Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ Α', 1-7

Ἡ Ἰλιὰς τοῦ Ὁμήρου, ὅπως πρέπει νὰ διαβάζεται, ἤτοι ἀπὸ τὸ πρωτότυπον καὶ μόνον, ὥστε νὰ ἐννοοῦνται τὰ βαθειὰ νοήματα καὶ ἀποχρώσεις τοῦ μεγάλου μας Ποιητοῦ, τὰ ὁποῖα ὑποβαθμίζονται ἤ ἀκόμη χειρότερα χάνονται καὶ ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ὅποια σύγχρονη ἀπόδοσιν προσπαθεῖ καθεὶς νὰ κάνει.  Ὁ Ὅμηρος, ὡς μουσικός, ποιητής, ἐπιστήμων, διδάσκαλος (καὶ ὄχι μόνον) ΔΕΝ ἀποδίδεται· δὲν χωρᾶ σὲ νεώτερες μεταφράσεις καὶ ἀποδόσεις, ἔμμετρες ἤ ὅ,τι ἄλλον, διότι ὁποιαδήποτε προσέγγισις διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν δική του, εἶναι τὸ λιγότερον τιποτένια. Ἤ ἀκολουθεῖς τὴν σκέψιν του καὶ ἐννοεῖς ὅσον δύνασαι, εὑρισκόμενος στὸν ἔνδοξον κόσμον ποὺ ἐξιστορεῖ ἤ κοροϊδεύεις τὸν ἑαυτόν σου, νομιζόμενος πὼς ἔχεις διαβάσει τὰ Ἔπη του.  Ἡ Τζιροπούλου, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ μὲ καθαρὴ ματιὰ πραγματικοὺς διδασκάλους-φιλολόγους βοηθᾶ μὲ τὸν καλλίτερον τρόπον στὴν ἐπεξήγησιν καὶ στὴν ἀνακάλυψιν τῆς ἱστορίας ποὺ περιγράφει ὁ Ὅμηρος. Ἀναλύει καὶ ἐτυμολογεῖ τὶς δύσκολες γιὰ τὸν σύγχρονον Ἕλληνα λέξεις καὶ ἔννοιες, ὥστε νὰ γίνουν ἀ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Crétin (κυριολεκτικῶς = ὁ κρετίνος, ὁ ἀσθενῶν ἀπὸ κρετινισμόν-δυσλειτουργία ἤ πλήρη ἔλλειψιν τοῦ θυρεοειδοῦς ἀδένος ποὺ ὁδηγεῖ σὲ νοητικὴ καὶ σωματικὴ ὑστέρησιν· μεταφορικῶς ὁ ἀνόητος, ὁ πράττων ἀνοήτως καὶ ὁ ἠλίθιος)/ crétinisme (μεταφορικῶς = ἡ ἡλιθιότης). Ἐνεδήμει κυρίως σὲ μέρη ἀπομακρυμένα ἀπὸ τὴν θάλασσα, ὅπως π.χ. στὶς Ἄλπεις, καθῶς ἡ ἔλλειψις ἰωδίου λειτουργεῖ καθοριστικῶς στὴν δυσλειτουργία τοῦ θυρεοειδοῦς. Τὸ ἀντιδάνειον crétin ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ chrétien ( =χριστιανός), ὅπερ ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ χρίω > Χριστός, ὁ ἔχων τὸ χρῖσμα· κρετίνος ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «καημένου Χριστιανοῦ». Ὁ κρετινισμὸς ἔχει ὡς κύρια συμπτώματα τὸ χαμηλὸν ἀνάστημα, τὴν ἔλλειψιν τριχοφυίας, τὴν νοητικὴ ὑστέρησιν.  Ἀπὸ πράξεις ποὺ μποροῦν νὰ ἀποδοθοῦν σὲ κρετίνους, ἤτοι σὲ ἀνθρώπους συμπεριφερομένους ἄνευ νοητικῆς καθαρότητος, μεταφορικῶς συμπεριφερομένους παραλόγως, ἀνοήτως, ἠλιθίως φαίνεται πὼς πάσχουν ὅσοι διατείνονται πὼς εἶναι μὲν Ἕλληνες, ἀλλὰ εἶναι καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἀγνοοῦντες πὼς Ἕλλην κα

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΩΜῼΔΙΑΣ

Ἡ λέξις «κωμῳδία» προέρχεται ἐτυμολογικῶς ἐκ τῶν «κῶμος» + «ᾠδή», ὅπου ὁ κῶμος εἶναι ἡ λαϊκὴ διονυσιακὴ λιτανεία, τὰ εὔθυμα τραγούδια ποὺ ἐξυμνοῦσαν τὶς ἀναπαραγωγικὲς δυνάμεις τῆς φύσεως -ἐξ οὗ καὶ ἡ φαλληφορία-, οἱ ἀστεϊσμοὶ πεζῇ καὶ ἐξ ἀμάξης, οἱ χοροὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πομπῶν -ἰδιαιτέρως αὐτῶν- τοῦ Διονύσου ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς κώμης.  Ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξις «ἐγκώμιον» ( < ἐν + κῶμος) ἤ προσόδιον ( < πρός + ὁδός), διότι «ἐκ τοὺς ποιητὰς τοὺς ὕμνους τῶν θεῶν ἐν ταῖς κώμαις τὸ παλαιὸν ᾆδειν» , Προγυμνάσματα, 7,3, Ἑρμογένης.  «Οἱ Μεγαρεῖς οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦν -ἀτυχῶς- τὴν πατρότητα τῆς Κωμῳδίας, τὴν ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ κώμη καὶ ὡδή, δηλαδὴ ἄσμα χωρικῶν.  Ἡ ἀρχαία κωμῳδία ἐγκαταλείπει τὴν ὑπόθεσιν τῶν μύθων. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς τραγῳδίες εἰσέρχεται ὁρμητικῶς στὸν πραγματικὸν κόσμον. Διακωμῳδεῖ πρόσωπα ὀνομαστικὰ δι' ἐπινοημάτων «εἰς διόρθωσιν ἤθους προτρεπτικῶν». Μόνον γιὰ τρία χρόνια, τὸ 440 π.Χ ψηφίσθηκε νόμος ποὺ ἀπηγόρευε τὴν προσωπικὴν διακωμώδησιν.  «Μὴ κωμῳδεῖν ἐξ ὀνόματο

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΥ  Ἡ λέξις «διθύραμβος» ( < δίς + θύρα + βαίνω) ἐγεννήθη μαζὶ μὲ τὸν Διόνυσον, καθὼς αὐτὸς ἔβη δύο θύρες γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Ὅταν ἡ Ἥρα ἔμαθε πὼς ἡ Σεμέλη περιμένει τὸ παιδὶ τοῦ Διός, βάλθηκε νὰ τὴν σκοτώσει. Ἐνεφανίσθη λοιπὸν μπροστὰ στὴν Σεμέλη μεταμφιεσμένη σὲ παραμάνα καὶ τῆς εἶπε νὰ ζητήσει άπὸ τὸν Δία νὰ ἐμφανιστεῖ μπροστά της ὅπως ἐμφανίζεται στὴν Ἥρα, μὲ τὴν θεϊκήν του ὑπόστασιν. Ὅταν ἡ Σεμέλη τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον της, αὐτὸς δὲν τῆς χάλασε τὸ χατίρι μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἐκτυφλωτικὸν φῶς του νὰ τὴν σκοτώσει. Ὁ Ζεὺς στεναχωρημένος πρόλαβε νὰ σχίσει τὴν κοιλιὰ τῆς ἐγκύου Σεμέλης καὶ νὰ σώσει τὸ πρόωρον παιδί του, ἐμφυτεύοντάς το στὸν μηρόν του, ἀφ' ὅπου ὁ Διόνυσος θὰ ἐτρέφετο μὲ τὸ θεϊκὸν αἷμα τοῦ πατρός του μέχρι νἀ ὁλοκληρωθοῦν οἱ μῆνες τῆς «κυήσεως». Ἔτσι ὁ Διόνυσος ἐγεννήθη μία φορὰ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός του, Σεμέλης καὶ μία ἀπὸ τὸν μηρὸν τοῦ πατρός του, Διός, ἐξ οὗ καὶ ὠνομάσθη διθυράμβιος Διόνυσος.  «Ὁ διθύραμβος, ὡς εἶδος χορικῆς ποιήσεως

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΑΥΤΟΥ  Μὲ τὴν νέα μήνη τῆς 10ης Μαρτίου στὸ σύγχρονον ἡμερολόγιον ξεκινᾶ ὁ ἀττικὸς μὴν Ἐλαφηβολιών, ὁ ὁποῖος ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν Ἐλαφηβόλον ( =κυνηγόν, τὰς ἐλάφους βάλλει) Ἄρτεμιν. Τὴν 6ην ἱσταμένου τοῦ Ἐλαφηβολιῶνος ἡμέρα ἐτέλουν τὰ Ἐλαφηβόλια, ἑορτὴ ἀφιερωμένην στὴν θεά, τὴν ὁποία ἐτίμων ἰδιαιτέρως στὴν Ὑάμπολιν τῆς Φωκίδος, ὅπου ὑπῆρχε ναὸς καὶ τὴν ὁποίαν εἶχαν πολιοῦχον ἰδιαιτέρως μετὰ τὴν ἀνέλπιστον νίκη τους ἐναντίον τῶν Θεσσαλῶν («Ἑλλάδος Περιήγησις», 10,1, Παυσανίας/ «Γυναικῶν ἀρεταί», 2, Πλούταρχος).  Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἐλαφηβολίων ἐθυσίαζον ἐλάφους στὴν θεὰ κι ἀργότερα ἐτέλουν καὶ ἀναίμακτες θυσίες, φτιάχνοντας γλυκίσματα σὲ σχῆμα ἐλαφιοῦ ἀπὸ μέλι καὶ σουσάμι, τὰ ὁποῖα ὠνόμαζον «ἐλάφους» καὶ τὰ ὁποῖα προσέφερον στὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος.  Αὐτὸν τὸν μῆνα ἑωρτάζοντο καὶ τὰ Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου τοῦ Ἐλευθερέως, ἑορτὴ παναρχαία στὴν ὁποία εἶχε δώσει τὸν ἐπίσημον χαρακτῆρα της ὁ Πεισίστρατος.  Τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν Ἐν ἄ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΑΡΣΙΣ ΤΩΝ ΜΝΗΣΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ

Ὁ Λαερτιάδης Ὀδυσσεὺς ἐνῷ ἔβλεπε τοὺς μνηστῆρες νὰ κατακρεουργοῦν καὶ νὰ νοσφίζονται τὸ βιός του, ὑπομονετικός, ὁργισμένος μὰ συνάμα συνετὸς ἐνελόχευε λανθάνων μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀθηνᾶς (σοφίας), περιμένοντας τὴν κατάλληλη στιγμὴ ποὺ θὰ ἔφερνε ὁ Κρόνος-χρόνος γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ μὲ τὴν ἀνδρεία του κι ὄχι γονατισμένος μυξοκλαίγοντας, ὅσα προσπάθησαν νὰ τοῦ κλέψουν οἱ μνηστῆρες. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ξεκίνησε τὴν ἐκκαθάρισιν ἀπὸ τὸν Ἀντίνοον ( < ἀντί + νοῦς) , τὸν υἰὸν τοῦ Εὐπείθου ( < εὖ + πείθω). Ἐνῷ ὁ Ἀντίνους κατασπαταλοῦσε καὶ ἀπέλαυε τὴν ξένη περιουσία, κι ἑνῷ ἦταν ἕτοιμος νὰ ἁρπάξει τὸ χρυσοῦν ἄμφωτον γιὰ νὰ πιεῖ γιὰ ἀκόμη μία φορὰ τὸν οἶνον τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ Λαερτιάδης ἄναξ τοῦ τρύπησε μὲ βέλος τὸ λαρύγγι (στὸ ὁποῖον παράγεται ἡ φωνή) τὸ ὁποῖον τρύπησε μέχρι καὶ τὸν αὐχένα του καὶ ὁ Εὐπειθιάδης Ἀντίνους βγάζοντας αἷμα ἀπὸ τὰ ῥουθούνια ἔπεσε νεκρός. Ὁ Ὀδυσσεὺς ἤξερε πὼς χωρὶς τὴν ὑπακοὴ στὴν παραφροσύνη ποὺ ἀντιπροσώπευε ὁ προαναφερθεὶς μνηστήρ, ἡ ἐκκαθάρισις τῆς βρωμιᾶς ποὺ μαζεύτη

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΤΡΩΪΚΩΝ ΗΡΩΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΡΗΤΑ ΤΟΝ ΦΡΥΓΑ

Ὁ Δάρης ὁ Φρὺξ ἀναφέρεται σὲ ἀρχαῖα συγγράμματα πὼς ἦταν κάποιος Τρὼς ἱερεὺς τοῦ Ἡφαίστου, ὁ ὁποῖος ὡς σύμβουλος τοῦ Ἕκτορος (Βιβλιοθήκη, 190,9, Φώτιος) κατέγραψε ὅλα τα γεγονότα μέχρι τὴν κατάληψιν τῆς Τροίας :  «Ἦν δέ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης ἀφνειὸς ἀμύμων, ἱρεὺς Ἡφαίστοιο· δύω δέ οἱ υἱέες ἤστην, Φηγεὺς Ἰδαῖός τε μάχης εὖ εἰδότε πάσης» , Ἰλιάς, 9-11, Ὅμηρος.  «Dares Phrygius, qui hanc historiam scripsit, ait se militasse usque dum Troja capta est» , Daretis Phrygii de Excidio Trojae historia, Cornelius Nepos Sall. Cr. S.  «Τὸν Φρύγα δὲ Δάρητα, οὗ Φρυγίαν Ἰλιάδα ἔτι καὶ νῦν ἀποσωζομένην οἶδα, πρὸ Ὁμήρου καὶ τοῦτον γενέσθαι λέγουσι» , Ποικίλη Ἱστορία, ΙΑ', 2, Κλ. Αἰλιανός.  Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός, ὁ Δάρης ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ Φρυγίαν Ἰλιάδα πρὸ τοῦ Ὁμήρου (διότι οἱ Ἕλληνες ἀποδεδειγμένως ἀπὸ ἀμέτρητες ἀρχαῖες πηγές, ἐπὶ τρωικοῦ πολέμου καὶ χιλιάδες χρόνια π.κ.ἐ εἶχαν ὄχι μόνον γραφή, ἀλλὰ καὶ γραμματική·  «Διττὴ δέ ἐστιν ἡ γραμματική…Ἡ μὲν γάρ περὶ τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰς τῶν στοι