Ἥρα, θυγάτηρ τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας, σύζυγος τοῦ Διός.
Ἥραν δὲ κατὰ τὴν εἰς ἀέρα ( =Ἥρα διότι βρίσκεται στὸν ἀέρα).
Καὶ γράφει ὁ Πλάτων στὸν «Κρατύλο», (404) ἐπὶ αὐτοῦ «ἴσως δὲ μετεωρολογῶν ὁ νομοθέτης τὸν ἀέρα Ἥραν ὠνόμασεν ἐπικρυπτόμενος, θεὶς τὴν ἀρχὴν ἐπὶ τελευτήν· γνοίης δ᾽ ἄν, εἰ πολλάκις λέγοις τὸ τῆς Ἥρας ὄνομα», καὶ πράγματι ἔχει δίκαιον· ἡ ἐπανάληψις τῆς φράσεως «ΑΗΡ, ΑΗΡ, ΑΗΡ» δίδει τὸ ὄνομα τῆς Ἥρας.
Ἴσως γι’αὐτὸ ὁ Ὀρφικὸς ὕμνος πρὸς τὴν Ἥραν τὴν ἀποκαλεῖ «ἠερόμορφον/ἀερόμορφον»,«ἀνέμων τροφόν», «κεκραμένη ἀέρι» καὶ «ἠερίοις ῥοίζοισι τινασσομένη».
Ἡ Τζιροπούλου ἀναφέρει στὸν «Ἐν τῇ λέξει λόγον» πὼς ἀυτὴ ἡ θέσις ὑπεστηρίχθη καὶ ἀπὸ τὸν Ἐμπεδοκλῆ «Ἥρη, ἀήρ», (ἀπόσπ. 181).
Καὶ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος (Ζήνων, 147) ἀναφέρει :
«Ἥρα, κατὰ τὴν εἰς ἀέρα διάτασιν».
Διαβάζοντας τὰ Ἀργοναυτικά τοῦ Ὀρφέως παρατηροῦμε πὼς τὸν οὔριον ἄνεμον γιὰ νὰ ξεκινήσει ἡ Ἀργὼ τὸ μακρινὸ ταξίδι της τὸν πνέει ἡ Ἥρα-ἀήρ. Στὸν στ. 1339 καὶ πάλι ἡ Ἥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράφεται μεταμορφωμένη σὲ ὑπηρέτρια νὰ μεταφέρει μακριὰ στοὺς Μινύες τὰ λόγια τοῦ βασιλέως Ἀλκινόου καὶ τῆς Ἀρήτης. Ἤξεραν πὼς ὁ ἦχος μεταφέρεται μὲ ἠχητικὰ κύματα μέσῳ τοῦ ἀέρος (ὁ ἀὴρ δηλαδὴ λειτουργεῖ ὡς ὑπηρέτης τῶν ὁμιλητῶν), γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄργανον τῆς ἀκοῆς, ποὺ εἰσδέχεται τὸν ἀέρα-ἠχητικὰ κύματα, τὸ ἔπλασαν ἐκ τοῦ ῥήματος «ἄFημι» ( =πνέω) καὶ τὸ εἶπαν αὐ-τίον.
Ἴσως καὶ μὲ τὴν ἰδιότητά της αὐτὴ ἡ Ἥρα, ὡς ἀήρ δηλαδή, νὰ ἐξηγεῖ καὶ τὴν σχέσιν ἀγάπης-μίσους ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἥφαιστον-πῦρ, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν μῦθον τεχνουργοῦσε μέσα στὴν θάλασσα ὡς τὰ ὑποθαλάσσια ἡφαίστεια. Ἴσως…
Ἀλλὰ καὶ ὁ Νόννος ὁ Πανοπολίτης στὸ ὄγδοον βιβλίον τῶν «Διονυσιακῶν», (110-112) περιγράφοντας τὴν Ἥρα ποὺ ψάχνει τὴν δολερὴ Ἀπάτη, ὥστε νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Δία ποὺ τὴν ἀπάτησε μὲ τὴν Σεμέλη, γράφει :
«θυελλήεντι παραΐξασα πεδίλῳ
ποικίλον εὐφαέεσσι κεκασμένον οὐρανὸν ἄστροις
ἄσπετα φοιτητῆρι διέδραμεν ἄστεα ταρσῷ…»
( = -Ἡ Ἥρα- ἔφυγε μὲ τὰ πετούμενα πέδιλά της σὰν τὴν θύελλα μέσα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὸν στολισμένον μὲ λαμπερὰ ἄστρα καὶ μὲ τὰ ταξιδιάρικα πόδια της πέρασε πόλεις ἀμέτρητες…)
Καὶ ὁ μεγάλος διδάσκαλος Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα (Φ, 6,7) ἀναφέρει :
«ἠέρα δὲ Ἥρη»
Μαζί του συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος ποὺ στὸ «Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος», (32) γράφει :
«Ἕλληνες Κρόνον ἀλληγοροῦσι τὸν χρόνον, Ἥραν δὲ τὸν ἀέρα, γένεσιν δὲ Ἡφαίστου τὴν εἰς πῦρ ἀέρος μεταβολήν».
( =Οἱ Ἕλληνες λέγουν τὸν χρόνον ἀλληγορικῶς Κρόνον, Ἥρα δὲ λέγουν τὸν ἀέρα καὶ γέννησιν τοῦ Ἡφαίστου τὴν μεταβολὴ* τοῦ ἀέρος σὲ πῦρ).
* Ἡ μεταβολὲς αὐτὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν ἀλληγορικῶς καὶ τὴν ἑνότητα/ ἑνιαία φύσιν τοῦ Ἑνὸς μὲ τὶς διαφορετικὲς ἐκφάνσεις του ἐπὶ τῆς Δημιουργίας (βλ. καὶ τοὺς μετασχηματισμοὺς τῶν στοιχείων στὸν «Τίμαιον» τοῦ Πλάτωνος).
καὶ στὸ «Περὶ τῶν ἀρεσκόντων τοῖς φιλοσόφοις φυσικῶν δογμάτων» (Ἐπιτ., Α΄, 878a) :
«Ἐμπεδοκλῆς Μέτωνος Ἀκραγαντῖνος τέτταρα μὲν λέγει στοιχεῖα, πῦρ ἀέρα ὕδωρ γῆν, δύο δ´ ἀρχικὰς δυνάμεις, φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑνωτικὴ τὸ δὲ διαιρετικόν. Φησὶ δ´ οὕτως·
«Τέσσαρα τῶν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε·
Ζεὺς αἰθὴρ Ἥρη τε φερέσβιος ἠδ´ Ἀιδωνεύς,
Νῆστίς θ´, ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον».
Δία μὲν γὰρ λέγει τὴν ζέσιν καὶ τὸν αἰθέρα, Ἥρην τε φερέσβιον τὸν ἀέρα, τὴν δὲ γῆν τὸν Ἀιδωνέα, Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον οἱονεὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ».
Ἄλλοι πάλι τὴν ταυτίζουν μὲ τὴν Γῆ (Ἥρα-Ἔρα, βλ. καὶ Ὠγυγία, Ἀθ. Σταγειρίτης).
Μερικὰ ἀπὸ τὰ σημαντικότερα προσωνύμια τῆς Ἥρας εἶναι τὰ ἑξῆς :
1. Ἀερόμορφος/ Ἠερόμορφος: ἡ ἔχουσα μορφὴ ἀέρος, ἡ ἔκφανσις τοῦ θεοῦ στὸν ἀέρα, ἡ συμβολίζουσα τὸ στοιχεῖον τοῦ ἀέρος.
«ἠερόμορφε, Ἥρη παμβασίλεια», Ὀρφ. ὕμν. Ἥρας, 1-2.
2. Ἀθανάτη: ὡς ἀθάνατoς θεά.
3. Αἰγοφάγος: ὅταν ἀφιερώθη καὶ εἰς αὐτὴν ἡ αἴξ καὶ ἡ αἰγίς, ὡς σύμβολον τῶν θυελλῶν (ἀήρ) καὶ τῶν καταιγίδων.
«Ἥραν ἐπονομάζειν Αἰγοφάγον καὶ αἶγας τῇ θεῷ θύειν», Ἑλλάδ. περιήγ., 3,15,9, Παυσανίας.
4. Ἀκραία/ Ἀκρία: ἐν Κορίνθῳ. Πολλοὶ θεοὶ φέρουν αὐτὸ τὸ προσωνύμιον λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ ἀφιερωθέντες ναοί τους βρίσκονται ἐπὶ τῶν ἄκρων/ κορυφῶν τῶν ὄρεων.
«Ἀκραίας Ἥρας τὸ ἱερόν», Ἑλλάδ. περιήγ., 2,24,1, Παυσ.
«Ἀκρία, ἔστι δὲ καὶ ἡ Ἥρα, καὶ Ἄρτεμις καὶ Ἀφροδίτη προσαγορευομένη [ἐν Ἄργει] κατὰ τὸ ὅμοιον, ἐπ' ἄκρῳ ἱδρυμέναι», Ἡσύχιος.
5. Ἀλκομένεια: πλήρης ἀλκῆς καὶ μένους.
6. Ἀμείλικτος: σκληρή, ἄκαμπτη, αὐστηρή.
«ἀμειλίκτου χόλον Ἥρης», Διονυσιακά, 8, 353, Νόννος.
7. Ἀμήχανος: ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος.
«ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἥρη», Ἰλιάς, Ο΄, 14.
8. Ἀμμωνία: ὡς σύζυγος τοῦ Ἄμμωνος Διός.
«Ἥρᾳ τε Ἀμμωνίᾳ», Ἑλλάδ. περιήγ., 5,15,11, Παυσ.
9. Ἄνασσα: ὡς βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, σύζυγος τοῦ Ἄνακτος Διός.
«μὰ τὴν ἄνασσαν», Ἀνδρομάχη, 934, Εὐριπίδης.
10. Ἀνθεία: τῆς ἀφιεροῦντο ἄνθινοι στέφανοι.
«Ἥρας ὁ ναὸς τῆς Ἀνθείας», Ἑλλάδ. περιήγ., 2,22,1, Παυσ.
11. Ἀπατήλιος: ἡ ἔμπειρη εἰς πανουργίας.
12. Ἀπτοεπής: ἀπτόητη εὶς τὸ εἰπεῖν, ὁμιλεῖν, λέγειν.
«Ἥρη ἀπτοεπὲς», Ἰλιάς, Θ', 209.
13. Ἀργεία/ Ἀργολίς: ὡς γεννηθεῖσα ἐν Ἄργει.
14. Ἀργυρόθρονος: ἡ ἔχουσα ἀργυρὸν θρόνον.
15. Αὐτόγονος: < αὐτός + γεννῶ, διότι σύμφωνα μὲ τὴν Θεογονία (927) τοῦ Ἡσιόδου καὶ τὸν Νόννον, γέννησε μόνη της τὸν Ἥφαιστον, ἀλλὰ καὶ τὸν «ἀπάτορα» Ἄρη, τὸν ὁποῖον συνέλαβε μυρίζοντας τὸ ἄνθος ποὺ τῆς ἔδωσε μία Ἀνθοῦσα· ἄνευ δηλαδὴ τὴν σύμπραξιν τοῦ Διός.
«Ἥφαιστος ἐρίζοι ἄσπορος ἐκ γενετῆρος, ὃν αὐτόγονος τέκεν Ἥρη», Διονυσ., 228-9, Νόννος.
16. Βαρύζηλος: ἡ ἔχουσα βαρεῖα ζήλεια, ἡ ὑπερβολικῶς ζηλιάρα.
«βαρυζήλου χόλον Ἥρης», Διονυσ., 8, 104.
17. Βασίλεια/ Βασιλίς: βασίλισσα.
«Ἥρην ἀείδω χρυσόθρονον ἣν τέκε Ῥείη, ἀθανάτων βασίλειαν», Ὁμηρ. ὕμν., 1.
«Βασιλίς, Ἥρα ἐν Λιβαδειᾷ, ἐν Ἄργει...», LSJ.
18. Βουναία: ἐκ τοῦ Βούνου, υἰοῦ τοῦ Ἑρμοῦ, ποὺ ἵδρυσε τὸ ἱερόν της καὶ «ἧς τὸ ἱερὸν ἵστατο ἐπί τινος βουνοῦ ἐπὶ τῆς πρὸς τὸν Ἀκροκόρινθον ὁδοῦ», LSJ.
«Βουναίας ἐστὶν Ἥρας ἱερὸν ἱδρυσαμένου Βούνου τοῦ Ἑρμοῦ: καὶ δι' αὐτὸ ἡ θεὸς καλεῖται Βουναία», Ἑλλάδ. περιήγ., 2,4,7, Παυσ.
19. Βοῶπις: ὡς διαθέτουσα πολὺ μεγάλους ὀφθαλμούς, < βοῦς + ὄψ. Τὰ μεγάλα μάτια ἐθεωροῦντο χαρακτηριστικὸ ὀμορφιᾶς.
«βοῶπις πότνια Ἥρη», Ἰλιάς, Α', 551/ 568/ Δ', 50/ Θ', 471/ Ξ', 159/ 222/ 263/ Ο', 34/ 49/ Π', 439/ Υ', 309/ Ὁμηρ. ὕμν., Εἰς Ἀπόλλωνα, 332/ 348/ 353.
20. Γαμηλία: ὡς προστάτις τοῦ γάμου.
«Ἥρα γαμηλία», Λόγοι, Εἰς Δία, 1,7, Αἴλιος Ἀριστείδης.
21. Γαμοστόλος: γάμους στέλλει, αὐτὴ ποὺ προετοιμάζει τοὺς γάμους.
22. Δέσποινα/ Δεσπότις: ἡ σεβαστή.
«δέσποινας Ήρας», Νεμεόνικοι, 2,1, Πίνδαρος.
«Δεσπότις Ἥρη», Διονυσιακά, 24, 282, Νόννος.
23. Διρφύα: ἐκ τοῦ ὄρους Δίρφη.
«Διρφύα ἡ Ἥρα τιμᾶται», Ἐθνικά, 234, Στ. Βυζάντιος.
24. Διώνη: ὡς σύζυγος τοῦ Διός.
25. Δολοφρονέουσα: ἡ σχεδιάζουσα δόλους.
«δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη», Ἰλιάς, Ξ', 197/ 300/ 329.
26. Δυσμήχανος: ἐκ τοῦ δύσ- + μηχανεύομαι.
«δυσμήχανος Ἥρη», Διον., 44, 210/ 47, 688, Νόννος.
27. Ἐλεία/ Ἔλα: < σέλας.
«ἐλεία ἢ ἔλα, ἡ τοῦ ἡλίου αὐγή...καὶ Ἥρα ἐν Κύπρῳ καὶ Ἄρτεμις ἐν Μεσσήνῃ», Ἡσύχιος.
28. Ἐξακεστήριος: θεραπεύουσα, ὡς ὁ Ζεύς, < ἐξακέομαι ( = θεραπεύω πλήρως).
«Ἐξακεστήριος, ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἥρα», Ἡσύχιος.
29. Εὔκομος ἤ Ηὔκομος: ὡς διαθέτουσα καλὴν κόμην.
30. Εὐμενέουσα: εὐμενής.
«μάκαιρα θεά, πολυώνυμε, παμβασίλεια, ἔλθοις εὐμενέουσα», Ὀρφ. ὕμν. Ἥρας, 9-10.
31. Εὐρωπία: ἡ ἔχουσα εὐρεῖες ὄπες, βλ. Βοώπις.
«Εὐρωπία, ἡ Ἥρα», Ἡσύχιος.
32. Ζευξιδία: ὡς προστατεύουσα τὸν ζυγὸν τοῦ γάμου.
«Ζευξιδία, ἐπίθετον τῆς Ἥρας στὸ Ἄργος», LSJ.
33. Ζηλήμων/ Ζηλομανής: ἡ μανιώδης ἀπὸ ζήλια.
«ζηλήμων βαρύμηνις ἴδῃ κεκαλυμμένον Ἥρη», Διονυσιακά, 9, 69, Νόννος.
«Ἥρη ζηλομανὴς», Διονυσ., 1, 325/ 32, 47, Νόννος.
34. Ζυγία: ὡς προστατεύουσα τὸν ζυγὸν τοῦ γάμου.
«ὅτε ζυγίη φύγεν Ἥρη»/ «Ἥρη ζηλομανὴς ἀγόρευε: ...ὡς Ζυγίη κικλήσκομαι», Διονυσιακά, 4, 322/ 32,46-59, Νόννος.
«Ζυγία, ἡ Ἥρα», Ἡσύχιος.
35. Ἡνιόχη: ἡ τὰ ἡνία κρατοῦσα.
«Ἥρᾳ τε Ἡνιόχῃ», Ἑλλάδ. περιήγ., 9,39,5, Παυσανίας.
36. Θαλερή: ἡ ἀκμαία, αὐτὴ ποὺ θάλλει.
«Ἥρην θαλερὴν», Θεογονία, 921, Ἡσίοδος.
37. Θελξινία: ὡς θέλγουσα.
Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΤΑ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΗΡΑ (ΜΕΡΟΣ 2ον, Ι-Ο)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου