Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 285-317

Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΝΕΣΤΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΤΡΕΙΔΗ ΠΩΣ ΑΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΤΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ, ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕΙ. Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΗΝ ΧΡΥΣΗΙΔΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ 

«Ἀτρεΐδη σὺ δὲ παῦε τεὸν μένος· αὐτὰρ ἔγωγε

λίσσομ’ Ἀχιλλῆϊ μεθέμεν χόλον, ὃς μέγα πᾶσιν

ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο». 


Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·


«Ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες·

ἀλλ’ ὅδ’ ἀνὴρ ἐθέλει περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων,

πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει, πάντεσσι δ’ ἀνάσσειν,

πᾶσι δὲ σημαίνειν, ἅ τιν’ οὐ πείσεσθαι ὀΐω·

εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες

τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι;» 


Τὸν δ’ ἄρ’ ὑποβλήδην ἠμείβετο δῖος Ἀχιλλεύς·


«Ἦ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην

εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅττί κεν εἴπῃς·

ἄλλοισιν δὴ ταῦτ’ ἐπιτέλλεο, μὴ γὰρ ἔμοιγε

σήμαιν’· οὐ γὰρ ἔγωγ’ ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω.

ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ’ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·

χερσὶ μὲν οὔ τοι ἔγωγε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης

οὔτε σοὶ οὔτέ τῳ ἄλλῳ, ἐπεί μ’ ἀφέλεσθέ γε δόντες·

τῶν δ’ ἄλλων ἅ μοί ἐστι θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ

τῶν οὐκ ἄν τι φέροις ἀνελὼν ἀέκοντος ἐμεῖο·

εἰ δ’ ἄγε μὴν πείρησαι ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε·

αἶψά τοι αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί». 


Ὣς τώ γ’ ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν

ἀνστήτην, λῦσαν δ’ ἀγορὴν παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν·

Πηλεΐδης μὲν ἐπὶ κλισίας καὶ νῆας ἐΐσας

ἤϊε σύν τε Μενοιτιάδῃ καὶ οἷς ἑτάροισιν·

Ἀτρεΐδης δ’ ἄρα νῆα θοὴν ἅλα δὲ προέρυσσεν,

ἐν δ’ ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν, ἐς δ’ ἑκατόμβην

βῆσε θεῷ, ἀνὰ δὲ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον

εἷσεν ἄγων· ἐν δ’ ἀρχὸς ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς. 


Οἳ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,

λαοὺς δ’ Ἀτρεΐδης ἀπολυμαίνεσθαι ἄνωγεν·

οἳ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον,

ἕρδον δ’ Ἀπόλλωνι τεληέσσας ἑκατόμβας

ταύρων ἠδ’ αἰγῶν παρὰ θῖν’ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο·

κνίση δ’ οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ.


Τὸ ἠχητικὸν ἀπόσπασμα ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 285-317


Σημειώσεις : 

«ὑπείξομαι» : Τὸ Fείκω < εἴκω προέρχεται ἐκ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας ἕ + ἵκω ( =φτάνω), ἐπιστρέφω στὸν ἑ-αυτόν μου, παύω νὰ εἶμαι ἐπιθετικός. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει:

1.      Ὑποχωρῶ, ἐνδίδω καὶ ἁρμόζω

2.       Ὁμοιάζω [ κυρίως ὁ παρακείμενος μὲ σημασία ἐνεστῶτος ἔοικα ( =ἔχω ὑποχωρήσει, ἄρα εἶμαι σύγγνωμος, ὅμοιος)]. 

Ὕπὸ τὴν πρώτη ἔννοιά του, παρήγαγε πολλὲς λέξεις ποὺ μέχρι καὶ σήμερα τὶς χρησιμοποιοῦμε ἀλώβητες. Ἐνδεικτικῶς :

Ἡ λέξις ΝΕΙΚΟΣ ( = ἡ ἔρις, < ἀρνητικὸν μόριον νη + εἴκω) εἶναι κατὰ κυριολεξία ἡ μὴ ὑποχώρησις, γι’αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ἔριδες λέγεται ΦΙΛΟΝΕΙΚΙΑ καὶ κάποιος ποὺ εἶναι φίλερις λέγεται καὶ ΦΙΛΟΝΕΙΚΟΣ.

Ἀπ’τὴν ἄλλην, τὸν ἤπιον στὴν κρίσιν ἄνθρωπον, ποὺ δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ διενέξεις καὶ γι’αὐτὸ μονίμως βρίσκεται ἐπὶ τῆς ὑποχωρήσεως, τὸν εἶπαν ΕΠΙΕΙΚΗ ( < ἐπί +εἴκω).

Ἐπιεικὴς ἐπίσης ἦταν καὶ ὁ κατάλληλος, ὁ ἁρμόδιος κι αὐτὸ διότι τὸ ῥῆμα ΕΠΕΟΙΚΑ σημαίνει καὶ ἁρμόζω, εἶμαι συγκαταβατικός, κρίνω σύμφωνα μὲ τὸ τί εἶναι φυσικόν, πρέπον, λογικόν, μὲ τὸ τί προσήκει στὴν κάθε περίστασιν [«τύμβον δ᾽ οὐ μάλα πολλὸν ἐγὼ πονέεσθαι ἄνωγα, ἀλλ᾽ ἐπιεικέα τοῖον» ( =καὶ τάφος νὰ τοῦ στηθεῖ τρανὸς ἐγὼ δὲν θέλω, ἀλλὰ κατάλληλος, τέτοιος ποὺ νὰ τοῦ ἁρμόζει), Ἰλιάς, Ψ, 245] καὶ ὄχι αὐστηρῶς, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, χωρὶς νὰ ἐξετάζω τὶς συνθῆκες, ὅπως κυνικῶς κάνει ὁ δίκαιος. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅ,τι προσήκει στὸ φυσικὸν εἶναι καὶ ἀρτιμελές, ἀργότερα σήμανε καὶ τὸν ἀρτιμελῆ («παῑς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δε», Ἡροδότου, ἱστορίαι, Κλειῶ, 1,85,1).

Καὶ βέβαια κάποιος ποὺ δὲν ὑποχωρεῖ ἔχει περισσότερες πιθανότητες νὰ εἶναι ὁ κυρίαρχος, νὰ καταβάλει τὸν ἐχθρὸν καὶ νὰ πάρει τὴν ΝΙΚΗ, ἑξ ἧς καὶ τὸ ΝΙΚΩ [ < νίκη < ἑνιίκη < ἑνί ( δοτ. εἷς + ἵκω =φθάνω πρῶτος) ἤ ἑνιείκη ( δοτ. εἷς + εἴκω, ἡ ἑνί ὑποχωροῦσα)]. Ὅμως χρειάζεται νὰ καταστρώσει σχέδιον γιὰ νὰ μπορέσει νὰ νικήσει γι΄αὐτὸ καὶ ἄλλοι τό «νικῶ» τὸ ἐτυμολογοῦν ἐκ τοῦ «ν-οῦ ἵκω ( =φτάνω)» ἐξ οὗ καὶ τὸ ἐπίρρημα ΕΙΚΗΙ ποὺ σημαίνει χωρὶς σχέδιον, ἀσκόπως, ματαίως.

Ἔπειτα, στό «εἴκω» ὀφείλει τὴν δημιουργία της καὶ ἡ λέξις ΑΕΙΚΗΣ ( =ὁ βλαβερός, ὁ ἀπρεπής, ὁ ἀνάρμοστος), ἀλλὰ καὶ ἡ ΑΕΙΚΙΑ ( =ἡ ὕβρις, ἡ προσβολή) καὶ ἐπειδὴ ἡ δειλία ἐθεωρεῖτο ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ γιὰ ἕναν ὁπλίτην, τὸν δειλὸν τὸν ὠνόμαζαν καὶ ΑΕΙΚΕΛΙΟΝ.

Ἐπιπροσθέτως, κατὰ πολλοὺς ἀπ’αὐτό (μὲ τροπὴ τοῦ -ε σέ -ο) δημιουργήθηκε καὶ ἡ λέξις ΟΙΚΤΟΣ καὶ ὑποδήλωνε τὴν λύπη γιὰ τὴν ἀλλότρια συμφορά, καθῶς «οἱ οἰκτείροντες εἴκουσι ( =υποχωροῦν)» (Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Κι αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του δημιούργησε πολλὲς ἄλλες ποὺ δηλώνουν τὸ ΟΙΚΤΡΟΝ ( =τὸ ἀξιοθρήνητον βλ. καὶ οἴζω/οἴμοι).

Ἔτσι λοιπὸν ὁ οἶκτος ἔγινε συνώνυμον τοῦ ἐλέους, τῆς στενοχώριας γιὰ τὸ πάθημα κάποιου, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀναχωρήσαντα, τὸν νεκρὸν τὸν ἔλεγαν μεταξὺ ἄλλων καὶ οἰκτόν.

Ὑπὸ τὴν δευτέρα ἔννοιά του, αὐτὴν τοῦ «ὁμοιάζω» δημιουργήθηκαν ἀκόμα περισσότερες λέξεις. Ἡ πρώτη ἴσως λέξις ποὺ ἔρχεται στὸν νοῦν ὅταν κανεὶς σκεφτεῖ αὐτὸ τὸ ῥῆμα εἶναι ἡ ΕΙΚΩΝ ( = ὁμοιότης πρωτοτύπου, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ). Ἀπ’ τὴν εἰκόνα παρήχθησαν ἀκόμα περισσότερες λέξεις ὅπως ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΣ ( < ἀνήρ + εἴκω, ὁμοίωμα ἀνδρός/ ἀνθρώπου), ΕΙΚΑΖΩ ( = παριστάνω μὲ εἰκόνα), ΕΙΚΑΣΙΑ, ΑΠΕΙΚΑΣΜΑ ( = ἀναπαράστασις), ΕΙΚΟΤΑ ( = αὐτὰ ποὺ ὁμοιάζουν μὲ ἀληθινά, τὰ εὔλογα, πιθανά) κ.ἄ πολλά. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ (μὲ ἐπιφύλαξιν) πὼς κατὰ κάποιους ἀπ’ αὐτὸ προῆλθε καὶ ὁ ἀριθμὸς ΕΙΚΟΣΙ (ἐπικῶς ἐείκοσι, δωρικῶς εFείκοσι, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ), διότι ὁμοιάζει μὲ δύο φορὲς τὰ δέκα μας δάχτυλα.

Σὲ κάθε περίπτωσιν τὸ ῥῆμα αὐτὸ ἔδωσε τεράστιον ὄγκον λέξεων ποὺ μέχρι καὶ σήμερα ἄν τὸ στερήσουμε ἀπὸ τὴν γλῶσσα μας, ὁ λόγος μας θὰ γίνει φτωχότερος. Τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ όμως καὶ μὲ τὴν ἀπώλειά του ἀπὸ τὸν παγκόσμιον λόγον, καθῶς λέξεις ὅπως vicarious ( λατινικά = ἄλλος ἀντὶ ἄλλου βλ. vice,vicis, αγγλ. vice), ἀλλὰ καὶ ἄλλες ὅπως icon, week (βλ. μηνὸς φθίνοντος), γερμ. Ikonolater, Wochen, weichen κλπ εἶναι ὅλες προϊοῦσες αὐτοῦ. 


Ἡ συνέχεια ἐδῶ : ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΣ, Α', 318-341


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (Ὠγυγία ἤ ἀρχαιολογία, βιβλ. Β', κεφ. Γ') περὶ τῶν Μουσῶν :  «Αἱ Μοῦσαι ἦσαν θυγατέρες, κατὰ μέν τινας, τοῦ δευτέρου, κατὰ δ' ἄλλους τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης. Κατ' ἄλλους τοῦ Πιέρου*1 καὶ τῆς Πληΐδος ἤ τῆς Ἀντιόπης. Κατ' ἄλλους τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, ἤ τοῦ Αἰθέρος καὶ τῆς Πλουσίας ἤ τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τοῦ Μέμνονος καὶ τῆς Θεσπίας. Φαίνεται ὅμως ὅτι αἱ Μοῦσαι ἦσαν πολλαὶ καὶ διάφοροι, ὅθεν καὶ ἡ διαφορὰ τῶν γονέων, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν· κατ' ἄλλους δὲ, ἦσαν δύω γενέσεις τῶν Μουσῶν καὶ αἱ μὲν πρῶται αἱ θυγατέρες τοῦ Οὐρανοῦ, ἦσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου· αἱ δὲ δεύτεραι ἦσαν θυγατέρες τοῦ Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης, αἱ γνωστόταται καὶ ἐπισημόταται, κατὰ τὴν κοινὴν γνώμην.  Καὶ κατὰ μέν τινας ἦσαν δύω, κατ' ἄλλους δὲ τρεῖς, Μελέτη, Μνήμη καὶ Ἀοιδή*2, ἤ Κηφισός, Βορωσθενὶς καὶ Ἀπολλωνὶς ὀνομαζόμεναι καὶ ἰσάριθμοι μὲ τοὺς τρεῖς τόνους, τρεῖς χρόνους καὶ τρεῖς ἀριθμούς*3. Κατ' ἄλλους δέ, ἦσαν τέσσαρες, Θελ

Η ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΑΙΔΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 1ον)

Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «Φυσιογνωμικά» του: « Κιναίδου σημεῖα ( =διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ κιναίδου) ὄμμα ( =μάτι, θέα, θέαμα) κατακεκλασμένον ( =μαλθακόν, ἐκθηλυμένον), γονύκροτος ( =αὐτὸς ποὺ τὰ πόδια του ἐχουν κλίσιν καὶ ἀκουμπᾶ τὸ ἕνα γόνατον τὸ ἄλλον, παράγοντας κρότον· προφανῶς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κλίνουν τὰ πόδια τους οἱ κίναιδοι γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν σεῖσιν/κούνημα τῶν γλουτῶν τους). Ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς ( =γέρνουν τὸ κεφάλι) εἰς τὰ δεξιά. Αἱ φοραὶ τῶν χειρῶν ὕπτιαι καὶ ἔκλυτοι ( =ἡ φορὰ τῶν χεριῶν τους εἶναι χαλαρή καὶ «ῥίχνεται» πρὸς τὰ πίσω· τὸ σπάσιμον τοῦ καρποῦ ἐν ὀλίγοις), καὶ βαδίσεις διτταί ( =βάδισμα ἀσαφές), ἡ μὲν περινεύοντος ( =κλίνω τὴν μία  πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὴν ἄλλην πρὸς τὰ ἀριστερά), ἡ δὲ κρατοῦντος τὴν ὀσφύν ( =τὴν μέση κρατοῦντος)… τὰ περὶ τὸ πρόσωπον διεξυσμένα ( =λεῖα, ὁμαλά)… βδελυροὶ καὶ ἀναιδεῖς… οἱ γονύκροτοι κίναιδοι... ὅσοι δὲ ταῖς φωναῖς ἀξείαις ( =ὀξεῖες) μαλακαῖς ( =ἁπαλές) κεκλασμέναις ( =σπασμένες, ἐξασθενημένες, ὄχι βροντερές) διαλέγονται (

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΑΧΛΑΜΑΡΑΣ ( ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΣ)

Ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ ἀνοησία εἶναι μία θεωρία γιὰ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συζητᾶ ὧρες, ὅπως καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σενάριο ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ὅμως ἐπειδὴ ἔχει πάρει διαστάσεις ἀληθινῆς πανδημίας καὶ δυστυχῶς πλέον τὴν ἔχουν ἀσπαστεῖ καὶ διάφοροι ἔγκριτοι  <<γλωσσολόγοι>> ( τώρα τὸ ποῦ βασίζονται, ἐφόσον οἱ ὅποιες <<ἀποδείξεις>> εἶναι ἀνυπόστατες, ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀβάσιμες, ἔγκειται μᾶλλον στὰ πλαίσια τῆς συγχρόνου ἐπιστημονικότητος! ), καλὸ εἶναι νὰ γίνει μία συνοπτικὴ παρουσίασις τοῦ πῶς ξεκίνησε καὶ καθιερώθηκε αὐτὸ τὸ ψεῦδος γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Τουλάχιστον νὰ μὴν ἀναρωτιοῦνται οἱ περισσότεροι τί σημαίνει αὐτό τὸ <<Ι.Ε>>, <<σανσ.>>, παλαιότερα <<ἰαπετ.>>,  ποὺ συνοδεύει τὰ λήμματά μας μὲ τὴν ἀκατανόητη, μηδέποτε ὀμιλουμένη καὶ γεγραμμένη ῥίζα, ἡ ὁποία συμπληρώνει τὴν ἐτυμολογικὴ αὐτὴ παρωδία! Ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προῆλθε ἀπὸ τὴν παρατήρησιν ὅτι οἱ ἀρχαῖες καὶ νεώτερες  γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γ