Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 7ον, ΠΑΡΕΙΕΣ, ΑΥΤΙΑ)

Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ προσώπου βρίσκονται οἱ ΠΑΡΕΙΕΣ , αἰολιστὶ ΠΑΡΑΥΝΑΙ ἤ ΠΑΡΗΙΑ ( < παρὰ, διότι βρίσκονται «παραὶ τῶν ὤτων» , εὐνάζουν δίπλα στὰ αὐτιά). Ὀνομάζονται καὶ ΓΕΝΥΕΣ (σχετ. τοῦ γενείου, καθῶς σὲ αὐτὲς φύονται τὰ γένεια· ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα «joue, yanak» κ.ἄ ὁμόρριζα γιὰ τὶς γενύες). Λέγονται καὶ ΜΑΓΟΥΛΑ ( < λατ. maxilla < mando = μασῶ, mansum/ massum < μάσσω > μασῶ), ἐξ οὗ καὶ τὰ ἀλλόθροα mejilla, masaila κοκ (τὰ «jaw, guancia, Wange, cheek» κ.ἄ ὁμόρριζα, ἐκ τοῦ γνάθος).  Τὰ δὲ ΑΥΤΙΑ προέρχονται ἐκ τοῦ ὠτός, ὅπερ ἐκ τοῦ ἄFημι. Καὶ αυτὸν τὸ ἔτυμον κρύβει τὴν τεραστία ἐπιστημονικότητα τοῦ ὀνοματοθέτου, καθῶς ἡ λέξις περιγράφει τὴν διαδικασία τῆς ἴδιας τῆς ἀκοῆς.  Τὸ ῥῆμα ἄFημι σημαίνει πνέω. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν πρῶτοι κατανοήσει πὼς γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ συγκεκριμένον ὄργανον ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε, πρέπει νὰ περάσει μέσα του ἀήρ (ὁ ὁποῖος ἐτυμολογικῶς ἔχει τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὸ αὐτί, ἐκ τοῦ ἄFημι > ἄημι δηλαδή). Ἀπὸ τὸ θέμα λοιπὸν τοῦ ῥ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 6ον, ΠΡΟΣΩΠΟΝ, ΡΙΣ, ΣΤΟΜΑ)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὸ «Περὶ ζώων μορίων» (Γ', 1) πὼς τὸ μέρος μεταξὺ κεφαλῆς καὶ αὐχένος ὀνομάζεται ΠΡΟΣΩΠΟΝ ( < πρός + ὤψ = ὀφθαλμός) καὶ ἀπὸ τῆς πράξεως αὐτῆς ἔχει πάρει τὸ ὄνομά του :  «τῶν ἀνθρώπων δὲ καλεῖται τὸ μεταξὺ τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ αὐχένος πρόσωπον, ἀπὸ τῆς πράξεως αὐτῆς ὀνομασθέν, ὡς ἔοικεν· διὰ γὰρ τὸ μόνον ὀρθὸν εἶναι τῶν ζῴων μόνον πρόσωθεν ὄπωπε καὶ τὴν φωνὴν εἰς τὸ πρόσω διαπέμπει».  «Πρόσω καὶ ἔμπροσθεν τοὺς ὦπας ἔχει, τὸ πρὸς τὴν ὦπα ὄν».  Καὶ εἰς τὸ πρόσωπον συναντῶμεν καὶ τὴν ΡΙΝΑ ( < ῥίς < ῥέω + ἴς = δύναμις), διότι «ἀπὸ ἐκεῖ ῥέει, κυλάει ἡ δύναμις, τὸ «μένος», ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὁ Ὅμηρος περιγράφει λίαν χαρακτηριστικῶς : «Ἀνὰ δὲ ῥῖνας δριμὺ μένος προὔτυψε», ω', 318.  «Τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς ῥῖνάς τε», Π', 502».  Καὶ σχολιάζει ὁ ἀρχαῖος σχολιογράφος : «ἐπεὶ οἱ τελευτῶντες οὐ βλέπουσιν, οὐδὲ ἀναπνέουσι». Εἰδικώτερον :  «ῥινὸς τὸ ἔνθεν καὶ ἔνθεν πτερύγια καλεῖται, διότι ταῦτα κινεῖται ἐν ταῖς σφοδραῖς δυσπνοίαις».  «Ῥώθων δέ, ὅτι ῥόθο

ΟΙ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΕΣ ΜΑΧΑΩΝ ΚΑΙ ΠΟΔΑΛΕΙΡΙΟΣ ΩΣ... ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ

Ὁ θεὸς τῆς ἰατρικῆς, ποὺ ἀνέσταινε μέχρι καὶ νεκρούς, υἰὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀσκληπιός, ἤτοι ὁ τὰ ἀσκελῆ ποιῶν ἥπια, μὲ τὴν σύζυγόν του, Ἡπιόνη ( < ἥπιος) ἐγέννησαν τέκνα τὰ ὁποῖα ὑπηρετώντας ἐπάξια τὴν τέχνη τοῦ προπάτορός τους, τὴν ἰατρικὴ ἄφησαν τὰ ὀνόματά τους ἀνεξίτηλα στὴν παγκόσμια ἱστορία.  Τὰ ὀνόματα τῶν τέκνων του, τὰ γνωρίζουμε καὶ τὰ φθέγγουμε μέχρι καὶ σήμερα, ἁπλῶς ἡ ἀφελληνοποίησις καὶ ὁ ἀνθελληνισμὸς ποὺ ἐπιμελῶς πραγματοποιεῖται αἰῶνες τώρα, ἔχει καταστήσει τοὺς νοῦς ἀπὸ δαήμονες ( < δαίω =φωτίζω) ποὺ τοὺς ἔπλαθε ἡ ἑλληνικὴ κοσμοθέασις σὲ ἀδαεῖς ( =ἀνιδέους, σκοτεινούς)· καὶ μάλιστα τόσον ἀδαεῖς ποὺ προθύμως ἀνταλλάσσουν τὸν «φωτεινὸν λίθον» τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ λίγη τρυφηλότητα στὴν «χώρα τῶν Κιμμερίων». Οἱ Ἀσκληπιάδες λοιπὸν ἦταν ἡ ΥΓΙΕΙΑ (σχετικὴ ἐτυμολογικῶς τῆς ὑγρότητος ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν ζωή), ἡ ΙΑΣΩ [ < ἰάομαι ( =θεραπεύω)], ἡ ΑΚΕΣΩ [ < ἀκέομαι ( =θεραπεύω δι 'ὀξέως ὀργάνου). Ἥταν ἡ θεότητα ποὺ βοηθοῦσε στὴν ἐπούλωσιν τῶν πληγῶν, τὴν ἀνάρρωσι

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 5ον, ΟΦΘΑΛΜΟΙ)

«Τὸ ὑπὲρ τοὺς ὦπας μέρος» ὀνομάζεται ΜΕΤΩΠΟΝ ( < μετὰ + ὤψ). Τὸ ΚΟΥΤΕΛΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κότυλον, ὅπερ ἐκ τοῦ κοτύλη = πᾶν κοῖλον.  Οἱ δὲ ΟΠΕΣ εἶναι ἀλλοιῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὄψ ἤ ὤψ εἶναι ὁ ὀφθαλμός καὶ ἡ ὄψις, «τὸ πῶς φαίνεσαι, ὅσον καὶ τὸ τί παρατηρεῖς. Ἐκ τοῦ ὄπ-ς, συγγενὲς πρὸς τὴν λέξιν ὀπ-ή. Εἰς τὸν πληθυντικὸν ἀριθμὸν αἱ ὄψεις = οἱ ὀφθαλμοί, δηλ. τὰ ὄργανα τῆς ὀράσεως. Ἡ ἔκφρασις «ὄψεις μαραίνω» σημαίνει τυφλώνω (Οἰδίπους τύραννος, στ. 1328). Ἐκ τοῦ θέματος «ωπ» > γλαυκῶπις, εὐῶπις, Εὐρώπη, κυανώπης» , Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.  Ὀπὴ εἶναι ἐκτὸς τῆς ὀράσεως καὶ τὸ ἄνοιγμα-τρύπα μέσῳ τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ δεῖ κανείς, σχετικὴ τοῦ ὄπ-σομαι/ ὄψομαι- ὄπ-ωπα. «Ὄπ-μα, παρὰ τὸ ὀπή, τόπος τετρημένος, ἀφ' οὗ τὶς δύναται ὀπίσασθαι, δηλ. περιβλέψασθαι» , Ὀ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου.  Ὄψ (αιτιατικὴ = τὴν ὄπα -βλ. καὶ ἐπιφώνημα-) εἶναι καὶ ἡ φωνή, σχετικὴ τοῦ ἔπους.  Ἡ ὄψ λέγεται ἀλλοιῶς καὶ ΟΜΜΑ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα μὲ τὴν ὄπα (< ὄπ-μα καὶ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον, ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ, ΣΚΕΛΕΤΟΣ, ΟΣΤΑ, ΑΚΡΑ)

Ἡ κεφαλὴ στηρίζεται στὴν ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ ΣΤΗΛΗ ( < σπόνδυλος, ἐκ τοῦ σφόνδυλος, «παρὰ τὸ ἐσφίχθαι πρὸς ἀλλήλους» , ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ σπόνδυλοι τῶν κιόνων· καὶ στήλη, παρὰ τὸ στῶ > ἵστημι, καθῶς ἄνευ αὐτῆς θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταθοῦμε), ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ 33-34 σπονδύλους, ἐκ τῶν ὁποίων 7 αὐχενικοί, 12 θωρακικοί, 5 ὀσφυϊκοί, 5 -συνοστεωμένοι- ἱεροί καὶ 4-5 -συνοστεωμένοι- κοκκυγικοί.  Ὁ πρῶτος ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ  σπόνδυλος ( < αὐχήν < αὖ = πρὸς τὰ πίσω + ἔχω, διότι ὁ αὐχὴν κρατᾶ τὴν κεφαλὴ ὑψωμένη πρὸς τὰ πίσω· ἤ «ἐκ τοῦ ὀχήν, ὀχεῖται γὰρ ἡ κεφαλή» , Μέγα Ἐτυμολογικόν· ἤ διότι πρὸς τὰ πίσω ἔχει στραμμένον τὸ κοῖλον τὸ αὐχενικὸν κύρτωμα) «ἐπωμίζεται» τὸ βάρος τῆς κεφαλῆς καὶ γι' αὐτὸ ὀνομάζεται ΑΤΛΑΣ ( < ἐπιτατικόν ἀ + τλῶ = ὑπομένω), διότι ἄτλας εἶναι ὁ τὰ πάντα ὑπομένων καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖον τὸ ὄνομά του ὁμωνύμου Τιτᾶνος, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμωρηθεῖ ἀπ’ τὸν Δία νὰ κουβαλάει στοὺς ὤμους του τὸν οὐράνιον θόλον.  Ὁ ἄτλας λοιπὸν ὡς ἄλλος Ἄτλας σηκώνει «στοὺς ὥμους του» τὸ

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον, ΚΕΦΑΛΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΣ-ΚΡΑΝΙΟΝ)

Τὸ ΚΡΑΝΙΟΝ ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς κρατός ( < ἡ ΚΡΑΣ = κεφαλή, γεν. τῆς κρατός). Τὰ θέματα καρ-, κρα- ἐναλλάσσονται. Ἐκ τοῦ «κράς-κρατός» προέρχεται τὸ κράτος = ἐξουσία, κρατῶ = ἐξουσιάζω καὶ κρατερός = δυνατός. Ἡ κεφαλὴ λέγεται καὶ ΚΡΑΤΑ/ ΚΑΡΑΤΑ, ἀλλὰ καὶ  ΚΑΡΑ. Ἡ κάρα ἀρχικῶς ἦταν γένους οὐδετέρου καὶ ὕστερα θηλυκοῦ (τὸ κάρα-ἡ κάρα/ κάρη). ΑΚΑΡΟΣ εἶναι ὁ ἐγκέφαλος ἤ ἡ κεφαλή. Ἀπὸ τὴν κάρα ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ καρύδιον, διότι ὁμοιάζει ἐκπληκτικῶς μὲ κάρα τόσον ἐξωτερικῶς μὲ τὸ σκληρόν του περίβλημα σὰν κρανίον, ὅσον καὶ ἐσωτερικῶς, καθῶς ἡ ψίχα του θυμίζει τὰ ἐγκεφαλικὰ ἡμισφαίρια· συνιστᾶ δὲ μία ἀπὸ τὶς καλλίτερες τροφὲς γιὰ τὸν ἐγκέφαλον.  Ὁμοίως καὶ τὸ ΚΑΡΗΝΟΝ εἶναι τὸ κεφάλι (βλ. ὑψικάρηνος, ὁ κρατῶν ὑψηλὰ τὸ κάρηνόν του, ὁ ὑπερήφανος, ἀλαζών)· «ἀνδρῶν κάρηνα» ἀντὶ ἄνδρες· «νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα» , Ὀδύσσεια, λ', 29, ἀντὶ νεκροί. Λέγεται καὶ ΚΡΑΙΡΑ ( =κεφαλὴ καὶ ἀκροστόλιον, Ἡσύχιος· «βοῶν ὀρθοκραιράων» , Ἰλιάς, Θ', 231/ «νεῶν ὀρθοκραιράων» , Ἰλιάς, Σ', 3/ Τ',

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον, ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΚΕΦΑΛΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΣ-ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ)

Μετὰ τὴν ἐμφύτευσιν τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου στῆν μῆτρα ἀρχίζουν νὰ ἀναπτύσσονται σταδιακῶς τὰ ὄργανα τοῦ ἐμβρύου. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ὄργανα ποὺ σχηματίζονται εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὄργανον ποὺ ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ ἄλλα τὸ λεγόμενον ΝΕΥΡΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ .  Τὸ νευρικὸν σύστημα ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ΝΕΥΡΟΥ , ὅπερ ἐκ τοῦ νέFω > νέω, νήθω = γνέθω, διότι τὰ νεῦρα ὁμοιάζουν μὲ νήματα ποὺ διασχίζουν ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Ἄλλοι ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ νέω = πορεύομαι + ῥέω· «Παρὰ τὸ νέεσθαι, νεῖσθαι, ἅπαν τὸ κινούμενον καὶ ἐπὶ πάντα προϊὸν ἐν ἡμῖν».   Ὁ ἰατρὸς Γαληνὸς ἐπεξηγεῖ : «Ἀρχὴ νεύρων ἐστὶν ὁ ἐγκέφαλος, ὥσπερ καὶ τοῦ νωτιαίου μυελοῦ· καὶ τὰ μὲν ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου, τὰ δὲ ἐκ τοῦ νωτιαίου πέφυκεν... διαλύονται εἰς πολλὰς ἴνας... διανεμόμενα τοῖς ὀργάνοις... κατασχίζονται πολυειδῶς» , Περὶ νεύρων, 1.  Καὶ ὁ Έρασίστρατος (Fragment., 37) διευκρινίζει : «Νεῦρον ἐστὶν ἁπλοῦν σῶμα καὶ πεπυκνωμένον, προαιρετικῆς κινήσεως, δυσαίσθητον κατὰ τὴν διαίρεσιν» . Ἡ διάκρισις τῶν νεύρων σὲ κινητικὰ καὶ αἰσθητικὰ δὲν ἀποτελεῖ μία