φιλοξένησε κάποτε τὸν Δία, τὸν Ποσειδῶνα καὶ τὸν Ἑρμῆν, ἤτοι τρεῖς θεούς! Ἐκεῖνοι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν τοῦ εἶπαν νὰ τοὺς ζητήσει ὅ, τι θέλει καὶ ἐκεῖνος τοὺς ζήτησε ἕναν υἰόν. Τοῦ εἶπαν νὰ θάψει στὴν γῆ τὸ δέρμα τοῦ ἱερείου ποὺ ἐκάθηντο καὶ ἔτσι ἐγεννήθη ὁ Ὠρίων. Ὁ Ὠρίων λόγῳ τοῦ τρόπου γεννήσεώς του λέγεται «γηγενής» καὶ «τριπάτωρ». 

10. Ἔπειτα, ἔχουμε καὶ τὸν γνωστὸν «Ἐπιμενίδειον ὕπνον», ὁ ὁποῖος κατέληξε κάποια χρόνια ἀργότερα νὰ γίνει «Βαρούχειος ὕπνος»! Ὁ Ἐπιμενίδης ἦταν σοφός καὶ προφήτης ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀλλὰ καὶ σπουδαῖος νομοθέτης. Κάποια στιγμὴ ὁ πατήρ του τὸν ἔστειλε νὰ πάει νὰ ψάξει ἕνα πρόβατον στὰ χωράφια, ὅμως ὁ Ἐπιμενίδης μπερδεύτηκε καὶ κατέληξε σὲ ἕνα σπήλαιον, ὅπου σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον τὸν πῆρε ὁ ὕπνος γιὰ 57 χρόνια.

«Ἐπιμενίδης, καθά φησι Θεόπομπος καὶ ἄλλοι συχνοί, πατρὸς μὲν ἦν Φαιστίου, οἱ δὲ Δωσιάδα, οἱ δὲ Ἀγησάρχου. Κρὴς τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ, καθέσει τῆς κόμης τὸ εἶδος παραλλάσσων. Οὗτός ποτε πεμφθεὶς παρὰ τοῦ πατρὸς εἰς ἀγρὸν ἐπὶ πρόβατον, τῆς ὁδοῦ κατὰ μεσημβρίαν ἐκκλίνας ὑπ' ἄντρῳ τινὶ κατεκοιμήθη ἑπτὰ καὶ πεντήκοντα ἔτη», Βίοι Φιλοσόφων, Ἐπιμενίδης, 109, Διογ. Λαέρτιος

Ὁ Βαροῦχ μαθαίνουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν αὐτὸς ποὺ κατέγραψε τὶς προφητεῖες τοῦ Ἰερεμία. Ἄλλοι τὸν κατατάσσουν κι αὐτὸν στοὺς προφῆτες, ἀκριβῶς ὅπως ἦταν ὁ Ἐπιμενίδης. Λέγεται δὲ ( «Ἰερεμίου τὸ ἀνάγνωσμα» ) πὼς ἐκοιμήθη ἐν στεναγμοῖς καὶ ἀνάπαυσιν δὲν βρῆκε καὶ ὅπως γράφει καὶ ἡ ἐγκυκλοπαίδεια «Ἥλιος» στὸ ἀντίστοιχον λῆμμα «Ἐκ τοῦ συμφυρμοῦ βαρὺς ὕπνος, ἐπλάσθη ἡ ἔκφρασις βαρούχειος ὕπνος σημαίνουσα ὕπνον μακρᾶς διακρείας». Ἡ ἐκκλησία στὶς 28 Σεπτεμβρίου ἑορτάζει τὸν «δίκαιον καὶ θαρραλέον Ἑβραῖον Βαροῦχ», τὴν ἴδια μέρα ποὺ στὴν Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε νὰ ἑορτάζεται ἡ ἱστορικὴ νίκη μας, στὴν Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. Δυστυχῶς ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ ἐπέτειος τῶν ἡρώων πεσόντων, τιμώντων τὸ Δελφικὸν παράγγελμα «Θνῆσκε ὑπὲρ πατρίδος» κατηργήθη βιαίως ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον, ἄλλον «μεγάλον ἅγιον», ποὺ οἱ ἰουδαιοπροσκυνημένοι τὸν τιμοῦν δεόντως κάθε 17η Ἰανουαρίου γιὰ τὸ «τεράστιον» ἔργον του κατὰ τῶν Ἑλλήνων «Ἐθνικῶν»! 

(Ἱπποκρήνη) 

11. Ἐπιστρέφοντας στὸν Μωϋσή, συναντῶμεν καὶ τὴν ἱστορία ( «Ἀριθμοί», κεφ. 20, 11) πὼς ἐκτύπησε ἕνα βράχον τῆς ἐρήμου καὶ ἀνέβλυσε πολὺ νερόν, ὥστε ξεδίψασε ὁλόκληρη ἡ συναγωγή καὶ τὰ ζώα αὐτῶν ( «καὶ ἐπάρας Μωυσῆς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπάταξε τὴν πέτραν τῇ ράβδῳ δίς, καὶ ἐξῆλθεν ὕδωρ πολύ» ). Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορία θυμίζει ἀρκετὰ τὸν πτερωτὸν ἵππον τοῦ Βελλερεφόντου, τὸν Πήγασον, ὁ ὁποῖος κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατρός του, Ποσειδῶνος κλώτσησε τὸν Ἑλικῶνα καὶ τότε ξεπρόβαλλε πηγὴ ὕδατος, ἡ Ἱπποκρήνη, τῆς ὁποίας τὸ νερὸ ὅποιος τὸ ἔπινε ἀποκτοῦσε ποιητικὴ ἔμπνευσιν (βλ. «Λόφος τῶν Μουσῶν» ). Σήμερα ἡ «Ἱπποκρήνη» ἀναβλύζει ἀκόμα τὸ ὕδωρ της στὸν Ἑλικῶνα, ἁπλῶς φέρει τὸ ὄνομα «Κρύο πηγάδι»! 

12. Ἐνδιαφέρον ἔχει ὅμως καὶ ἡ γέννησις τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος γράφει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ( «Ἔξοδος», 2,1) πὼς ἐρρίφθη στὸν Νεῖλον ὑπὸ τῆς μητρός του γιὰ νὰ σωθεῖ, καθῶς ὁ Αἰγύπτιος βασιλεὺς εἶχε διατάξει νὰ θανατώνονται ὅλα τὰ νεογέννητα ἀγόρια. Ἡ μήτηρ του τὸν τοποθέτησε ἐντὸς ἑνὸς καλαθιοῦ, γιὰ νὰ μὴν πνιγεῖ καὶ ἐκεῖ τὸν βρῆκε ἡ κόρη τοῦ Φαραώ, ἡ ὁποία τὸν υἰοθέτησε. 

(Ἐρυθρόμορφος καλυκωτὸς κρατῆρας τοῦ Τριπτολέμου, 490-480 π.Χ., ἀπεικονίζων τὴν Δανάη, καθισμένη στὴν κλίνη της νὰ δέχεται τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Διὸς μεταμορφωμένου σὲ χρυσῆ βροχή

Ὅμως πάλι ἀπὸ σύμπτωσιν πρὶν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορία, ἐκτυλίσσεται ἐκείνη τοῦ Περσέως. Ὁ Ἀκρίσιος (βασιλεὺς τοῦ Ἄργους) ἤθελε νὰ ἀποκτήσει διάδοχον γιὰ τὸν θρόνον του. Παρὰ τὶς προσπάθειες του δὲν ἀποκτοῦσε υἰόν, ὅμως εἶχε μία κόρη, τὴν Δανάη. Πῆγε λοιπὸν στὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν γιὰ νὰ μάθει ἄν θὰ ἀποκτήσει ἐπιτέλους υἰόν. Ἡ Πυθία τὸν ἐνημέρωσε πὼς θὰ ἀποκτήσει ἐγγονὸν ἀπὸ τὴν κόρη του, τὴν Δανάη, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἐγγονὸς θὰ τὸν σκοτώσει. Τότε ὁ Ἀκρίσιος πῆρε τὴν ἀπόφασιν νὰ κλείσει γιὰ πάντα τὴν κόρη του σὲ ἕνα ὑπόγειον δωμάτιον, ἀπομονωμένον ἀπὸ ὅλους, ὥστε νὰ μὴν ἐπαληθευτεῖ ὁ χρησμός. Ὅμως τὴν ἐρωτεύτηκε ὁ Ζεὺς καὶ μπῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ δωματίου, ὑπὸ τὴν μορφὴ χρυσῆς βροχῆς καὶ ὁ νεφεληγερέτης γονιμοποίησε τὴν Δανάη, καὶ ἐκείνη τοῦ γέννησε τὸν Περσέα. Τότε ὁ Ἀκρίσιος ἀπεφάσισε νὰ κλείσει τὴν κόρη του καὶ τὸν ἐγγονό του σὲ λάρνακα καὶ νὰ τοὺς πετάξει στὴν θάλασσα. Ὅμως ἡ λάρνακα μπλέχτηκε στὰ δίχτυα ἑνὸς ἁλιέως στὴν Σέριφον, τὸν ὁποῖον ἔλεγαν Δίκτυ καὶ ὁ ὁποῖος ἀνέσυρε τὸν Περσέα καὶ τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν θάλασσα, σώζοντάς τους.  

«Ἀκρισίῳ δὲ περὶ παίδων γενέσεως ἀρρένων χρηστηριαζομένῳ ὁ θεὸς ἔφη γενέσθαι παῖδα ἐκ τῆς θυγατρός, ὃς αὐτὸν ἀποκτενεῖ. δείσας δὲ ὁ Ἀκρίσιος τοῦτο, ὑπὸ γῆν θάλαμον κατασκευάσας χάλκεον τὴν Δανάην ἐφρούρει…Ζεὺς μεταμορφωθεὶς εἰς χρυσὸν καὶ διὰ τῆς ὀροφῆς εἰς τοὺς Δανάης εἰσρυεὶς κόλπους συνῆλθεν. αἰσθόμενος δὲ Ἀκρίσιος ὕστερον ἐξ αὐτῆς γεγεννημένον Περσέα, μὴ πιστεύσας ὑπὸ Διὸς ἐφθάρθαι, τὴν θυγατέρα μετὰ τοῦ παιδὸς εἰς λάρνακα βαλὼν ἔρριψεν εἰς θάλασσαν. προσενεχθείσης δὲ τῆς λάρνακος Σερίφῳ Δίκτυς ἄρας ἀνέτρεφε τοῦτον», Βιβλιοθήκη, Β’, 4,1, Ἀπολλόδωρος 

( =Ὅταν ὁ Ἀκρίσιος ῥωτοῦσε τὸ Μαντεῖον νὰ τοῦ πεῖ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἀρσενικὰ παιδιά, ὁ θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι ἡ θυγατέρα του θὰ ἀποκτήσει ἕνα ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ὅμως θὰ τὸν σκοτώσει. Φοβηθεὶς αὐτὸ ὁ Ἀκρίσιος, κατεσκεύασε ὑπογείως χάλκινον θάλαμον, ὅπου φύλαττε τὴν Δανάη…Ὁ Ζεὺς μεταμορφωθεὶς σὲ χρυσάφι κύλησε διὰ τῆς ὀροφῆς μέσα στοὺς κόλπους τῆς Δανάης καὶ συνουσιάστηκε μαζί της. Ὅταν ὕστερα εἶδε ὁ Ἀκρίσιος τὸν ἐξ αὐτῆς γεννημένον Περσέα, μὴ πιστεύοντας πὼς ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὸν Δία, ἔβαλε τὴν κόρη του μαζὶ μὲ τὸ παιδὶ μέσα σὲ μία λάρνακα καὶ -τοὺς- ἔρριψε στὴν θάλασσα. Φτάνοντας ἡ λάρνακα στὴν Σέριφον, τὴν ἔπιασε ὁ Δίκτυς καὶ ἀνέθρεψε αὐτόν -τὸν Περσέα- ).

Ὅμως ἔχουμε καὶ ἄλλον μῦθον σχετικόν, καὶ πάλι κατὰ πολὺ ἀρχαιότερον τῆς ἑβραϊκῆς ἐκδοχῆς, αὐτὸν τοῦ Τέννη, τοῦ υἰοῦ τοῦ Κύκνου καὶ τῆς Προκλείας. Ὁ Κύκνος πῆρε γιὰ δεύτερη σύζυγόν του τὴν Φιλονόμη, ἡ ὁποία ἐρωτεύτηκε τὸν Τέννη καὶ ἐπειδὴ ὁ τελευταῖος δὲν ἐνέδωσε, κατηγορήθηκε ἀπὸ τὴν μητρυιά του γιὰ ἀπόπειρα βιασμοῦ. Τότε ὁ Κύκνος ἔκλεισε τὸν Τέννη σὲ μία λάρνακα καὶ τὸν πέταξε στὴν θάλασσα, ἀπὸ ὅπου τὸν ἔσωσε ὁ παππούς του, Ποσειδῶν, βγάζοντάς τον στὴν νῆσο Λεύκοφρυν, ἡ ὁποία μετωνομάσθη ἀπὸ τότε σὲ Τέν(ν)εδον. 

«Κύκνος γὰρ ἔχων ἐκ Προκλείας τῆς Λαομέδοντος παῖδα μὲν Τένην, θυγατέρα δὲ Ἡμιθέαν, ἐπέγημε τὴν Τραγάσου Φιλονόμην· ἥτις Τένου ἐρασθεῖσα καὶ μὴ πείθουσα καταψεύδεται πρὸς Κύκνον αὐτοῦ φθοράν, καὶ τούτου μάρτυρα παρεῖχεν αὐλητὴν Εὔμολπον ὄνομα. Κύκνος δὲ πιστεύσας, ἐνθέμενος αὐτὸν μετὰ τῆς ἀδελφῆς εἰς λάρνακα μεθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος· προσσχούσης δὲ αὐτῆς Λευκόφρυι νήσῳ ἐκβὰς ὁ Τένης κατῴκησε ταύτην καὶ ἀπ' αὐτοῦ Τένεδον ἐκάλεσε. Κύκνος δὲ ὕστερον ἐπιγνοὺς τὴν ἀλήθειαν τὸν μὲν αὐλητὴν κατέλευσε, τὴν δὲ γυναῖκα ζῶσαν εἰς γῆν κατέχωσε», Βιβλιοθήκης Ἐπιτομὴ, 3, 24-25, Ἀπολλόδωρος 

( =Ὁ Κύκνος εἶχε ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Λαομέδοντος, τὴν Πρόκλεια, υἰόν τὸν Τένην καὶ κόρη τὴν Ἡμίθεα· ἐνυμφεύθη ἔπειτα τὴν κόρη τοῦ Τραγάσου, τὴν Φιλονόμη, ἡ ὁποία ἐρωτεύτηκε τὸν Τένη καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τὸν ἀποπλανήσει εἶπε ψέμματα στὸν Κύκνον γι’ αὐτὸν ὅτι τὴν ἀτίμασε καὶ μάρτυρα καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε ἕναν αὐλητή, Εὔμολπος στὸ ὄνομα. Ὁ Κύκνος πιστεύοντας -αὐτὰ- ἔβαλε αὐτὸν καὶ τὴν ἀδελφή του μέσα σὲ μία λάρνακα καὶ τὴν ἄφησε στὸ πέλαγος. Αὐτὴ ξεβράστηκε στὴν νῆσον Λεύκοφρυν, ὅπου ἐξερχόμενος σὲ αὐτὴν ὁ Τένης τὴν κατοίκησε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιον, τὴν ὠνόμασε Τένεδον. Ὁ Κύκνος μαθαίνοντας ὕστερα τὴν ἀλήθεια θανάτωσε διὰ λιθοβολισμοῦ τὸν αὐλητὴν καὶ ἔθαψε ζωντανὴ τὴν γυναῖκα του). 

(Τετράδραχμο τῆς Τενέδου τοῦ 1ου αἰ. π.Χ., τὸ ὁποῖον ἀπεικονίζει τὸν Δία καὶ τὴν Ἥρα ἀπὸ τὴν μία πλευρά καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην γράφει «ΤΕΝΕΔΙΩΝ»). 

«Τέννης ἦν υἱὸς μὲν Κύκνου τοῦ βασιλεύσαντος Κολώνης τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι, ἀνὴρ δ´ ἐπίσημος δι´ ἀρετήν. οὗτος οἰκήτορας ἀθροίσας καὶ τὴν ὁρμὴν ἐκ τῆς ἀντιπέρας ἠπείρου ποιησάμενος, κατελάβετο νῆσον ἔρημον οὖσαν τὴν ὀνομαζομένην Λεύκοφρυν· κατακληρουχήσας δ´ αὐτὴν τοῖς ὑπ´ αὐτὸν ταττομένοις, καὶ κτίσας ἐν αὐτῇ πόλιν, ὠνόμασεν ἀφ´ ἑαυτοῦ Τένεδον…Κύκνον γάρ φασι τὸν πατέρα πιστεύσαντα γυναικὸς διαβολαῖς ἀδίκοις τὸν υἱὸν Τέννην εἰς λάρνακα θέντα καταποντίσαι· ταύτην δ´ ὑπὸ τοῦ κλύδωνος φερομένην προσενεχθῆναι τῇ Τενέδῳ, καὶ τὸν Τέννην παραδόξως σωθέντα…», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορ. Βιβλιοθ., Ε’, 5, 83 

( =Ὁ Τέννης ἦταν υἰὸς τοῦ Κύκνου, ὁ ὁποῖος βασίλευε στὴν Κολώνη τῆς Τρωάδος· ἄνδρας ὀνομαστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του. Αὐτὸς συγκέντρωσε ἀποίκους καὶ μὲ ὁρμητήριον τὴν ἀντίπερα στεριά, κατέλαβε μία νῆσον ἔρημον, τὴν ὀνομαζομένην Λεύκοφρυν. Χώρισε τὴν γῆ τοῦ νησιοῦ καὶ τὴν μοίρασε μὲ κλῆρον στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει καὶ ἔκτισε σὲ αὐτὴν μία πόλιν, τὴν ὁποίαν ὠνόμασε ἀπὸ τὸν ἴδιον, Τένεδον…Λέγουν λοιπὸν πὼς ὁ Κύκνος πιστεύοντας τὶς ἄδικες κατηγορίες τῆς γυναικός του γιὰ τὸν υἰόν του, Τέννην, τὸν ἔβαλε σὲ λάρνακα καὶ τὸν πέταξε στὴν θάλασσα· αὐτὴ ἀπὸ τὰ κύματα μεταφέρθηκε στὴν Τέν(ν)εδον καὶ ἔτσι ὁ Τέννης ἔσώθη).  

13. Ἑπομένη ἱστορία ἀντιγεγραμμένη ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἀκρισίου εἶναι ἡ πολύ μεταγενεστέρα τῶν ἀδερφῶν Ἠσαῦ καὶ Ἰακώβ, ποὺ ἦταν μονίμως σὲ ἀντιπαράθεσιν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκαν ( «ἐξήλθαν ἐκ τῆς κοιλίας -τῆς Ῥεβέκκας- μαχόμενοι», Γένεσις, 25). Ὅμως καὶ ὁ Ἀκρίσιος μὲ τὸν ἀδελφόν του, Προῖτον, δισέγγονοι τοῦ Δαναοῦ ἀπὸ τὸν Ἄβαντα, «κατὰ γαστρὸς ἐστασίαζον», ἤτοι εἶχαν τὶς διαφωνίες τους ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός τους, Ἀγλαΐας (ἐγγονῆς τοῦ Λυκάονος) :

«Ἄβαντα. τούτου δὲ καὶ Ἀγλαΐας τῆς Μαντινέως δίδυμοι παῖδες ἐγένοντο Ἀκρίσιος καὶ Προῖτος. οὗτοι καὶ κατὰ γαστρὸς μὲν ἔτι ὄντες ἐστασίαζον πρὸς ἀλλήλους, ὡς δὲ ἀνετράφησαν, περὶ τῆς βασιλείας ἐπολέμουν, καὶ πολεμοῦντες εὗρον ἀσπίδας πρῶτοι. καὶ κρατήσας Ἀκρίσιος Προῖτον Ἄργους ἐξελαύνει. ὁ δ᾽ ἧκεν εἰς Λυκίαν πρὸς Ἰοβάτην, ὡς δέ τινές φασι, πρὸς Ἀμφιάνακτα· καὶ γαμεῖ τὴν τούτου θυγατέρα, ὡς μὲν Ὅμηρος, Ἄντειαν, ὡς δὲ οἱ τραγικοί, Σθενέβοιαν. κατάγει δὲ αὐτὸν ὁ κηδεστὴς μετὰ στρατοῦ Λυκίων, καὶ καταλαμβάνει Τίρυνθα, ταύτην αὐτῷ Κυκλώπων τειχισάντων. μερισάμενοι δὲ τὴν Ἀργείαν ἅπασαν κατῴκουν, καὶ Ἀκρίσιος μὲν Ἄργους βασιλεύει, Προῖτος δὲ Τίρυνθος», Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Β’, 2,1 

( =Ἀπὸ τὸν Ἄβαντα καὶ τὴν κόρη τοῦ Μαντινέως, τὴν Ἀγλαΐα γεννήθηκαν δίδυμα παιδιά, ὁ Ἀκρίσιος καὶ ὁ Προῖτος. Αὐτοὶ φιλονεικοῦσαν ἀπὸ ὅταν ἦταν στὴν κοιλιά -τῆς μητρός τους- καὶ ὅταν μεγάλωσαν ἔκαναν πόλεμον γιὰ τὴν βασιλεία καὶ καθῶς πολεμοῦσαν ἐφηῦραν πρῶτοι τὶς ἀσπίδες. Νικώντας ὁ Ἀκρίσιος, τὸν Προῖτον διώχνει ἀπὸ τὸ Ἄργος. Αὐτὸς ἔφτασε στὸν Ἰοβάτη, στὴν Λυκία, ἤ ὅπως λέγουν κάποιοι στὸν Ἀμφιάνακτα· καὶ νυμφεύτηκε τὴν κόρη αὐτοῦ τὴν Ἄντειαν, ὅπως λέγει ὁ Ὅμηρος, ἤ ὅπως λέγουν οἱ τραγικοὶ τὴν Σθενέβοιαν. Ὁ πεθερός του τὸν ἀποκατέστησε μὲ συνοδεία στρατοῦ ἀπὸ Λυκίους καὶ κατέλαβε τὴν Τίρυνθα, τὴν ὁποία οἱ Κύκλωπες εἶχαν περιτειχίσει γι’ αὐτόν. Ἀφοῦ μοίρασαν ὁλόκληρη τὴν ἀργεῖα -γῆ- τὴν ἐγκατεστάθησαν καὶ ὁ μὲν Ἀκρίσιος βασίλευσε στὸ Ἄργος, ὁ δὲ Προῖτος στὴν Τίρυνθα).  

Καὶ ἴσως σκεφτεῖ κάποιος πὼς πρόκειται γιὰ σύμπτωσιν, ὅμως ἀπὸ ὅτι φαίνεται ὁ υἰὸς τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἰωσὴφ εἶχε συμπτωματικῶς πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα τὴν ἴδια τύχην μὲ τὸν Κορίνθιον Βελλερεφόντη ποὺ εἶχε καταφύγει μετὰ τὸν φόνον ἐξ ἀμελείας τοῦ ἀδελφοῦ του, Βελλέρου, στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλέως τῆς Τιρύνθου, Προίτου. Ὁ Προῖτος εἶχε σύζυγον τὴν Σθενέβοια (κατὰ τὸν Εὐριπίδη, ὁ Ὅμηρος τὴν ὀνομάζει Ἄντεια -Ἰλιάς, Ζ’, 160- ), ἡ ὁποία μὲ τὸ ποὺ εἶδε τὸν Βελλερεφόντη τὸν ἐρωτεύτηκε παράφορα. Ὅμως ὁ Βελλερεφόντης δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτά της κι ἔτσι ἐκείνη τὸν κατηγόρησε στὸν Προῖτο ὅτι προσπάθησε νὰ τὴν βιάσει. Ὁ Προῖτος ἀμέσως ἔστειλε τὸν κατηγορούμενον στὸν πεθερόν του, Ἰοβάτη μὲ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραφε νὰ σκοτώσει τὸν ἀπεσταλμένον. Ὁ Ἰοβάτης τοῦ ἀνέθεσε τρεῖς πολὺ δύσκολες ἀποστολές, περιμένοντας πὼς δὲν θὰ τὰ καταφέρει, ὅμως ὁ Βελλερεφόντης τὶς ἐξετέλεσε ἐπιτυχῶς κι ἔτσι ὄχι ἁπλῶς δὲν πέθανε, ἀλλὰ πῆρε γιὰ σύζυγόν του τὴν κόρη τοῦ Ἰοβάτου καὶ κατέστη διάδοχος τοῦ θρόνου!

Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσὴφ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια μὲ τὴν μόνη διαφορὰ πὼς ἐκεῖνον τὸν πούλησαν τὰ ἀδέρφια του ὡς σκλάβον στὸν Πετεφρή, ἀξιωματοῦχον τοῦ Φαραώ. Ἡ σύζυγος τοῦ Πετεφρὴ λέγουν οἱ Ἑβραῖοι πὼς ἐρωτεύτηκε τὸν Ἰωσήφ, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτά της. Τότε ἐκείνη τὸν συκοφάντησε στὸν ἄνδρα της καὶ ὁ Πετεφρὴς τὸν ἔκλεισε στὶς φυλακές. Ὁ Φαραὼ κάποια στιγμὴ κάλεσε τὸν Ἰωσὴφ νὰ ἐξηγήσει ἕνα ὄνειρόν του καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος τὰ κατάφερε, ὁ βασιλεὺς τὸν συμπάθησε πολὺ καὶ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει τοῦ ἔδωσε ἐκτὸς ἀπὸ ἀξιώματα καὶ τὴν κόρη τοῦ μεγάλου ἱερέως. Ἀργότερα τὸν συμπάθησε πολὺ καὶ ὁ Πετεφρής, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰοβάτης τὸν Βελλερεφόντη. 

Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ (ΜΕΡΟΣ 10ον)

Πληροφορίες ἠντλήθησαν ἀπὸ τὰ βιβλία: «Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ», ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΠΕΡΙ ΙΣΙΔΟΣ ΚΑΙ ΟΣΗΡΙΔΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΤΙΜΑΙΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΘΕΟΓΟΝΙΑ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ», ΗΣΙΟΔΟΣ, «ΙΛΙΑΔΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΟΜΗΡΟΣ, «ΒΑΚΧΑΙ», ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, «ΚΡΑΤΥΛΟΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΜΙΝΩΣ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΝΟΜΟΙ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, «ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ», ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, «ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ», ΑΙΣΧΥΛΟΣ, «ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ», ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», ΠΛΑΤΩΝ, «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ», «DE NATURA DEORUM», ΚΙΚΕΡΩΝ, «ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ», ΠΑΥΛΟΣ, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ», ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ», «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, «ΚΑΤ’ ΑΠΙΩΝΟΣ», ΙΩΣΗΠΟΣ, «ΗΘΙΚΑ, ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΑ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ», ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ», «ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ, «ΧΑΡΩΝ Η’ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΕΣ», ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ», ΠΛΑΤΩΝ, «DE CONFUSIONE LINGUARUM», ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», ΗΡΟΔΟΤΟΣ, «ΕΘΝΙΚΑ», ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ», ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΘΗΣΕΥΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΛΕΞΙΚΟΝ LIDDELLSCOTT», «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», ΑΡΡΙΑΝΟΣ, «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΒΡΑΔΕΩΣ ΤΙΜΩΡΟΥΜΕΝΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (