Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΡΟΝ» ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ



Ὁ Πλάτων πέραν ἀπὸ τὸν «Τίμαιον» (Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ον)
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 3ον)
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 4ον)
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 5ον)
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΟΝ «ΤΙΜΑΙΟΝ» ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ)
ἔχει ἀναφερθεῖ στὰ περὶ Δημιουργίας, θείου, ψυχῆς καὶ μετενσαρκώσεώς της καὶ σὲ ἄλλον διάλογόν του στὸν «Φαῖδρον». 

Γράφει λοιπὸν ὁ Πλάτων στὸν «Φαῖδρον» (245-250) : 

«Κάθε ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη. Διότι ἐκεῖνο ποὺ πάντα κινεῖται εἶναι ἀθάνατον, ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ κινεῖ κάποιο ἄλλο, ἐφ΄ ὅσον ἔχει παῦσιν στὴν κίνησίν του, ἔχει καὶ στὴν ζωή του. Μόνον λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ κινεῖται μόνον του, ἐπειδὴ δὲν ἀφήνει ποτέ τὸν ἑαυτόν του, δὲν παύει ποτέ καὶ νὰ κινεῖται, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ γιὰ τὴν κίνησιν τῶν ἄλλων ὅσα κινοῦνται. Ἡ ἀρχὴ ὅμως εἶναι ἀγέννητη, διότι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνεται κάθε τὶ ποὺ γίνεται, αὐτὴ ὅμως νὰ μὴ γίνεται ἀπὸ κανένα, διότι ἄν ἡ ἀρχὴ ἐγένετο ἀπὸ κάτι, δὲν θὰ ἦταν πιὰ ἀρχή. Ἑπειδὴ ὅμως ἡ ἀρχὴ εἶναι ἀγέννητη εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι καὶ ἄφθαρτη. Γιατὶ βέβαια ἄν χαθεῖ ἡ ἀρχὴ τότε οὔτε αὐτὴ ἡ ἴδια θὰ γίνει ποτὲ ἀπὸ κάτι, οὔτε τίποτα ἄλλο ἀπὸ αὐτήν...Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως εἶναι ἐκείνο ποὺ κινεῖ τὸν ἑαυτόν του*1. 
Κι αὐτὸ οὔτε μπορεῖ νὰ χαθεῖ, οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει, ἀλλοιῶς ὅλος ὁ οὐρανὸς καὶ ὅλον τὸ γίγνεσθαι θὰ γινόταν ἕνας σωρὸς καὶ θὰ ἔστεκαν ἀκίνητα καὶ δὲν θὰ εἶχαν ποῦ νὰ κινηθοῦν πάλι καὶ νὰ ξαναγίνουν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδείχθη πὼς ἐκεῖνον ποὺ κινεῖ τὸν ἑαυτόν του εἶναι ἀθάνατον, δὲν θὰ ντραπεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ὁ λόγος τῆς ψυχῆς. Ἄν ὅμως αὐτὰ εἶναι ἔτσι, δηλαδὴ ἄν ἐκεῖνο ποὺ κινεῖ τὸν ἑαυτόν του δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ψυχή, τότε εἶναι ἀνάγκη ἡ ψυχὴ νὰ εἶναι κάτι ἀγέννητον καὶ ἀθάνατον... 

Τί λογῆς εἶναι βέβαια (ἡ ψυχή), αὐτὸ γιὰ νὰ φανεῖ θέλει δίχως ἄλλον θεϊκὴ καὶ μακρὰ περιγραφή. Μὲ τί ὅμως ὁμοιάζει, αὐτὸ γιὰ νὰ φανεῖ, ἀρκεῖ μιὰ περιγραφὴ ἀνθρώπινη καὶ πιὸ σύντομη. Λέγομεν λοιπὸν πὼς ὁμοιάζει μὲ σύμφυτη δύναμιν ἑνὸς ζεύγους φτερωτῶν ἀλόγων μαζὶ μὲ τὸν ἡνίοχον. Τὰ ἄλογα λοιπὸν τῶν θεῶν καὶ οἱ ἡνίοχοι εἶναι ὅλοι καλοὶ κι ἀπὸ καλὴ γενιά, ἐνῶ στοὺς ἄλλους εἶναι ἀνακατωμένα. Καὶ πρῶτον ὁ δικός μας ἁρματηλάτης κρατᾶ μὲ τὰ χαλινάρια ἕνα μόνον ζεῦγος ἀλόγων κι ἀπὸ τὰ ἄλογα, τὸ ἕνα εἶναι ὄμορφον καὶ ἀγαθὸν ἀπὸ καλὴ γενιά, τὸ ἄλλο εἶναι ἐξ ἐναντίον καὶ ἐνάντιον. Ἔτσι ἡ ἡνιόχησις εἶναι σὲ ἑμᾶς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀνάγκη ἐπίπονη καὶ δύσκολη. 

Πῶς ὅμως ἐλέχθη τὸ ἕνα θνητὸν καὶ τὸ ἄλλο ἀθάνατον ζῶον, πρέπει νὰ δοκιμάσουμε νὰ ποῦμε. Ὅλη ἡ ψυχὴ ἐξουσιάζει ὅλο τὸ ἄψυχον καὶ διατρέχει ὅλον τὸν οὐρανόν, πότε ἔτσι, πότε ἀλλοιῶς ἐν εἴδεσι. Κι ἐκείνη λοιπὸν ποὺ εἶναι τελεία καὶ ἔχει πτερωθεῖ, πορεύεται μέσα στὸν ἀέρα κι διοικεῖ τὸν κόσμον ὅλον. Ἐκείνη πάλι ποὺ θὰ χάσει τὰ φτερά της περιφέρεται ὥσπου νὰ πιαστεῖ ἀπὸ κάτι στερεόν. Ἐκεῖ μέσα πιὰ μένει, παίρνει γήινον σῶμα, ποὺ μὲ τὴν δική της δύναμιν αὐτὸ νομίζει πὼς κινεῖ τὸν ἑαυτόν του. Κι αὐτὸ ὅλον, ψυχὴ καὶ σῶμα, ζῶον ἐκλήθη καὶ ἐπωνομάσθη θνητόν...Τὴν αἰτία ὅμως ποὺ πέφτουν τὰ φτερὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοῦμε...

Ἡ δύναμις τοῦ φτεροῦ εἶναι νὰ ἄγει τὸ ἐμβριθὲς πρὸς τὰ πάνω καὶ νὰ τὸ ἀνεβάζει ψηλὰ ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ τὸ γένος τῶν θεῶν. Κι ἀπὸ ὅσα εἶναι κατὰ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ μετέλαβε περισσότερον ἀπὸ τὸ θεῖον. Καὶ τὸ θεῖον εἶναι καλόν, σοφόν, ἀγαθόν καὶ ὅ,τι ἄλλο ὅμοιον. Μὲ αὐτὰ τρέφεται πιὸ πολὺ καὶ αὔξεται τῆς ψυχῆς τὸ πτέρωμα, ἐνῶ μὲ τὸ αἰσχρὸν καὶ τὸ κακὸν καὶ μὲ τὰ ἐνάντια φθίνει καὶ ἀφανίζεται.

Ὁ μέγας ἡγεμὼν λοιπὸν στὸν οὐρανόν, ὁ Ζεύς, ὁδηγώντας τὸ φτερωτόν του ἅρμα πορεύεται πρῶτος, βάζοντας τὰ πάντα σὲ τάξιν καὶ φροντίζοντάς τα ὅλα. Καὶ αὐτὸν ἀκολουθεῖ στρατιὰ θεῶν καὶ δαιμόνων*2 παρατεταγμένη σὲ ἔντεκα μέρη. Γιατὶ μένει μόνον ἡ Ἑστία*3 μόνη στὸν οἶκον τῶν θεῶν. Τῶν ἅλλων ὅσοι ἔχουν τὴν τάξιν τους μέσα στὸν ἀριθμὸν τῶν δώδεκα, πηγαίνουν μπροστὰ σὰν ἄρχοντες κατὰ τὴν τάξιν ποὺ εἶναι τεταγμένος ὁ καθείς τους. 
Ἐκεῖ λοιπὸν στὸν οὐρανὸν ὑπάρχουν πολλὲς καὶ μακάριες θέες καὶ διέξοδοι, ποὺ τὶς διαβαίνει τὸ μακάριον γένος τῶν θεῶν καὶ καθεὶς τους φροντίζει ὅ,τι εἶναι ταγμένον σὲ αὐτόν· ἀκολουθεῖ ὅποιος θέλει καὶ μπορεῖ, διότι ὁ φθόνος στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν χορεία τῶν θεῶν. Κι ὅταν πηγαίνουν σὲ συμπόσιον καὶ σὲ γλέντι, ἀνεβαίνουν τὸν ἀνήφορον ποὺ ὁδηγεῖ ὡς τὴν ἄκρην τῆς ἀψίδος τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ ἀνέβασμα τὰ ὀχήματα τῶν θεῶν, ὄντα ἰσοζυγισμένα καὶ καλοκυβέρνητα πορεύονται εὐκόλως. Τὰ ἄλλα ὅμως πορεύονται μὲ μόχθον... 
Καὶ ἐδῶ εἶναι ὁ μόχθος καὶ ὁ ἔσχατος ἀγὼν τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνες βεβαίως οἱ ψυχές, οἱ ἀποκαλούμενες ἀθάνατες, ὅταν φθάσουν στὴν ἄκρη τῆς ἀψίδος περνοῦν πέρα, στέκονται στὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ καθῶς στέκονται τὶς περιάγει ἡ περιφορά κι αὐτὲς βλέπουν ὅσα εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 

Τὸν ὑπερουράνιον ὅμως τόπον, οὔτε τὸν ὕμνησε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ἐδῶ κάτω, οὔτε θὰ τὸν ὑμνήσει κανεὶς ποτὲ ὅπως τοῦ ἀξίζει. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς· διότι πρέπει νὰ νὰ τολμήσει τουλάχιστον κανεὶς νὰ πεῖ τὸ ἀληθές, ἀφοῦ ἄλλωστε μιλᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀνέγγιχτη οὐσία ποὺ ὄντως ὑπάρχει καὶ εἶναι θεατὴ μόνον ἀπὸ τὸν κυβερνήτην τῆς ψυχῆς, τὸν νοῦν ποὺ τὴν ζητᾶ τὸ γένος τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, αὐτὸν ἔχει τὸν τόπον. Ἡ διάνοια λοιπὸν τοῦ θεοῦ, ἐπειδὴ τρέφεται μὲ νοῦ καὶ μὲ πεντακάθαρη γνῶσιν καὶ ἡ διάνοια κάθε ψυχῆς, ποὺ τῆς μέλλει νὰ δεχθεῖ αὐτὸ ποὺ τῆς ταιριάζει, ὅταν ὕστερα ἀπὸ χρόνον δεῖ ξανὰ τὸ ὄν, τὸ ἀγαπᾶ κι ὅταν δεῖ τὰ ἀληθῆ, τρέφεται καὶ εὐφραίνεται μέχρι ποὺ ἡ περιφορὰ κάνει τὸν κύκλον της καὶ ἔρθει στὸ ἴδιο σημεῖον. 

Σὲ αὐτὴν ὅμως τὴν περιφορὰ-περίοδον καθορᾶ καὶ τὴν ἴδια τὴν δικαιοσύνη, καθορᾶ καὶ τὴν σωφροσύνη, καθορᾶ καὶ τὴν ἐπιστήμη, ὄχι ἐκείνη ποὺ τὴν συνοδεύει ἡ γένεσις, οὔτε ἐκείνη ποὺ εἶναι ἄλλη γιὰ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ ὅσα τώρα ἑμεῖς λέγουμε πὼς ὑπάρχουν, ἀλλὰ τὴν ἀληθινὴ γνῶσιν ποὺ εἶναι μέσα σὲ αὐτὸ ποὺ ἀληθῶς ὑπάρχει. Κι ἀφοῦ δεῖ ἡ ψυχὴ καὶ τὰ ἄλλα ἀληθῆ ὄντα καὶ τὰ χορτάσουν τὰ μάτια της, βυθίζεται πάλι στὸ ἐσωτερικὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ γυρίζει στὸν οἶκον της. Κι ἅμα γυρίσει ὁ ἡνίοχος βάζει τὰ ἄλογα στὴν φάτνη καὶ τοὺς βάζει μπροστά τους ἀμβροσία καὶ τὰ ποτίζει ἔπειτα μὲ νέκταρ. 

Κι αὐτὸς εἶναι ὁ βίος τῶν θεῶν. Ἀπὸ τὶς ἄλλες ὅμως ψυχὲς ὅποια ἀκολουθεῖ ἀρίστως τὰ χνάρια τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ὁμοιάζει, ἐκείνης ὁ ἡνίοχος ὑψώνει τὸ κεφάλι του πρὸς τὸν πέρα τόπον καὶ περιφέρεται ὁμοῦ μετὰ τοῦ θεοῦ, μόνον ποὺ τὰ ἄλογα τῆς φέρνουν σύγχυσιν καὶ μὲ μόχθον καθορᾶ τὰ ὄντα. Κάποια ἄλλη πάλι ἄλλοτε ὑψώνεται κι ἄλλοτε βυθίζεται κι ἐπειδὴ τὰ ἄλογα τραβοῦν μὲ βία, ἄλλα τὰ βλέπει, ἄλλα πάλι ὄχι. Καὶ οἱ ἄλλες λαχταροῦν ὅλες τὰ ἄνω καὶ ἀκολουθοῦν, μὰ τοὺς λείπει ἡ δύναμις κι ἔτσι κάνουν μαζὶ τὴν περιφορὰ μὰ ὑποβρύχιες/ κάτω ἀπὸ τὸν θολὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πατᾶ ἡ μία τὴν ἄλλην κι ὁρμοῦν καὶ βάζουν τὰ δυνατά τους ποιὰ θὰ πρωτοπεράσει τὴν ἄλλην. Καὶ γίνεται θόρυβος καὶ ἄμιλλα καὶ χύνεται ὁ ἔσχατος ἱδρώτας· κι έδῶ ἀπὸ φταίξιμον τοῦ ἡνιόχου πολλὲς ψυχὲς γίνονται ἀνάπηρες καὶ πολλὲς σπάζουν πολλὰ φτερά. Καὶ ὅλες μαζὶ ὕστερα ἀπὸ πολὺ πόνον φεύγουν ἀμύητες στὴν θέα τοῦ ὄντος καὶ ὅταν πλέον φύγουν τρέφονται μὲ παραστάσεις. 

Ἡ αἰτία ὅμως ποὺ πηγαίνουν μὲ πολλὴ σπουδὴ νὰ δοῦν ποῦ εἶναι τὸ πεδίον τῆς ἀληθείας εἶναι πὼς ἀπὸ τὸ λειβάδι*5 ἐκεῖ πέρα βγαίνει ἡ τροφὴ ποὺ ἁρμόζει στὸ καλλίτερον μέρος τῆς ψυχῆς καὶ πὼς τῶν φτερῶν τὸ φύτρωμα, ποὺ φέρνουν ἀνάλαφρα ψηλὰ τὴν ψυχή, τρέφεται μὲ αὐτὴν τὴν τροφή. Καὶ ὑπάρχει αὐτὸς ὁ νόμος τῆς Ἀδραστείας*4· ὅποια ψυχὴ γίνει συνοδίτις θεοῦ καὶ δεῖ κάτι ἀπὸ τὰ ἀληθῆ, νὰ μένει ἀπείραχτη ἀπὸ τὸ κακὸν μέχρι τὴν ἑπομένη περιφορά. Κι ἄν πάντα μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό, νὰ εἶναι πάντα ἄβλαβής. 
Ὅταν ὅμως δὲν δεῖ τίποτα, γιατὶ τῆς ἔλειψε ἡ δύναμις νὰ ἀκολουθήσει καὶ ἀπὸ κάποια κακοτυχία γεμίσει λησμονιὰ καὶ κακία καὶ βαρύνει, κι ἀπὸ τὸ βάρος της ῥίξει τὰ φτερά της καὶ πέσει στὴν γῆ, τότε εἶναι νόμος αὐτὴ ἡ ψυχὴ νὰ μὴ φυτευθεῖ στὴν πρώτη γέννησίν*6 της σὲ κανενὸς θηρίου σπόρον. Ἄλλα ὅποια ψυχὴ εἶδε τὰ πιὸ πολλὰ νὰ φυτευθεῖ σὲ σπέρμα ἑνὸς ποὺ θὰ γίνει φιλόσοφος ἤ φίλος τοῦ φιλοκάλου ἤ τοῦ μουσικοῦ (Μουσῶν) καὶ ἐρωτικοῦ (Ἔρωτος)· 
ἣ δευτέρα σὲ ἑνὸς βασιλέως ἐννόμου ἤ πολεμικοῦ ἤ ἱκανοῦ νὰ ἄρχει· 
ἡ τρίτη σὲ ἑνὸς πολιτικοῦ ἤ κάποιου οἰκονομικοῦ ἤ χρηματιστικοῦ· 
ἡ τετάρτη σὲ Ἑνὸς φιλοπόνου γυμναστοῦ ἤ κάποιου ποὺ θὰ καταγίνεται μὲ τὴν ἴασιν τοῦ σώματος· 
ἡ πέμπτη θὰ κάνει ζωὴ μαντικὴ ἤ ἱεροτελεστική· 
στὴν ἕκτη θὰ ταιριάζει ἡ ζωὴ ἑνὸς ποιητοῦ ἤ κάποιου ἄλλου εἰκαστικοῦ καλλιτέχνου· 
στὴν ἑβδόμη θὰ ἁρμόζει ἡ ζωὴ κανενὸς τεχνίτου ἤ γεωργοῦ·  
στὴν ὀγδόη ἡ ζωὴ κάποιου σοφιστοῦ ἤ δημοκόπου·
στὴν ἐνάτη κανενὸς τυράννου. 
Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ὅλους ὅποιος κάνει ζωὴ δικαία, μεταλαμβάνει καλλιτέρα μοῖρα· ὅποιος ὅμως διαγάγει ἄδικον βίον, χειροτέρα. 

Διότι κάθε ψυχὴ δὲν ξαναγυρίζει ἐκεῖ ὅπου ἔρχεται πρὶν ἀπὸ 10.000 χρόνια, διότι δὲν φτερώνεται πρὶν περάσει τόσος χρόνος. Ἐξαίρεσιν ἀποτελεῖ μόνον ἡ ψυχὴ ἐκείνου ποὺ φιλοσόφησε χωρὶς δόλον ἤ ἐκείνου ποὺ μὲ τὴν φιλοσοφία ἀγάπησε τὰ παιδιά. 

Αὐτὲς λοιπὸν οἱ ψυχὲς πτερώνονται στὴν τρίτη χιλιόχρονη περιφορά, ἄν διάλεξαν τρεῖς συνεχεῖς φορὲς αὐτὴν τὴν ζωή, κι ἔτσι φεύγουν γιὰ τὴν πηγή των στὰ τρεῖς χιλιάδες χρόνια*5. Οἱ ἄλλες ὅμως ὅταν τελειώσουν τὴν πρώτη ζωή, δικάζονται κι ἀφοῦ κριθοῦν, ἄλλες πηγαίνουν στὰ δικαιωτήρια κάτω ἀπὸ τὴν γῆ, γιὰ νὰ ἐκτίσουν τὴν ποινή τους· ἄλλες πάλι μὲ τὴν δίκην χάνουν τὸ βάρος τους, ὑψώνονται σὲ κάποιο τόπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐκεῖ ζοῦν ἀνταξίως τοῦ βίου ποὺ ἔκαναν, ὅταν εἶχαν τὴν μορφὴ ἀνθρώπου. 

Ὅμως στὰ χίλια χρόνια πάνω καὶ οἱ πρῶτες καὶ οἱ δεύτερες φτάνουν σὲ κλήρωσιν καὶ σὲ ἐκλογὴν τῆς δευτέρας ζωῆς καὶ διαλέγει ἡ καθεμία ὅποια ζωὴ θέλει. Αὐτὴν τὴν φορὰ ὅμως ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ μπορεῖ νὰ καταλήξει καὶ στὸν βίον ἑνὸς θηρίου/ζώου κι ἀπὸ ζῶον νὰ ξαναγίνει ἄνθρωπος, ὅποια ψυχὴ ἦταν κάποτε ἄνθρωπος. Διότι ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν εἶδε ποτὲ τὴν ἀλήθεια δὲν θὰ φτάσει σὲ αὐτὴν τὴν μορφή. 

Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταλαβαίνει ὅ,τι λέγεται στὴν μορφὴ τῆς ἔννοιας ποὺ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὶς πολλὲς αἰσθήσεις καὶ συναιρεῖται μὲ τὸν λογισμὸν καὶ γίνεται ἕνα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνάμνησις*7 ποὺ ἔχουμε γιὰ ἐκεῖνα ποὺ εἶδε κάποτε ἡ ψυχή μας, ὅταν ἐπορεύθη μαζὶ μὲ τὸν θεὸν κι ὅταν σήκωσε τὰ μάτια της πάνω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγουμε τώρα πὼς ὑπάρχουν καὶ ἀνυψώθηκε ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ ἀληθινὴ οὐσία. Γι' αὐτὸ ὅπως τῆς ἀξίζει πτερώνεται μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ φιλοσόφου. Διότι εἶναι πάντα μὲ ὅλη τὴν δύναμιν τῆς μνήμης της κοντὰ σὲ ἐκεῖνα, ὅπου εἶναι καὶ ὁ θεός, θεῖος ὄν. 

Ὅποιος λοιπὸν χρησιμοποιεῖ ὀρθῶς αὐτὲς τὶς ἀναμνήσεις καὶ προσδέχεται πάντα τελείως τὶς τελετές, αὐτὸς μόνον γίνεται ὄντως τέλειος. Κι ὅταν ἐξίσταται τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων καὶ γίγνεται πρὸς τὸν θεόν, νουθετεῖται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς σὰν νὰ τοῦ ἔχει σαλέψει, καὶ δὲν βλέπουν οἱ πολλοὶ πὼς αὐτὸς εἶναι ἐνθουσιάζων/ ἔνθεος/ γεμάτος ἀπὸ τὸ θεῖον...

Ἔτσι λοιπὸν...ὅταν κανεὶς βλέπει τὴν ὀμορφιὰ ἐδῶ κάτω, καθῶς θυμᾶται τὴν ἀληθινή, φτερώνεται καὶ ἀνοίγει τὰ φτερά του γεμάτος προθυμία νὰ πετάξει, μὰ δὲν ἔχει τὴν δύναμιν καὶ κυττάζει σὰν τὸ πουλὶ πρὸς τὰ πάνω καὶ ἀμελεῖ τὰ κάτω καὶ τὸν κατηγοροῦν πὼς εἶναι μανικῶς διακείμενος. Αὐτὴ λοιπὸν ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνθουσιάσεις εἶναι ἡ ἄριστη καὶ ἐξ ἀρίστων καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει μέσα του καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ γίνεται κοινωνός της. Ὁ ἐρῶν/ ἀναζητῶν τὴν σύνδεσιν μὲ τὰ καλὰ λέγεται ἐραστής*8. Γιατὶ ὅπως εἴπαμε κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ταγμἐνη ἀπὸ τὴν φύσιν, ἔχει δεῖ τὰ ὄντα, ἀλλοιῶς δὲν θὰ ἐρχόταν σὲ αὐτὴν τὴν μορφὴ ζωῆς. Μὰ δὲν εἶναι εὔκολον στὴν καθεμία ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ νὰ θυμηθεῖ ἐκεῖνα, οὔτε σὲ ὅσες εἴδαν γιὰ λίγο τότε τὰ ἐκεῖ, οὔτε σὲ αὐτὲς ποὺ ἔπεσαν ἐδῶ καὶ δυστύχησαν καὶ ἀπὸ κάποιες συντροφιὲς πῆραν τὸν ἄδικον δρόμον καὶ λησμόνησαν τὰ ἱερά ποὺ εἴδαν τότε. Μένουν λοιπὸν λίγες ποὺ ἔχουν μέσα τους δυνατὴ τὴν θύμησιν». 



*1 «Φαμὲν ( =Λέγομεν) δὴ τὸν θεὸν εἶναι ζῷον ἀΐδιον ( =αἰώνιον) ἄριστον…πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον εἶναι καθ᾽ αὑτό (διότι ἄν ἐκινεῖτο, κάτι ἄλλο θὰ τὸ εἶχε κινήσει, ἄρα δὲν θὰ ἦταν ἐκεῖνος ἡ ἀρχή καὶ ὁ κινὼν τὰ πάντα) », Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, ΙΒ’, 1072, b/ 1073,a

*2 «Δαίμονες οἱ θεοὶ, δαήμονες ὄντες, οἷον ἔμπειροι». Ἐκ τοῦ δάω =διδάσκω, γνωρίζω. Τὸ ἀντίθετον ἀδαής. «Ἤ ὅτι πάντα μερίζουσιν, ἀπὸ τοῦ δάσασθαι». Ἐκ τοῦ δαίω =μοιράζω, μερίζω. Ὁ Ἡσίοδος θεωρεῖ πὼς εἶναι τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ χρυσοῦ γένους, τὸ ὁποῖον λειτουργεῖ ὡς φύλαξ-ἄγγελος ( «Ἔργα καὶ Ἡμέραι», 121-3). 

«ἀπὸ ταύτης τῆς φύσεως τῆς τοῦ δαήμονες θεοὺς αὐτοὺς ἐπονομάσαι... 

Οὐδὲ ὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων;
ΕΡΜ. Οἶδα τοῦτό γε.
ΣΩ. Λέγει τοίνυν περὶ αὐτοῦ, αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ ἐκάλυψεν, οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶ ὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων... 

ὅτι φρόνιμοι καὶ δαήμονες ἦσαν, δαίμονας αὐτοὺς ὠνόμασεν», Κρατύλος, 397-8, Πλάτων. 

«Τὸ δαιμόνιον μεταξὺ εστὶ θεοῦ τε καὶ θνητοῦ», Συμπόσιον, 23, Πλάτων. 

«δαίμων =θεότης, ἐκ τοῦ δαήμων =εἰδήμων», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου

Ὁ μετέπειτα βίᾳ ἐπιβληθεὶς χριστιανισμὸς μετέτρεψε -καὶ- τὸ ἱερὸν δαιμόνιον τοῦ ἐλλόγου ὄντος, τῆς ἐνθέου γνώσεως, σὲ κάτι διαβολικόν· σὲ κάτι ποὺ διαβάλλει τὸ ὄν καὶ ποὺ τὸ τελευταῖον φοβικόν πλέον πρέπει νὰ ἀποφεύγει, νὰ ἀποστρέφεται καὶ νὰ ἀναθεματίζει τοὺς δαίμονες τῶν κακῶν Ἐθνικῶν, Ἑλλήνων. Καὶ σιγά-σιγὰ ὁ Ἕλλην μετετράπη σὲ ἕνα ἑλληνοεβραϊκὸν μόρφωμα ποὺ ἐθαύμαζε τὸν ὀρφικὸν «Δαίμονα» ( = θεόν), τοὺς δαίμονες τοῦ Ὁμήρου καὶ τῶν προπατόρων του τὰ πρωινά καὶ στὸν ἐσπερινὸν ἀναθεμάτιζε τοὺς ἴδιους δαίμονες στὶς Ἑβραιοχριστιανικὲς συναγωγὲς-ἐκκλησιές, ἀντικαθιστώντας τὴν Ἰλιάδα μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καταδεχόμενος νὰ λογίζεται ὄχι ὡς γέννημα καὶ θρέμμα θεῶν, σπόρος τοῦ Ἡρακλέους καὶ συνέχεια τοῦ Ἀχιλλέως, ἀλλὰ ὡς ἀπόγονος τοῦ ἀδελφομείκτη Ἀβραάμ, τοῦ ἀπατεῶνος Ἰακώβ καὶ τοῦ κάθε Αὐνάν. 

Καὶ νὰ ἦταν ἡ μόνη ἔννοια, ἡ μόνη συνήθεια, ἡ μόνη παράδοσίς του ποὺ εἴτε τοῦ ἀπεσπάσθη βιαίως, εἴτε τῆς ἀντέστρεψαν τὸ νόημα...

Καὶ κάπως ἔτσι ὁ ὄρθιος Ἕλλην κατέστη ἀπὸ εὐ-δαίμων, σὲ χαμερπῆ κακο-δαίμων. 

*3 Ἑστία, θυγάτηρ τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας. Κατὰ ἄλλους ἡ ἴδια ἡ Ῥέα. Εἶναι ἡ προστάτις τῆς οἰκογενειακῆς... ἑστίας, τοῦ οἴκου ἐν γένει, τῆς συνεστιάσεως. Ἄλλοι τὴν ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ «ἕζομαι» ( =κάθομαι), βλ. «μένει γὰν Ἐστία ἐν θεῶν οἴκῳ μόνη», Φαῖδρος, 247, Πλάτων. Ἄλλοι λέγουν πὼς ἡ «ἑστία ἤ ἱστία» ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἵστημι/ ἵσταμαι ( =στήνω, στέκομαι). Ἐκπροσωπεῖ τὸ «κεντρικὸν πῦρ» ( «μέσον οἶκον ἔχει πυρὸς ἀενάου μεγίστου», Ὀρφ. ὕμνος). Ἑστία λέγεται καὶ τὸ μέρος ὅπου διετηρεῖτο ἀναμμένον τὸ πῦρ τῆς οἰκίας, συνεκδοχικῶς λοιπὸν σήμαινε καὶ τὴν οἰκία καὶ τὴν οἰκογένεια. 

«Τὸ σημερινὸ...καντήλι, διαιωνίζει τὴν ὀφειλομένη τιμὴ πρὸς τὴν θεὰ Ἑστία καὶ τὴν συν-εστίασιν γύρω ἀπὸ αὐτήν, τὴν κοινὴ ἑστίαν τῆς κάθε οἰκογενείας, τὴν «οἰκογενειακὴ ἑστία» ὅπως τὴν ἀποκαλοῦμε μέχρι σήμερα», Ἡ καταστρ. τῶν ἑλλην. βιβλιοθ., Ἄννα Τζιροπούλου. 


*4 «Ἀδράστεια < στερ. ἀ + διδράσκω, ἀπο-διδράσκω. Ἐρινὺς οὖσα, οὐδεὶς δύναται νὰ ἀποδράσῃ ἀπὸ αὐτήν», Ὁ ἐν τῇ λέξει λόγος, Ἄννα Τζιροπούλου. 

«Ἀδράστεια μέν, Ἀνάγκης καὶ Διὸς θυγάτηρ, ἐπὶ πᾶσι τιμωρὸς ἀνωτάτω τέτακται τοῖς ἀδικήμασι. Καὶ τῶν πονηρῶν οὔτε μέγας οὕτως οὐδεὶς οὔτε μικρὸς γέγονεν ὥστ´ ἢ λαθὼν διαφυγεῖν ἢ βιασάμενος. Ἄλλῃ δ´ ἄλλη τιμωρία τριῶν οὐσῶν φύλακι καὶ χειρουργῷ προσήκει· τοὺς μὲν γὰρ εὐθὺς ἐν σώμασι καὶ διὰ σωμάτων κολαζομένους μεταχειρίζεται Ποινὴ ταχεῖα, πράῳ τινὶ τρόπῳ καὶ παραλείποντι πολλὰ τῶν καθαρμοῦ δεομένων· ὧν δὲ μεῖζόν ἐστιν ἔργον ἡ περὶ τὴν κακίαν ἰατρεία, τούτους Δίκῃ μετὰ τὴν τελευτὴν ὁ δαίμων παραδίδωσι· τοὺς δὲ πάμπαν ἀνιάτους ἀπωσαμένης τῆς Δίκης ἡ τρίτη καὶ ἀγριωτάτη τῶν Ἀδραστείας ὑπουργῶν Ἐρινύς, μεταθέουσα πλανωμένους καὶ περιφεύγοντας ἄλλον ἄλλως οἰκτρῶς δὲ καὶ χαλεπῶς ἅπαντας ἠφάνισε καὶ κατέδυσεν εἰς τὸ ἄρρητον καὶ ἀόρατον», Περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ θείου βραδέως τιμωρουμένων, 222, Πλούταρχος. 





*7 «Ἀναμιμνήσκεσθαι οὐδὲν ἄλλο ζῶον δύναται πλὴν ἄνθρωπος», Τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν, α,1,488, Ἀριστοτέλης. 

«Διαφέρει δὲ τοῦ μνημονεύειν τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι, οὐ μόνον κατὰ τὸν χρόνον, ἀλλ' ὅτι τοῦ μὲν μνημονεύειν, τῶν ἄλλων ζώων, μετέχει πολλά. Τοῦ δὲ ἀναμιμνήσκεσθαι οὐδέν...πλὴν ἄνθρωπος. Αἴτιον δὲ ὅτι τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι, ἐστὶν αἷον συλλογισμὸς τις», Περὶ μνήμης καὶ ἀναμνήσεως, 453, Ἀριστοτέλης. 

*8 Ἡ λέξις «ἔρως» προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆμα ἐράω-ῶ καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ εἴρειν ( =συνδέω, ὁ συνδέων ἡμᾶς πόθος) καὶ σχετίζεται μὲ ἄπειρες ἄλλες λέξεις ποὺ ἐνέχουν τὸ αἴσθημα τῆς ἀνάγκης συνδέσεως μὲ κάτι, τῆς εὑρέσεως τινὸς ποὺ θέλεις πολύ [(π.χ. ἔρα =ἡ γῆ, ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ γῆ του, ὁ τόπος του), τὸ ῥῆμα ἐρωτῶ =ψάχνω νὰ μάθω γιὰ κάτι ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει, κάνω ἔρ-ευνα, ὁ ἐρ-αστὴς κι ὁ ἐρ-ώμενος, ἤτοι ὁ δάσκαλος καὶ ὁ μαθητὴς ἀντιστοίχως ὡς ἐρευνόντες τὴν ἀλήθεια, τὸ ἰδανικόν, τὴν ἀρετή, ὁ ἔρ-ανος = δεῖπνον ἀγάπης καὶ συνδέσεως κλπ). 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (