Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ Α', 172-195


Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΑΝΤΑΠΑΝΤΑ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΛΑΛΗΣΑΝΤΑ ΕΞΟΡΓΙΣΜΕΝΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΣΕΙ ΟΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΣΤΗΝ ΦΘΙΑ, ΕΠΕΙΔΗ Ο ΑΤΡΕΙΔΗΣ ΤΟΝ ΑΠΕΙΛΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΙ ΤΗΝ ΒΡΙΣΗΙΔΑ. Ο ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΑΤΡΕΙΔΟΥ ΜΑΝΙΑΖΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΤΡΑΒΗΞΕΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙ, ΩΣΠΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙ Η ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΥΓΚΡΑΤΕΙ, ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠ' ΤΑ ΞΑΝΘΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ 

Τὸν δ’ ἠμείβετ’ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·


«Φεῦγε μάλ’, εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται, οὐδέ σ’ ἔγωγε

λίσσομαι εἵνεκ’ ἐμεῖο μένειν· πάρ’ ἔμοιγε καὶ ἄλλοι

οἵ κέ με τιμήσουσι, μάλιστα δὲ μητίετα Ζεύς.

ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων·

αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε·

εἰ μάλα καρτερός ἐσσι, θεός που σοὶ τό γ’ ἔδωκεν·

οἴκαδ’ ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῖς ἑτάροισι

Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε, σέθεν δ’ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω,

οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος· ἀπειλήσω δέ τοι ὧδε·


ὡς ἔμ’ ἀφαιρεῖται Χρυσηΐδα Φοῖβος Ἀπόλλων,

τὴν μὲν ἐγὼ σὺν νηΐ τ’ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισι

πέμψω, ἐγὼ δέ κ’ ἄγω Βρισηΐδα καλλιπάρῃον

αὐτὸς ἰὼν κλισίην δὲ τὸ σὸν γέρας ὄφρ’ ἐῢ εἰδῇς

ὅσσον φέρτερός εἰμι σέθεν, στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος

ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθήμεναι ἄντην». 


Ὣς φάτο· Πηλεΐωνι δ’ ἄχος γένετ’, ἐν δέ οἱ ἦτορ

στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν,

ἢ ὅ γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ

τοὺς μὲν ἀναστήσειεν, ὃ δ’ Ἀτρεΐδην ἐναρίζοι,

ἦε χόλον παύσειεν ἐρητύσειέ τε θυμόν. 


ἧος ὃ ταῦθ’ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,

ἕλκετο δ’ ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος, ἦλθε δ’ Ἀθήνη

οὐρανόθεν... 


Τὸ ἠχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ Α', 172-195

Σημειώσεις : 

«καρτερός» : δυνατός, κρατερός· < κράς (γεν. κρατός = ἡ κεφαλή, ἐξ οὗ κράτος = ἡ ἐξουσία, ἡ δύναμις). Ἐξ οὗ πλεῖστα παράγωγα καὶ ὁμόρριζα, ὅπως κραντήρ, κρείων, τὸ ἐπίρρημα κάρτα ( = πολύ), καρτερῶ ( = παραμένω κρατερός), ἀποκαρτερῶ ( = ἀποθνήσκω), καρύδιον, καρῶτον, κριὸς κοκ· ἀλλὰ καὶ πλεῖστα ἀλλόθροα ὅπως hard ( = ὁ κάρτα σκληρὸς καὶ δυνατός), grand, great, ingrandire, grandir ( = μεγαλώνω), carine ( = καρίνα), cerebrale, cerveau ( = ἐγκέφαλος) κλπ. 

«κοτέοντος» : < κοττίς = ἡ κεφαλή, ἐξ οὗ τὸ κοτάω ( = τολμῶ), κότος ( = ὁργή), κόττος/ κότσος κοκ· καὶ διάφορα ἀλλοδαπὰ ὅπως cosser, cozzare ( = κουτουλῶ), ἐξ οὗ κοτσάρω, cotir ( = συνθλίβω), cut ( = κόβω) κλπ. 

«ἧτορ» : ἡ καρδιά, ἐξ οὗ οἱ «ξενόγλωσσες» καρδιὲς ὡς heart, Herz κοκ, μὲ τροπὴ τῆς δασείας σὲ h. 

«μερμήριξεν» : < μέρμηρα ( = ἡ φροντίς), ἐξ οὗ καὶ τὰ μυρμήγκια (τὰ ὁποῖα φροντίζουν τὸ καλοκαίρι νὰ συλλέξουν ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὸν κρύον χειμῶνα), μέρμερος ( = ὁ προκαλῶν ἀνησυχία, ἀνάγκη φροντίδος, ὁ δολερός). 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ